Σελίδες

Τρίτη 28 Αυγούστου 2012

Διηγήματα (απόσπασμα)

μετακόμιση
Ι
Χθες μετακόμισα δυο δρόμους παραπέρα.
Αέρισα καλά το ξένο σπίτι
αλλά μυρίζει ακόμα φαγητά
τσιγάρα
αναπνοές.
Χθες μετακόμισα
μια μοναξιά
πιο πέρα.
ΙΙ
Σ΄ αυτό το σπίτι θα ’ρθούν
λιγότεροι συγγενείς
θα’ ρθούν λιγότεροι φίλοι.
Δε θα το μάθουν καν πως μετακόμισα
δε θα χτυπήσουν το κουδούνι.
Τακτοποιώ τα πράγματα . Άλλο ένα άδειο σπίτι.
Βιβλία ,δίσκοι- άχρηστοι πλέον,
μικροπράγματα,
από μετακόμιση σε μετακόμιση
έφτασαν σώα ως εδώ.
Από σπίτι σε σπίτι αναλογίζομαι, μετρώ,
έχασα ανεπαίσθητα
ανθρώπους που αγαπούσα.

ΙΙΙ
Η ανάμνηση από τη μυρωδιά τους ,
η κουβέντα τους, έφτασε αλώβητη ως εδώ.
Λίγες φωτογραφίες
ανάμεσά τους ξετυλίγουν τη ζωή μου.
Και ας μη μάθουν καν πως μετακόμισα.
Κι ας μη χτυπήσουν το κουδούνι.
Πρώτη μου μέρα στο καινούργιο σπίτι
το κατέκλυσαν
άνθρωποι που αγάπησα,
που έχασα,
και έφτασα ανεπαίσθητα
μια μοναξιά πιο πέρα.


IV
Στον Τάσο Πορφύρη
Άλλαξα σπίτια, πόλεις.
Δώδεκα χρόνων αφήσαμε το σπίτι μας
το πέτρινο, το δίπατο,
που τ΄ αγκωνάρια του έχτισαν Λαγκαδιανοί μαστόροι.
Στης σάλας τον παλίμψηστο σοβά –ασβέστης στο λουλάκι-
χάραζα της παιδικής μου μοναξιάς ταξίδια.
Απ΄ το μπαλκόνι αγνάντευα συμμορίες παιδιών
νυφιάτικες πομπές
κι ολοφυρμούς,
σκηνές ζωής ολάκερης
κι απαρασάλευτης ενόμιζα
σαν τον Ταΰγετο αντίκρυ μου και το Τετράζι.
Αφήσαμε τον αργαλειό και τον κομό,
τη λάμπα, το λεβέτι μας, το σίδερο.
Κλειδώσαμε με το βαρύ κλειδί
το κρύψαμε στη θέση του
σα να ΄ταν να γυρίσουμε το βράδυ.
Μπροστά η μάννα κι ο πατέρας μου
το φορτωμένο γαϊδουράκι
πίσω εγώ με τον παππούλη μου,
ραγδαίο πρωτοβρόχι.
Μία ομπρέλα αντρική μου είχαν δώσει να βαστώ
και ο αέρας μου την έπαιρνε.
Από το άλλο χέρι κρατούσα τον παππούλη μου
που κάθε τόσο πισωγύριζε
έλα παππούλη φτάνουμε και τον τραβούσα από το χέρι
και έτρεχαν τα μάτια μου
για τον παππού που πισωγύριζε
για τη ζωή που αφήναμε με κείνα πίσω τα πράγματα
που ξαφνικά τα ΄παν παλιά.
Πηγαίναμε στα μωσαϊκά, στα χωλ,
στα κουτουρού πηγαίναμε
μ΄ έναν παλιό παππούλη.
Ώ εκείνη η μετακόμιση
με τη βροχή ,το πισωγύρισμα
με το χωριό μου που ξεμάκραινε
βρέξει δε βρέξει πια σε κάθε μετακόμιση
το ίδιο εκείνο σπίτι αφήνω.
V
Τελευταία άρχισα να πετάω πράγματα
ρούχα έπιπλα βιβλία.
Παίρνω μαζί λιγότερα
παίρνω όλο και πιο λίγα-
ώ να χωρούσαν πάλι κάποτε
σε ένα γαϊδουράκι
ώσπου να φύγω πούπουλο
στην τελευταία μετακόμιση
με μόνο το καλό μου το φουστάνι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου