Σελίδες

Παρασκευή 1 Ιουνίου 2012

Καλωσύνη στις Λυκοποριές

I

Ποίηση ἄγουρο νεράντζι μου
Κάτω ἀπὸ τούς καταράχτες τοῦ ἥλιου
Ἰριδίζοντας
Ἕνα μεσημέρι σ᾿ ἄφησα
                             Ἡ καρδιά μου ἀκόμα γαλανή
Ἀπ᾿ τὸ τρέξιμο στὴν ἄμμο καὶ τὸν ἔρωτα
Ἔτρεμε
Ἀλλὰ τὰ πουλιὰ στὸ ρέμμα τ᾿ οὐρανοῦ
Ἔβλεπαν κιόλας ν᾿ ἀνεβαίνει ἕνα ἀκέφαλο ἄλογο
Χύνοντας ἀπ᾿ τὸν ἀδειανὸ λαιμό του μαῦρα φύκια
Κοῦροι ἀπὸ τὸν Προφητηλία ψηλά
Δαιμονισμένα χτυποῦσαν τὶς καμπάνες
Κι ἡ μνήμη σὰν πουνέντες ἔμπαζε
Βουητὸ καὶ θάλασσα
Στὴ μεγάλη ἀσβεστωμένη κάμαρα
Μὲ τὰ δυὸ καρυοφύλλια.
Ἐκεῖ τὸ ξύλινο τραπέζι μὲ τὰ κίτρινα λουλούδια
Τὸ ψωμὶ ἀνοιχτὸ σὰν εὐαγγέλιο
Ἡ φωνή, τὰ μαλλιὰ τῆς Ἑλένης.
Τ᾿ ἄφησα
                   στέκομουν ὀρθός
                                                     εἶχε σημάνει ἡ ὥρα
Ν᾿ ἀναβρύσει ἀπὸ τὸ πλευρὸ τοῦ ἀνθρώπου τὸ αἷμα
Τρεῖς φορές αὐτὸς νὰ τ᾿ ἀρνηθεῖ
Καὶ τρεῖς φορές ἐκεῖνο ν᾿ ἀληθέψει
Τρεῖς φορές νὰ τὸ δῶ καὶ νὰ πῶ
                                                                τρεῖς φορές
Τινάζοντας ψηλὰ
Σὰν ἀπ᾿ τὸν ἅδη τῆς φωνῆς ἑνὸς ἀπελπισμένου:
Ἔχτρα στὰ μάτια κύτταξέ με
Βγαίνω μὲ τὰ δικά σου τ᾿ ἄρματα
Ἡ Καλωσύνη ἐδῶ ποὺ βρέθηκε μές στὶς λυκοποριές
Πρέπει νἄχει μπαροῦτι στὸ σελλάχι της
Καὶ νὰ δαγκάνει κάμες.

II

Τώρα κρατήσου ἀπ᾿ τὰ σκοινιὰ τῆς θύελλας
Πές μου ποιὸς εἶμαι νὰ σοῦ πῶ ποιὸς εἶσαι
Εἶσαι καλός, εἶσαι ἄνθρωπος, ἔχεις μεγαλώσει
Μὲ πετεινούς, χρυσόμυιγες, γοβιούς, γεράνια
Σὲ μιὰν αὐλὴ μικρὴ ποὺ τὴν κουνοῦσε ἡ θάλασσα
Πέρα-δῶθε
Θυμᾶσαι
Μιὰν αὐλὴ ποὺ μεγάλωνε, χωροῦσε λόφους, κάμπους
Ποτάμια, κερασιές, καμπαναριά,
Βρακουλάδες ποὺ ἔρριχναν φωτιὰ τοῦ Τούρκου
Τὸν καιρὸ ποὺ ἡ μητέρα σου ἦταν
Σὰν μιὰ Παναγιὰ μικρή
Θυμᾶσαι
Ἡ ἁπλὴ ζωὴ πιὸ πλούσια
Κι ἀπὸ δάγκαμα σύκου πλάι σὲ φίλο, πιὸ σεμνή
Κι ἀπὸ λόγο πουλιοῦ σὲ δέντρων ἐκκλησίασμα
Νύχτα-μέρα κρατοῦσε τὸν κανόνα
Θυμᾶσαι
Μέρα-νύχτα πιὸ γλυκιὰ ἡ φωνή σου
Σὰν ἀχτίδα μές στὰ νέα λεμόνια ἔλαμπε
Κι ἡ καρδιά σου ἡ ἀθώα
μέσα στοῦ γλαυκοῦ βυθοῦ τὸν οὐρανό
Σὰν ἄστρο
Εἶσαι καλός, ἔχεις πηδήξει πάνω ἀπὸ φωτιές
Ἔχεις χαϊδέψει
Στὸ χνούδι τοῦ νεροῦ νησιὰ παιδόπουλα
Νέος στὰ χώματά τους ἔχεις δεῖ
Μιὰ κόρη ἀπὸ ἀλαφρόπετρα καὶ αὐγὴ
Νὰ χαράζει σὲ φλούδα δεσπολιᾶς τὸ πρῶτο γράμμα σου.
Χτύπα γι᾿ αὐτὰ τὰ τίμια καὶ τ᾿ ἀγαθά
Ἡ ζωὴ γι᾿ αὐτὰ δὲ θὰ χαθεῖ ποτέ της
Χτύπα ἀπὸ τὰ μάτια σου ν᾿ ἀντιλαμπίσει
Τὸ μαρμαρένιο σπίτι
Ποὔχει ψηλὰ στὴ στέγη
Τοῦ κατακλυσμοῦ τὸ πρῶτο περιστέρι
Γύρω-γύρω περβόλια μὲ νερά
Τῆς Ὑπομονῆς τὸ χάλκινο ἄγαλμα στὴν εἴσοδο
Καὶ βαθιὰ στὸ κελλάρι
Τὴ σοδειὰ τῆς φυλῆς
Θησαυρισμένη ὅπως τὸ λάδι
Σ᾿ ἕνα πιθάρι πατρογονικό, γαλήνιο.

ΙΙΙ

Ἡ ὥρα τρεῖς τῆς πίκρας μέσα στὴ μαύρη πολιτεία
Δοῦλοι παζαρεύουν τὴ βροχή, τὰ δέντρα
Τὸν ἥλιο παραλυτικὸ μέσα στὸ καροτσάκι
Στοὺς στενοὺς βρώμικους δρόμους
Πυροβολοῦν μὲ τὸ μυαλό τους οἱ ἄνθρωποι
Ματώνοντας τὰ σύρματα
Κρυφὰ ἀπ᾿ τὰ τσομπανόσκυλα τοῦ φεγγαριοῦ
Τὰ πόδια σου γλυστροῦν
Στὰ βοῦρλα
Μὲς στὶς καλαμιές καὶ τὰ φαρμακερὰ νερά
Ἐκεῖ ποὺ μάχεται ὁ φονηάς τὸ χτύπο τῆς καρδιᾶς του
Κι ἡ σκέψη παγωμένη στέκεται στὸν ἀέρα
Ἡ ὥρα τρεῖς τῆς πίκρας
Ὅταν τὰ δέντρα μοιάζουν στῶν ἀρρώστων
Τὴ στερνὴ χαροπαλαιματιά
Κι ἕνας ἄγγελος μόνος του ὀνειρεύεται
Σὰν γκιώνης
Μὲς στὸν ἔρημο κάμπο
Ἡ ζωὴ ἀχνὰ μὴ στενάξει πιά
Ἡ ὥρα τρεῖς τῆς πίκρας
- Ἂχ ἡ ζωὴ νὰ μὴ στενάξει πιά
Τὰ χέρια σου
Τὰ βασανισμένα χέρια σου
Ποὺ δίνουν ξάφνου μιὰ τῆς σκοτεινιᾶς
Ἔξω ἀπὸ τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου
Νὰ χλιμιντρήσει κορωμένος ὁ ἄνεμος
Ν᾿ ἀστράψει ὁ πόθος Λουμπαρδιάρης
Νὰ ροβολήσει ἀπ᾿ τὰ ψηλὰ βουνά
Ψάλλοντας τὴν ἀγάπη
Ἕνα ἔθνος ὀξιές
Μὲ τὴν ὑγεία τῆς καταιγίδας στὶς σημαῖες του.

IV

Ἀκούγεται ἀπὸ τὴν περπατηξιά σου ἡ δόξα
Ὅπως ἀκούγεται ἀπ᾿ τὸ βρόντημα τοῦ μπρούντζου ὁ ἥλιος
Μελαψὸ παλληκάρι
Ποὺ ἀκουμπᾶς ἐπάνω στὴν Ἑλλάδα
Μὲ τὸ κουράγιο ποὺ ἀκουμπάει στὴ μπόρα τὸ ἔλατο
Καὶ σοῦ πᾶν οἱ αἰῶνες ὅπως τῆς πάει τῆς ἀντρειᾶς
Τὸ λουλούδι στὰ δόντια καὶ τὸ μπὰμ
Τῆς πιστολιᾶς
Πέρασαν μές στὴ μνήμη σου μῆνες ἀνέμων
Ἡ φωνή σου σκοτείνιασε σὰν δρυμός
Εἶδες κάτω ἀπ᾿ τὰ πόδια σου νὰ ξεκοιλιάζουνται ἄλογα
Δάση νὰ τρῶν φωτιὲς ἀνθρώπους ἄνθρωπο
Εἶδες μιὰ πέτρα τρυπημένη ἀπὸ κραυγὴ θανάτου
Νὰ σηκώνει τὴ σκιά της τέρας
Μιὰ γυναίκα μὲ ράμφος καὶ φτερά
Νὰ σπαράζει δείχνοντας ψηλά
Τὸ φεγγάρι στὸ στόμα τῆς φοβέρας
Τίποτα σύ! Μὲς στὴν καρδιὰ τοῦ χρόνου
Ζώνεσαι γύρω σου τὸ διάστημα
Μέσα στὴ χώρα τώρα ποὺ ὀνειρεύομαι
Λές, ἡ ματιὰ τοῦ ἀρνιοῦ σκοτώνει τὰ τσακάλια,
Μέσα στὴ χώρα τώρα ποὺ ὀνειρεύεσαι
Μελαψὸ παλληκάρι
Λέω: Ἡ ἐλπίδα τὄφτασε τὸ μπόι τῆς κορασιᾶς
Εἶν᾿ ἕτοιμη ἡ καρδιὰ τοῦ ἀντρὸς νὰ μαχαιρώσει ἀτσάλι
Κύττα: σελλώνει ὁ ἄνεμος τὰ ὄνειρα
Σπίθες πετοῦν τὰ πέταλα στὸ πυρρὸ νέφος
Ἡ μέρα ὅπου καὶ νἆναι μὲ λούλουδα μηλιᾶς
Θὰ βγεῖ νὰ σεργιανίσει πάλι στὸ ἀρχιπέλαγος!

V

Σφίξε στὰ χέρια σου μιὰ νίκη ποὺ δὲν ἦρθε ἀκόμα
Στὰ δόντια σου τὸ ὑστερικὸ φάντασμα τῆς φωτιᾶς
Μὲ τὰ κλαριὰ ποὺ ἕνα κοράλλι ξέχασε
Ν᾿ ἀνάβουνε ἀπὸ τὴ γητειὰ τοῦ παραδείσου
Σκέψου τὸ αὐγὸ ποὺ οἱ μέρες σου οἱ αὐριανὲς κλωσσᾶνε
Τὸ ἄστρο ποὺ ἡ νύχτα ἐξόρισε ἀπὸ τὸ στῆθος σου
Γιὰ νὰ τὸ πεθάνει
Σφίξε στὰ σπάργανα τοῦ Γεναριοῦ ὅπου κρύβεται τὸ μίσος
Καὶ τὸ δικό σου ἀδικοσκοτωμένο πόθο
Τὴ μιλιὰ ποὺ δὲ βρῆκε τὸ γενναῖο της στόμα
Τὸ χτικιὸ τῆς ἀγάπης σου
                                                    Γιατὶ δὲν ἦρθε ἀκόμα
Ἡ ὥρα νὰ μπεῖ στὸ κάθε πράγμα ὁ χτύπος τῆς καρδιᾶς
Νὰ συνεπάρει τὰ σπαρτὰ μιὰ τραμουντάνα ὑγείας
Νὰ πιεῖ ὁ χυμὸς τῆς θύμησης τὸ θελκτικό του μέλλον
Ν᾿ ἀνθοβολήσουν κερασιὲς μὲς στὰ σγουρὰ μαλλιά
Νὰ καταργήσει ὁ λόγος τὸ χρυσάφι.

VI

Χτύπα τὴν πόρτα στὴν καρδιὰ τῆς τυχερῆς σου μέρας
Φώναξε δυνατὰ τὸν ἥλιο
Ἄντρα, θυμήσου τὴ γενιά σου
Πάρε τὸ ὕφος τοῦ βουνοῦ
Ποὺ καμαρώνει μέσα στὶς κοιλάδες
Τὴν κόψη τοῦ κυπαρισσιοῦ
Ὅταν ὁρίζει ἕνα κατακόκκινο ἄστρο Ἀντάρη
Ἐπαναστάτη
Σὲ νύχτες ποὺ ἔσυρε ὁ νοτιάς μέσ᾿ στὴ σκουριὰ τοῦ πένθους
Σὲ νύχτες ποὺ τὸ φῶς ἀλλαξοπίστησε
Ἄντρα, θυμήσου τὴ γενιά σου
Ἐθελοντή
Δούλεψε τὴ φωτιά
Ρίξε μιὰ τουφεκιά
Στὴ λόχμη τῶν πουλιῶν τοῦ ἀνάξιου παραδείσου.
Θησαυριστὲς τοῦ βούρκου
Τοῦ ἥλιου μεροκαματιάρηδες
Ποὺ μές στὰ χέρια σας ἡ τύχη κουρελιάστηκεν
Ἔννοια σας, δὲ θὰ πᾶν χαμένες οἱ ἀστραψιὲς
Τοῦ πάθους ποὺ ἀχτιδώνει τὰ μελλούμενα
Κιόλας πλανιέται στὸν ἀγέρα τῆς φωνῆς ἡ σάλπιγγα
Καιρὸς ν᾿ ἀνοίξουν τ᾿ οὐρανοῦ οἱ γαμήλιες εὐωδιές
Νὰ μπεῖ τοῦ τραγουδιοῦ ὁ λαλὲς στὰ περβολίσια νειᾶτα
Τοῦ κάθε ἀγῶνα ἡ τρικυμία νὰ σπαρθεῖ στὴ θάλασσα
Φτέρες νὰ στείλουν μήνυμα στὰ πρωινὰ πουλιά:
Καιρός, καιρὸς νὰ ξημερώσει πιά
Ἡ Ἀνατολὴ περήφανη σ᾿ ἀδερφικὴ ἀγκαλιά!

VII

Τριώνι τῆς θαλασσινῆς νυχτιᾶς· Ἄλετροπόδι
Ποὺ σὰ νεύεις μὲ χρυσοὺς σταυρούς
Τὰ πεισματάρικα παιδιὰ τῆς χίμαιρας·
Καὶ σὺ ἐκστατικό μου Ἐλίκι
Στὴν ἀσημένια ζώνη τῆς ματιᾶς μου
Ἀπόψε
Ἀγρυπνήσετε
Κι ὅταν φυσήξει ἀπ᾿ τὰ βουνὰ τῆς ἐρημιᾶς ἡ γιάμπολη
Σταλάζοντας πικρὰ στὴν ὑπνωμένη γῆς
Ἀκουρμαστεῖτε τὴ φωνὴ τοῦ λύκου
Ἀκουρμαστεῖτε τὴ φωνὴ τοῦ λύκου
Σὲ βάτους ποὺ ἔφτυσαν φωτιὰ καὶ τώρα κρυώνουν
Σὲ δέντρα ποὺ ματώσαν, σ᾿ ἐρημοκκλησιές ποὺ ράισαν
Σὲ μοναξιὲς ἀπέραντες μαρμαρωμένου ἀνέμου
Σὲ φέγγη ποὺ ἀνατρίχιασαν ἕνα ἀθῶο κορμί
Σ᾿ ἀγκάθια ποὺ φαρμάκωσαν ἕνα φεγγάρι
Ἀκουρμαστεῖτε τὴ φωνὴ τοῦ λύκου
Στὶς σπαραγμένες σάρκες τοῦ γκρεμοῦ
Στά ρίγη ποὺ κρυστάλλωσαν τὶς ἀγωνίες τοῦ λόγγου
Γιὰ μιὰ στερνὴ φορά
Φωνάζω
Ἀκουρμαστεῖτε τὴ φωνὴ τοῦ λύκου
Ἄστρα, ὁ χρησμός σας δὲ θὰ πάει χαμένος
Παιδιά, ὁ χαμὸς ὁ χαλασμὸς ἡ πεῖνα
Κι ἡ ἀνάγκη τρεμοσβυοῦν στὸ ψυχορράγημα
Ὀρθώσετε τ᾿ ἀρματωμένα χέρια
Ξετελέψετε
Θάλασσα, χίμαιρα, ἔκσταση
Ἑτοιμάσετε τὴ χώρα σας
Τοῦ χάρου τὴ φωνὴ δὲν θὰ τὴν ἀνεχτοῦμε.
Ἡ μέρα εἶναι κοντὰ ποὺ θὰ ψοφήσει ὁ λύκος
Ποὺ ἡ ἀπονιὰ θὰ φάει τὶς σάρκες της
Ποὺ θὰ βουτήξει σὲ μιὰ δόξα μύρου τὸ βουνό
Καὶ ποὺ ἡ ψυχὴ θ᾿ ἀνάψει ἀπὸ τὶς μυστικές φλογίτσες σας
Ὅπως καὶ πρὶν Τριώνι, Ἀλετροπόδι, Ἐλίκι!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου