Έφευγα πάντα μακριά ως τις περασμένες στέγες,
με βήμα καρφωμένο στην αιτία που με ‘κανε
να ζητώ άλλες αιτίες. Ώσπου ξόδεψα κάθε μουσική,
κι έγινε πόνος κάθε αιτία, γιατί ποτέ δεν κατάλαβα
τι άξιζε να ζήσω όταν το σούρουπο ερχόταν
και το βλέμμα των άστρων συνόρευε με τ’ αδέξια σοκάκια
του νου. Μένει λοιπόν μια ιστορία να πω, τη δικιά μου,
αφού και τώρα ακόμα να διακρίνω δε μπορώ
τι είναι πόνος και τι αιτία.
Γι’ αυτό θυμάμαι κάστανα παλιά που τρώγαμε γύρω απ’ τη σόμπα,
και κάτι παραμύθια με τον Χάρο όσο το χιόνι σκέπαζε
τους παιδικούς μου φόβους.
Θυμάμαι ακόμα μια συμβουλή:
«δεν έχεις να μετρηθείς με κανένα,
ό, τι κάνεις σε περιμένει στην επόμενη στροφή του δρόμου,
κάντο και μετά τραγούδα της ζωής τ’ αμετάκλητα δάκρυα».
Ξεκίνησα λοιπόν να γυρεύω δύσκολους δρόμους,
τη φωνή μου να ψάχνω και τα μάτια μου
σε ξεχασμένες κοιλάδες, ώσπου χρόνια μετά
δεν είχα τι άλλο να κάνω και ρίχτηκα στο γράψιμο.
Έκανα και κάτι χειρότερο, φρόντισα απ’ το συρτάρι να βγουν
κάποια γραψίματα, ήταν μια ευγενής ασχολία,
έτσι φαντάστηκα. Και τη μισή μου ζωή ξόδεψα
να φαντάζομαι πως θα ‘ταν η άλλη μισή.
Μιλάμε τώρα γι’ απαράμιλλη βλακεία.
Έτσι βλάκας της πέμπτης δεκαετίας
κοιτάζω τη Βρωμοαθήνα να σουρουπώνει,
να φλέγεται κάτω από ήλιο παράδοξο,
κι όλοι οι πρόγονοι σε παρέλαση να στριμώχνονται
σε μουσεία και καφενείων κουβέντες.
«Διαβάτη εσύ της νύχτας, προστάτεψε το επόμενο βλέμμα σου!»
Όλα αυτά τα ‘χω σκεφτεί πολλές φορές και τα ‘χω πει
άλλες τόσες όταν με φίλους βρίσκομαι, έτσι που χάνονται
τα λόγια σαν τη βροχή μες το χώμα.
Συμπαθάτε τ’ αναπότρεπτα φιλιά της ζωής
και τις σκιές όταν σκύβουν στο αίμα της.
Ανθρώπους συνάντησα που υμνούσαν το μόχθο τους,
δεν τους κατάλαβα και συνέχισα να ψάχνω ανθρώπους
κι αιτίες. Κι ως τώρα δεν κατάφερα να σταθώ πουθενά,
παρά στα κεραμίδια μιας στέγης, που τρίζανε
κι ύστερα σπάζανε απότομα.
Αλλά βλέπω συχνά απ’ το θολό μου παράθυρο
τα νεράντζια να σαπίζουν στους δρόμους, φλέβες της έκστασης,
αιμορραγίες του τίποτα και του πουθενά το αίτημα.
Και μ’ όλα αυτά συγκεντρώθηκα σε μια ιστορία
που μακριά μου θα ‘ναι σαν την προφέρω,
ακόμα κι αν γίνει μ’ όλες τις αδύναμες λέξεις.
Γιατί, που λέτε, σκαρφίστηκα κάποτε τη ζωή
σαν κοκτέηλ θανάσιμο που αναπνέει τον γήινο πόθο μου,
μ’ ένα μαστίγιο ν’ αγγίζει σκληρά το περασμένο μου δέρμα.
Όμως θα ‘μουν αληθινά χαρούμενος, το παραδέχομαι,
αν δεν είχα να διηγηθώ το παραμικρό, τις σκέψεις των άλλων
να σκέφτομαι και με τις ώρες να κάθομαι
σαν το ποντίκι στη φάκα.
Γιατί ιστορία είναι το ψέμα που επιλέγουμε
από μύρια άλλα ψέματα που μυρίζουν αλήθεια.
Γιατί στο παρελθόν δεν υπάρχει αλήθεια,
παρά μόνο νεκροί και μνημεία.
Γιατί παρελθόν είναι απλά η ερμηνεία του.
Για όλα αυτά, η ιστορία που θα ‘λεγα, ανάξια θα ‘ναι,
με εικόνες αμέτοχες κι ανόητες λέξεις.
Ούτε να τη σκέφτομαι θέλω.
Και τι θα μου πείτε αν έλεγα
πως είμαστε γόνοι του ξύλου;
Παρ’ όλα βλέπετε να επιμένω σε κουβέντες αδέξιες
που ώρες-ώρες μου φαίνονται σαν προσευχές
βγαλμένες από βυθούς παράξενους,
απ’ την ασήμαντη ανάγκη μου να πω τι συμβαίνει,
δηλαδή ένας θόρυβος από μύριους άλλους θορύβους.
Τους τυφλούς, ρε παιδιά, συμπαθάτε
καθώς ψάχνουν το επόμενο βήμα.
Όπως νήπιος στεκόμουν λοιπόν στο κλαδί ενός δέντρου,
τα σπουργίτια συντρόφευα στης μουριάς τα φύλλα.
Τόσο αστεία ήταν η εικόνα. Ήταν ακόμα κι αυτή
η έλξη της γης ή του αέρα η πρόκληση που με ‘κανε
να κουνάω τα χέρια σα να ‘ταν φτερούγες, τον ουρανό
να κοιτώ σα γαλάζιο ταβάνι. Κι όλα φαίνονταν
τόσο μικρά που μπορούσα να χαϊδεύω τα σύννεφα,
αφού όλα γίνονταν στο μικρό μου πλανήτη, κι αυτά
ακόμα τ’ αστέρια δεν ήταν παρά κεριά που ανάβανε
οι παιδικοί μου δαίμονες, που θα ‘πρεπε
κάποια στιγμή να σβήσω. Ομολογώ πως έζησα
πολλά παραμύθια, του Πινόκιο τη μύτη απόκτησα,
αυλητής του Χάμελιν έγινα και ο Νέμο σε διαμέρισμα.
Είναι, βλέπετε, επικίνδυνη αυταπάτη το διάβασμα,
να νομίζεις πως ζεις με τις λέξεις.
Ευτυχώς δεν κράτησα ποτέ ημερολόγιο,
αλλιώς θα την είχα για τα καλά ψωνίσει.
Και τι μένει να γράψεις για μια ζωή
ξοδεμένη σε πόθους; Απλά να φαντάζεσαι
πόσο ανίκανος είσαι να μοιράζεσαι καθώς
σπαταλάς τον χειμώνα σε ζοφερές απορίες.
«Διαβάτη εσύ της μέρας, διέκρινε τους χρήσιμους ήχους!»
Δεν υπάρχει πλέον καιρός για παραμύθια.
Η πραγματικότητα παραμένει
η μόνη αξεπέραστη αλήθεια. Μα όσο υπάρχει
στη συνήθεια κατάρα, άλλο τόσο ανώφελα είναι τα ξόρκια.
Είναι, που λέτε, σκληρό παραμύθι η ζωή,
όταν έχεις απ’ αυτήν απαιτήσεις,
όταν σ’ άλλους τρόπους απότυχες,
γιατί τα χέρια σου δεν ταιριάξαν στο κύμα.
Και τι να πεις για το κύμα;
Τι να βρεις σε σκέψεις που ανεμίζουν
παράφορα σαν ασπρόρουχα σε βεράντες ανέμου;
Οι σιωπηλές μουσικές και τα λόγια που μάσησες
συντροφεύουν τα βράδια σου. Αν ανίκανος είσαι
με ανθρώπους, άλλο τόσο δειλός για ποιήματα.
Μίλα τώρα για το μηχάνημα της στέρησης.
Ή μάλλον άστο, αφού σ’ αρέσουν τα ματωμένα φεγγάρια,
τα παγωμένα χαμόγελα, κάτι πεζόδρομοι πλάι στη μιζέρια.
Έλα τώρα και πες μου για τη δυναστεία των λέξεων,
έλα μαζί να γελάσουμε μπροστά στον καθρέφτη του άλλου.
Μήπως δεν ήξερες πως δεν υπάρχουν γλώσσες νεκρές;
Πως όλες οι γλώσσες είναι νεκρές; Δεν αναπνέουν οι λέξεις,
ρε φίλο, γιατί νοσταλγείς τον παράδεισο; Γιατί πουλάς
τσαμπουκά στα ρόδα; Χάθηκες μάλλον έσβησες
έγινες θλιβερός τυμβωρύχος.
Βάλε σημαία στο άπειρο, σπιρούνια στο πέλαγος.
Κι έλα μετά να τσουγγρίσουμε
στο επόμενο αίμα.
με βήμα καρφωμένο στην αιτία που με ‘κανε
να ζητώ άλλες αιτίες. Ώσπου ξόδεψα κάθε μουσική,
κι έγινε πόνος κάθε αιτία, γιατί ποτέ δεν κατάλαβα
τι άξιζε να ζήσω όταν το σούρουπο ερχόταν
και το βλέμμα των άστρων συνόρευε με τ’ αδέξια σοκάκια
του νου. Μένει λοιπόν μια ιστορία να πω, τη δικιά μου,
αφού και τώρα ακόμα να διακρίνω δε μπορώ
τι είναι πόνος και τι αιτία.
Γι’ αυτό θυμάμαι κάστανα παλιά που τρώγαμε γύρω απ’ τη σόμπα,
και κάτι παραμύθια με τον Χάρο όσο το χιόνι σκέπαζε
τους παιδικούς μου φόβους.
Θυμάμαι ακόμα μια συμβουλή:
«δεν έχεις να μετρηθείς με κανένα,
ό, τι κάνεις σε περιμένει στην επόμενη στροφή του δρόμου,
κάντο και μετά τραγούδα της ζωής τ’ αμετάκλητα δάκρυα».
Ξεκίνησα λοιπόν να γυρεύω δύσκολους δρόμους,
τη φωνή μου να ψάχνω και τα μάτια μου
σε ξεχασμένες κοιλάδες, ώσπου χρόνια μετά
δεν είχα τι άλλο να κάνω και ρίχτηκα στο γράψιμο.
Έκανα και κάτι χειρότερο, φρόντισα απ’ το συρτάρι να βγουν
κάποια γραψίματα, ήταν μια ευγενής ασχολία,
έτσι φαντάστηκα. Και τη μισή μου ζωή ξόδεψα
να φαντάζομαι πως θα ‘ταν η άλλη μισή.
Μιλάμε τώρα γι’ απαράμιλλη βλακεία.
Έτσι βλάκας της πέμπτης δεκαετίας
κοιτάζω τη Βρωμοαθήνα να σουρουπώνει,
να φλέγεται κάτω από ήλιο παράδοξο,
κι όλοι οι πρόγονοι σε παρέλαση να στριμώχνονται
σε μουσεία και καφενείων κουβέντες.
«Διαβάτη εσύ της νύχτας, προστάτεψε το επόμενο βλέμμα σου!»
Όλα αυτά τα ‘χω σκεφτεί πολλές φορές και τα ‘χω πει
άλλες τόσες όταν με φίλους βρίσκομαι, έτσι που χάνονται
τα λόγια σαν τη βροχή μες το χώμα.
Συμπαθάτε τ’ αναπότρεπτα φιλιά της ζωής
και τις σκιές όταν σκύβουν στο αίμα της.
Ανθρώπους συνάντησα που υμνούσαν το μόχθο τους,
δεν τους κατάλαβα και συνέχισα να ψάχνω ανθρώπους
κι αιτίες. Κι ως τώρα δεν κατάφερα να σταθώ πουθενά,
παρά στα κεραμίδια μιας στέγης, που τρίζανε
κι ύστερα σπάζανε απότομα.
Αλλά βλέπω συχνά απ’ το θολό μου παράθυρο
τα νεράντζια να σαπίζουν στους δρόμους, φλέβες της έκστασης,
αιμορραγίες του τίποτα και του πουθενά το αίτημα.
Και μ’ όλα αυτά συγκεντρώθηκα σε μια ιστορία
που μακριά μου θα ‘ναι σαν την προφέρω,
ακόμα κι αν γίνει μ’ όλες τις αδύναμες λέξεις.
Γιατί, που λέτε, σκαρφίστηκα κάποτε τη ζωή
σαν κοκτέηλ θανάσιμο που αναπνέει τον γήινο πόθο μου,
μ’ ένα μαστίγιο ν’ αγγίζει σκληρά το περασμένο μου δέρμα.
Όμως θα ‘μουν αληθινά χαρούμενος, το παραδέχομαι,
αν δεν είχα να διηγηθώ το παραμικρό, τις σκέψεις των άλλων
να σκέφτομαι και με τις ώρες να κάθομαι
σαν το ποντίκι στη φάκα.
Γιατί ιστορία είναι το ψέμα που επιλέγουμε
από μύρια άλλα ψέματα που μυρίζουν αλήθεια.
Γιατί στο παρελθόν δεν υπάρχει αλήθεια,
παρά μόνο νεκροί και μνημεία.
Γιατί παρελθόν είναι απλά η ερμηνεία του.
Για όλα αυτά, η ιστορία που θα ‘λεγα, ανάξια θα ‘ναι,
με εικόνες αμέτοχες κι ανόητες λέξεις.
Ούτε να τη σκέφτομαι θέλω.
Και τι θα μου πείτε αν έλεγα
πως είμαστε γόνοι του ξύλου;
Παρ’ όλα βλέπετε να επιμένω σε κουβέντες αδέξιες
που ώρες-ώρες μου φαίνονται σαν προσευχές
βγαλμένες από βυθούς παράξενους,
απ’ την ασήμαντη ανάγκη μου να πω τι συμβαίνει,
δηλαδή ένας θόρυβος από μύριους άλλους θορύβους.
Τους τυφλούς, ρε παιδιά, συμπαθάτε
καθώς ψάχνουν το επόμενο βήμα.
Όπως νήπιος στεκόμουν λοιπόν στο κλαδί ενός δέντρου,
τα σπουργίτια συντρόφευα στης μουριάς τα φύλλα.
Τόσο αστεία ήταν η εικόνα. Ήταν ακόμα κι αυτή
η έλξη της γης ή του αέρα η πρόκληση που με ‘κανε
να κουνάω τα χέρια σα να ‘ταν φτερούγες, τον ουρανό
να κοιτώ σα γαλάζιο ταβάνι. Κι όλα φαίνονταν
τόσο μικρά που μπορούσα να χαϊδεύω τα σύννεφα,
αφού όλα γίνονταν στο μικρό μου πλανήτη, κι αυτά
ακόμα τ’ αστέρια δεν ήταν παρά κεριά που ανάβανε
οι παιδικοί μου δαίμονες, που θα ‘πρεπε
κάποια στιγμή να σβήσω. Ομολογώ πως έζησα
πολλά παραμύθια, του Πινόκιο τη μύτη απόκτησα,
αυλητής του Χάμελιν έγινα και ο Νέμο σε διαμέρισμα.
Είναι, βλέπετε, επικίνδυνη αυταπάτη το διάβασμα,
να νομίζεις πως ζεις με τις λέξεις.
Ευτυχώς δεν κράτησα ποτέ ημερολόγιο,
αλλιώς θα την είχα για τα καλά ψωνίσει.
Και τι μένει να γράψεις για μια ζωή
ξοδεμένη σε πόθους; Απλά να φαντάζεσαι
πόσο ανίκανος είσαι να μοιράζεσαι καθώς
σπαταλάς τον χειμώνα σε ζοφερές απορίες.
«Διαβάτη εσύ της μέρας, διέκρινε τους χρήσιμους ήχους!»
Δεν υπάρχει πλέον καιρός για παραμύθια.
Η πραγματικότητα παραμένει
η μόνη αξεπέραστη αλήθεια. Μα όσο υπάρχει
στη συνήθεια κατάρα, άλλο τόσο ανώφελα είναι τα ξόρκια.
Είναι, που λέτε, σκληρό παραμύθι η ζωή,
όταν έχεις απ’ αυτήν απαιτήσεις,
όταν σ’ άλλους τρόπους απότυχες,
γιατί τα χέρια σου δεν ταιριάξαν στο κύμα.
Και τι να πεις για το κύμα;
Τι να βρεις σε σκέψεις που ανεμίζουν
παράφορα σαν ασπρόρουχα σε βεράντες ανέμου;
Οι σιωπηλές μουσικές και τα λόγια που μάσησες
συντροφεύουν τα βράδια σου. Αν ανίκανος είσαι
με ανθρώπους, άλλο τόσο δειλός για ποιήματα.
Μίλα τώρα για το μηχάνημα της στέρησης.
Ή μάλλον άστο, αφού σ’ αρέσουν τα ματωμένα φεγγάρια,
τα παγωμένα χαμόγελα, κάτι πεζόδρομοι πλάι στη μιζέρια.
Έλα τώρα και πες μου για τη δυναστεία των λέξεων,
έλα μαζί να γελάσουμε μπροστά στον καθρέφτη του άλλου.
Μήπως δεν ήξερες πως δεν υπάρχουν γλώσσες νεκρές;
Πως όλες οι γλώσσες είναι νεκρές; Δεν αναπνέουν οι λέξεις,
ρε φίλο, γιατί νοσταλγείς τον παράδεισο; Γιατί πουλάς
τσαμπουκά στα ρόδα; Χάθηκες μάλλον έσβησες
έγινες θλιβερός τυμβωρύχος.
Βάλε σημαία στο άπειρο, σπιρούνια στο πέλαγος.
Κι έλα μετά να τσουγγρίσουμε
στο επόμενο αίμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου