Είπα : Δὲν πειράζει. Μόνο ποὺ ὁ καθρέφτης
ἔπεσε πάνω μου. Τὸ μπράτσο μου μάτωσε. Πονῶ λίγο. Δὲν ξέρω πῶς
νὰ σταματήσω τὸ αἷμα.
Ἐκεῖνος εἶπε: Σὲ εἶχα
προειδοποιήσει. Ἦταν σαφὲς ὅτι αὐτὸς ὁ Καθρέφτης ἐπρόκειτο
νὰ σπάσει. Ἡ ἀστάθειά του ἦταν μεγάλη. Καὶ ἡ δική σου
ἀστάθεια. Ἄλλα δὲν μὲ ἀκοῦς. Ποτὲ δὲν ἀκοῦς ὅ,τι σοῦ λένε οἱ
ἄλλοι.
Ἀρχίσαμε νὰ μαζεύουμε τὰ
σπασμένα κομμάτια. Ἕνα μεγάλο μέρος τοῦ καθρέφτη εἶχε
διασωθεῖ. Γιὰ τὴν ἀκρίβεια, τὸ μεγαλύτερο. Εἶχε ὅμως ἕνα
περίεργο σχῆμα. Ἐξαιρετικὰ ἐπικίνδυνο. Τότε τὸν ἔβγαλα
ἀπὸ τὸ πλαίσιο καὶ τὸν ἀκούμπησα πάλι ἐκεῖ. Ἀνάμεσα στὰ δυὸ
ἀσημένια κηροπήγια μὲ τὰ γαλάζια κεριά. Πάνω στὴν μπὲζ
δαντέλα. Στὸ σκοῦρο σατέν. Πολὺ κοντὰ στὸ κιτρινισμένο
βελοῦδο μὲ τὰ κεντήματα.
Εἶπα: Δὲν πειράζει. Θὰ πάω τὴν κορνίζα αὔριο γιὰ ἕναν ἄλλο Καθρέφτη. Θέλω αὐτὴ τὴν Κορνίζα.
Ἐκεῖνος εἶπε: Γιὰ φαντάσου. Ἂν
δὲν ἔσπαζε ὁ καθρέφτης, δὲν θὰ πρόσεχα ποτὲ πὼς ἀνάμεσα στὰ
κηροπήγια μὲ τὰ γαλάζια κεριά. Πάνω στὴ λευκὴ δαντέλα. Κάτω
ἀπὸ τὸ βελοῦδο. Μπροστὰ στὸν ἴδιο σου τὸν καθρέφτη. Εἶχες
κρυμμένο τὸν «Χαμένο Παράδεισο» τοῦ Μίλτωνα.
Εἶπα: Μά, δὲν τὸν εἶχα κρυμμένο. Γιὰ τὴν ἀκρίβεια, δὲν εἶναι κρυμμένος. Εἶναι χαμένος.
(Ἔτσι ἔσπασε ὁ καθρέφτης ἐκεῖνο τὸ βράδυ.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου