Σελίδες

Παρασκευή 31 Αυγούστου 2012

Ο απών



Όπου ερημώσαμε Όπου αρνηθήκαμε
Στο δρόμο εκείνο που δεν πήραμε
Πριν από μας αιώνιο ένα βήμα


Πάντοτε εκεί που δεν Σ’ αυτό
Που να ξεχάσεις πρέπει
Στο εκλιπόν Στο εγκαταλειφθέν
Ή απλώς
Σ’ ό,τι ποτέ δεν αποχτήσαμε


Έρωτας αν αυτός
Πάντοτε απών

Η Κυριακή




Θαρρώ μια μέρα θα ξαναβρεθούμε
Μια Κυριακή βεβαίως φθινοπωρινή
κομψά ενδεδυμένοι εν τω μέσω υπαιθρίων
αγγέλων μικροπωλητών λοιπών παρισταμένων
- ή το σενάριο παραλλάσσοντας
φιγούρες ασαφείς ωστόσο επίμονες
στο φόντο μιας μαυρόασπρης φωτογραφίας
Σαφώς σε τέτοιες ή παρεμφερείς συνθήκες
γονυπετείς μ’ ακόμα αμετανόητοι
σφιχτά κρατώντας τις παλάμες μες στις τσέπες
και το κομμένο δάκτυλο αποκρύπτοντας
- λησμονημένο στο συρτάρι μεταξύ φακέλων
κι ετέρων αλληλογραφίας υλικών -
ιδανικοί ως υπήρξαμε εραστές ανεπαρκή
έστω δυο τέρατα ν’ αγαπηθούμε
τις νύχτες κάτω απ’ τα σεντόνια χωριστά
καθένας γλείφοντας του άλλου την αναπηρία
Το δίχως άλλο θα ξανασυναντηθούμε
τα φονικά τύμπανα κρούοντας ρευστά
επικίνδυνα αναβλύζοντας και φθόγγους
καυστικούς στο πλήθος μέσα έρημοι ακούραστοι
φριχτοί
- καθώς μαρμάρινη στιγμή θ’ ακινητεί -
θ’ αγκαλιαστούμε.

Σημείωμα στο ψυγείο


Έχω ποτίσει τα λουλούδια στο μπαλκόνι.
Μην ψάξεις μες στην τσέπη θα σε κόψουν
Τα θρύψαλα απ’ το τελευταίο χάδι μου.
Κατά τ’ άλλα συνέχισε κανονικά
Να ντύνεσαι ζεστά να μην το παρακάνεις
Με το τσιγάρο να με θυμάσαι όταν
Ερωτεύεσαι και βρέχει.

Νύχτα δέκα στίχων


***
η νύχτα απόψε με παραμονεύει
***

παραφυλά τον ύπνο μου τη σκέψη
νύχτα διπρόσωπη τυφλή σακατεμένη
διπλά προδίδει κι αγαπά διπλά δαγκώνει
βρέφος φασκιώνει τ’ όνειρο μου στο σεντόνι
***

βέρα μου σφίγγοντας στο δάχτυλο ματώνει
έφηβη σέρνει τη ψυχή μου στην αγχόνη
νύχτα διπρόσωπη τυφλή σακατεμένη
παραφυλά τον ύπνο μου τη σκέψη

***
η νύχτα απόψε που παραμονεύει

Η πόλη των θηρίων



Η πόλη τούτη μ’ έχει ερωτευτεί
Αγκαθωτή στη φούστα μου γαντζώνεται
Όρκους ζητά και σημαδεύει το αύριο
Στα μάτια ανάμεσα με χέρι σταθερό
Άρρωστη πόλη στο κρεβάτι μου πλαγιάζει
Παραμιλά τενεκεδένιους στίχους
Βγάζει το νυχτικό μου μ’ αγαπά με πάθος
Έπειτα την ακούω στις σκάλες που κατρακυλάει
Πως θέλετε λοιπόν να ονειρευτώ
Η πόλη αυτή γρυλίζει μες τις φλέβες μου
Νυχθημερόν η πόλη με παραμονεύει
Γδέρνει τον ύπνο τις ορμές μου κατατρώει
Απ’ τα μαλλιά στο κόκκινο πάνω χαλί με σέρνει
Η πόλη αυτή ζητά τον έρωτα μου
Η πόλη θα προστάξει αργά η γρήγορα
Η πόλη θα νικήσει θα κατέβει
Απ’ τα τακούνια της θα κρεμαστεί στα σύρματα
Φωτιά θ’ ανάψει το βελούδινο φουστάνι της
Με φάλτσο θρήνο θ’ αντηχήσει στους φωταγωγούς
Ανάξιος άγγελος θα λάμψει στα μπαλκόνια
Η πόλη τούτη ξημερώνει
Μισές ημέρες παίζοντας στα πεζοδρόμια
Με ζάρια δανεικά η πόλη αντέχει
Τα νύχια μπήγει κι ανεβαίνει
Θηρίο στα θηρία βασιλεύει.

Ζουμερά κεράσια

Ανθισμένο απόβλητο
λάμπει στο περιθώριο
λες: να το αρπάξω μια…

Ελκυστική η αμαρτία
ξέρεις
ανάβει τα πνευμόνια
το τρέμεις
όλα τα κακά μαζί του έχει
το θέλεις
αυτόν το λεκέ που δεν φεύγει
τον θέλεις
σε στολίζει μ΄ άγουρο έρωτα.

Aγόρι μου
αυτή η επανάσταση δεν έχει
κόκκινα γαρύφαλλα στο πέτο
βάφει,
βάφει τον δρόμο σου
πετάει ξυραφιές
και ξεκοιλιάζει την άσφαλτο που πατάς
είναι αυτό που δε μπορείς να δεχθείς
και δεν μπορείς να αρνηθείς
η σπίθα που σπαρταράει κάθε ώρα
απαρηγόρητη
γαμημένη εξάρτηση
τα ζουμερά κεράσια
κι ο κόσμος όμορφος
απάτητος
σαν τον κοιτώ ανάποδα
αιωρούμενη ακριβώς πάνω απ΄ την γειτονιά σου
και τα φώτα να με καλούν για προσγείωση
κι η βραδινή δροσιά να μου γλύφει τα μπούτια
γαμημένη εξάρτηση
τα ζουμερά κεράσια

Τι ζήτησα;



Τι ζήτησα;
την αγκαλιά σου ζήτησα

αυτήν την ξεπεσμένη αθωότητα
στο σουλάτσο του δρόμου
σε μια γωνία
πίσω απ΄ τον κάδο σκουπιδιών
εκεί κάπου στη ζούλα
στην πλατεία Αριστοτέλους
ανάμεσα από χνώτα και ιδρωμένες μασχάλες
μέρα μεσημέρι
και ο πλανόδιος πωλητής με τα μαύρα γυαλιά
να κόβει κίνηση
τι ζήτησα;
να ανακατευτούμε
μες την απλωμένη γλώσσα
των αισθήσεων
μπροστά απ΄ τα γδαρμένα σκηνικά της αφόρητης αναμονής
στου ενός λεπτού την ακριβή ώρα

Αδειανά τα χέρια
τρύπια η καρδιά
κι η φωνή ξεκούρδιστη
άγρια αποτυπώματα
πατάνε το στήθος
γέρνω στα σπλάχνα μου μέσα
και τρώω
μικρά χαρτάκια από στιχάκια
ένδοξων λυγμών

Αδάμαστη πνοή



Κρατούσες σημειώσεις να δέσεις τις άκρες
απ΄ τα κομμένα νήματα του συνειρμού
μανιακός συλλέκτης βλεφαρίδων που χαμογελούν στο πέτο
απέμεινες
χαρτογράφος της πνοής που γεννιέται,
χορεύει, παλεύει, αγκομαχάει, εκτοξεύεται.
Ήθελες να αγγίζεις τις καμπύλες της, να μυρίζεις τον έντονο ιδρωμένο παλμό της
να την έχεις υγρασία κολλημένη στο λαιμό σου, κάθε σου απόπειρα είχε σκοπό να ξανά μπεις στον ελκυστικό θυμό της.
Την αδάμαστη πνοή σε αυτήν γύριζες πάλι και πάλι στον ξεχασμένο γρίφο
της ζωής σου που είχες άτολμα προσπεράσει κι αυτός έμενε ακλόνητος πειρασμός
να διεκδικεί τον χώρο που του στέρησες, κυνηγώντας στοιχειωμένα παλάτια
κουμπωμένος σε στενά πουκάμισα, δέθηκες στην τιμωρία σου να νοσταλγείς
αυτά που έστειλες στην εξορία και τώρα θέλεις πίσω,
έστω εκείνη…εκείνη την πνοή που ζούσε νηστική και τυλιγόταν
στην μαγεία του υπάρχω…και υπήρχες…υπήρχες
άρχοντας του κινούμενου αέρα
ασυμβίβαστος γητευτής των ενστίκτων σου
περιπλανώμενος φονιάς των σκυθρωπών διλημμάτων

Υπνωτισμένη σειρά



Άφησέ με,
άφησέ με
να κοιτάξω στα μάτια
τον θάνατό μου
να αποτελειώσω τον μύθο του
Σε σκοτεινό θάλαμο ακροπατώ
και πέφτω, πέφτω
με το βάρος της πευκοβελόνας
απολαμβάνω θυσιασμένη
κάθε εκατοστό της πτώσης μου
Παραζάλη…
υπνωτισμένη σειρά
η συνέχεια
και λήγω
γεννώ το αίμα
από τον πιο γλυκό χαμό
επίδοξη τρέλα
τ’ αφρισμένο φως
με τραβάει
πιο ανίσχυρη
πιο υποταγμένη
αγχέμαχος του πόνου
γονατίζω
Είσαι η μαγεία
είμαι η αδυναμία
δεν σε παλεύω
σε πίνω
η σταγόνα σου
φτιάχνει θάλασσα
κι εγώ μηδενίζομαι…

Αιχμάλωτη



Με το ένα πόδι δεμένο απ΄ τον αστράγαλο
στρωμένη στο πάτωμα
τα μάτια τρώνε το ταβάνι
ρουφάω τσιγάρα ηδονής

Από καθυστερημένες ανάσες
ακούω τον ήχο σου
να σέρνεται ακόμα πάνω μου.
Μαλακιά και ρευστή
θέλω να περάσω αιώνες έτσι
δαρμένη από πνιχτά ζωικά βογγητά
αρπαγμένη απ΄ τις ρουφήχτρες των ματιών σου
να κυλιέμαι άσκοπα
μηρυκάζοντας την ώρα
που ήρθα λάφυρο στα χέρια σου

Σχετικά σωσμένη
από απανωτά επεισόδια
σεισμικής ακολουθίας
χώνομαι μες την κρυψώνα των μαλλιών μου
ζαλίζομαι απ΄ την μπερδεμένη οσμή τους
κι ο χρόνος με εγκαταλείπει
με βουλιάζει σε μανούβρες αισθήσεων
θα έρθει να με βρει
όταν το μεδούλι μου παγώσει

Βαλσαμωμένη της στιγμής
να με οργώνει η περασιά σου να με φυγαδεύει οριστικά
στην απάτητη χώρα
των λυμένων ενστίκτων

Μια διαγραφή η σκέψη

"Μια διαγραφή η σκέψη, η τελευταία, ότι έμεινε από προσπάθεια/ 
έσβηνε ότι κρατούσε κι ότι άφηνε, μοιραία εκδοχή αμηχανίας/ 
παρεξηγημένη, κρατούσε αβέβαια το δικό της τέλος για αργότερα/ 
ήταν και το Αυγουστιάτικο φεγγάρι, καλή αφορμή για εκδηλώσεις οργής/ 
εκεί πάνω γέμιζε το σύμπαν με το όποιο φως του, περίμενε αγάπη/ 
αλλά από κάτω ξεδίπλωνε παγιωμένα όνειρα, σε ένα νεκρόσακο ευκαιριών/ 
τι να τα κάνεις τα όνειρα; φώναξε ψηλά, οργισμένα, μάτωσε ο λαιμός της απ' τη δύναμη/ 
ήταν μόνη απέναντι στο φως, ενώ προσεκτικά κρατούσε κάθε στάση της νύχτας/ αντιδρούσε στο φως, το είχαν ξεχάσει τα μάτια και η καρδιά, μα έλειπε τόσο/ 
μόνο πληγές παρηγορούσαν, ότι θα κλείσουν δήθεν σύντομα, έτσι φαίνονταν/ 
αλλά δεν έκλειναν ποτέ, σε κρατούσαν πάντα μέσα περασμένο, σαν καταχώρηση/ έτσι να μένει κάτι από αυτό που χάθηκε, με το κλείσιμο της πόρτας, ενός διακόπτη φωτός/ 
μια μέρα αδιάφορη όπως οι περισσότερες, για εξηγήσεις ή ενοχές, ακόμα και παρεξηγήσεις."

Σκλάβοι Πολιορκημένοι (αποσπάσματα)

Πρόλογος

Πάλι μεθυσμένος εἶσαι, δυόμιση ὥρα τῆς νυχτός.
Κι ἂν τὰ γονατά σου τρέμαν, ἐκρατιόσουνα στητὸς
μπρὸς στὸ κάθε τραπεζάκι.«-Γειά σου Κωσταντὴ βαρβᾶτε!»
«-Καλησπερούδια, ἀφεντικά, πῶς τὰ καλοπερνᾶτε;»


Ἕνας σοὔδινε ποτήρι κι ἄλλος σοὔδινεν ἐλιά.
Ἔτσι πέρασες γραμμὴ τῆς γειτονιᾶς τὰ καπελιά.
Κι ἂν σὲ πείραζε κανένας - ἂχ ἐκεῖνος ὁ Τριβέλας!-


ἔκανες πὼς δὲν ἔνιωθες καὶ πάντα ἐγλυκογέλας.


Χτὲς καὶ σήμερα ἴδια κι ὅμοια, χρόνος μπρός, χρόνια μετά...
Ἡ ὕπαρξή σου σὲ σκοτάδια ὅλο πηχτότερα βουτᾷ.
Τάχα ἡ θελησή σου λίγη, τάχα ὁ πόνος σου μεγάλος;


Ἄχ, ποὖσαι νιότη, ποὔδειχνες πῶς θὰ γινόμουν ἄλλος!


..............


 Πολλά γέρικα τελώνια(δαιμόνια) τραβάνε με τα δυό τους χέρια το σκοινί της Καμπάνας.Και το μπρούτζινο τέρας αφού έτριξε πάνω στους αρμούς του,βρόντηξε τόσο δυνατά,που όλοι ανοίξανε τα στόματα και βουλώσανε τ'αφτιά τους...............


Μες στο δροσάνεμο,

που αναγαλλιάζω

κι ο νους βυθίζεται

σε χάος γαλάζο,

ανθρώποι,αφήστε με

να ξεχαστώ

φωτοπερίχυτη,

στόμα κλειστό..............



Ποιό χέρι απλώθηκε

να με σπαράξει,

-απ'το χρυσόνερο

στη μάβρη πράξη !

Ο πρώτος ήχος μου 

πρώτη πληγή,

με τραβάς,αίμα μου,

ξανά στη Γη...............



Ω σεις χαμόσυρτα,

λερά σκουλήκια,

η άλαμπη ζήση σας

ζήση'ναι δίκια.

Μια τρύπα ο κόσμος σας

και μέσα κει

ο Χάρος λύτρωση

κι ώρα γλυκή!

.........

Δεν είναι κέντρισμα

να σας κουνήσει,

κορμιά που η άλυσο

τά'χει τσακίσει.

Σκέψη,ποιός άνεμος

θεν'αξιωθεί

να σ'ανατάραζε,

σκότος βαθύ ;


................
Πίσω απ΄τα λόγια μου,

πικρά φαρμάκι,

τί κόσμοι απέραντοι,

βυθοί λουλάκι!

Μάτι δεν βρίσκεται

να θαμπωθεί

κι αφτί δεν βρίσκεται

να λιγωθεί!



Νά'ταν να ξήλωνεν

απ'την καρδιά μου

θέληση αβάσταχτη

τ'άγρια καρφιά μου

και να με σήκωνες

μ'άξιο φτερό

σκέψη,που μέστωσες με τον καιρό..................



Πάνω από θάλασσες,

πάνω από χώρες,

με τους καλόκερους

και με τις μπόρες

να με κατέβαζες

αγαλινά,

όπου τ'ανθρώπινο

πλήθος πονά.



Σε μίνι φόνισσες

μπουχές καζέρνες,

λιμάνια ολόκαπνα,

βοερές ταβέρνες,

σπιτάλια σκότεινα

και φυλακές,

μπορντέλ'ακάθαρτα

και προσεφκές.



Στα στήθη νά'μπαινα

σαν την ανέσα,

σφυγμός βαθύριζος

στις φλέβες μέσα,

στο νου σαν άστραμα

και στην ψυχή

ν'αχούσ'αδιάκοπα

 η διδαχή...
''Όλα τελειώνουνε

κι όλα περνάνε,

ιδέες βασίλισσες

κακογερνάνε,

στις νέες ανάγκες σου

-κόπος βαρύς!-

σκοπούς αλάθεφτους

κοίτα να βρεις"...................



''Αν  είν' η σκέψη σου

πριν από σένα,

δεν είναι απόκομμα 

θεού και γέννα,

την σκλάβα σκέψη σου,

σκλάβα δετή,

σου τήνε πλάσανε 

οι Δυνατοί''.



''Φτωχέ,σου μάραναν

κόποι και πόνοι

τη θέληση άβουλη,

πιωμένη αφιόνι!

Αν είν'ο λάκκος σου

πολύ βαθύς,

χρέος με τα χέρια σου

να σηκωθείς''..................



''Τ'άσκημα χέρια σου

των όλω αιτία,

βαστάνε μάργελη

 την Πολιτεία.
Βγαίνει απ'τα χέρια σου

καθ'αγαθό,

του ωραίου περίθετο

το χρυσανθό''.



''Σφίξε τα χέρια σου,

για σένα κράτει

τ'άμοιαστον έργο σου,

την Πλάση ακράτη

κι όλο ανεβαίνοντας

προς την Χαρά,

μέσα σου θά'νιωθες

αστρών σπορά!''



Κι όπου σε σφάζουνε

δεμένον πίσου,

να βρόνταα άξαφνα

σεισμός αβύσσου,

χίλια αστροπέλεκα...

'Δεν είναι μπρος,

είν από πίσω σου

κρυφός ο οχτρός!'



Κανένας δεν κατάλαβε τί έλεγε η Καμπάνα.Γιατί καθένας άκουγε την δική του σκέψη.

Κι ύστερα γυρίσανε όλοι στα σπίτια τους με την φανφάρα,που έπαιζε χαρούμενα κομμάτια.

Εκεί στο σπίτι τους ανάμενε γλυκό κρασί και ζεστή αγκαλιά.

Κ'είτανε όλοι τους βαθιά περήφανοι με την ιδέα,πως έχουνε την πιό καινούρια και την πιό μεγάλη Καμπάνα σ'όλη τη Γης...............





ολοκληρο το έργο μπορείτε να το διαβάσετε: http://it.scribd.com/doc/11357589/%CE%A3%CE%9A%CE%9B%CE%91%CE%92%CE%9F%CE%99-%CE%A0%CE%9F%CE%9B%CE%99%CE%9F%CE%A1%CE%9A%CE%97%CE%9C%CE%95%CE%9D%CE%9F%CE%99-%CE%9A%CE%A9%CE%A3%CE%A4%CE%91%CE%A3-%CE%92%CE%91%CE%A1%CE%9D%CE%91%CE%9B%CE%97%CE%A3 

το φως που καίει

Η ΠΟΡΝΗ

Κι αν όλοι σβήσουνε οι αχοί σε δάση και σε θάλασσες
και στων ανθρώπων τις καρδιές,
το γέλιο μου, που σφυριχτό ή βραχνό, βαθυά ξεσπάει
σαν τον αγέρα του χινόπωρου
μέσα στα κρύα και γυμνωμένα δάσα,
πάνω στα μαύρα κύματα και μες τα μαύρα ξάρτια,
όλη θα γέμει τη ζωή με το φαρμάκι του!
Δεν είναι γέλιο της χαράς
ή της καρδιάς, πό’χει το χρέος της κάνει·
είναι το γέλιο της ασύνειδης ταπείνωσης,
που δε μπορεί άλλο να ταπεινωθεί,
είναι το ηδονικό άστραμμα του Μίσους,
που δεν μπορεί να εκδικηθεί!

Δεν είν’ τ’ Ωραίο, που τυραγνά
τη μαύρη σκοτεινή ανθρωπότη
στον ξύπνο και τα ονείρατά της!
Δεν είναι η Ιδέα, που ξάφνου αστράβει
βαθυά στα ποιητικά μελίγγια,
κ’ ένα φτερό ασκημένο και καλό
σε μια στιγμή βλοημένη,
τη σταματάει σε χρώμα, σε πηλό ή σε λόγο
για να οδηγάει και να φωτάει
ανθίζοντας στων ουρανών και στων ψυχών τα σκότη.


(Χωρίς επίθετο όνομα, Ελένη, Ελένη!
που όλη αντηχάς πολέμου αντάρα
δοξαριού βρόντημα ζεστό,
κονταριών τσακίσματα, γκρεμίσματα αλόγων
μέσα σε κουρνιαχτό πνιχτό.
Ω! εσύ αφριστό, θολό ποτάμι
από πηγμένον, αχνιστόν ή σάπιον αίμα.
Ελένη! Ελένη! εσύ χαμέ αδερφών, αντρών και πατεράδων
και τάφε μακρυνέ κι' άκλαυτε τάφε
σε τόπο μακρυνό, εχθρικό και ξένο.
Ω! πρώτη εσύ Γυναίκα, Πόρνη πρώτη,
μες την αυγή του Νου και της Ζωής
γαλάζιο φως του Ονείρου και του Ιδανικού,
πλάσμα του Ενού και των Πολλών,
η δύναμή σου, ως πέρασες στη Φαντασιά,
την εδικιά μου Δε θα παραβγεί,
τη ζωντανή εδικιά μου δύναμη,
της Πόρνης της αληθινής!)

Αυτός ο κόρφος ο ζεστός,
οπού φουσκώνει ορθός, στητός, μικρούλης ή γεμάτος,
ολόφωτος ή σκοτεινός·
η γάμπα ετούτη μου, αλαφριά,
ψιλόλιγνη κι αφροχυμένη,
γλυκειά στο γγίξιμο σαν το κορμί του γλάρου,
ωσάν θαμπό συντέφι ή κόκκινη σκουριά σιδέρου·
τ’ αφάλι ετούτο βαθουλό σε μια κοιλιά κρουστή
ή σε κοιλιά θλιμμένη,
με την ελιά στην κλείδωσή της·
και τούτο, ω, τούτο τ’ αποκοίλι
ακρόνοιχτο τριαντάφυλλον ή γινωμένο σύκο·
και τούτος ο βυθός ο σκότεινος,
ο σκοτεινότερος βυθός μέσα στης Γης τα σκότη και τα βάθη,
ζεστός καθώς ο βίαιος θάνατος,
Πηγή ζωής, Πηγή θανάτου,
είναι της ανθρωπότης η τυράννια
της σκοτεινής και μαύρης ανθρωπότης!

            (Αρχίζει να χορεύει)

Απάνω απ’ όλα η Μοίρα μου είναι!
Καθώς χτυπώ τα παλαμάκια
και γέρνω πίσω το κεφάλι,
κλειώντας τα μάτια κουρασμένα,
μάτια μολύβι απ’ τις αγρύπνιες,
και γυαλωμένα απ’ τις αρρώστιες,
ανοιώ τα μπράτσα ωσάν δοξάρι
και του υψωμένου μου ποδιού τη μύτη
χτυπάω μ’ ανάστροφα δαχτύλια
και με λαρύγγι ξεφωνώ ραϊσμένο:
«Δεν είμ’ εγώ μια ανθρώπινη ζωή,
ούτε μια θηλυκιά κατάρα!
Είμαι η Γυναίκα – Σύμβολο,
η Σφίγγα κ’ η Μαγδαληνή,
γεμάτη όλα τα ονόματα κι’ όλες τις μοίρες
όλες τις ψυχές και τις καρδιές
όλα τα ψέματα και τις αλήθειες·
είμαι όλη εγώ η Ζωή, όλη η Ανθρωπότη,
η σκοτεινή καματερή Ανθρωπότη!»

Εγώ μαι η Πολιτεία των Δυνατών
η Πολιτεία των Λίγων των Κηφήνων,
της Αδικιάς, της Βίας η Πολιτεία
και της Ψευτιάς!
Εγώ μαι η ιερή Πατρίδα,
πόχω τον πόλεμο θεμέλιο,
της ευτυχίας των δυνατών θεμέλιο,
για να μπορούν να χαίρονται, γινόμενοι πιο δυνατοί
και πιο σκληροί,
πιο αχρείοι,
τις αδερφές, τις μάννες των «ηρώων»
μαζί με το αίμα των «ηρώων»!
Εγώ μαι η ιερή Πατρίδα
οπού με την ειρήνη θανατώνω
την ψυχή και το πνέμα των ανθρώπων,
σκεπάζοντάς τους με σκοτάδια και κουρέλια
και δίνοντάς τους λίγες λέξεις,
να ζουν ονειρευάμενοι τις λέξεις
και να πεθαίνουνε για λέξεις!
Είμαι η ιερή Πατρίδα, που διδάχνω
το μίσος, την κλοπή, το φόνο,
σειώντας ένα πανί χρωματιστό,
μπροστά στα μάτια, που τυφλώνω τα με χίλιους τρόπους.

Είμαι η Θρησκεία, που φανερώνω
τη Θέληση των ουρανών
στα πλήθη που δεν έχουν θέληση,
γιατί δεν έχουν γνώση.
Είμαι η Θρησκεία, που ευλογάει
τους χρυσούς, τους επίσημους φονιάδες,
που λάμπουν από λίπος κι από ακαματιά
κ’ έχουν τα μάτια του πετρίτη
που από το πιο μεγάλο ψήλος
βρίσκουν το πιο βαθιά κρυμμένο κέρδος.
Είμαι η Θρησκεία, που καταριέται
τα θύματα, τα θύματά της,
και που, όσο αρνιόνται, τόσο τα βυθίζει
μες την τρομάρα αιώνιας ποινής
πάνω στη Γη και κάτου από το Χώμα!

Εγώ μαι η Τέχνη του Απολύτου,
του έξω καιρού και τόπου η Υέχνη,
χωρίς σκοπό και δίχως όφελο.
Εγώ μαι η Τέχνη της Μορφής,
των λέξεων, των ρυθμών, του αισθήματος,
του υποκειμενισμού, των αντιφάσεων
της Ηδονής!
Εγώ μαι ο αριστοκράτης Στίχος,
η Κεντρική όψη της Ζωής,
των υπερκόσμιων ψιθύρων Ακοή,
πούχασα την αφή της Ζωής
που αλλάζει κύκλους, νόημα και σκοπό
με τους καιρούς.
Εγώ μαι η Τέχνη, που χωρίζω,
αντίς να ενώνω τους ανθρώπους,
και που ανασταίνω μέσα από τους τάφους
παλιές ιδέες, πόχουν πεθάνει,
χτυπώντας τα φτερά του πνεύματος
οπίσω, οπίσω, οπίσω,
σκοτώνοντας τη ζωή και τη λαχτάρα της
για Φως, για Λευτεριά, γι’ Ανέβασμα!
Εγώ μαι η Τέχνη των μωρών, των τσαρλατάνων,
η Τέχνη των μοιχών και των ευνούχων,
η πουλημένη, η ατιμασμένη,
του Μπαρρές, του Κλωντέλ και του ντ' Αννούντσιο.
Είμαι «η Φλογέρα» εγώ «του Βασιλιά»
και «το Πάσχα των Ελλήνων!»

Το φως που καίει (μικρό απόσπασμα)

- Ελα δω, ραγιά, που σε διατάζω.
- Και ποιος είσαι του λόγου σου, που λες ραγιά. Ελα συ εδώ.
- Κύριός σου είμαι. Ομολογιούχος. Πέσε!
- Και για ποιόνε με πήρες; Για Ελληνικό Κράτος;
- Πού το βρήκες το Ελληνικό Κράτος; Εμείς οι ξένοι είμαστε κράτος.
Κράτη εν κράτει, ομολογιούχοι, Ούλεν, Πάουερ, διομολογήσεις, ετεροδικίες, "σύμβουλοι"...
- Κι από μένα τι ζητάς;
- Να πλερώσεις!
- Τι να πλερώσω; Δεν ξέρω τίποτα.
- Ξέραν οι πρόγονοί σου πριν από εκατόν τριάντα χρόνια... Εθνικοί άνδρες ήσαν, εθνικά δάνεια κάνανε χάρις σ' εμάς τους... φιλέλληνες!
- Ποια δάνεια; Τα πλερώσαμε δέκα φορές ως τώρα. Μας χρεώνατε χίλιες λίρες και μας δίνατε στο χέρι εκατό. Οχι μονάχα μια φορά. Πάντα! Τρεις το λάδι τρεις το ξύδι κι έξι το λαδόξυδο. Η προμήθεια, τ' ασφάλιστρα, τα χρεώλυτρα, οι μεσιτείες, οι προκαταβολές των τόκων τρώγανε τη μάννα. Μ' αυτά τα πρώτα δυό "εθνικά δάνεια" φέρατε την Ελλάδα στα "πρόθυρα της καταστροφής".
- Δε σηκώνω κουβέντες. Πλέρω και βιάζομαι...
- Να κάνεις τι;
- Αμ' το ξέρεις από άλλοτες και συ κι οι όμοιοί σου... Η τιμή είναι ανώτερη από κάθε αδυναμία... Μπορείς δε μπορείς, πρέπει να μείνεις τίμιος... Υπόγραψες, νεαρέ μου, και θα τα "κυλίσεις"!
- Και το αίμα που εμείς χύσαμε για σας; Είναι φτηνότερο από το δικό σας το χρυσάφι, που δε μας το δίνατε κιόλας; Για τη δικιά σας την αυτοκρατορία και τα δικά σας τα πετρέλαια και για τα δικά σας τα κεφάλαια χύσαμε το αίμα μας, στην Ουκρανία, στη Μικρά Ασία, στην Αφρική... Και στον τόπο μας! Τι ζητάτε τώρα από τους πεθαμένους;
- Πλέρω!
- Δεν έχω!
- Εχεις και παραέχεις. Οταν μπορείς να πετάς τα λεφτά σου από το παράθυρο, θα πει πως έχεις!
- Δε μούμεινε λάδι.
- Θα σφίξουμε λιγάκι το μάγγανο και θα βγάλεις. Θα βγάζεις, όσο και να σε στίβουμε. Κι όσο περισσότερο σε στίβουμε και βγάζεις, τόσο περισσότερο γίνεσαι άγγελος της ελευθερίας, διότι δεν σου μένει... κουκούτσι να νογάς τι σου γίνεται και τι σου μέλλεται...
- "Ουκ, αν λάβεις παρά του μη έχοντος".
- Θ' αγοράζεις ψωμί και θα το τρώω εγώ με τους εμμέσους φόρους. Πού θα μου πας; Και άκουσ' εδώ ένα πράγμα. Αν δεν βάζαμ' εμείς όλα μας τα δυνατά η δικιά σας η ολιγαρχία θα είχε εξαφανιστεί. Αυτή μας χρωστάει και την ύπαρξή σου!
- Τη δικιά μου;
- Και βέβαια! Από σένα θα πάρει για να δώσει σ' εμάς. Η μια ολιγαρχία στην άλλη... Ετσι γίνεται πάντα. Οι λαοί δίνουν και το αίμα και το χρήμα κι οι ολιγαρχίες παχαίνουν...
- Φεύγεις ή δε φεύγεις;
- Κουτέ. Οσο μακρύτερα φύγω, τόσο περισσότερο θα τρέχεις για να με πλερώσεις. Δούλε!...

Προσκυνητής

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Ἀπ᾿ ἀλήθεια σ᾿ ἀλήθεια ἀκροπατώντα,
νυχτόημερα λουσμένος τῶν κλαμάτων,
τὴ θεία βουλὴ νὰ σμίξω λαχταρώντα
στὸ κύκλωμα τοῦ ἡλιοῦ καὶ στῶν πνεμάτων
τοὺς ἥλιους μὲ τὴν ἄσκησή μου ζώντα
μιὰ ζήση, ἀλί!, καθημερνῶν θανάτων,
πίσου ἀπ᾿ ὅλα σὲ μάντευα ὡς παρθένα
σκέψη γοργὴ σὲ μάτια ἐρωτεμένα.


Καννὶ τοῦ ῥοδοστάγματος, Χριστέ μου ·
Κότσυφα ἐσύ, τοῦ Αἰώνιου Κήπου κράχτη·
Ἀφέντη τετραλόγιστε, ἀδερφέ μου·
τῆς Μιᾶς Ἀλήθειας πύλη ἐσὺ καὶ φράχτη·
Χρυσὲ Βασιλοπόταμε· τοῦ Ἀνέμου
ριπή, ποὺ λεῖ τὰ μάταια ἔργα στάχτητ
μοῦ ῾πες ἐσύ, πὼς τὴν αἰώνια ζήση
πρέπει κανεὶς ἐδῶ νὰ τὴν ἀρχίσει.



I

Μὲς στὴ σιωπὴ σ᾿ ἀργάζομουν, Καράβι,
ὡς τὸ χρυσὸ κουκούλι της ἡ κάμπια·
καὶ φουντωμένο φλόγες τώρ᾿ ἀνάβει
τὸ κορμί, τὸ κατάρτι σου κ᾿ ἡ γάμπια·
καὶ νά σου ὁλόρτο στῆθος, ὁποὺ θραύει
τὰ πεπρωμένα - πολεμίστρα τάμπια!
Καὶ κάθε ξύλο, ὡς γεύτηκε τὸ ἁλάτι,
ἔγινε Νοῦς καὶ Θέληση καὶ Μάτι.


Πίσω βοριάς, πηχτὸ ἐμπροστὰ τὸ πούσι·
κι ὅμως μέσα μου ὁ ἥλιος λαμποβόλα᾽.
Κι ἂν ἐρχόταν μετάνιωμα νὰ κρούσει
τὸ θάρρος μου, τὰ σπλάγχνα ἐξύπνααν ὅλα.
Πόσες φορὲς ἡ ἀντένα μου εἶχε ἀκούσει,
σφιγμένη στὴν καρδιά, τὴ νυφοστόλα
Ἰδέα, χαρὰ νὰ βάνει μου στὰ γόνα,
στὰ χέρια τὰ κομμέν᾿ ἀπ᾿ τὸν ἀγώνα!


Κι ἂς μὴ σᾶς βλέπω, ἑλληνικὰ ἀκρογιάλια,
μὲς στοῦ ματιοῦ μου λάμπετε τὴν κόρη,
Πῶς λαχταράει τὰ θεῖα σας ροδοκάλλια
(πάντοτες θεῖα, μ᾿ ἀστέρια ἢ μὲ λιοβόρι!)
ἡ καρδιά μου, καὶ θά ῾θελεν ἀγάλια
σὰν ἠχερὸ χαλίκι σας νὰ ἠμπόρει
μὲ τὸ δικό σας τὸ ρυθμὸ καὶ τὸ ἴσο
νὰ κυλήσει, νὰ πάει καὶ νά ῾ρτει πίσω.





II

Πριχοὺ ν᾿ ἀγγίσω τοῦ Ἀγαθοῦ τὴ ρίζα,
πριχοὺ ἡ καρδιὰ γευτεῖ τ᾿ ἅγιο σου χῶμα,
πάθη παλιά, παλαιὰ ποὺ τὴν ὁρίζα᾽,
βαθιὰ τὰ ξεβοτάνισα· καὶ σῶμα
ἀχαμνό, κεφαλὴ μὲ χαίτη γκρίζα,
τὰ χέρια μέσα κ᾿ ἔξω, καὶ τὸ στόμα,
τά ῾λουσα μὲ κρασὶ καὶ μὲ μπαχάρια
καὶ σοῦ τὰ δίνω, ὡς ἔπρεπε, καθάρια.


Μ᾿ ἀλί! τώρα ποὺ ζύγωσα, ἕνα μάτι
ταχὺ μέσα στὸ πλεούμενο δοξεύω·
ποῦ οἱ θησαυροί, ποὺ σοῦ ῾φερνα, οἱ φλογάτοι;
ποῦ τῆς ψυχῆς τ᾿ ἀσάλευτα «Πιστεύω»;
Ἔλεα πὼς θὰ σὲ ξάφνιζα μὲ κάτι
ἀναπάντεχα ὡραῖο, καὶ σημαδεύω
νά ῾μαι γυμνός, νά ῾σαι γυμνή, ὦ Ἑλλάδα,
φτωχὴ σὰν τ᾿ οὐρανοῦ τὴ γαλανάδα.


Ἔτσι ἀδειανὸς στὴν ἀχτιδόβολη ἄμμο
τῆς μιᾶς στιγμῆς λαφροπατάω τὰ κρίνα,
Νά με!, χωρὶς πιθέματα στὸ γάμο
καὶ ρεγάλα χωρίς. Ἀλλὰ μιὰ σφήνα
γλυκὸ ψωμὶ θὰ διακονέψω χαμο-
συρτὸς καὶ μιὰ γουλιὰ πικρὴ ρετσίνα·
μ᾿ ὅ,τι γενναῖο τὸ στίχο μου γεμίστε,
διπλὸ θὰ σᾶς τὸ δώσει, ἂν τὸ ζητῆστε.


Ὀπίσω μου λυθήκανε τὰ ξύλα
τοῦ καραβιοῦ, καὶ τ᾿ ὄνειρον ἐλύθη!
Ἀπάνω στὰ νερὰ μιὰ ἀνατριχίλα
κ᾿ ἕνας καπνὸς μυριστικὸς ἐχύθη,
Μὲ δίχως γυρισμὸ σὲ σᾶς μ᾿ ἐκύλα᾽
ἡ νύχτα, ὀιμέ! Τὰ σκοτεινά μου στήθη
ζητᾶνε ἀπὸ τὰ σᾶς ἀλήθεια· κι ὅ,τι
κομματιαστὸ δεχτοῦν, θὰ γίνει ὁλότη.


Καλὰ γιὰ νὰ σὲ νιώσω - ὤ! νὰ ριζώσω
σὲ σένα, γῆ μου, ὅλης τῆς Γῆς ἀφάλι!
Σταυρανοιμένα χέρια νὰ σὲ ζώσω
στὴν ἀνεχόρταγή μου τὴν ἀγκάλη!
Ἐρωτικά, σὰν κόρφο, νὰ δαγκώσω
τὸ χῶμα σου· νὰ γίνω χῶμα πάλι,
καὶ νοῦς βαθιὰ χωστὸς νὰ μελετήσει
τὴ Θέληση, ποὺ κλεῖ βαθιά σου ἡ Φύση.




III

Ὅσες φορὲς μεγάλοι ἀνάψαν ἥλιοι
στοῦ ἀνθρώπου τὴν ψυχὴ (ἐκκλησιὲς οἱ λόγοι!),
διδάχος τοῦ λαοῦ ἤτανε τὰ χείλη
καὶ τὸ παντοτινό του μοιρολόγι,
Μὲ τὸ δικό του ἐσύρανε μαντίλι
Ὅμηρος, Σολωμός, τ᾿ ἀρχοντολόγι
τῶν ἀρετῶν Σου: ὀλίγη ἀγάπη δῶσ᾿ μου
καὶ μένα, Ἑλλάδα, Στόμα ὅλου τοῦ κόσμου.

---

Σὲ θρόνον ἀπὸ πέτρα, λαῶν ποιμένας
μὲ τοὺς πρωτάρχους πλάγια του - ὅλ᾿ ἡρῶοι!-
πὄχει νυφάδες ἑκατὸ καθένας
κ᾿ ἕνα σφαχτὸ στὴ μοιρασιά του τρώει,
ἀκοῦν τὸ ραψωδὸν, ὀλύμπιας γέννας,
στὸ ραβδὶ κρεμασμένον, πῶς οἱ Τρῶοι
βαστάξαν τοὺς Ἀργίτες χρόνια δέκα
γιὰ μιὰ μάργελη, Αἰώνιο Φῶς, γυναίκα!


Κι ἀντιβογκάει τὸ χάλκωμα στοὺς τοίχους,
καὶ τὰ φτενά, γραμμένα, σειοῦνται ἐλάφια,
ὅταν, μαζὶ μὲ τοὺς ἀντρίκειους στίχους,
τοῦ Σκάμαντρου κυλᾶνε τὰ χρυσάφια,
Καὶ λάμπει στοὺς τετράχρονους τοὺς ἤχους,
τοῦ Ἕχτορα ὁ γιός, ἀστέρι· καὶ τὰ ἐντάφια
τὰ κλάιματα τοῦ Πρίαμου, πῶς ξεσκίζουν!
Τὴν ἴδια Ἀνάγκη ἀνθρῶποι, θεοί, γνωρίζουν.

---

Ἐδῶ τὸ Γέλιο εἰχε βωμὸ καὶ φλόγα
ποὺ κάπνιζε ἀπὸ κέρατα καὶ ξίγκια
ἡ Τρέλα ἐδῶ μὲ βούκινα ἀχολόγα᾽
καὶ φούσκωνε ἀπὸ σκέψη τὰ μελίγγια·
ἐδῶ ἦταν κόσμος ἄστρινος ἡ Ρώγα
ποὺ βράχνιαζε καὶ θέωνε τὰ λαρύγγια
κ᾿ ἕνας φαλλός, ἀγριοσυκιᾶς κλωνάρι,
ἐπήδαε μπρὸς νὰ φτάσει τὸ φεγγάρι.


Κατακάθι τὸ πρόσωπο ἀλειμμένο
καὶ τράγια ὀρὰ σαλεύοντας στὴ μέση,
πηδώντας σὲ τουλούμι λαδωμένο,
ποιός θὰ σταθεῖ ὀρτὸς χωρὶς νὰ πέσει;
ὅλο τὸ μαυροζούμι θυμωμένο
ἡ ἀγέμιστη κοιλιὰ θὰ-ν τὸ κερδέσει!
Ἀλλὰ στερνά, μ᾿ αἷμα κι ἀφρούς, τὸ χῶμα
δαγκάνοντας, στριγκά ῾κλαιγε τὸ στόμα.


Ὅλοι μαζὶ-ν ἐπάσκανε τὸ θρύλο
τοῦ ξαναγεννημοῦ καὶ τοῦ θανάτου·
ὅλοι μαζὶ βοηθῆσαν τὸν Αἰσχύλο
νὰ ξεγείρει τὸν Ὄλυμπο ἐδῶ κάτου·
καὶ στὸ ραβδὶ μὲ τοῦ πευκιοῦ τὸ μῆλο
ἀεροκινοῦσαν τὴ χρυσὴ καρδιά του
καὶ γνώριζαν στὸ στίχο τὸν καυτό του


καθένας τὸν καλύτερον ἑαυτό του.

Ῥηγαδικὸς ὁ Λόγος ποὺ τὸν Αἰώνα
 σὲ ξύλινο παπούτσι εἶχε βαστάξει
κι ὡς μιὰ καρδιά ὅλος ράγιζε κ᾿ ἐπόνα᾽!
Μήτρα ὅλων τῶν Μουσῶν, ἤτανε Πράξη,
τοῦ Κόσμου τ᾿ Ἀνεθώρητου κολόνα,
τῆς πολιτείας θεμέλιωμα στὴν τάξη,
γνώμη τοῦ λαοῦ ποὺ στὴ θυμέλη γύρα
σεμνὰ πηδώντα ἐδίκιωνε τὴ Μοίρα.


Κ᾿ οἱ νέοι, ποὺ τοὺς ἐδένανε τὰ ὡραῖα
ἔργατα κ᾿ ἱερὸ τῶν ὅπλων τάμα,
τὴ νυχτιὰν ἀκλουθώντας τὴ μοιραία,
πὄκαιε τὶς ροῦγες τοῦ κρασιοῦ τὸ ἀνάμα,
ἐστῆναν τὸν ξυλένιο Ἐλευτερέα
στὴν ὀρχήστρα, γιὰ νὰ χαρεῖ τὸ δράμα
μ᾿ ὅλους ἴσα, αὐτοπρόσωπα, καὶ νά ῾ναι
βουβὸς κριτὴς μ᾿ αὐτοὺς ποὺ ξεφωνᾶνε!

---

Οἱ λύκοι τῶν Ἀγράφων· οἱ ἐλυμπίσοι
ἀιτοί, ποὺ θρέφαν πιθαμὴ τὸ νύχι
τοῦ Ταΰγετου οἱ ἀστρίτες,
πού ῾χαν βρύση τὴν καρδιά·
καὶ τῆς Ρούμελης τὰ ρήχη
ποὺ ἀρίφνητον Ἀράπη εἶχαν σαπίσει
ὁ Διγενὴς μὲ λιονταρίσο βρύχισμα,
ἀπὸ τὸ Χάρο μὲ χωσὰ ριγμένος,
καλάδερφος καὶ πάντα λαλημένος·


ἀπ᾿ ὅλες τὶς κορφάδες, Ῥωμιοσύνη,
τραγουδομάνες σ᾿ εἴχανε κυκλώσει!
Τὸ λεύτερό σου πνέμα, ἡ ἀντρειοσύνη,
ἡ γλυκιὰ τοῦ θανάτου κι ἅγια γνώση
(ἀχὸς τὰ παίρνει, στὸν ἀχὸ τὰ δίνει!-)
τὸν καθαρό σου στίχο εἶχαν φουντώσει,
ποὺ τοῦ ῾δωκε ἅπλα πιότερη καὶ θάρρος
μὲ ρίμες κελαηδίστρες ὁ Κορνάρος.


Ὅλα [ἦ]ταν ἕνας ποταμὸς μὲ χίλια
στόματα· χίλιοι ἀντίλαλοι, μιὰ γλώσσα.
Φιαμπόλια, ταμπουράδες, καριοφίλια,
μέσα στὸν ἴδιον ἄνεμο ἐκορῶσα᾽.
Μὲ μάτια μαυρογάλαζα, μὲ χείλια
ἀκροσυρμένα, σὲ ἀχολθγια τόσα
ἔκλενε ὁ Σολωμὸς νερὸ νὰ πάρει,
τὴν ἴδια του ὀμορφιὰν εἶδε κ᾿ ἐχάρη.


Κι ἀνέβασέ την, φῶς περιγραμμένη,
στὰ οὐράνια Ἑλλάδα ἐσένα, ἄσειστο
Μάτι πνεματικῆς ἡμέρας! Ἀνοιγμένη
στὰ ἔσχατα βάθη τῆς ψυχῆς, γεμάτη
ψυχὲς ἐφάνης! Κι ἄλλη δὲν ξεβγαίνει
τὴ νίκη σου γιὰ ἕνα ψωμιοῦ κομμάτι!,
Καὶ τοῦ σεισμοῦ τὰ χάσματα στὴ γῆ σου
κλεῖσαν εὐτὺς μ᾿ ἀνθοὺς τοῦ Παραδείσου!



IV

Ποιά νά ῾ναι, Λαέ μου, ἡ πιὸ μεγάλη τώρα
ἡ χρεία σου, νὰ βαλτῶ νὰ τὴ βοηθήσω·
ἡ πιὸ βαθειά σου ἀλήθεια, ἡ ἄμοιαστη ὥρα,
ποὺ μὲς σὲ ἀστήθι καίει παλικαρίσο,
νὰ σταμαήσω τη ἄξαφνα ἀστροθώρα
στὸ βλέμμα σου ὁμπροστά, τ᾿ ἄτρεμο κ᾿ ἵσο.
Νόμος μοιραῖος μαζί σας μεγαλώνει:
ποῦθε ἀρχινάει καὶ ποῦ ἄραγες τελειώνει;


Τὰ ποτήρια χαρούμενα τριγύρω
καθὼς κοιτάω (ἄλλα γεμάτα, ἄλλα ἄδεια!),
ἥλιον ὀγρὸ βαθιά τους κι ὅλο μύρο
τὸ κρασὶ νὰ σαλεύουν, τί σκοτάδια
θολώνουν τοῦ προσώπου σας τὸ γύρο!
Καὶ μὲ βιολιὰ (καημὸς καὶ χτυποκάρδια!)
ἡ λαλιά σας σπαράζοντας χτυπάει
τὴ μαύρη τούτη γῆς, ποὺ θὰ μᾶς φάει!


Καὶ τ᾿ ἄλογά σας (μέση δαχτυλίδι!),
ποὺ τὰ σκεπάζει ὅλο πλουμίδι χράμι,
μὲ τὴν ὀρὰ πλεξίδι τὸ πλεξίδι,
φρεσκαλειμμένα νύχια μὲ κατράμι,
ἔτσι καθένα ὡς λιάζεται, λεπίδι,
σὰ βαρᾶτε παλάμη τὴν παλάμη
τινάζονται κι αὐτιάζονται μὲ φρένα
ἀνθρώπινα τὸ θάνατο καθένα.


Καὶ νά, πηδάει ἡ κοπέλα, δροσοβόλια
ἀπάνω στὸ ψηλόανθο τὸ θυμάρι,
μὲ τὰ μαλλιὰ κύμ᾿ ἀφριστὸ σὲ ὀμπόλια
μεταξοκεντημένη, ἴδια φεγγάρι
μέσα σὲ ἀχνάδες διάφανες (ὤ!, βόλια
στὴν καρδιά!), κι ὃπως πάει βόλτα νὰ πάρει,
τῆς πετάγεται ἀπὸ τὸν κόρφο κάτω
παλιὸς σταυρὸς κι ἁγιοκωνσταντινάτο.


Ὅμοια ἡ καρδιά, μὲ τὰ κινήματά της,
στὰ χείλια φέρνει πικραμένα βάθη.
Ποῦ ὁ χρόνος ὁδηγάει, ποὺ πάει μπροστά της,
μιὰ δίψα σκοτεινὴ τὴν καίει νὰ μάθει!
Μὲ βουτηγμένα στὸ αἷμα τὰ φτερά της,
τοῦ λογισμοῦ μητέρα ἡ λύπη ἐστάθη,
ἡ λευτερώτρα λύπη, πὄχ᾿ οἰκίσει
μὲ κρίση καὶ σκοπὸ τὴν αἰώνια Φύση.


Ἀνάμεσά σου, ποὺ ἕνας κόσμος εἶσαι,
καὶ τ᾿ οὐρανοῦ, ποιὸ νά ῾ναι τὸ γεφύρι;
Μή ῾ναι ὁ τάφος, ποὺ πάντα τυραγνεῖ σε
σ᾿ ὄνειρα, σὲ δουλειά, σὲ πανηγύρι
καὶ σ᾿ ἔργα καλοσύνης όδηγεῖ σε;
Τί μάγια τὸ κλεωσμένο παραθύρι
καὶ τί φοβέρες κρύβει; ποὺ ὡς ἀνοίξει,
νὰ ἰδεῖς, δὲ θά ῾χεις μάτια, ὅ,τι σοῦ δείξει.



V

Ἀπ᾿ ὅλα, ποὺ σφυρᾶνε στὴν ἀκοή μου,
τὰ βέλη σου, ν-ἀπὸ γυναίκα οὐδ᾿ ἕνα!
Τόσο πολὺ μοῦ ἀργάσαν τὴν ψυχή μoυ
χρόνια ἄδικα, πολὺ τυραγνισμένα!
Γιατί νὰ μὴ μοῦ δένεται ἡ πνοή μου
μὲ θύηση καμιὰ γλυκὰ κ᾿ ἐμένα;
Μ᾿ ἕνα δάκρυ στὸ μάτι, σᾶς κοιτάζω
μακριά μου, ὅλες μαζί, ὅραμα γαλάζο.


Δὲ μ᾿ ἔφερε, σταράτες Ρωμιοποῦλες,
ποὺ τοῦ σπιτιοῦ λαμποβολεῖ τὸ τζάκι
στὴν καρδιὰ καὶ στοῦ γέλεου σας τὶς βοῦλες,
κανένα νέο κι οὐδὲ παλιὸ μεράκι·
κάποια λατρεία ἐσώτερη, ἀδερφοῦλες;
νὰ ἰδῶ ποιανοῦ φωτὸς θέ᾿ νά ῾βγει αὐλάκι,
ποιές καλὲς ἀπ᾿ τὰ σπλάγχνα σας γιορτάδες
τῆς ράτσας - βάρδοι καὶ πολεμιστάδες.


Πῶς σᾶς χτυπάει στὸ πρόσωπον ὁ ἀγέρας
ποὺ ἀπ᾿ τὰ Φάληρα πνέει καὶ τὴν Πεντέλη!
Πῶς λαιμὰ κυματᾶτε περιστέρας
ποὺ τὴν ἀγάπη ἀρνιέται, μὰ τὴ θέλει!
Μ᾿ ὄνειρα τῆς νυχτὸς καὶ τῆς ἡμέρας
καρπολογᾶτε - ἡλιοθρεμμένο ἀμπέλι!,
Ἀπ᾿ τὸ Τραγούδι οὐράνιο τόξο βγαίνετε
καὶ στὸ Τραγούδι νὰ βυθίστε πγαίνετε.


Ὀνόματα (ποιά ἀνάγκη!) δὲ θυμᾶμαι!
Σὰν πελαγίσα βοὴ σᾶς νιώθω ἐντός μου,
Ἀντάμᾳ, ἀπὸ τὸ θάνατο περνᾶμε
στὰ ὁλόφωτα ρηγάτα ἀλλουνοῦ κόσμου:
Ζάλογγο, Μεσολόγγι, Ἀνάπλι, νά με!
Μέσα στὸ φῶς σας στέκω μὲ τὸ φῶς μου.
Κ᾿ ἐμένα, σῶμα γήινο δὲ μὲ ὁρίζει
κι ὄνομα κάποιο δὲ μὲ ξεχωρίζει.


Πόσοι ἀργαστῆκαν αἰῶνες, μαῦροι αἰῶνες
τοῦ Ζάλσγγου τὸ πήδημα νὰ κάνουν!
Μὲ τὸ τραγούδι τ᾿ Ἀναπλιοῦ οἱ τρυγόνες
πῶς μοσκοσαπουνᾶνε νὰ λευκάνουν
τὰ ματωμένα ροῦχα! τὶς εἰκόνες
καὶ τὰ σεμνὰ κρεβάτια, πρὶν πεθάνουν
μάνες Μεσολογγίτισσες, τὰ ρίχνουν
στὴ φωτιὰ καὶ γαλήνιαν ὄψη δείχνουν!


Σὲ σᾶς τὸ χῶμα ἐτοῦτο, ποὺ σᾶς ξέρει,
τὰ χτυποκάρδια του ὅλα ἔκλεισε πάλι.
Τῶν περασμένων ἀρετῶν τὰ θέρη
σὲ σᾶς λουφάζουν κορφωτά. Μεγάλη
συρμὴ κᾳιροῦ στὸ φῶς θέ᾿ νὰ-ν τὶς φέρει
ὅλες μαζὶ νὰ δέσουνε μιὰν ἄλλη·
καὶ θὰ χυθεῖ στὴν ὄψη μας, ποὺ τρέμει,
πάλι ἀπὸ σᾶς δροσιστικὸ μελτέμι.



VI

Καρδιά, ποὺ τὰ κοράσια ἐλαχταροῦσες
κι ἀρκοῦσε καὶ σὲ θάμπωνε ὁ ἐαυτός σου,
τὶς πιὸ καλές σου δύναμες σκορποῦσες
στὶς ἡδονές, χαημὸς καιροῦ, χαημός σου!
Τώρα μαζί, ἂν μπορεῖς, δλες τὶς Μοῦσες
ν᾿ ἀγκαλιάσεις στὸ στίχο σου ἀρματώσου,
καὶ στὰ νερὰ τῆς Ἀρνησιᾶς βυθίσου
τὸ μέγα Ναὶ νὰ βγάλεις τῆς ζωῆς σου!


Τῆς μοναξιᾶς τὸ ρήγα ἰδές! τὸ γύπα,
πῶς βγάνει ζωὴν ἀπ᾿ τὸ λιωτὸ ψοφίμι!
Τὶς πεθαμένες ἁμαρτίες σου τρύπα
μὲ μύτη ἀτσαλωτή, βαρειὰ βολύμι!,
Ἀντάμα σὲ πολλὰ σημάδια χτύπα,
κι ἀπὸ τὴ Λησμονιὰ τὴν ἄξια Μνήμη
κι ἀπ᾿ τὸ χαημένο τὸν καιρό σου τρύγα
τὸν Καιρὸ ποὺ θὰ ζήσει, ὦ Στίχε ρήγα!




VII

Ὁλοῦθ᾿ ἐλᾶτε, ἑλληνικὰ διαμάντια!
Ἀπ᾿ τὸ Μοριά, ποὺ πνίγεται στ᾿ ἀμπέλια·
ἀπ᾿ τὰ νησιά, ποὺ στὸ Μοριὰν ἀγνάντια
σειρηνικὰ ἀστραποβολᾶνε γέλια·
ἀπ᾿ τῶν Τεμπῶν τὰ βράχη τὰ γιγάντια·
ἐλᾶτε ἀπάνω στοῦ βιολιοῦ τὰ τέλια:
κάθε πολύς σας πόνος, κάθε λίγη
χαρά, στὸν πάνω ἀγέρα πάει καὶ σμίγει.


Τὴν πιὸ καθάρια ἀχτίδ᾿ ἀπ᾿ τὴν ψυχή του
ἂς φέρει πασανεὶς στὴ φούχτα μέσα!
Ἂς φέρει πασανεὶς στὴν προσευκή του,
τὴν πρώτη του καὶ τὴ στερνή του ἀνέσα.
Καθὼς κατηφοράει, πῶς ἀντηχεῖ του
ἡ πέτρα ἀργὰ ὅσες λύπες τὸν πονέσα᾽!,
Ὄχι θεατὲς τοῦ κόσμου· ἐσεῖς, ἐντός μου
κι ἀντάμα μου, λευτερωτὲς τοῦ Κόσμου!


Καθὼς ἀπ᾿ τοὺς βοριάδες κι ἀπ᾿ τὰ πάγη
τὸ κρασὶ στὸ σκοτάδι φῶς ταμιεύει,
ἡ θέλησή μου σὲ καρδιὰ ἑφτασφραγι-
σμένη καιρὸ ὅλη δύναμες χορεύει.
Τὴ δύναμή σας στάξτε μου κ᾿ ἐράγη!
Ὤ! νά τη, ἀνεβρυτὴ φωτιὰ ποὺ ἀνέβη
στὰ χέρια μου σφυρώντας, καὶ στὸν ἀέρα
πλατειὰν ἀνάβει ἔργου τρανοῦ παντιέρα.


Ἦρθα πολὺ νὰ ἰδῶ, πολὺ ν᾿ ἀκούσω!
Ὅλα, βουνά, πελάη σου, νὰ-ν τὰ κλείσω
σὲ μιὰ ματιά, κι ἀπό ῾ναν τρύγο πλοῦσο
δυὸ λόγια μοναχὰ νὰ ξεχωρίσω.
Καὶ μὲ σφυρὶ τὸ πνέμα νὰ-ν τὰ κρούσω
ἀπάνω στὴν καρδιά σου, καὶ νὰ σκίσω
βουνά, πελάη σου, Γῆ μου. - Κι ὤ! εὐτυχία!
τὰ πιὸ καλά σου ἀντίκρισε στοιχεῖα!




VIII

Ἀγάπη σ᾿ ὅ,τι ἀκόμα δίνει μίσος,
διπλῆς, τριπλῆς ἀγάπης φέρνω πάθος!
Τὰ φῶτα σου καὶ τὰ σκοτάδια σου (ἴσως
πιὸ πολὺ τὰ σκοτάδια σου!-), ὅ,τι λάθος,
ὅ,τι ἀλήθεια λογιέται, στέρεος κ᾿ ἴσος
τ᾿ ἀγγίζω: ὅλα, τὸ γόνιμό σου βάθος,
τὸ βάθος μου τὸ γόνιμο, ποὺ τρέχει
κάτου ἀπ᾿ ὅλα καὶ ποὺ ὄνομα δὲν ἔχει!


Καθὼς κρούω μὲ τ᾿ ἀνάστροφο δαχτύλι
τ᾿ ἀστήθι σου, τί ἀχοὶ σμιχτοὶ ἀνεβαίνουν!
Πόσοι σβημένοι ξαναφλέγονται ἥλιοι,
πόσοι νεκροὶ σὰν τὰ μελίσσια βγαίνουν!
Ἀθώρητοι στὰ μάτια, χίλιοι, μίλιοι,
μὲς στὸ αἷμα σου, τοὺς βλέπω νὰ διαβαίνουν!
Τῆς πιὸ βαθειᾶς καὶ σκοτεινῆς σου ἀβύσσου
ἡ πιὸ ἀψηλὴ ἀποκρίνεται κορφή σου.


Καὶ στοχασμοὺς καὶ λόγια κ᾿ ἔργα θεῖα -
ὤ! θάματα ποὺ κουβαλεῖς μετά σου!,
Χριστὸ κι Ὁρφέα, Ἀθηνᾶ καὶ Παναγία
κενᾶς καὶ σμίγεις στὰ κινήματά σου,
Μὰ καὶ μαζί, κάθε παλιὰ ἁμαρτία
παλεύοντας ἰσορροπεῖ βαθιά σου:
τῆς Σαλαμίνας τὰ κουπιά, σὰν ἕνα,
μὲ τὸν Ἐφιάλτη σοῦ χτυποῦν τὰ φρένα, 


Ἡ στράτα ποὺ ἀκλουθεῖς, ζερβὰ κι ἂ᾿ στρέφει,
 δεξεὰ κι ἂν πάει, τὸ τέρμα ἔχει δοσμένο,
Κι ἂν σοῦ τὸ κρύβει ἀπέραστο ἕνᾳ γνέφι,
μὲ τὸ τραγούδι ἰδές το σκορπισμένο.
Βῆμα γοργό, γοργὴ καρδιὰ ποὺ τρέφει,
βάλε νὰ φτάσεις, πνέμα κουρασμένο!
Ἀπ᾿ ἄλλες στράτες ἄλλοι τρέχουν κι ἄλλοι·
πρόφταξε πρώτη ἐσύ, φυλὴ μεγάλη.


Κάθε σου βῆμα πρέπει καὶ μιὰ νίκη.
Ἐντός σου κι ὄξω καὶ μιὰ νίκη κάνε!
Καθὼς χτυπάει κι ἀστράβει τὸ χαλίκι,
ἀστράβουν κ᾿ οἱ καρδιὲς καθὼς χτυπᾶνε
σὲ κάθ᾿ ἐμπόδιο ἀπάνω. Δίκιοι, ἀντρίκειοι
οἱ θανάτοι, τοὺς ἄλλους ποὺ βοηθᾶνε!
Τὰ πλούτη σου, ὦ ψυχή, ἡ θυσία τὰ δείχνει,
ποὺ λευτερώνει ὅποιον γιὰ πάντα ρίχνει.


Δαφνόκλαρα, τριαντάφυλλα καὶ σμύρτα,
λόγια τριμμένα κι ἄστοχα δὲ φέρνω,
Στὴ μάχη (ὅλ᾿ ἡ ζωή ῾ναι μάχη!) σκίρτα·
κίντυνα ἀνοίγω καὶ θανάϊους σπέρνω,
Νὰ σοῦ τανύσω κάθε δύναμη ἦρτα,
κι ἂ᾿ μ᾿ ἀφήσεις τὴ μέση ἐγὼ δὲ γέρνω!
Ὅ,τι δώσεις, αὐτὸ θὰ λάβεις πίσου:
μικρὴ ἀφορμὴ ζητᾶ ὅλη τὴν ψυχή σου!



IX

Τῆς ποίησης τὸ παιχνίδι, ἐλᾶτε!, ἂς γένει
ἡρώισσα Πράξη· μιὰ καινούργια κ᾿ ἕχτη
αἴστηση μὲς στὶς ἄλλες ἀνοιγμένη,
θεϊκὴ ἀστραψιά, ποὺ ξάφνου ὁ νοῦς ἐδέχτη.
Μ᾿ αὐτὴν ἡ ζωή μας ξαναγεννημένη
θέ᾿ νὰ χορτάσει ὅ,τι καιροὺς ὀρέχτη,
Βοηθᾶτε με, καὶ θέλει σᾶς βοηθήσω
αἰῶνες μπροστὰ νὰ ἰδεῖτε κ᾿ αἰῶνες πίσω!


Ὁ Λόγος τριαδικὸς καθὼς ἡ Θεότη:
Ὀμορφιὰ κι Ἀρετὴ κι Ἀλήθεια ἀντάμα.
Καρδιὰ καὶ Νοῦς καὶ Θέληση· μιὰ Ὁλότη
τῆς Ζωῆς, ποὺ βαθιά της, γέλιο ἢ κλάμα,
μελλούμενα καὶ περασμένα σκότη,
φωτίζονται καὶ παίρνουν νόημα, κι ἅμα
χτυπήσουνε σωστά, δίνουν μιὰ δίκια
ζήση στ᾿ ἄθλια, τ᾿ ἀνθρώπινα σκουλήκια.


Ἀπάνω στὰ ἠχοκύματα ὑψωμένοι,
(πέτρα σὲ πέτρα κάθε κύμα στέκει
καὶ τραγουδάει καὶ λέει καὶ δὲ σωπαίνει,
βιολὶ καὶ ταμπουρὰς καὶ τουμπελέκι!)
πάνω ἀπ᾿ τοῦ Χρόνου τὰ όρια ἀνεβασμένοι
(ποιὸς δάδα, ποιὸς δρεπάνι, ποιὸς πελέκι!)
τὴν Πολιτεία, τὸ Κράτος, τὸ Ἔθνος πρῶτοι
ἀφήνετε, καὶ γίνεστε Ἀνθρωπότη!



X

Ἀπάνω ἀπ᾿ τῆς ψυχῆς Σου τὸ φαράγγι
(ποιός θὰ-ν τὸ κλείσει;) ἀκούω χαρᾶς τραγούδια.
Ἀνάδετος γιορτάσιμο σμιλάγγι,
τῶν ἤχων Ἥρωας μὲ τὰ μαθητούδια
χορεύοντας, στὴ φθαρτική Σου ἀνάγκη
τοῦ λυτρωμοῦ, μὲ φραστικὰ λουλούδια
Σ᾿ ἀντικρίζει!- χαιράμενος ἀστέρα
τὸ κορμί του ἀέρα γέμει τὸν ἀέρα!


Μακριάθε ἀπὸ τῆς ζήσης τὸ χειμώνα,
θρεμμένος πάντα ἀπὸ μεστὴν ἀργία,
μ᾿ ἀστροκένιητο Σοῦ ῾ρχεται χιτώνα
κι ὅλος φκιασίδι ὁ λόγος τοῦ Γοργία.
Σὲ μιᾶς ἀλήθειας μοναχὴ σταγόνα
πνίγουμε πᾶσα ἐτούτη τὴ φλυαρία!
Τὸ πνέμα ἐμᾶς δὲν κάθεται στὰ τσίρκα
γιὰ νὰ χεροκροτάει, καλέ μου κύρκα!


Εἴμαστε μεῖς ἅλλη γενιά, ἄλλο σπέρμα!
Χαλάσαμε πολὺ μιὰ νιὁτη πλέρια.
Τώρα, τοῦ ἡλιοῦ καθὼς μᾶς κρούει τὸ γέρμα,
στερνά, γιὰ πάντα σκώνουμε τὰ χέρια.
Κι ἀπέ, βαριὰ τὰ μπήγουμε μὲς στὰ ἔρμα
σπλάγχνα τῆς Γῆς καὶ στὰ φαρμακονέρια
τῆς Στόχασης: ψηλὰ γιὰ ν᾿ ἀνεβοῦμε,
πρέπει πολὺ βαθιὰ νὰ κατεβοῦμε.


Ἀχαμνὰ τὰ κορμιά μας, πῶς φεγγρίζουν!
Βλέπετε μέσα ἡ ποὺ μᾶς φλέγει ὀγνώμη.
Δρολάπια, ἀνεμικὲς δὲ μᾶς λυγίζουν·
στερεὰ βαστοῦν ὁ ἕνας στὸν ἄλλο οἱ νῶμοι.
Τὰ σπλάγχνα μας πείνα καὶ δίψα σκίζουν
καὶ σκίζουνε τὶς σάρκες μας οἱ δρόμοι.
Ἡ θέλησή μας μιά, καὶ μιὰ ἡ όρμή μας
ὁ πόθος θ κοινὸς ἡ δύναμή μας.


Χτυπάει τριπλὴ στὰ γύρω βοάχη ἡ ἀγκούσα,
μὰ μέσα μας κανέν᾿ ἀχὸ δὲν κάνει.
Μακριά, δετὴ καὶ νυχτοπερπατούσα,
κυλάει ἡ συντροφιά μας καὶ δὲ φτάνει,
Φλόγα μικρὴ μᾶς σέρνει κυματούσα,
ποὺ μέσα της γυρίζουν κόσμοι οὐράνιοι·
ὡς τὴν κοιτᾶμε χρόνια, δὲν μποροῦμε
(μᾶς τύφλωσε!-) ἄλλο τίποτα νὰ ἰδοῦμε.


Βγαλμένοι ἀπ᾿ τὰ κορμιά μας ὄξω, πᾶμε,
καὶ πρὶ νὰ φτάσομε εἴμαστε φτασμένοι.
Σὲ κάθε μπροστοπάτημα κοιτᾶμε
τὸ τέρμα ἐντός μας νέους ἀνθοὺς νὰ βγαίνει.
Ποιοί ῾μαστε; Καὶ γιὰ ποιόν; γιατί μοχτᾶμε;
τὸ ξεχάσαμε ἀπ᾿ ὅλους ξεχασμένοι!
Καὶ τελευταῖα, ἀξιὰ ὑψηλὴ τοῦ ἀνθρώπου,
γιὰ τὴ χαρὰ κοπιάζομε τοῦ κόπου!


Χρόνια, σὰ νὰ πληρώνομ᾿ ἕνα κρίμα,
χωρὶς μιλιὰ στὰ χείλη μας νὰ δέσει,
μὲ τῶ χεριῶ νογᾶμε μεῖς τὸ ῾γγίμα
κι ὣς τῶν ψυχῶ βυθᾶ ἡ ἁφὴ τὴ μέση.
Ἄηχοι, καθὼς λαδιοῦ κυλᾶμε χύμα·
συρμένοι προσπερνᾶμε ὅ,τι μᾶς πέσει·
στερνά, χωρὶς τὰ πόδια νὰ κινοῦμε,
πᾶμε καὶ νὰ σταθοῦμε δὲν μποροῦμε!-


Ποῦ πᾶμε; Ἀκούω πᾶσ᾿ ἄνοιξη τ᾿ ἀηδόνι
ὄλβια ζήση στὸ πάθος του νὰ βρίσκει.
Δὲν ἔχει χτὲς καὶ σήμερα. Ἡ Δωδώνη
κι ὁ Ἅγιος Τάφος βαθιά μας ὄρθιος μνήσκει.
Κι ἂν καταρρέουν οἱ πίστες, μεῖς αἰώνιοι
περνᾶμε ἀπ᾿ τὴ ζωὴ στὸ θάνατο ἴσκιοι
καὶ στὴ ζωὴ ἀπ᾿ τὸ θάνατον! Ὄχι ὄντα,
εἴμαστε Ἰδέες, ποὺ ζοῦνε πολεμώντα.



XI

Ἀλί!- δὲ σᾶς γρικάω, ὧ σύντροφοί μου,
ἴσκιοι μου ἐσεῖς, παθητικοί μου ἀνέμοι!
Στέκει μονάχη στὴν ἐρμιὰ ἡ κορφή μου
κι ἀπάνω στὸ ραβδί μου ὁ ἴσκιος μου τρέμει.
Οὐδ᾿ εἶμ᾿ ἐγώ! Δὲν εἶν᾿ αὐτὴ ἡ μορφή μου!
Μὲ τί τρομάρα ἡ μοναξιὰ μὲ γέμει!
Σὰν τοῦ τυφλοῦ τοῦ Οἰδίποδα γυρίζει
ξένη ἡ φωνή μου γύρα καὶ μὲ ραίζει;


Ἦταν βραχνὰς κι ὀνείρου ἦταν πεθύμια
ποὺ πλήθαινέ μου τὸν πικρὸ ἐμαυτό μου.
Πάντα μονάχος ἤμουν τὰ δοκίμια
τὰ πήδαα μόνος μὲ τὸν ἐμαυτό μου,
Ζητάω τριγύρω σὲ ὀμορφιὰ κι ἀσκήμια,
μὰ πάντα βρίσκω ἐμπρὸς τὸν ἐμαυτό μου.
Ἐγώ ῾μουν, ὅλοι ἐσεῖς, ἐγώ ῾μουν ἡ ἄχνα
ποὺ ἀπὸ τῆς μάζας ἔβγαινε τὰ σπλάγχνα.


Μὲ τὰ δικά μου γόνατα ὅλη ὁδεύει
ἡ θάλασσα κ᾿ ἡ γῆς, γλυκιὰ στὸ ἰδεῖ᾿ της,
Μὲ τὰ δικά μου μάτια ὁ ἥλιος γυρεύει
τῆς Μοίρας σας τὸ γέλιο ἢ τὴν ὀργή της.
Μὲ τὴ δικιά μου τὴν ἀνάσα ἀντρειεύει
νέων οὐρανῶν τὸ πνέμα σας, πετοίτης,
Ἂν φτάσω, εἶναι τὸ φτάσιμο δικό σας,
ἡ ἥττα δικιά μου, ἂν πέσω γιὰ τὸ φῶς σας.