στον Γιάννη Pίτσο
Είταν η ώρα που επρόκειτο να
ανάψουνε οι φανοστάτες. Δεν είχε καμιά αμφιβολία, τόξερε πως όπου νάναι θα
ανάβανε, όπως και κάθε βράδυ άλλωστε. Πήγε και στάθηκε στη διασταύρωση, για την
ακρίβεια στη νησίδα ασφαλείας, για να δει τούς φανοστάτες να ανάβουν
ταυτόχρονα, τόσο στον κάθετο, όσο και στον οριζόντιο δρόμο.
Με το κεφάλι ασάλευτο, έστριψε
το δεξί του μάτι δεξιά, το αριστερό του αριστερά. Περίμενε, μα οι φανοστάτες
δεν ανάβανε. Τα μάτια του κουράστηκαν, άρχισαν να πονάνε, σ’ εκείνη την άβολη
στάση. Σε λίγο δεν άντεξε και έφυγε.
Ωστόσο, το επόμενο σούρουπο,
πιστός στο καθήκον, πήγε και ξαναστάθηκε στη νησίδα του. Οι φανοστάτες και πάλι
δεν ανάψανε, ούτε εκείνο το βράδι, ούτε τις άλλες νύχτες, μα τα μάτια του
συνήθιζαν λίγο λίγο, δεν κουράζονταν πια, δεν πονούσαν.
Και κάποτε, εκεί που στεκόταν
και περίμενε, χάραξε εντελώς ξαφνικά. Εντελώς ξαφνικά, είδε τον ήλιο να ανατέλλει,
ταυτόχρονα, απ’ τον κάθετο δρόμο κι απ’ τον άλλον, τον οριζόντιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου