"Απ' αυτή τη στιγμή, δεν θέλω ούτε ερωτήσεις, ούτε συμβουλες, από κανέναν.
Ούτε κι από σένα, μαμά.
Θα 'λεγα μάλιστα, κυρίως εσύ μαμά, μην κινείσαι.
Άσ'τα.
Παράτα τα.
Άσε με να ζήσω.
Άφησέ με ήσυχη.
Για τη σκόνη,
για τα εσώρουχα,
για τα συμβόλαια,
το φορτηγό,
θα τα βγάλω πέρα,
είμαι τώρα είκοσι ... χρονών,
ακόμη τα φιλιά σου,
ακόμη λίγη απ' την αγάπη σου,
την υποστήριξή σου,
την απεριόριστη αφοσίωσή σου και πάω χαμένη.
Έτσι είναι τα πράγματα κάτω απ' τον ουρανό,
δεν είσαι εσύ που πρέπει να τρέξεις αν με ακούσεις να κλαίω,
έστω κι αν δεν τρέξει κανένας άλλος,
γιατί έρχεσαι πάντα πιο γρήγορα από έναν άντρα κι όλα γίνονται γνωστά,
αισθητά,
οι άντρες σ' ακούνε που τρέχεις,
το τρέξιμό σου αντηχεί σαν καλπασμός ανάμεσα στη γη και τον ουρανό και τους κόβει τα πόδια.
Κι εγώ, απ' το πρωί κιόλας,
αυτό είναι αρρώστια,
πρέπει να τους λέω η μητέρα μου,
είναι όμορφη,
είναι ασυνήθιστη,
δεν έχει καμία σχέση με τις άλλες μητέρες,
κρεμούσε μάγισσες και χρυσόψαρα στο ταβάνι του δωματίου μας,
ξεφλούδιζε το σταφύλι και μας το έδινε στο στόμα,
με την άκρη των δακτύλων της.
[....]
... και όταν έχυσα τα πρώτα μου δάκρυα, είπε, είναι δάκρυα καλλιτέχνη.
... ήταν πολύ ωραία, φίλε, αν θέλεις να με ξαναδείς τηλεφώνησέ της, θα σου κλείσει ραντεβού.
Δεν είναι δικό σου το λάθος, μαμά, δεν είναι ούτε δικό μου, όχι,
δεν θέλω να πεθάνεις,
όχι δεν θέλω να σ' αφήσω,
δεν υπάρχουν δύο τρόποι για να πεις αντίο,
λες αντίο σημαίνει ν' αρχίσεις να μην ασχολείσαι πια με τα ρούχα μου,
ν' αρχίσεις να μη με ακούς όταν τραγουδάω,
να μη με ντοπάρεις με λόγια προτρεπτικά,
που εσύ μόνο ξέρεις να βρίσκεις για να μου ξαναδίνεις κουράγιο,
δεν υπάρχεις παρά μόνο εσύ στον κόσμο, μαμά, που πιστεύεις σε μένα...
Για να πεις αντίο,
αρχίζεις λέγοντας την αλήθεια,
λέγοντας ότι ο μπαμπάς κι εσύ δεν ήσασταν ο κόσμος,
ότι όλα αυτά που μας λέγατε για τον κόσμο δεν ήταν παρά μόνο στο κεφάλι σας,
και αυτό που θέλατε πάσα θυσία να πιστέψετε εσείς οι ίδιοι,
για να μη ξεσπάσετε σε λυγμούς.
Αρχίζεις λέγοντας ότι ο κόσμος,
ο αληθινός κόσμος δεν είναι ωραίος,
κι ότι μέσα σ' αυτόν εσύ,
ο πρώτος μου έρωτας, δεν θα μπορέσεις ποτέ να γίνεις,
ούτε άντρας μου,
ούτε γυναίκα μου,
ούτε υπηρέτρια,
ούτε μέλλον μου,
ότι δεν θα μπορέσεις καν να κρατήσεις τις υποσχέσεις που μου έδωσες,
ότι αυτά που μου υποσχέθηκες,
που με άφησες να ονειρευτώ και να υποψιαστώ,
τα υποσχέθηκες αβασάνιστα,
γιατί το ήξερες ότι θα ερχόταν η στιγμή όπου όλα θα παραγράφονταν,
νά 'την, ήρθε...
Ακόμη και για τον πέταγμα της ηδονής επέτρεψες τον εαυτό σου να υποσχεθεί και ν' αναγγείλει:
"Και τότε, μικρές μου, εκείνη τη στιγμή η γυναίκα βγαίνει από το σώμα της,
βλέπει τα έλατα, τους χείμαρρους, τους πιο αιχμηρούς πάγους,
είναι νύχτα κι ωστόσο ο ήλιος έιναι εκτυφλωτικός",
και τα λοιπά και τα λοιπά, δεν θα συνέλθω ποτέ απ' αυτό.
Έπρεπε να μας πεις πρώτα ότι,
αν θέλαμε να συνεχίσουμε να φιλιόμαστε ειλικρινά και το ίδιο υπέροχα,
όπως όταν μας φιλούσες εσύ βράδυ και πρωί,
έπρεπε να ψάξουμε πολύ,
μακρυά,
για χρόνια,
να υποστούμε πολλές δοκιμασίες,
και ότι κινδυνεύαμε να μη βρούμε ποτέ παρά μητριές και πατριούς,
σαν αυτούς που κρύβονται πίσω απ' τον κορμό κάθε δέντρου στο δάσος,
που μ' αυτό μας φοβέριζες όταν ήμαστε παιδιά,
στρογγυλεύοντας το στόμα σου. "Και τότε..." έλεγες εσύ.
Και τότε;
Και τότε, μαμά;
Τί έγινε;
Ξέχασες τη συνέχεια;
Τώρα όμως τα παιδιά,
την ξέρουν τη συνέχεια.
Την είδαν, την έμαθαν με δικά τους έξοδα.
Και μπορούν να σας τη διηγηθούν τη συνέχεια,
και πώς το παραμύθι με τις νεράιδες γίνεται εφιάλτης,
και πως υπάρχει εξαπάτηση στην ιστορία και πως,
για να χαρίσετε στα παιδιά δεκαπέντε χρόνια ευτυχίας,
τους ετοιμάζετε πενήντα χρόνια γεμάτα χτυπήματα και απογοητεύσεις...
Ακόμη κι ο λύκος δεν είναι -ή δεν είναι πια- όπως μας το λέγατε...
Είναι ένας φτωχός,
μαδημένος λύκος,
που τα γεγονότα τον έχουν ξεπεράσει,
κανείς δεν τον φοβάται πια, τον συναντάς κάθε μέρα στο δρόμο χωρίς καν να τον βλέπεις,
τελείωσε,
δεν είναι παρά η σκιά του εαυτού του,
οι άνθρωποι επινόησαν πιο τρομακτικές υπάρξεις,
δε χρησιμεύει παρά στους διεστραμμένους και τους δυστυχισμένους,
σ' αυτούς που πάσχουν από έλλειψη δυνατών συγκινήσεων,
που τον μαζεύουν,
τον ανεβάζουν πάνω τους για μια βραδιά και
τον νανουρίζουν προσπαθώντας να ξαναζωντανέψουν μια
παλιά αίσθηση."
Ούτε κι από σένα, μαμά.
Θα 'λεγα μάλιστα, κυρίως εσύ μαμά, μην κινείσαι.
Άσ'τα.
Παράτα τα.
Άσε με να ζήσω.
Άφησέ με ήσυχη.
Για τη σκόνη,
για τα εσώρουχα,
για τα συμβόλαια,
το φορτηγό,
θα τα βγάλω πέρα,
είμαι τώρα είκοσι ... χρονών,
ακόμη τα φιλιά σου,
ακόμη λίγη απ' την αγάπη σου,
την υποστήριξή σου,
την απεριόριστη αφοσίωσή σου και πάω χαμένη.
Έτσι είναι τα πράγματα κάτω απ' τον ουρανό,
δεν είσαι εσύ που πρέπει να τρέξεις αν με ακούσεις να κλαίω,
έστω κι αν δεν τρέξει κανένας άλλος,
γιατί έρχεσαι πάντα πιο γρήγορα από έναν άντρα κι όλα γίνονται γνωστά,
αισθητά,
οι άντρες σ' ακούνε που τρέχεις,
το τρέξιμό σου αντηχεί σαν καλπασμός ανάμεσα στη γη και τον ουρανό και τους κόβει τα πόδια.
Κι εγώ, απ' το πρωί κιόλας,
αυτό είναι αρρώστια,
πρέπει να τους λέω η μητέρα μου,
είναι όμορφη,
είναι ασυνήθιστη,
δεν έχει καμία σχέση με τις άλλες μητέρες,
κρεμούσε μάγισσες και χρυσόψαρα στο ταβάνι του δωματίου μας,
ξεφλούδιζε το σταφύλι και μας το έδινε στο στόμα,
με την άκρη των δακτύλων της.
[....]
... και όταν έχυσα τα πρώτα μου δάκρυα, είπε, είναι δάκρυα καλλιτέχνη.
... ήταν πολύ ωραία, φίλε, αν θέλεις να με ξαναδείς τηλεφώνησέ της, θα σου κλείσει ραντεβού.
Δεν είναι δικό σου το λάθος, μαμά, δεν είναι ούτε δικό μου, όχι,
δεν θέλω να πεθάνεις,
όχι δεν θέλω να σ' αφήσω,
δεν υπάρχουν δύο τρόποι για να πεις αντίο,
λες αντίο σημαίνει ν' αρχίσεις να μην ασχολείσαι πια με τα ρούχα μου,
ν' αρχίσεις να μη με ακούς όταν τραγουδάω,
να μη με ντοπάρεις με λόγια προτρεπτικά,
που εσύ μόνο ξέρεις να βρίσκεις για να μου ξαναδίνεις κουράγιο,
δεν υπάρχεις παρά μόνο εσύ στον κόσμο, μαμά, που πιστεύεις σε μένα...
Για να πεις αντίο,
αρχίζεις λέγοντας την αλήθεια,
λέγοντας ότι ο μπαμπάς κι εσύ δεν ήσασταν ο κόσμος,
ότι όλα αυτά που μας λέγατε για τον κόσμο δεν ήταν παρά μόνο στο κεφάλι σας,
και αυτό που θέλατε πάσα θυσία να πιστέψετε εσείς οι ίδιοι,
για να μη ξεσπάσετε σε λυγμούς.
Αρχίζεις λέγοντας ότι ο κόσμος,
ο αληθινός κόσμος δεν είναι ωραίος,
κι ότι μέσα σ' αυτόν εσύ,
ο πρώτος μου έρωτας, δεν θα μπορέσεις ποτέ να γίνεις,
ούτε άντρας μου,
ούτε γυναίκα μου,
ούτε υπηρέτρια,
ούτε μέλλον μου,
ότι δεν θα μπορέσεις καν να κρατήσεις τις υποσχέσεις που μου έδωσες,
ότι αυτά που μου υποσχέθηκες,
που με άφησες να ονειρευτώ και να υποψιαστώ,
τα υποσχέθηκες αβασάνιστα,
γιατί το ήξερες ότι θα ερχόταν η στιγμή όπου όλα θα παραγράφονταν,
νά 'την, ήρθε...
Ακόμη και για τον πέταγμα της ηδονής επέτρεψες τον εαυτό σου να υποσχεθεί και ν' αναγγείλει:
"Και τότε, μικρές μου, εκείνη τη στιγμή η γυναίκα βγαίνει από το σώμα της,
βλέπει τα έλατα, τους χείμαρρους, τους πιο αιχμηρούς πάγους,
είναι νύχτα κι ωστόσο ο ήλιος έιναι εκτυφλωτικός",
και τα λοιπά και τα λοιπά, δεν θα συνέλθω ποτέ απ' αυτό.
Έπρεπε να μας πεις πρώτα ότι,
αν θέλαμε να συνεχίσουμε να φιλιόμαστε ειλικρινά και το ίδιο υπέροχα,
όπως όταν μας φιλούσες εσύ βράδυ και πρωί,
έπρεπε να ψάξουμε πολύ,
μακρυά,
για χρόνια,
να υποστούμε πολλές δοκιμασίες,
και ότι κινδυνεύαμε να μη βρούμε ποτέ παρά μητριές και πατριούς,
σαν αυτούς που κρύβονται πίσω απ' τον κορμό κάθε δέντρου στο δάσος,
που μ' αυτό μας φοβέριζες όταν ήμαστε παιδιά,
στρογγυλεύοντας το στόμα σου. "Και τότε..." έλεγες εσύ.
Και τότε;
Και τότε, μαμά;
Τί έγινε;
Ξέχασες τη συνέχεια;
Τώρα όμως τα παιδιά,
την ξέρουν τη συνέχεια.
Την είδαν, την έμαθαν με δικά τους έξοδα.
Και μπορούν να σας τη διηγηθούν τη συνέχεια,
και πώς το παραμύθι με τις νεράιδες γίνεται εφιάλτης,
και πως υπάρχει εξαπάτηση στην ιστορία και πως,
για να χαρίσετε στα παιδιά δεκαπέντε χρόνια ευτυχίας,
τους ετοιμάζετε πενήντα χρόνια γεμάτα χτυπήματα και απογοητεύσεις...
Ακόμη κι ο λύκος δεν είναι -ή δεν είναι πια- όπως μας το λέγατε...
Είναι ένας φτωχός,
μαδημένος λύκος,
που τα γεγονότα τον έχουν ξεπεράσει,
κανείς δεν τον φοβάται πια, τον συναντάς κάθε μέρα στο δρόμο χωρίς καν να τον βλέπεις,
τελείωσε,
δεν είναι παρά η σκιά του εαυτού του,
οι άνθρωποι επινόησαν πιο τρομακτικές υπάρξεις,
δε χρησιμεύει παρά στους διεστραμμένους και τους δυστυχισμένους,
σ' αυτούς που πάσχουν από έλλειψη δυνατών συγκινήσεων,
που τον μαζεύουν,
τον ανεβάζουν πάνω τους για μια βραδιά και
τον νανουρίζουν προσπαθώντας να ξαναζωντανέψουν μια
παλιά αίσθηση."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου