Κάθε που ρχόσουν φέρνοντας μιας νέας στιγμής το θάμπος
έτσι που δεν ξεχώριζα το τώρα από το χτες
ανθοβολούσε η κάμαρα κι όρμαγε μέσα ο κάμπος
κι έλεγα τέτοια ονείρατα πως δεν ξυπνούν ποτές.
Μα όπως γεφύρωνε ο καιρός καιρούς μ’ ανθούς και χιόνια
ξεχώρισαν οι στράτες μας, μ’ αλάργεψες και συ
κι ούτε που το κατάλαβα πως ρχόσουν τόσα χρόνια
κι έλεγα ως το σκεφτόμουνα: που το θυμάμαι, αρκεί.
έτσι που δεν ξεχώριζα το τώρα από το χτες
ανθοβολούσε η κάμαρα κι όρμαγε μέσα ο κάμπος
κι έλεγα τέτοια ονείρατα πως δεν ξυπνούν ποτές.
Μα όπως γεφύρωνε ο καιρός καιρούς μ’ ανθούς και χιόνια
ξεχώρισαν οι στράτες μας, μ’ αλάργεψες και συ
κι ούτε που το κατάλαβα πως ρχόσουν τόσα χρόνια
κι έλεγα ως το σκεφτόμουνα: που το θυμάμαι, αρκεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου