κουβαλάει το μυρμήγκι μέσ’ την τρύπα του
ψίχουλα θεόρατα απ’ την αγορά των σκλάβων
τα αφεντικά κι οι πονηροί παπάδες
το βάφτισαν εργατικό μα είναι τεμπελάκος
ότι θα κλέψει είν’ γι’ αυτό τα λάφυρά του
και το τσουκάλι του δε μένει αδειανό ποτέ
γιατί γεμάτα σπόρους είναι τα χωράφια
και περπατά εδώ κάτω απ’ τον ήλιο
και περπατά στις αμμουδιές
επάνω στα ζεματιστά κορμιά
γλείφοντας την αλμύρα απ’ τα βυζιά
να νοστιμίσει αργότερα τα πλούσια φαγιά
και περπατά και χάνεται
βαθιά μέσα στη νύχτα
και τραγουδά μονάχο του
μέχρι να’ ρθεί να το συντρίψει
η αρβύλα ενός μαλάκα.
ψίχουλα θεόρατα απ’ την αγορά των σκλάβων
τα αφεντικά κι οι πονηροί παπάδες
το βάφτισαν εργατικό μα είναι τεμπελάκος
ότι θα κλέψει είν’ γι’ αυτό τα λάφυρά του
και το τσουκάλι του δε μένει αδειανό ποτέ
γιατί γεμάτα σπόρους είναι τα χωράφια
και περπατά εδώ κάτω απ’ τον ήλιο
και περπατά στις αμμουδιές
επάνω στα ζεματιστά κορμιά
γλείφοντας την αλμύρα απ’ τα βυζιά
να νοστιμίσει αργότερα τα πλούσια φαγιά
και περπατά και χάνεται
βαθιά μέσα στη νύχτα
και τραγουδά μονάχο του
μέχρι να’ ρθεί να το συντρίψει
η αρβύλα ενός μαλάκα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου