Σελίδες

Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2012

ηρωίνη

Τρυπάς την ήδη διάτρητη φλέβα
Με μια βελόνα συνήθως βρώμικη
(Το μάτι της βουλώνει κάποτε
Με μια σταγόνα αίμα) και όπως
Τραβιέται μέσα του το υγρό
Τα μάτια σου γλαρώνουνε
Τα νεύρα χαλαρώνουνε κι’ αυτά
Σαν καρχαρίες που κολυμπούνε στα ρηχά
Νοιώθεις ένα συντάραχο νοιώθεις
Ένα κύμα να σε ξεβράζει
Έναν κλυδωνισμό νοιώθεις να κρέμεσαι
Από μια χορδή μια πλημμύρα
Σου ξερριζώνει την καρδιά σ’ εξουθενώνει
Και πέφτεις απ’ τη μια παράκρουση στην άλλη:
Ο φονικός ορίζοντας πίνει την πάγκαλη μορφή του
Τα τόσο γλυκά μπράτσα του τώρα ανεδεύουν
[την αυγή/
Χαμογελά σαν ρόδο που μαραίνεται μα κλείνει
[πονηρία/
Πίσω απ’ την πόρτα της Σιωπής κλειδώθηκε
[με πάθος/
Ποίηση πλατειά χοάνη της αλίκτυπης ψυχής/
Ποίηση φωτεινέ λαβύρινθε του μίτου της ψυχής/
Μέγαιρα με δρεπανηφόρα δόντια και πικρά μαλλιά/
Θαλάσσιο κήτος που ποθείς να ζήσεις στη στεριά/
Μπλέκεσαι σε κουβάρια λέξεων εκδίκηση ζητάς/
(Ποιητές που μ’ επηρέασαν: ο Spender, ο Larbaud
ο Σολωμός ο Κάλβος)
Είναι υπεργλυκύτατος σαν ανθισμένος ύπνος/
Το κάστρο τρέχει με τα κανόνια του καταμεσίς/
[πελάου
Ο Κολόμβος στο δεύτερο ταξίδι του βρήκε
[το Πορτορίκο/
Παγώνια με κραυγαλέα χρώματα σφάζουν το μεσημέρι/
Αστυνομικά αυτοκίνητα με τα διαβολικά στρέπταιγλα
[φώτα/
Η Ελευθερία σβύνει με μια βαθειά εκπνοή όλους
[τους λυχνοστάτες/
Ξένα μίσθαρνα όργανα νέμονται για καλά
[την Ελλάδα/
Πτώματα λέξεων περιττών σαν πατημένα σκαθάρια/
Η εκκαθάριση τους είναι και αυτή ένας ηράκλειος
[άθλος/
Έρωτας εθελότυφλος διαπρύσιος και εθυμοτυπικός
Ανίκανος ν’ αναπροσαρμοστεί σε ανθρώπινες/
[αδήριτες ανάγκες
Ο Ρεμπώ και ο Βερλαίν
Πιασμένοι χέρι-χέρι
Σπρωγμένοι από τον άνεμο
Σαν λασπωμένα φύλλα…
Ο Πωλ Ρεμπώ κι’ ο Αρθούρ Βερλαίν
[πιασμένοι χέρι-χέρι
παράνομοι κι’ απόκληροι
[τραβούνε γι’ άλλα μέρη
Κυνηγημένοι απ’ τις αρχές λες κ’ έσπειραν πανώλη
Τα σπίτια των αστών βρωμούν λιβάνι και λυσόλη
(Σκιές πετούνε με μωλωπισμένα φτερά αγόρια
Γερασμένα πρόωρα προβάλλουν από των άστρων
Τα διάκενα απαγγέλοντας ρίμες μελαγχολικές ενώ
Μαδούνε τις προαιώνιες μαργαρίτες τα
Δύστυχα πέταλά τους ραίνουνε με χαμόγελα
Σωφροσύνης τα χώματα της δολοφονημένης γης
Η νύχτα φεύγει φορώντας κατάσαρκα μια
Μαύρη φυλλωσιά νάμα στα φρυμένα από
Το πάθος μέτωπα τύραννοι νανοκέφαλοι
Τρομοκρατούν το ναρκωμένο μας λαό τον
[λυκοδίωκτο…
Ο Αρθούρ Ρεμπώ κι’ ο Πωλ Βερλαίν
[με πλαστά διαβατήρια
Οφθαλμοπόρνοι κωμαστές τυρβάζουν στα ουρητήρια
Βυσσοδομούν και φωνασκούν
[σε ξένα κρατητήρια…
(Ένας άλικος φθόγγος ανοίγει το πυρακτωμένο
[στόμα του και καταπίνει τη μουσική οιμωγή
[του ανέμου…)
…Η ωραιολογία στην Ποίηση είναι όπως
[η στωμυλία στην Δημοσιογραφία…
Κύματα ελατήρια
Πηδηχτά σαν κατσίκια
Νεοσύλλεκτοι νεκροί κατά τετράδες
Με τον οξειδωμένον οβολό της πατρίδας τους
Κάτω από τη γλώσσα…
«Όλβια
Χώρα
Των
Ελλήνων
Εσύ
Οίκε του κάθε επουράνιου»
Τόπος Κρανίου
Κονάκι της στενοκεφαλιάς
Και κουλουμούντρι του κάθε
Συνταγματάρχη Τουρκοσπορίτη Καραβανά…
Το πέλαγος αφρόκοπο σαν πλούσιο περιβόλι
Βγάζει τις δύσοσμες αρβύλες
Τα βρώμικα άθλια περιπόδια
Και αμφιπλέκει με καλώδια
Τη μοίρα των Γραικών τις πύλες
Της Θεοτόκου τα εισόδια…
Μ’ έσθητες και με θυρεούς
Κουρσάτωρ ενός ανόητου λαού…
............Ανέβηκα την υπόλοιπη
Πλεχτή
Σκάλα
Του ύπνου
Πελιδνός
Ωσότου τέλος
Ξύπνησα
Και χαιρέτησα
Τον κόσμο αυτό με γδούπο
Σαν πέτρα που πέφτει στο πηγάδι…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου