(αποσπάσματα)
“Μάνα, τον ήλιο εδώ σκεπάζουν ίσκιοι
κι αναπαμό ποτέ η καρδιά δε βρίσκει
ένα: οι αυγές κ’ οι νύχτες μας γυρνούν
φριχτές πεντάλφες γράφουν στο σκοτάδι
σήματα, που τον κίνδυνο μηνούν,
πύρινα φίδια από τα βάθη του Άδη.
Ζούμε στ’ αμπριά θαμμένοι, διπλωμένοι
κ’ έξω απ’ την τρύπα ο θάνατος περμένει
Μας έπνιξαν το φως και τη χαρά,
Στεγνώσαν την ψυχή μας και το σώμα,
μα κάτι μέσα μας κυλά βουερά
και ξέσπασμα δε βρήκε κάπου ακόμα. […]
Μητέρα μου, όταν φτάσαμε εδώ πέρα
στη φωτιά, στην αντάρα, στη φοβέρα
καθένας μας κι από ‘να φυλαχτό
κρατούσε κρεμασμένο στην καρδιά του
κι αφήναμε το στήθος ανοιχτό
στα πυρωμένα νύχια του θανάτου.
Μάνα, μας τρώει η λάσπη, η ψείρα, η βρώμα
λίγνεψε και καμπούριασε το σώμα,
μας τρώει τα σπλάχνα ο φόβος του θανάτου
μερόνυχτα κλειστοί μες στο αμπρί,
δεν είδαμε από τότε αυγή λαμπρή,
σα σκουλήκια στα βάθη του μνημάτου.
Μάνα, σου γράφω βιαστικά, στο πόδι.
Σήμερα θλιβερό βγάλαμε ξόδι
σκοτώθηκαν πέντ’ έξι σ’ ένα αμπρί
- όλοι είκοσι μέχρ’ είκοσι πέντε χρόνω,
στην ώρα πάνου που ήταν για γαμπροί –
κ’ έχω μες στην καρδιά μου τόσο πόνο!
Μητέρα, όταν κινήσαμε απ’ την πόλη,
Σκύβαν ωχροί, μουντοί οι ουράνιοι θόλοι
βαρούσανε καμπάνες, μουσικές,
τούμπανα, κόρνα, σάλπιγγες, και κάτου
απ’ τη βουή περνούσαν σκεφτικές
ανθρωπομάζες: δείπνο του θανάτου. […]
Και μόνο η πυρκαγιά σα φρενιασμένη
τις καμπάνες ατέλειωτα σημαίνει.
Αχ, μάνα, πού να πας, πού να κρυφτείς;
Τα μάτια, πας να κρύψεις στην παλάμη-
φωτιά το χέρι σου σε καίει, κ’ ευτύς
μπρος σου χυμά η ψυχή, καυτό κατράμι.
Φωτιά και τα κουμπιά, φωτιά κι η αρβύλα,
όμως, στη ματωμένη κατρακύλα,
στα κόκαλα στυλώνεται η κραυγή
που ακέριους μας στυλώνει: ειρήνη, ειρήνη,
και στη σκιά, σαν περιστέρι η αυγή
το μαύρο κόμπο της καρδιάς μας λύνει.”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου