Εκεί
Όλες οι μορφές
που ανασαίνουν
έξω απ’ το δίχτυ
Λύνοντας
τους κόμπους της αγάπης
με τα υγρά τους μάτια
Στέλνουν πίσω τη βάρκα
–
Αγαπημένος
Έρχονται οι βροχές
θα βαρύνει σε λίγο
το λεπτό ύφασμα του κήπου
Πόσο καιρό χρειάζεσαι αλήθεια;
Να η στιγμή
αυτή βρήκα
Γιατί να χαθεί στον δρόμο
όταν υπάρχει τόσος χώρος
στο βλέμμα
—
Οι ξένοι θυμίζουν εσένα
Αργεί να φέρει το κύμα
τον ήχο
όμως κι εδώ ζωή είναι
Αν και σκισμένα τα πρωινά
χαμηλό το κατώφλι
Αντέχει κανείς
αφήνει να πέσουν τα φύλλα
θ’ αφήσει αργότερα
και τους καρπούς
Γυμνό κι ελαφρύ
το δέντρο ανεμπόδιστο ακούει
όπως αξίζει ν’ ακουστεί
το τραγούδι
—
Δωρητής
Χέρια παιδικά στον ύπνο γράφουν
το βιβλίο που γνωρίζει
του θέρους την ώρα
Όταν εσύ κουρασμένος κοιμάσαι
πυκνές θημωνιές
χρυσώνουν
το μαύρο όνειρό σου
–
Μονοπάτι του τσαγιού
Μα ό,τι αργούσε δικό μου
δική σου χαρά θα γίνει
τώρα που φέρνει η στροφή
πινελιές τα ελάφια
τα χρόνια υγρά
στο χρυσό μονοπάτι
Αχ κουρασμένο χέρι
τέτοια άνοιξη περίμενες
Φίλοι και ξένοι σου κράτησαν
χρώματα να σύρεις χορό
κι ο κούκος το πρώτο κελάηδημα
να σε ξεβγάλει
Φλέβα που ξέκοψε άξαφνα
κι άνοιξε το αίμα
να μπούνε κι άλλες φωνές
στο τραγούδι που γράφεις
κι άλλοι θα γράψουν για σένα
πάντα γραμμένο θα είναι
—————–*
Κάτω απ’ τις λέξεις κοιμούνται
οι τρομερές ώρες
Μαύρο που ανοίγεται
αργά στη γύρη
πριν κόψει ο άνεμος
μ’ ένα φιλί
τους δείχτες
κι αλλάξουν στόμα
τόσα τραγούδια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου