Της Αστραπής και της Βροντής
γέννες, αναθρεμμένοι…
Δέσαν τα πεντοζάλια τους
στην κεφαλή σαρίκια
Ζώστηκαν τα δοξάρια τους, για άρματα στη μέση
κι έστειλαν να βροντοχτυπά, ο χτύπος της καρδιάς τους,
στις πιο ψηλές απ’τις κορφές
Μαδάρων, Ψηλορείτη…
Περπάτησαν τη λεβεντιά,
βάλαν αετούς στο βλέμμα
Και χαμηλά κοιτάξανε
μόνο για να ανάψουνε
φάρους στον Άδη, κάτω…
Γονατισμένους θα τους βρεις,
μονάχα σ’ εκκλησιές…
γέννες, αναθρεμμένοι…
Δέσαν τα πεντοζάλια τους
στην κεφαλή σαρίκια
Ζώστηκαν τα δοξάρια τους, για άρματα στη μέση
κι έστειλαν να βροντοχτυπά, ο χτύπος της καρδιάς τους,
στις πιο ψηλές απ’τις κορφές
Μαδάρων, Ψηλορείτη…
Περπάτησαν τη λεβεντιά,
βάλαν αετούς στο βλέμμα
Και χαμηλά κοιτάξανε
μόνο για να ανάψουνε
φάρους στον Άδη, κάτω…
Γονατισμένους θα τους βρεις,
μονάχα σ’ εκκλησιές…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου