Σελίδες

Κυριακή 29 Ιουλίου 2012

Η Καρδιά Του Παιχνιδιού / Ξεξάκης Μανόλης



1
. Ένα πρωϊνό χαρμόσυνο μας πήρε μια μανία
και τρέχαμε και φτάσαμε στο μόλο.
Καθίσαμε δίπλα στο νερό, απάνω στο ζεστό τσιμέντο.
Έγινε το πρόσωπό της μια χοάνη φωτιάς και με ρουφούσε.


Της έλεγα:


 "Σ' αγαπώ γιατί ιππεύεις τα όνειρά μου.
   Γιατί κατοικείς τον αιμάτινο κοχλία που φυσώ.
   Κατεβαίνει το σώμα σου στις στοές του έρωτα
   όπως κατεβαίνουν τα φέρετρα στη γη
".


Γνωρίζει και σκίζει το πέπλο της ομορφιάς
και δίνει μια μέσα στα νερά, σαν να μην είχανε σημασία τα λόγια μου
και χουφτώνει ένα ψαράκι μικρό σαν βδέλλα και γελά.
Τότε κατάλαβα πως εγώ δημιουργώ την ομορφιά του κορμιού σου
και σηκώθηκα σφαγμένος και πήγα σπίτι μου.

2. Την άλλη μέρα έφυγα στη Θεσσαλονίκη και χαθήκαμε.
Οι ώρες περνούσαν στενάχωρες.
Λάβαινα πληροφορίες, πως είναι καλά, πως χόρεψε προχθές
μ' ένα γαλανό ζακετάκι, πως οι γονιοί της είναι ζεματισμένοι
μαζί μου και την έχουνε φυλακή.
Έτσι, μ' αυτή τη λασπουργιά στο μυαλό μου, πέρασα μήνες.
Κι έφτασεν ο Δεκέμβρης, αφού πια το καλοκαίρι
και το φθινόπωρο, το κύλησα ολομόναχος.
Κατέβηκα στη Κρήτη κι ο καιρός έστεκε στο νερό
και ξέσπασε δριμύς χειμώνας και την αντάμωσα μια ώρα γεμάτα μεσάνυχτα
και τη χαιρέτησα κι έπιασα με το δάχτυλό μου το μπόλσο του χεριού
κι άκουσα να καταχτυπά η καρδιά της.
Τη ρώτησα: "Καλά περνάς Λενάκι;"
Και μου λέει: "Σ' ένα κανόνα βρισκόμαστε. Όπου και να πάει
το μυαλό του ανθρώπου, στη γη στέκει, σε ό,τι αγάπησε στέκει
".
Έκαμα σκυφτά λασπωμένα βήματα ως το κηπάκι μας
και κλείστηκα στην κάμαρα και το σπίτι γίνηκε ρόδι,
χίλια κομμάτια και με πλάκωσε.

3. Έκατσα και βημάτισα ένα γράμμα παραπονεμένο.
Και περίμενα ώσπου σκορπίσαν οι γειτόνοι στα σπίτια τους ο καθένας.
Και ζευγολάτιζα το σκοτάδι ώσπου να γίνει βαθιά σιγή.
Ύστερα π'ηδηξα απ' τα μπαλκόνια στις στέγες, με το μουλινέ
ψαροκάλαμο στο χέρι και το τετραδιόφυλλο,
έφτασα πάνω απ' το παράθυρό της,
έβαλα στη θέση του δολώματος το χαρτί στρογγυλεμένο
και το κατέβαζα σιγά-σιγά, μπροστά στα μάτια της
πρέπει να εμφανίστηκε σαν κομήτης.
'Ανοιξε το παράθυρο χωρίς θόρυβο, το πήρε και διάβαζε.
Να τι διάβαζε:
 "Κοπέλα μου, αγγελική των ανέμων,
   πάλι μου κλείνουν την πόρτα οι δικοί σου.
   Θηρία γίνονται τα κλειδιά του κορμιού μου.
   Νομίζω πως θα χαθούν τα χαρτιά απ' τα συρτάρια της δημαρχίας
   και δε θα 'χω όνομα και δε θα ξέρει κανένας ποιος είμαι,
   ώσπου θα διακρίνει κάποιο παιδί το παράλυτο χέρι του έρωτα
   πάνω στο πρόσωπό μου και όλοι θα ησυχάσουνε και θα λένε:΄
   Είναι αυτός που αγαπά την Ελένη
".
Περίμενα, περίμενα κι ανεβοκατέβαζα τ' αγκίστρι,
κι ακούω χραπ τη πόρτα κι άνοιξε
και μπαίνει στο δωμάτιο ο αδερφός της, που μου 'χε μέγα αχτιμάνι,
ανάψανε τα φώτα, είδε την πετονιά που κρέμονταν,
φωνάζανε "κατέβα κάτω τσόγλανε",
κι εγώ παράτησα καλάμια και δολώματα και γίνηκα λαγός.
Περάσανε τρεις μέρες και την είχανε μανταλωμένη μέσα κι έσκασα.
Σάββατο βράδυ μεσάνυχτα φυσούσε αέρας,
πάω και παίρνω ένα σάρακα και πριονίζω όλες τις μικρές ελιές
που είχανε δεντροστοιχία έξω απ' το σπίτι τους,
κι άκουγα τα κύματα της θάλασσας να μουγκρίζουν,
κι έβλεπα τα φυλλώματα που είχα σκορπισμένα χάμω,
έφευγα σιγά-σιγά, έκλαιγα κι έλεγα:
 "Δέντρα μου, δέντρα ξέφυλλα
  στη νύχτα του Δεκέμβρη
  μια σκοτεινή βαθιά δεντροστοιχία
  μαζί πηγαίνουμε,
  μαζί και η νύχτα θα μας έβρει,
  ω ερημικά θλιμμένα μου στοιχεία
..."

4. Ρακένδυτο βλέπω το μίσος μας του Ιουλίου
να κυλά και να σβηέται στα ρείθρα Ελενίτσα.
Μια αναπνοή είν' η αγάπη και χάνεται μέσα σε πλήθος άλλες.
Μετρώ τις αναπνοές και μου λείπεις.
Γυναίκα μου, έχεις σκόνη στα μάτια και κλαις.
Λένε πως βάφεσαι, πως ξενυχτάς την ομορφιά σου,
πως λαχταράς στον έρωτα και πως δεν έχεις μνήμες.
Τα νοσοκομεία του μυαλού σου τα γνωρίζω.
Ώσπου να με μουσκέψει ο θάνατος θα γράφω,
να πίνουν τα μικρά μου εφήμερα αισθήματα λύπες,
οι επιβάτες των καιρών, ρόδο μου, ρομφαία...
Μοναχός σαν ένα βιβλίο!
Ώου, ανθισμός πάλι!
Μυρίζει νάφθα και πετρέλαιο και μια σημαία στο πάρκο γυμνή.
Στους βυθούς μου τα πάντα διψούνε.
Έναν μικρό θάνατο, σαν πλοίο που ερωτεύτηκε το μουράγιο,
μια δόξα είχα κι έναν χορευτή.
Ελενίτσα, κεριά κι αποτυπώματα λαχτάρησες;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου