Ήταν αρχές της άνοιξης,τότε που η φύση με αυτήν την αιώνια και εθελούσια
ακολουθία προετοιμαζόταν να μπει στα γιορτινά της. Τότε που ξυπνούσαν
τα μπουμπούκια αποκαλύπτοντας τα βαθύτερα αρώματά τους, εξαργυρώνοντας
έτσι το χειμωνιάτικο ύπνο τους.
Παραδίπλα ένα χωράφι σπαρμένο απ’ τις αρχές του φθινοπώρου, υπογράμμιζε το τοπίο δείχνοντάς το να μοιάζει μ’ ενα καταπράσινο σεντόνι, όπου με την παραμικρή αύρα τσαλάκωνε, ζάρωνε, και αναδιπλωνόταν πάλι και πάλι.
Ο μόνος θεατής αυτού του τοπίου, ο μόνος μάρτυρας αυτής της ανοιξιάτικης έξαρσης ήταν ένα σκιάχτρο.
Ένα παλιό ξύλινο μισοξεχαρβαλωμένο σκιάχτρο που όμως διατηρούσε στο ακέραιο την αποστολή του να απομακρύνει τους φτερωτούς πεινασμένους άρπαγες.
Χρόνια και χρόνια εκεί σαν απολίθωμα, ριζωμένο πάντα στην ίδια θέση απέναντι απ’ το λόφο, να προστατεύει με την ακινησία του και τη σιωπή του την ετήσια σοδιά.
Μοναχικός αμετακίνητος φύλακας. Φύλακας…. Μάλλον περισσότερο για δραπέτης έμοιαζε.
Δραπέτης στην καταπράσινη φυλακή του. Φύλακας και δραπέτης λοιπόν…
Μαρμαρωμένο και βουβό, κλειδούχος της πιο παράφορης μοναξιάς, όπου τη φίλευε μόνο το θρόισμα του ανέμου και τα κρωξίματα των εχθρών του.
Ριζωμένο εκεί με μόνο εφόδιο τα φθαρμένα πολύχρωμα κουρέλια του που το ζέσταιναν το καταχείμωνο, και το μισοδιαλυμένο ψάθινο καπέλο του που του σκίαζε το κεφάλι στην κάψα του καλοκαιριού καθώς αγνάντευε νωχελικά με τις ώρες το λόφο απέναντί του. Το λόφο που τώρα πλημμύριζε από τα χρώματα της άνοιξης.
Οι μέρες και οι νύχτες εναλλάσσονταν διαδοχικά χωρίς τίποτα να διαταράσσει τη μοναξιά του.
Καλοκαίριαζε πια και τα σπαρτά του αγρού που με τόσο κόπο προστάτευε, χρύσιζαν τώρα κάτω απ’ τον εκτυφλωτικό ήλιο δίνοντάς του την αίσθηση πως βρισκόταν σε μια ξανθιά γαληνεμένη θάλασσα.
Κάποια μέρα δύο αγρότες πλησίασαν προς το μέρος του κι έπειτα -όχι σε μεγάλη απόσταση απ’ αυτό- σταμάτησαν και τοποθέτησαν ένα καινούργιο σκιάχτρο.
Ο παλιός κάτοικος του αγρού σκέφτηκε ότι ήρθε το τέλος του, ότι έχασε τη χρησιμότητά του και ήρθε η ώρα της αντικατάστασης, μα γρήγορα έδιωξε αυτές τις σκέψεις καθώς είδε τους αγρότες να απομακρύνονται.
Χαμήλωσε το βλέμμα του. Ποια να ‘ταν τάχα η νέα παρουσία στο σιωπηλό βασίλειό του; Ποια μοίρα τους κάρφωσε στο ίδιο χώμα; Ποιο πεπρωμένο τους έδεσε στην ίδια γη;
Ύψωσε το βλέμμα του και την είδε.
Φορούσε ένα κατάλευκο μακρύ φόρεμα, και στους ώμους της έπεφταν τα κατακίτρινα αχυρένια της μαλλιά.Ένιωσε ένα μούδιασμα, μια απροσδιόριστη και πρωτόγνωρη ένταση. Με τη βοήθεια του ανέμου της έστειλε ένα κομμάτι ύφασμα από τα κουρέλια του, έτσι σαν καλωσόρισμα, και ταλαντεύτηκε λίγο σαν να έκανε μια θεατρική υπόκλιση.
Εκείνη του χαμογέλασε δειλά γέρνοντας ελαφρά το κεφάλι της προς το μέρος του.
Το γεφύρι από τη μοναξιά στη συντροφικότητα,από την ερημιά στην αφοσίωση, τα δυο σκιάχτρα το πέρασαν πολύ γρήγορα. Καθημερινά με τη βοήθεια του ταχυδακτυλουργού ανέμου της έστελνε πολύχρωμα κομμάτια ύφασμα από το πανωφόρι του ξοδεύοντας έτσι τη μοναδική του περιουσία… πράσινα, κίτρινα, κόκκινα, μενεξεδιά, σαν γράμματα με το ίδιο πάντα περιεχόμενο, με τα ίδια πάντα λόγια αγάπης. Κι αυτή ταλαντευόνταν σαν να χόρευε και του χαμογελούσε.
Ο θερισμός και κατόπιν το αλώνισμα υποδήλωναν ότι το καλοκαίρι έφτανε στο τέλος του, και ότι μια καινούρια σπορά σε λίγο θα αγκάλιαζε τη γόνιμη γη στην ίδια πάντα καρποφόρα επανάληψη.
Στην ίδια επανάληψη και το σκιάχτρο κάθε μέρα να σκορπά στα πόδια της τα πολύχρωμα μπιλιέτα του που πια είχαν λιγοστέψει επικίνδυνα, κάνοντάς το να μοιάζει με ρακένδυτο επαίτη. Μα πάντα χαμογελούσε καθώς έβλεπε την αγαπημένη του, χαμογελούσε κι ας ήξερε οτι δεν θα μπορέσει να την αγκαλιάσει ποτέ.
Είναι κάποιες φορές που το ανεκπλήρωτο του έρωτα ορθώνεται σαν κοφτερό δρεπάνι στους αγρούς θερίζοντας τα πάντα στο διάβα του, υπαγορεύοντας το απραγματοποίητο, πιστοποιώντας το ανέφικτο…
Κάποιο πρωί που ξύπνησε έγειρε λίγο το βλέμμα του να τη δει, να την καλημερίσει, μα εκείνη άφαντη.
Μόνο μια τρύπα στο νοτισμένο έδαφος δήλωνε πως κάποτε υπήρξε πλάι του, πως ό,τι έζησε δεν ήταν όνειρο.
Μια παγωνιά σκέπασε την ξύλινη καρδιά του. Προσπάθησε να φωνάξει, να ουρλιάξει, αλλά μάταια.
Έσυρε το βλέμμα του δεξιά αριστερά μα τίποτα…ως που την είδε. Εκεί ψηλά στην κορυφή του λόφου έβλεπε τη φιγούρα της ολόλευκη και ακίνητη να ατενίζει απόμακρη από ψηλά τον κάμπο διώχνοντας με την παρουσία της τα κοράκια απ’ το καινούργιο χωράφι. Έκπληκτο και σαστισμένο το σκιάχτρο δεν πρόσεξε τα μαύρα βαριά σύννεφα που ταξίδευαν στον ουρανό, ούτε ένιωσε τις πρώτες χοντρές ψιχάλες της βροχής που το μούσκευαν. Μοναχά το βλέμμα του εκεί κοκαλωμένο στην κορυφή του λόφου, σε κείνη.
Ένας δυνατός άνεμος φύσηξε σκίζοντας και τα τελευταία του πολύχρωμα κουρέλια, στέλνοντάς τα προς το λόφο, μα βρεγμένα καθώς ήταν δεν πήγαν πολύ μακρυά. Δεν απέμενε τίποτα πια παρά μόνο ένα ξύλινο κουφάρι σε σχήμα σταυρού παράταιρο με το τοπίο.
Μια τελευταία σπρωξιά του ανέμου το ξάπλωσε κατάχαμα μ’ ένα δυνατό κρότο, νιώθοντας στην πλάτη του την υγρή γη που τόσο πιστά υπηρέτησε.
Λίγο πρίν σπαταλήσει η βροχή και τις τελευταίες της στάλες, άνοιξε τα μάτια του. Δάκρυα και βροχή έγιναν ένα και του ξέπλεναν το πρόσωπο.
Πρώτη φορά αντίκριζε ολόκληρο τον ουρανό. Μνήμες… μνήμες…
Πόσα χρόνια ήταν εκεί άραγε; Πόσα χρόνια ήταν εκεί καρφωμένο στην ίδια θέση, πολέμιος των όρνεων, βουβός φρουρός του αγρού; Πόση μοναξιά, πόση σιωπή;
Ίσως εκείνη περίμενα, σκέφτηκε. Ίσως γι’ αυτήν ήμουν εδώ, για να την αγαπήσω για να της πετώ τα πολύχρωμα μπιλιέτα μου!
Και τώρα; Και τώρα πώς; πώς; σαν να ψιθύρισε…
Τη θέση της περαστικής μπόρας πήρε ένας λαμπρός φθινοπωρινός ήλιος.
Το τελευταίο πράγμα που αντίκρισε το σκιάχτρο πριν κλείσει τα μάτια του ήταν ένα ουράνιο τόξο, να σκίζει τον γαλανό ουρανό, με ακριβή κατεύθυνση προς το λόφο…
Παραδίπλα ένα χωράφι σπαρμένο απ’ τις αρχές του φθινοπώρου, υπογράμμιζε το τοπίο δείχνοντάς το να μοιάζει μ’ ενα καταπράσινο σεντόνι, όπου με την παραμικρή αύρα τσαλάκωνε, ζάρωνε, και αναδιπλωνόταν πάλι και πάλι.
Ο μόνος θεατής αυτού του τοπίου, ο μόνος μάρτυρας αυτής της ανοιξιάτικης έξαρσης ήταν ένα σκιάχτρο.
Ένα παλιό ξύλινο μισοξεχαρβαλωμένο σκιάχτρο που όμως διατηρούσε στο ακέραιο την αποστολή του να απομακρύνει τους φτερωτούς πεινασμένους άρπαγες.
Χρόνια και χρόνια εκεί σαν απολίθωμα, ριζωμένο πάντα στην ίδια θέση απέναντι απ’ το λόφο, να προστατεύει με την ακινησία του και τη σιωπή του την ετήσια σοδιά.
Μοναχικός αμετακίνητος φύλακας. Φύλακας…. Μάλλον περισσότερο για δραπέτης έμοιαζε.
Δραπέτης στην καταπράσινη φυλακή του. Φύλακας και δραπέτης λοιπόν…
Μαρμαρωμένο και βουβό, κλειδούχος της πιο παράφορης μοναξιάς, όπου τη φίλευε μόνο το θρόισμα του ανέμου και τα κρωξίματα των εχθρών του.
Ριζωμένο εκεί με μόνο εφόδιο τα φθαρμένα πολύχρωμα κουρέλια του που το ζέσταιναν το καταχείμωνο, και το μισοδιαλυμένο ψάθινο καπέλο του που του σκίαζε το κεφάλι στην κάψα του καλοκαιριού καθώς αγνάντευε νωχελικά με τις ώρες το λόφο απέναντί του. Το λόφο που τώρα πλημμύριζε από τα χρώματα της άνοιξης.
Οι μέρες και οι νύχτες εναλλάσσονταν διαδοχικά χωρίς τίποτα να διαταράσσει τη μοναξιά του.
Καλοκαίριαζε πια και τα σπαρτά του αγρού που με τόσο κόπο προστάτευε, χρύσιζαν τώρα κάτω απ’ τον εκτυφλωτικό ήλιο δίνοντάς του την αίσθηση πως βρισκόταν σε μια ξανθιά γαληνεμένη θάλασσα.
Κάποια μέρα δύο αγρότες πλησίασαν προς το μέρος του κι έπειτα -όχι σε μεγάλη απόσταση απ’ αυτό- σταμάτησαν και τοποθέτησαν ένα καινούργιο σκιάχτρο.
Ο παλιός κάτοικος του αγρού σκέφτηκε ότι ήρθε το τέλος του, ότι έχασε τη χρησιμότητά του και ήρθε η ώρα της αντικατάστασης, μα γρήγορα έδιωξε αυτές τις σκέψεις καθώς είδε τους αγρότες να απομακρύνονται.
Χαμήλωσε το βλέμμα του. Ποια να ‘ταν τάχα η νέα παρουσία στο σιωπηλό βασίλειό του; Ποια μοίρα τους κάρφωσε στο ίδιο χώμα; Ποιο πεπρωμένο τους έδεσε στην ίδια γη;
Ύψωσε το βλέμμα του και την είδε.
Φορούσε ένα κατάλευκο μακρύ φόρεμα, και στους ώμους της έπεφταν τα κατακίτρινα αχυρένια της μαλλιά.Ένιωσε ένα μούδιασμα, μια απροσδιόριστη και πρωτόγνωρη ένταση. Με τη βοήθεια του ανέμου της έστειλε ένα κομμάτι ύφασμα από τα κουρέλια του, έτσι σαν καλωσόρισμα, και ταλαντεύτηκε λίγο σαν να έκανε μια θεατρική υπόκλιση.
Εκείνη του χαμογέλασε δειλά γέρνοντας ελαφρά το κεφάλι της προς το μέρος του.
Το γεφύρι από τη μοναξιά στη συντροφικότητα,από την ερημιά στην αφοσίωση, τα δυο σκιάχτρα το πέρασαν πολύ γρήγορα. Καθημερινά με τη βοήθεια του ταχυδακτυλουργού ανέμου της έστελνε πολύχρωμα κομμάτια ύφασμα από το πανωφόρι του ξοδεύοντας έτσι τη μοναδική του περιουσία… πράσινα, κίτρινα, κόκκινα, μενεξεδιά, σαν γράμματα με το ίδιο πάντα περιεχόμενο, με τα ίδια πάντα λόγια αγάπης. Κι αυτή ταλαντευόνταν σαν να χόρευε και του χαμογελούσε.
Ο θερισμός και κατόπιν το αλώνισμα υποδήλωναν ότι το καλοκαίρι έφτανε στο τέλος του, και ότι μια καινούρια σπορά σε λίγο θα αγκάλιαζε τη γόνιμη γη στην ίδια πάντα καρποφόρα επανάληψη.
Στην ίδια επανάληψη και το σκιάχτρο κάθε μέρα να σκορπά στα πόδια της τα πολύχρωμα μπιλιέτα του που πια είχαν λιγοστέψει επικίνδυνα, κάνοντάς το να μοιάζει με ρακένδυτο επαίτη. Μα πάντα χαμογελούσε καθώς έβλεπε την αγαπημένη του, χαμογελούσε κι ας ήξερε οτι δεν θα μπορέσει να την αγκαλιάσει ποτέ.
Είναι κάποιες φορές που το ανεκπλήρωτο του έρωτα ορθώνεται σαν κοφτερό δρεπάνι στους αγρούς θερίζοντας τα πάντα στο διάβα του, υπαγορεύοντας το απραγματοποίητο, πιστοποιώντας το ανέφικτο…
Κάποιο πρωί που ξύπνησε έγειρε λίγο το βλέμμα του να τη δει, να την καλημερίσει, μα εκείνη άφαντη.
Μόνο μια τρύπα στο νοτισμένο έδαφος δήλωνε πως κάποτε υπήρξε πλάι του, πως ό,τι έζησε δεν ήταν όνειρο.
Μια παγωνιά σκέπασε την ξύλινη καρδιά του. Προσπάθησε να φωνάξει, να ουρλιάξει, αλλά μάταια.
Έσυρε το βλέμμα του δεξιά αριστερά μα τίποτα…ως που την είδε. Εκεί ψηλά στην κορυφή του λόφου έβλεπε τη φιγούρα της ολόλευκη και ακίνητη να ατενίζει απόμακρη από ψηλά τον κάμπο διώχνοντας με την παρουσία της τα κοράκια απ’ το καινούργιο χωράφι. Έκπληκτο και σαστισμένο το σκιάχτρο δεν πρόσεξε τα μαύρα βαριά σύννεφα που ταξίδευαν στον ουρανό, ούτε ένιωσε τις πρώτες χοντρές ψιχάλες της βροχής που το μούσκευαν. Μοναχά το βλέμμα του εκεί κοκαλωμένο στην κορυφή του λόφου, σε κείνη.
Ένας δυνατός άνεμος φύσηξε σκίζοντας και τα τελευταία του πολύχρωμα κουρέλια, στέλνοντάς τα προς το λόφο, μα βρεγμένα καθώς ήταν δεν πήγαν πολύ μακρυά. Δεν απέμενε τίποτα πια παρά μόνο ένα ξύλινο κουφάρι σε σχήμα σταυρού παράταιρο με το τοπίο.
Μια τελευταία σπρωξιά του ανέμου το ξάπλωσε κατάχαμα μ’ ένα δυνατό κρότο, νιώθοντας στην πλάτη του την υγρή γη που τόσο πιστά υπηρέτησε.
Λίγο πρίν σπαταλήσει η βροχή και τις τελευταίες της στάλες, άνοιξε τα μάτια του. Δάκρυα και βροχή έγιναν ένα και του ξέπλεναν το πρόσωπο.
Πρώτη φορά αντίκριζε ολόκληρο τον ουρανό. Μνήμες… μνήμες…
Πόσα χρόνια ήταν εκεί άραγε; Πόσα χρόνια ήταν εκεί καρφωμένο στην ίδια θέση, πολέμιος των όρνεων, βουβός φρουρός του αγρού; Πόση μοναξιά, πόση σιωπή;
Ίσως εκείνη περίμενα, σκέφτηκε. Ίσως γι’ αυτήν ήμουν εδώ, για να την αγαπήσω για να της πετώ τα πολύχρωμα μπιλιέτα μου!
Και τώρα; Και τώρα πώς; πώς; σαν να ψιθύρισε…
Τη θέση της περαστικής μπόρας πήρε ένας λαμπρός φθινοπωρινός ήλιος.
Το τελευταίο πράγμα που αντίκρισε το σκιάχτρο πριν κλείσει τα μάτια του ήταν ένα ουράνιο τόξο, να σκίζει τον γαλανό ουρανό, με ακριβή κατεύθυνση προς το λόφο…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου