Σελίδες

Κυριακή 5 Αυγούστου 2012

Τόπος γιά να ζεις

Κάτι μονάκριβο



Χαιρέτησε την άγνωστη πλαγιά
που δεν θα γνωρίσεις σκέφτηκε
και πόσο σου λείπει
η ξαφνική χαρά της καταιγίδας
στη χαμηλή φωνή κάποιου
που ξέρει τον τόπο και δείχνει
την αστραπή σαν λουλούδι
περαστική στο προσκέφαλο
Ο κεραυνός πέφτει αλλού
κι έρχεται ο ύπνος
όπως ερχόταν η θάλασσα


Ζωή όπως το πάθος

Οι καλοί τρόποι κρύβουν τον πόνο μου
Πού είσαι άραγε
και πόσο θα κρατήσει αυτό

Θα έλεγα όχι πιά
μα λέω
όχι ακόμα

Και πάλι νυχτώνει
πάλι αγγίζουν τα κλαδιά
το φεγγάρι

Κι εγώ προσφέρω ευκάλυπτο
με ατάραχη όψη
Φθονώντας τα κλαδιά


Γιά ένα παιδί

Με την κοιλάδα σημάδι
κι όμως χάθηκε
ψηλότερα βρέθηκε
με τόσες κορφές γύρω του
Βούιζαν κάτω
οι βρύσες άνοιγαν
άφαντο δρόμο
Πίσω τον έστελναν τα βάτα
και τα πουλιά τον γελούσαν
που στάθηκε ψηλά
στη μέση πρώτη φορά
Από παντού φαινόταν
και δεν τον είδε ψυχή


Αγαπημένη

Σήκωσες τον βαρύ δυόσμο
ν’ ανασάνει το χώμα
και γιά ν’ ακούσεις
Μονάχα νερά ακούγονται
απ’ την καρδιά δεν έμεινε
ούτε φύλλο
ούτε λιθάρι απ’ τα βουνά
που περπάτησες
και ήπιες με τα χέρια
καμένα απ’ τον δρόμο
που βγάζει σε μένα

Χαρά του δειλινού
Αν τη θυμάσαι
ανάκοψε το ρεύμα


Αγαπημένος

Έρχονται οι βροχές
θα βαρύνει σε λίγο
το λεπτό ύφασμα του κήπου

...


Πίσω απ’ τα γαλάζια βουνά

Δώρο
ό,τι έγινε
Αυτό που υπήρξε με πόνο
και με πόνο γιατρεύτηκε

Τραβώντας το δίχτυ απ’ τα σπλάχνα
στον αφρό
ένας τόπος



Μόνος εδώ
αλλά όχι εντελώς
Εσύ που έλεγες
πως είναι καιρός
ν’ αλλάξουν τα πράγματα
χωρίς να βλέπεις
πως ήδη έφτανες
σ’ αυτό που υπήρξε



Μπες τώρα με γυμνά χέρια
αυτή είναι η τάξη γιά την αλλαγή
Νωπά πρόσωπα θα βγουν απ’ τα όνειρα
Δικό τους γέννημα το βαθύ άκουσμα
στις στοές η ανάσα καθαρός ήχος
Καθαρό χρυσάφι οι νεκροί
γιά ζωή σπάταλη

Η γραμμή της ζωής

Ώρα λοιπόν να χωρίσουν
τα φύλλα απ’ τα πέταλα
Τόση ευωδιά
μόνο στο τέλος τη νιώθεις
Μα ήταν και μέρες
πιό φλογερές από νύχτες
όπως αστράφτει το πρόσωπο
μοναχικό στον καθρέφτη
όποιος κι αν είσαι



Μέρες σαν κι αυτές
με τις βροντές της άνοιξης
Φοβέρες του έρωτα
και γέλια πνιγμένα στα γόνατα

Μπορεί να ήταν σημύδες –
είδες τόσα
μπορεί να ήταν

Κι αυτή η χαρά
στο χλομό πρόσωπο
είναι ακόμα σημάδι
από σπαθί

Μονοπάτι του τσαγιού


Μα ό,τι αργούσε δικό μου
δική σου χάρη θα γίνει
τώρα που φέρνει η στροφή
πινελιές τα ελάφια
τα χρόνια υγρά
στο χρυσό μονοπάτι


======


Κάτω απ’ τις λέξεις κοιμούνται
οι τρομερές ώρες
Μαύρο που ανοίγεται
αργά στη γύρη
πριν κόψει ο άνεμος
μ’ ένα φιλί
τους δείχτες
κι αλλάξουν στόμα
τόσα τραγούδια


Δεν έχει κέντρο το ύψος

Μα τα καρφιά του ήλιου στο μέτωπο
Μόνο ζωή – τι άλλο να θέλουν
τα χελιδόνια

Γιατί όχι κι εσύ
αναβλύζουν οι ώρες
στο προσκέφαλο μοίρες

Και στη στροφή
βρίσκει το πρόσωπο ταίρι τον ξένο
τον φανερό κόσμο


Το βιβλίο

...
μικρόσωμοι θάμνοι
τα άπειρα κρίνα
οι σαύρες σαν χάδι

...



Το ταξίδι

Στο ψάρεμα της πέστροφας
κατεβαίνοντας το ποτάμι

θα γνωρίσουμε ο ένας τον άλλο
ακόμα κι οι πιο σιωπηλοί
θα μιλήσουν

η αλήθεια στο νερό είναι απλή
κι έπειτα ο χωρισμός
αφήνει στην άμμο

τη δροσερή χαρακιά

της μικρής βάρκας
για λίγο


Η έλαφος

Ανάμεσα σε δυό βρασμούς
θα τιναζόταν ο ναός

θα έπεφτε

ο θεός

στα πόδια μου
βιάστηκα
μπήκα

στο νερό

χωρίς να περιμένω

το σύνθημα
ωραία σχέδια
χρώματα ιερά

με γέλασαν

δεν είχε κοιμηθεί

ο κυνηγός


Κοντά στη Σιένα

Αυτό που ανοίγει τα μάτια
στη μέση της νύχτας

αφήνει πάντα
μια σελίδα λευκή
πνοή πριν αγριέψει

ο χρόνος
δεν είναι για ποίηση
ούτε για κρίση

αυτό που η ζωή αφαιρεί


Φωτογραφίες

Είναι η αδελφή της μητέρας
το φόρεμα είναι της μητέρας

το δέντρο είναι κερασιά
όχι δεν είναι η μητέρα
το κορίτσι που γελάει
το σπίτι ήταν ακόμα πιο ωραίο
ο φράχτης είναι το έργο του πατέρα

εδώ δεν φαίνεται αρκετά η θάλασσα


Ο ιαθείς

Στον πρωινό καθρέφτη
οι σκίουροι θα παίζουν

όχι εσύ
και γιατί είσαι σιωπηλός
μεγάλα λόγια θ’ ακουστούν

γιατί είσαι ακίνητος
μεγάλα λόγια
μικρά κάστανα

μικρές νεράιδες
μικρή κόρη ορφανή


Τελευταίος κήπος

Αν εκεί
υπήρχαν τριαντάφυλλα

εδώ θα σε συναντούσα
στη φλογισμένη σειρά
σε τοπίο πιο άγριο

από την καρδιά μου
και θα μιλήσεις
κάτω από την ασήμαντη πέτρα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου