Στον Κώστα Κουτσουρέλη ανθ’ εκατονταπλασίων
Ως ήμαστε με βαρετό σκυμμένο άδειο κεφάλι
Μες στην καρδιά μας άναβε πράσινη περιστέρα
Μας είδε απ’ το κατάστρωμα κάποιος με κανοκιάλι
Μα το λεπίδι πρόφταξε κανείς δεν το καρτέρα
Μες στην καρδιά μας άναβε πράσινη περιστέρα
Οι περουζέδες περισσοί και τα ρουμπίνια κρίνοι
Μα το λεπίδι πρόφταξε κανείς δεν το καρτέρα
Ήσκιος περνούσε χάροντα που χνάρι δεν αφήνει
Οι περουζέδες περισσοί και τα ρουμπίνια κρίνοι
Με τι κοντύλι σβήστηκεν η θέση μας στο χάρτη;
Ήσκιος περνούσε χάροντα που χνάρι δεν αφήνει
Ξέραμε και ρωτιόμασταν πώς θα ’ρτει πότε θα ’ρτει
Με τι κοντύλι σβήστηκεν η θέση μας στο χάρτη
Κοπήκαμε απ’ τις ρίζες μας σα θλιβερά τραγούδια
Ξέραμε και ρωτιόμασταν πώς θα ’ρτει πότε θα ’ρτει
Η μέρα που οι παλιοί καρποί θα ρέψουν με τα φλούδια
Κοπήκαμε απ’ τις ρίζες μας σα θλιβερά τραγούδια
Που νοσταλγοί ψελλίζουνε παράφωνα ενώ θάλλει
Η μέρα που οι παλιοί καρποί θα ρέψουν με τα φλούδια
Ως ήμαστε με βαρετό σκυμμένο άδειο κεφάλι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου