Ἀγναντεύεις ἀπό ψηλά τή θάλασσα.
Τά γαλανά παράλια.
Σπίτια πυκνά καί καπνούς ἀνεβαίνοντας
Ἐκεῖ πού κάποτε ὀνειρεύτηκες
νά σέ ταξίδευε ἕνα λευκό καράβι.
Σπυρί σιτάρι
Στή γῆ πού καλοδέχτηκε τό λάδι
Πού γύρεψε ἀπό τά χείλη σου τό δανεικό κρασί.
Γύρισες πάλι λείψανο
στό ἴδιο ἀγνάντιο πάλι
Ἀκοῦς συχνά πυκνά τά βήματά τους
Κι ἀνταμώνεις τ’ ἀδέρφια σου
Ταξιδεμένα μ’ ἕνα γαρύφαλλο.
Κρατοῦνε τούς καρπούς
Διάφανα χέρια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου