Σελίδες

Τρίτη 9 Απριλίου 2013

λευκό ημερολόγιο

Θα νικήσω και αυτή την σελίδα, θα νικήσω και εσένα που θα την διαβάσεις προσπαθώντας να πω κάτι παραπάνω όχι λιγότερο από αυτό που πιστεύω, μεγαλύτερο από αυτό που ζω. Θα μπω στην πόλη σαν κουρσάρος ή σαν άγριος κατακτητής έτοιμος να αλώσω την μουσική της, τις συνήθειες και τα πεζοδρόμια της. Θέλω να γίνω ένα με τον καπνό των εκατομμυρίων απεγνωσμένων κατοίκων της, με τα αγχωμένα τηλεφωνικά τους μυνήματα, αυτές τις σονάτες της κοινοτοπίας και του ψεύτικου και εφήμερου μοντέλου επικοινωνίας τους.
Θα αλλάξω την δομή που συντρέχει τις πλατείες όνειρα και επιθυμίες τόσο μικρά σε αναλογία με τις δυνατότητες που μας δόθηκαν. Θα μετατρέψω τα μέσα μαζικής συγκοινωνίας σε εστίες μετακίνησης ελπίδων και μάλιστα τόσο φρούδων που η κίνηση θα γίνεται ακινησία. Το πρωί θα γίνεται ένα συνεχόμενο βράδυ – καρναβάλι και τα παιδιά θα βασιλεύουν χωρίς σταματημό.
Είσαι εσύ μέσα στο όνειρο μου. Για σένα γράφω που καμιά φορά νομίζω ότι κάπου υπάρχεις. Με κοιτάς με ένα φοβισμένο βλέμμα και οι λέξεις μου δεν μπορούν να σε τρυπήσουν…δεν μπόρεσα ποτέ να κάνω το βλέμμα σου κτήμα μου, ανήκει πάντα σε σένα. Μόνο σε σένα που τα πουλιά έρχονται στο παράθυρο σου και μπλέκονται μέσα στα μαλλιά σου ψιθυρίζοντας ήχους και φθόγγους που δεν υπάρχουν και προσπάθησα όλη μου την μικρή ζωή να μεταφράσω για να μιλήσω στη γλώσσα σου, τη γλώσσα του Παραδείσου. Σκυμμένος στην μικρή ιδιωτική μου Κόλαση πάλεψα να κάνω τον φόβο προσευχή και την προσευχή ουρλιαχτό. Να μπορέσω να δώσω βαρύτητα στις λέξεις μου να τις κάνω αιώνιες χωρίς να τραυματίσω ποτέ την αλήθεια, την υπομονή και το θαύμα. Να δώσω στην σιωπή τον λόγο, στο λόγο αυτό που ένιωσα για σένα. Όταν σε πρωτοείδα πίστευα ότι δεν υπάρχουν θαύματα και αυτός είναι ο μοναδικός μου κανόνας και εσύ η λαμπρή του εξαίρεση.
Είμαι μικρός μπροστά σου, ένα αδύναμο πιόνι στα χέρια σου. Όταν με παίζεις βγάζω την καλύτερη μουσική, όταν με αφήνεις μένω ένα άφωνο φάλτσο και κατεστραμμένο μουσικό όργανο. Παρατημένο σε άλλον αιώνα. Ακούω το παραλήρημα μου και μου φαίνεται τόσο αδύναμο στο βλέμμα σου. Είναι αδύνατα και τα λόγια μου μπροστά σε αυτή τη μοναδική λέξη που τόσο περίμενα και ποτέ δεν μου έδωσες. Θα ήταν σαν νερό στην έρημο, σαν χάδι στη φυλακή σαν ομολογία μετά από χρόνια.
Δεν είμαι εδώ τώρα που σου γράφω και χωρίς να ανήκω αλλού βλέπω τα βήματα σου στην άμμο το καλοκαίρι που η θάλασσα τα σκέπαζε και εγώ τα ακολουθούσα σαν τυφλό μαλωμένο σκυλί. Βαρέθηκα να ψάχνω στις σκιές την υπόσχεση σου, καλύτερα μάλλον την τέλεια εικόνα που έφτιαξα για σένα. Και όμως θα μπορούσα να αναποδογυρίσω ολόκληρη τη γη και όμως με κρατάς καθηλωμένο σε έναν ύπνο χωρίς ηρεμία και χωρίς όνειρα.
Υπάρχεις μέσα στην γλώσσα μου σε αυτά που είπα και σε αυτά που χωρίς να το ξέρω θα πω. Λόγια χρωματισμένα από την υπόσχεση του τι θα σου άρεσε και τι δεν θα έπρεπε να πω. Υπάρχεις στα παλιά μεσαιωνικά παραμύθια, στους τροβαδούρους ή τους τρελούς που κοιτάζουν την ομορφιά κατάματα, στα ταξίδια που δεν άρχισαν. Στην πρώτη νότα του Μότσαρτ, στα ειπωμένα ξανά και ξανά λόγια των παππούδων, υπάρχεις μέσα μου χωρίς όνομα σαν ένα παλιό κουδούνι που ξυπνά τις αισθήσεις. Ένα πηγάδι που όταν το κατεβαίνεις αντικρίσεις τον εαυτό σου όπως είναι και μέσα στα νερά του πνίγονται η κακία, το μίσος και η φαυλότητα αυτών που μας κοιτάνε. Ακόμη και η δικιά μας ξιπασιά πεθαίνει εκεί κάθε νύχτα. Μαζί της γεννιέμαι όταν σε βλέπω, μαζί της πεθαίνω όταν φεύγεις

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου