Σελίδες

Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2015

η Λόγος γυναίκα

Από ένα σύμπαν που ράγισε πετάχτηκε η
γυναίκα. Από το πόδι του αντρός της
από τα δάκρυα του ποδιού του.
Τώρα πλέκει ερωτήματα:
Το άπειρο με περιέχει;

(Από το γόνατό του τρεφόμουν· από την
τρύπα αυτή του γαλαξία)

 Εγώ ειμί η Λόγος στη σαγήνη στο
 μέσα του καρπού αποσπα-
 σμένη
 επιστρέφω στην καταγωγή· εκεί
 με είχαν ονομάσει
                               η δοτικότητα
 Εγώ ειμί η φως πάνω απ’ τον φθαρτό μου
 πυθμένα έπλεα
 -έφευγαν τ’ άστρα τα σπίτια μου.

  
  (Κάτοικος είμαι του μηδενός
  για να κλέβω μάτια.)

                               
  Να φορέσω τον κλέφτη μάτι που με
  σύλησε. Αχ μάτι μάτι μου
  -κλέφτες ματιών είμαστε
  γι αυτό λυπημένοι.

 Σαν τις λαμπάδες των γέρων τρέμουν τα λο-
 τα λόγια μου, κεράκια μυστικά
 στου έρωτός μου την καρδιά.
 Εγώ ειμί η νυμφίος
 Χαίρεται εις το όνομα της
                                              δοτικότητας.


 Αλλά πιο κάτω στα πικρά λιβάδια
 αντηχεί  ο
 έρως των σωμάτων. Γι αυτό    
 θα το πω να μοιάζει μ’ εκείνο που έλεγε
 ο ποιητής και τ’ αγαπήσαμε –κάποτε:

 Έλα λοιπόν Παναγιώτη Πανά Παναγιώ- αχ
 έλα έλα. Στις αψίδες σου στέκομαι
 -ονειροβατώ-  Παναγιώτη φιλί μου Πα-
 των μυρίων  αναπνοών Πανα-
 γιώτη της μυρωδιάς     πούπουλο Πανα-
   γιώ-
   (φεγγαράκι τι λες πως μου χάρισες τον
   Παναγιώτη)  είσαι ο
   τρύγος της κάθε μέρας   στόμα που με μιλάς
   Πανα-
   σαν χαλίκι στην άβυσσο στην υπομονή
   Παναγιώτη ο αίγαγρος από αίματα να πιαστώ
   να χορεύω στο τρίχωμα του παν-
   τός       Παναγιώτη       αχ
   στο μάτι σου μη με φοράς
   αγάπη μου

   (Νύχτα στο βάραθρο των ουρανίων πηγών
   γευόμουν ένα κορμί από ροδάκινο.)


    Κλέβει την ομιλία ο άντρας
    η γυναίκα πεινάει σαρκοφάγος των ξένων ο-
    νείρων. Αλλά τώρα με διάλεξε το μήλο
    κυλά κατρακυλά
    κατέβηκε το πράγμα χαμηλά. Εδώ
    στο στόμα πιάνεται η αυγή
    ( η σιγή υπομένει)
    κι  απ’ τη μιλιά  μου
    γεννώ τα παιδιά μου
  
   (Λέει η γυναίκα: Στην πιο καλή μου βρύση πως
   στομώνω κι η σταγόνα του τίποτε γλιστρά.)
 

    Εγώ ειμί η Λόγος - προϋπήρξα
    αλαβάστρινο αυτί στην περισυλλογή. Τώρα
    τρέχουν τα σωθικά μου σα γατιά που σκού-
    ζουν τρέχουνε τα λογάκια μου σαν
    ποντικοί.
    (Ά -πει-ρο   ά-πει-ρο  τι εστί; )

     Μες τα νερά-φιλιά του μου’ παιρνε τη μιλιά ο
     Παναγιώτης, στο σπιτάκι της γλώσσας
     άδειαζα τη γλώσσα -να χορεύω να φεύγω
     να χορεύω να μένω
     (στο χορό σου θα γίνω χορευτής του
     απείρου;)

    Πάρε λοιπόν το πιο καλό μου μήλο :
    Ένας Παράδεισος σαν μαύρο γάλα
    κι η Κόλαση στρογγυλή.
    Δαγκώνεις δαγκώνω.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου