Εγώ, ο Μανόλης Ξεξάκης,
καπετάνιος της αμφιβολίας για τα συμβαίνοντα στον κόσμο,
το «σωτήριο» έτος 1974,
προσπαθώντας να βρω το δρόμο μου,
μέσα από συγκρουόμενα ίχνη, που οδηγούσαν σε αμφίβολα λιμάνια,
διάκρινα στο παρελθόν μου, τοποθετημένο ψηλά,
ένα αβέβαιο κύμα από έρωτα,
που επιθυμώ να κατρακυλήσει στην αφρισμένη πρύμνη,
μακριά απ' τη γέφυρα του καραβιού.
Λοιπόν, βρισκόμενος σ' εφτά πατώματα ύψος-ψηλά,
έβλεπα απέναντι το σπιτάκι της λογικής σκοτεινιασμένο.
Κι άρχισε να ρίχνει απ' τη νύχτα στις τρεις.
Έριχνε χιόνι πεταλούδα και σκεπάστηκαν τα δέντρα.
Σηκώθηκα και περπάτησα σε διάδρομους νοσταλγίας
κι επέστρεφε και χάνονταν συνεχώς
ως το λευκό χιονισμένο πρωί, η εικόνα σου στο μυαλό μου.
καπετάνιος της αμφιβολίας για τα συμβαίνοντα στον κόσμο,
το «σωτήριο» έτος 1974,
προσπαθώντας να βρω το δρόμο μου,
μέσα από συγκρουόμενα ίχνη, που οδηγούσαν σε αμφίβολα λιμάνια,
διάκρινα στο παρελθόν μου, τοποθετημένο ψηλά,
ένα αβέβαιο κύμα από έρωτα,
που επιθυμώ να κατρακυλήσει στην αφρισμένη πρύμνη,
μακριά απ' τη γέφυρα του καραβιού.
Λοιπόν, βρισκόμενος σ' εφτά πατώματα ύψος-ψηλά,
έβλεπα απέναντι το σπιτάκι της λογικής σκοτεινιασμένο.
Κι άρχισε να ρίχνει απ' τη νύχτα στις τρεις.
Έριχνε χιόνι πεταλούδα και σκεπάστηκαν τα δέντρα.
Σηκώθηκα και περπάτησα σε διάδρομους νοσταλγίας
κι επέστρεφε και χάνονταν συνεχώς
ως το λευκό χιονισμένο πρωί, η εικόνα σου στο μυαλό μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου