Πολλοί
αναρωτιούνται γιατί ήμουν κάποτε αλλιώς.
αναρωτιούνται γιατί ήμουν κάποτε αλλιώς.
Άλλοι
αναζητάν να βρουν γιατί είμαι έτσι σήμερα.
αναζητάν να βρουν γιατί είμαι έτσι σήμερα.
Ποιός
είμαι ή ποιός ήμουν;
είμαι ή ποιός ήμουν;
Αναζητήσεις
δίχως σημασία.
δίχως σημασία.
Το
κέρδος είναι ότι τους ξέφευγα διαρκώς.
κέρδος είναι ότι τους ξέφευγα διαρκώς.
Bιβλίο ασκήσεων
Την
πρώτη φορά που ενέδωσα,
πρώτη φορά που ενέδωσα,
σκέφτηκα
ύστερα απελπισμένος να
πάω να πνιγώ.
ύστερα απελπισμένος να
πάω να πνιγώ.
Τη
δεύτερη φορά μου αρκούσε
δεύτερη φορά μου αρκούσε
να
κοιτάω απλώς τη θάλασσα.
κοιτάω απλώς τη θάλασσα.
Τώρα
σιχαίνομαι ακόμα και το νερό.
σιχαίνομαι ακόμα και το νερό.
Εκτός βολής
Και
κάθε φορά που με ταπεινώνουν,
κάθε φορά που με ταπεινώνουν,
νιώθω
μιαν ανείπωτη αγαλλίαση που τους ξεγέλασα
μιαν ανείπωτη αγαλλίαση που τους ξεγέλασα
-γιατί
εγώ είμαι καλά προφυλαγμένος στο πατρικό σπίτι,
εγώ είμαι καλά προφυλαγμένος στο πατρικό σπίτι,
πίσω
απ’ τον κομό,
απ’ τον κομό,
εκεί που κρυβόμαστε για να κλάψουμε
χωρίς
ποτέ να μάθουμε γιατί κλαίμε.
ποτέ να μάθουμε γιατί κλαίμε.
Φιλίες
Ας μη
δεσμευτούμε, λοιπόν, μ’ επιστολές
δεσμευτούμε, λοιπόν, μ’ επιστολές
- η
απόσταση μας χαρίζει ένα καινούργιο πρόσωπο.
απόσταση μας χαρίζει ένα καινούργιο πρόσωπο.
Κι
ίσως όταν ξαναϊδωθούμε να μην ξέρει πια καθόλου
ίσως όταν ξαναϊδωθούμε να μην ξέρει πια καθόλου
ο
ένας τον άλλον.
ένας τον άλλον.
Έτσι,
που επιτέλους να μπορέσουμε να γνωριστούμε.
που επιτέλους να μπορέσουμε να γνωριστούμε.
Η λάμπα
Κάθε
φορά που αρχίζω να μιλώ,
φορά που αρχίζω να μιλώ,
ξέρω
πως τίποτα δε θα πω:
πως τίποτα δε θα πω:
τα
λόγια θα με προδώσουν,
λόγια θα με προδώσουν,
ο χρόνος θα προσπεράσει,
οι
άλλοι θα σταθούν αδιάφοροι έξω απ’ το σπίτι.
άλλοι θα σταθούν αδιάφοροι έξω απ’ το σπίτι.
Ώσπου
τέλος, δε θα ‘μια παρά κάποιος
τέλος, δε θα ‘μια παρά κάποιος
που κρατώντας μια λάμπα,
πήγαινε
από κάμαρα σε κάμαρα
από κάμαρα σε κάμαρα
φωτίζοντας
τη λήθη.
τη λήθη.
Οδοιπορικό
Κι όταν
αργότερα ο Θεός έφτιαξε τον κόσμο,
αργότερα ο Θεός έφτιαξε τον κόσμο,
εγώ δεν
είχα που να πάω – εκεί, λοιπόν, που βάδιζα
είχα που να πάω – εκεί, λοιπόν, που βάδιζα
συναντάω
κάποιον, “άκου να σου πω ένα παραμύθι” του λέω,
κάποιον, “άκου να σου πω ένα παραμύθι” του λέω,
κι όταν
τελείωσα “ξέρω κι εγώ ένα” μου λέει.
τελείωσα “ξέρω κι εγώ ένα” μου λέει.
Κι άρχισε
κι εκείνος.
κι εκείνος.
και μόνο,
καμιά φορά, πολύ σπάνια,
καμιά φορά, πολύ σπάνια,
ερχόταν
από μακριά η μελαγχολία της πραγματικής ζωής.
από μακριά η μελαγχολία της πραγματικής ζωής.
Ύπνος
Καμιά
φορά τη νύχτα ξυπνάς, άξαφνα και κάθεσαι στην άκρη του κρεβατιού,
φορά τη νύχτα ξυπνάς, άξαφνα και κάθεσαι στην άκρη του κρεβατιού,
ανυπεράσπιστοι
όπως πάντα όταν ξυπνάμε,
όπως πάντα όταν ξυπνάμε,
δεν έχεις
επιθυμίες, ούτε συνέχεια,
επιθυμίες, ούτε συνέχεια,
είσαι
ένας ξένος σ’ ένα ξένο σπίτι – ησυχία
ένας ξένος σ’ ένα ξένο σπίτι – ησυχία
κι οι ιστορίες που έζησες σχεδόν φανταστικές,
ενώ σ’
εκείνο που αρνήθηκες, ίσως εκεί βρισκότανε το σύνορο,
εκείνο που αρνήθηκες, ίσως εκεί βρισκότανε το σύνορο,
που κάθε
βράδυ το διαβαίνουμε στον ύπνο…
βράδυ το διαβαίνουμε στον ύπνο…
Διαδρομή
Έτσι
κι όταν σε διώχνουν,
κι όταν σε διώχνουν,
η
πραγματικότητα γίνεται απίστευτα μακρινή
πραγματικότητα γίνεται απίστευτα μακρινή
σα φανταστική,
κι ούτε
θυμάσαι καν πως κατέβηκες τη σκάλα,
θυμάσαι καν πως κατέβηκες τη σκάλα,
πως πέρασες
το δρόμο,
το δρόμο,
πως έφτασες
ως εδώ –
ως εδώ –
όπως όταν
σε οδηγεί, καμιά φορά,
σε οδηγεί, καμιά φορά,
μια αβάσταχτη μουσική από το χέρι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου