Καιρό νοσταλγούσα τον κόντε Διονύσιο όχι το Ρώμα εκίνον που πάσκισε προ-
τεκτοράτο να κάμει την έρμη πατρίδα μες στην άγρια θύελλα του εικοσιένα
τον κόντε Διονύσιο σκεπτόμουν το Σολωμό με το λευκό πανωφόρι και τα έξοχα
γάντια καθώς γλιστρούσα σε τροπικές κατηφόρες του ύπνου ήρθε μαινόμενος
με τ’ αγέλαστο ύφος του υπερόπτη που έχει εισπράξει χλευαστικήν απόρριψη
στάθηκε πάνω μου τρέμοντας κι ιδρώνοντας σαν λιμάρης σαν από κάτι στερη-
μένος αυτός ο θηριώδης πειθαρχικός τού στίχου και είδα να παίρνει φωτιά
από μια φλόγα που μόλις φαινόταν ο καπνός της στα μάτια του
σκύβε μες στη δική σου δημοκρατία των ιδεών απόκοσμος υπήκοος δουλεύο-
ντας στην αφάνεια όπως δούλεψε η αφεντιά μου και μόνο το αλκοόλ η πίκρα
ούτε στιγμή δεν μ’ άφησαν μαύρα σύννεφα πάνω από την ανεξίθρησκη ψυχή
μου που σκαρφάλωνε ακλόνητη σε υψηλές ιδέες τρανές
είπε ο κόντε Διονύσιος κάνοντας βήμα βαρύθυμος να ξεφύγει απ’ το σάλαγο
της ιερής πόλης απ’ τα γρανάζια της δίκης όταν σαν ν’ άστραψε φλας το μυα-
λό γύρισε κάτωχρος ίδιο πρόσωπο πεθαμένου που λησμόνησε πως έχει πεθάνει
δε βγαίνεις νικητής με το σκόρπιο κοπάδι των λέξεων που βόσκουν στις σκιές
των πραγμάτων
μόνο ας κάνεις το ποίημα να’ χει ψυχή-πάει να πει-την ψυχή σου γεμάτη απ’
το αίμα ιδέας πρωταρχικής που σε ρίχνει σε βάραθρο να γλιτώσεις απ’το μαρ-
σάρισμα ποιημάτων μιας χρήσεως και πέρα να βγεις αήττητος απ’ τις λέξεις είπε
πριν σβήσει σαν άχνα καθρέφτη ο κόντε Διονύσιος που χρόνια τού σκάλιζα έν’
αβρό αντίδοτο στην επικράτεια του θανάτου.
τεκτοράτο να κάμει την έρμη πατρίδα μες στην άγρια θύελλα του εικοσιένα
τον κόντε Διονύσιο σκεπτόμουν το Σολωμό με το λευκό πανωφόρι και τα έξοχα
γάντια καθώς γλιστρούσα σε τροπικές κατηφόρες του ύπνου ήρθε μαινόμενος
με τ’ αγέλαστο ύφος του υπερόπτη που έχει εισπράξει χλευαστικήν απόρριψη
στάθηκε πάνω μου τρέμοντας κι ιδρώνοντας σαν λιμάρης σαν από κάτι στερη-
μένος αυτός ο θηριώδης πειθαρχικός τού στίχου και είδα να παίρνει φωτιά
από μια φλόγα που μόλις φαινόταν ο καπνός της στα μάτια του
σκύβε μες στη δική σου δημοκρατία των ιδεών απόκοσμος υπήκοος δουλεύο-
ντας στην αφάνεια όπως δούλεψε η αφεντιά μου και μόνο το αλκοόλ η πίκρα
ούτε στιγμή δεν μ’ άφησαν μαύρα σύννεφα πάνω από την ανεξίθρησκη ψυχή
μου που σκαρφάλωνε ακλόνητη σε υψηλές ιδέες τρανές
είπε ο κόντε Διονύσιος κάνοντας βήμα βαρύθυμος να ξεφύγει απ’ το σάλαγο
της ιερής πόλης απ’ τα γρανάζια της δίκης όταν σαν ν’ άστραψε φλας το μυα-
λό γύρισε κάτωχρος ίδιο πρόσωπο πεθαμένου που λησμόνησε πως έχει πεθάνει
δε βγαίνεις νικητής με το σκόρπιο κοπάδι των λέξεων που βόσκουν στις σκιές
των πραγμάτων
μόνο ας κάνεις το ποίημα να’ χει ψυχή-πάει να πει-την ψυχή σου γεμάτη απ’
το αίμα ιδέας πρωταρχικής που σε ρίχνει σε βάραθρο να γλιτώσεις απ’το μαρ-
σάρισμα ποιημάτων μιας χρήσεως και πέρα να βγεις αήττητος απ’ τις λέξεις είπε
πριν σβήσει σαν άχνα καθρέφτη ο κόντε Διονύσιος που χρόνια τού σκάλιζα έν’
αβρό αντίδοτο στην επικράτεια του θανάτου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου