Η Μαριάνθη πηγαίνει τα’ ανοιξιάτικα απογεύματα
στο λόφο του Φιλοπάππου.
Έχει μαζί το κέντημά της
με τις πολύχρωμες κλωστές και τα βελόνια της.
Κάθεται στα βραχάκια, στην άκρη του γκρεμού
και φτιάχνει το εργόχειρό της.
Κεντάει τη Μαριάνθη στην άκρη του γκρεμού,
να κεντάει τη Μαριάνθη στην άκρη του γκρεμού,
που κεντάει τη Μαριάνθη στην άκρη του γκρεμού,
να κεντάει τη Μαριάνθη στην άκρη του γκρεμού,
που κεντάει τη Μαριάνθη στην άκρη του ……….
Ένα μικρό κορίτσι, που έπαιζε το τόπι του,
σταμάτησε και την παρατηρεί.
Καλέ κυρία – τη ρωτάει – έχετε τόσα χρώματα,
γιατί κεντάτε μόνο με το κόκκινο;
Γιατί ο γκρεμός είναι βαθύς, πουλάκι μου,
κι όταν τελειώσει μου η κλωστή,
έτσι κι αλλιώς,
το κέντημα θα γίνει κατακόκκινο.
στο λόφο του Φιλοπάππου.
Έχει μαζί το κέντημά της
με τις πολύχρωμες κλωστές και τα βελόνια της.
Κάθεται στα βραχάκια, στην άκρη του γκρεμού
και φτιάχνει το εργόχειρό της.
Κεντάει τη Μαριάνθη στην άκρη του γκρεμού,
να κεντάει τη Μαριάνθη στην άκρη του γκρεμού,
που κεντάει τη Μαριάνθη στην άκρη του γκρεμού,
να κεντάει τη Μαριάνθη στην άκρη του γκρεμού,
που κεντάει τη Μαριάνθη στην άκρη του ……….
Ένα μικρό κορίτσι, που έπαιζε το τόπι του,
σταμάτησε και την παρατηρεί.
Καλέ κυρία – τη ρωτάει – έχετε τόσα χρώματα,
γιατί κεντάτε μόνο με το κόκκινο;
Γιατί ο γκρεμός είναι βαθύς, πουλάκι μου,
κι όταν τελειώσει μου η κλωστή,
έτσι κι αλλιώς,
το κέντημα θα γίνει κατακόκκινο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου