Σαν όνειρο που βλέπεις
αμέτρητες χιλιάδες χρόνια ύστερα απ’ το θάνατό σου.
Κι όλο ρωτιέσαι
μες στο βαθύ σου ύπνο
ποιαν εποχή συμβαίνουν όλ’ αυτά
πότε, σε ποιον άραγε κόσμο βλέποντας
ο Αχελώος κατέβαζε αργά τ’ ατέλειωτα νερά του
ο Άσπρος, φίδι μακρινό
σε ποιους καιρούς, ποιοι τους μετρούσαν
πώς;
αστράφταν τα νησιά καταμεσής στο πέλαγος
ήχοι της μουσικής, ήχοι της νύχτας
ο Διονύσιος Σολωμός ευλαβικά σκυμμένος πάνω σ’ έν’ άγριο κρίνο
αμέτρητες χιλιάδες χρόνια ύστερα απ’ το θάνατό σου.
Κι όλο ρωτιέσαι
μες στο βαθύ σου ύπνο
ποιαν εποχή συμβαίνουν όλ’ αυτά
πότε, σε ποιον άραγε κόσμο βλέποντας
ο Αχελώος κατέβαζε αργά τ’ ατέλειωτα νερά του
ο Άσπρος, φίδι μακρινό
σε ποιους καιρούς, ποιοι τους μετρούσαν
πώς;
αστράφταν τα νησιά καταμεσής στο πέλαγος
ήχοι της μουσικής, ήχοι της νύχτας
ο Διονύσιος Σολωμός ευλαβικά σκυμμένος πάνω σ’ έν’ άγριο κρίνο
ακούς
ο Όλυμπος κι ο Κίσαβος –τα δυο βουνά–
μαλώνουν· δε θυμάσαι το γιατί
ποιο μεσημέρι παιδικό
χαμένοι αριθμοί καταγραμμένοι ανώφελα
στα σκορπισμένα μόρια της αχανούς μας ύλης
άσκοπα ταξιδεύοντας μαζί της
εκείνος –ο γνωστός– πεσσεύων
και κάποιος άλλος ζωηρός κι αδέξιος
χτυπάει την μπάλα δυνατά, τρέχει ο πιο πρόθυμος
να τη μαζέψει· δεν τον ξαναβλέπεις
ο Όλυμπος κι ο Κίσαβος –τα δυο βουνά–
μαλώνουν· δε θυμάσαι το γιατί
ποιο μεσημέρι παιδικό
χαμένοι αριθμοί καταγραμμένοι ανώφελα
στα σκορπισμένα μόρια της αχανούς μας ύλης
άσκοπα ταξιδεύοντας μαζί της
εκείνος –ο γνωστός– πεσσεύων
και κάποιος άλλος ζωηρός κι αδέξιος
χτυπάει την μπάλα δυνατά, τρέχει ο πιο πρόθυμος
να τη μαζέψει· δεν τον ξαναβλέπεις
σαν όνειρο
κι έχουν περάσει χρόνια αμέτρητες χιλιάδες
η Μήδεια σ’ ένα ρεματάκι κάτω απ’ την Κουκουράβα
ορμούσε ξαφνικά ο Ευβοϊκός λες θα κατέκλυζε τον κόσμο
παλινδρομούσε
το ίδιο αστείο χρόνια και χρόνια
ισορροπία ακριβοδίκαιη
κι έχουν περάσει χρόνια αμέτρητες χιλιάδες
η Μήδεια σ’ ένα ρεματάκι κάτω απ’ την Κουκουράβα
ορμούσε ξαφνικά ο Ευβοϊκός λες θα κατέκλυζε τον κόσμο
παλινδρομούσε
το ίδιο αστείο χρόνια και χρόνια
ισορροπία ακριβοδίκαιη
γλάροι που ακολουθούνε το καΐκι
δυο δελφίνια, οι φίλοι
φεγγάρι πάνω απ’ την Επίδαυρο
οι σκιές
μια απειλή αιωρείται μα κανείς δε φεύγει
τι άβυσσος που ανοίγει, στρογγυλό στόμα του Άδη! οι σκιές
φαρμακερά κινούνται παίζοντας παιγνίδια
δυο δελφίνια, οι φίλοι
φεγγάρι πάνω απ’ την Επίδαυρο
οι σκιές
μια απειλή αιωρείται μα κανείς δε φεύγει
τι άβυσσος που ανοίγει, στρογγυλό στόμα του Άδη! οι σκιές
φαρμακερά κινούνται παίζοντας παιγνίδια
τι να ’γιναν, αλήθεια, αυτά που θα ’παιρνες μαζί σου
έλεγες «μικροπράγματα» και δεν τελειώναν
και πού να πήγαν όλοι αυτοί
μετά από τόσα καλοκαίρια, τόσες συζητήσεις
σε ποιες αβύσσους σκόρπισαν γυρεύοντας
άλλος μια μπάλα, άλλος την αλήθεια
άλλος –ο πιο πικρός– δυο στίχους
έλεγες «μικροπράγματα» και δεν τελειώναν
και πού να πήγαν όλοι αυτοί
μετά από τόσα καλοκαίρια, τόσες συζητήσεις
σε ποιες αβύσσους σκόρπισαν γυρεύοντας
άλλος μια μπάλα, άλλος την αλήθεια
άλλος –ο πιο πικρός– δυο στίχους
τα χρώματα, το φως
πού πήγαν τόσα χρώματα
ο Υμηττός το δειλινό, ο κάμπος
ψηλά κοιτώντας απ’ το Δομοκό, η φευγαλέα εικόνα
η στροφή
όλα ψηφίδες σ’ άνεμο τυφλό
χιλιάδες χρώματα στη Θεσσαλία των ματιών σου
ψηλά κοιτώντας απ’ το Δομοκό κανένας Όλυμπος
κανένας Πηνειός, κρίμα τις Γεωγραφίες
τον κόσμο που θα γνώριζες
γιατί μαλώνανε παππού τα δυο βουνά;
βρίζονταν άγρια σαν Έλληνες των εμφυλίων
πού πήγαν τόσα χρώματα
ο Υμηττός το δειλινό, ο κάμπος
ψηλά κοιτώντας απ’ το Δομοκό, η φευγαλέα εικόνα
η στροφή
όλα ψηφίδες σ’ άνεμο τυφλό
χιλιάδες χρώματα στη Θεσσαλία των ματιών σου
ψηλά κοιτώντας απ’ το Δομοκό κανένας Όλυμπος
κανένας Πηνειός, κρίμα τις Γεωγραφίες
τον κόσμο που θα γνώριζες
γιατί μαλώνανε παππού τα δυο βουνά;
βρίζονταν άγρια σαν Έλληνες των εμφυλίων
ποιο κέντρο;
ποιο κέντρο βάρους μου γυρεύεις σ’ ένα όνειρο;
ένα όνειρο που βλέπεις κι ύστερα δεν ξυπνάς
να βάλεις κάπως, πες, τα πράγματα στη θέση τους
σε ξέρω, σε γνωρίζω με βασάνισες
μια ολόκληρη ζωή
επίμονα γυρεύοντας αρχή, μέση και τέλος
όμως ο κόσμος είν’ αλλιώς
και η ζωή
ένα όνειρο που βλέπεις σκοτεινό
αμέτρητες χιλιάδες χρόνια ύστερα απ’ το θάνατό σου.
ποιο κέντρο βάρους μου γυρεύεις σ’ ένα όνειρο;
ένα όνειρο που βλέπεις κι ύστερα δεν ξυπνάς
να βάλεις κάπως, πες, τα πράγματα στη θέση τους
σε ξέρω, σε γνωρίζω με βασάνισες
μια ολόκληρη ζωή
επίμονα γυρεύοντας αρχή, μέση και τέλος
όμως ο κόσμος είν’ αλλιώς
και η ζωή
ένα όνειρο που βλέπεις σκοτεινό
αμέτρητες χιλιάδες χρόνια ύστερα απ’ το θάνατό σου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου