Των μαρτύρων το παράπονο πνέει ο αγέρας
που τους θερίσανε τα νιάτα τους μες στον Απρίλη.
Του Διάκου, ακούγεται το δίστιχο στη χλόη,
της Βάσως τ’ άθαφτο κορμί φωνάζει
για λίγο χώμα, αχ τι ντροπή, να φανερώνουν τώρα
λερά κόκαλα την περηφάνια και την ομορφιά της.
Βοά το αίμα τους και παραγγέλλει:
Μη τη Ζωή! Και Μη τα Νιάτα!
Μη, για τίποτα στον κόσμο!
που τους θερίσανε τα νιάτα τους μες στον Απρίλη.
Του Διάκου, ακούγεται το δίστιχο στη χλόη,
της Βάσως τ’ άθαφτο κορμί φωνάζει
για λίγο χώμα, αχ τι ντροπή, να φανερώνουν τώρα
λερά κόκαλα την περηφάνια και την ομορφιά της.
Βοά το αίμα τους και παραγγέλλει:
Μη τη Ζωή! Και Μη τα Νιάτα!
Μη, για τίποτα στον κόσμο!
«Για ιδές καιρό που διάλεξε ο χάρος να με πάρει…»
«Δέστε την ομορφιά μου αραχνιασμένα κόκαλα…»
«Κλαίνε τα δέντρα, κλαιν και τα κλαδιά
κλαίνε και τα λημέρια που λημέριαζα…»
«Δέστε την ομορφιά μου αραχνιασμένα κόκαλα…»
«Κλαίνε τα δέντρα, κλαιν και τα κλαδιά
κλαίνε και τα λημέρια που λημέριαζα…»
*
Τόσα γκρεμνά, με κρεμαστά νερά
για τέλος σίγουρο, αλλά δεν έπεσε καμιά
ο Λαοκράτης μόνο, εφτά χρονώ παιδί
παρμένος από κοχύλι που γυαλοκοπούσε
μέσ’ στο βυθό, ζαλίστηκε και χάθηκε.
Σμήνος μαύρο, τρέξαν οι μάνες να τον αναρπάσουν
μα κείνος πάει για του βυθού τα θαύματα.
Εδώ, μέσα στ’ αρμυρολούλουδα κοιμάται.
για τέλος σίγουρο, αλλά δεν έπεσε καμιά
ο Λαοκράτης μόνο, εφτά χρονώ παιδί
παρμένος από κοχύλι που γυαλοκοπούσε
μέσ’ στο βυθό, ζαλίστηκε και χάθηκε.
Σμήνος μαύρο, τρέξαν οι μάνες να τον αναρπάσουν
μα κείνος πάει για του βυθού τα θαύματα.
Εδώ, μέσα στ’ αρμυρολούλουδα κοιμάται.
Αχ, πώς φυσάει μαγιάτικος ο μπάτης
λες θα τον ξυπνήσει κάθε χρόνο όπως φυσάει
με μια αναστάσιμη πνοή του
κι όπως το δικαιούται, τόσο άγουρος επέθανε
κι ανάβαθα τον έθαψαν στο κοκκινόχωμα.
* * *
λες θα τον ξυπνήσει κάθε χρόνο όπως φυσάει
με μια αναστάσιμη πνοή του
κι όπως το δικαιούται, τόσο άγουρος επέθανε
κι ανάβαθα τον έθαψαν στο κοκκινόχωμα.
* * *
Θάλασσας θάρρος δε μου ’λειψες ποτέ
εσύ μου παραστάθηκες. Είχες τ’ αθάνατο αλάτι
μ’ εμπιστοσύνη σου ’δινα τις πληγές μου.
Μέσ’ στους αφρούς σου εσαπουνίστηκα κι ανάπνευσα
κι αλάφρωσα απ’ το αίμα το πηχτό
μου ’δωσες φύκια κι όστρακα να παίξω
τον αχινό περπάτησες ως τα ρηχά για να τον πάρω·
άμπωτη με συμπόνεσες
σπαρταριστό άφηνες το κεφαλόπουλο στην άμμο.
εσύ μου παραστάθηκες. Είχες τ’ αθάνατο αλάτι
μ’ εμπιστοσύνη σου ’δινα τις πληγές μου.
Μέσ’ στους αφρούς σου εσαπουνίστηκα κι ανάπνευσα
κι αλάφρωσα απ’ το αίμα το πηχτό
μου ’δωσες φύκια κι όστρακα να παίξω
τον αχινό περπάτησες ως τα ρηχά για να τον πάρω·
άμπωτη με συμπόνεσες
σπαρταριστό άφηνες το κεφαλόπουλο στην άμμο.
Θα μου τ’ αναγνωρίσεις που σε φώναξα με τ’ όνομά σου
χώμα φτενό, που σε τραγούδησα;
Σου ’φερα σπόρους ήμερους, δεν άφησα
να σε παρασύρουν οι βροχές, σ’ υπερασπίστηκα
να μην αυξήσεις το γόητρο της πλημμυρίδας.
Θαλασσινέ κυπαρισσώνα αντάμειψέ με
πες μου πού τα ’χεις τ’ άγουρά μου χρόνια.
χώμα φτενό, που σε τραγούδησα;
Σου ’φερα σπόρους ήμερους, δεν άφησα
να σε παρασύρουν οι βροχές, σ’ υπερασπίστηκα
να μην αυξήσεις το γόητρο της πλημμυρίδας.
Θαλασσινέ κυπαρισσώνα αντάμειψέ με
πες μου πού τα ’χεις τ’ άγουρά μου χρόνια.
– Ζητάς τ’ αδύνατα, τάζεις τ’ αδύνατα
Ζητάς τ’ αδύνατα, τάζεις τ’ αδύνατα
τ’ αδύνατα…
Ζητάς τ’ αδύνατα, τάζεις τ’ αδύνατα
τ’ αδύνατα…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου