Σήμερα πάλι λιόχαρος εἶναι ὁ γιαλὸς κι ὁ δρόμος
ὁ ἐρημικός, ποὺ σέρνεται κοντὰ στ᾿ ἀκροθαλάσσι
τὸ καλοκαίρι τὄδιωξαν τὰ πρωτοβρόχια, κι ὅμως
τὸ σκοτεινὸ φθινόπωρο δὲν ἔχει ἀκόμα φτάσει.
Εἶναι μιὰ τόση ἀπανεμιὰ καὶ μιὰ γαλήνη τόση,
ποὺ τὰ καράβια ἀπόμακρα μὲ τὰ πανιὰ ἀνοιγμένα
σταμάτησαν, μὰ κοίταξε, σὰ νἄχουν μετανιώσει,
πὼς τέτοιο φῶς ἀφήσανε καὶ πᾶν στὰ μαῦρα ξένα.
Τώρα ὡς κι οἱ πένθιμοι καπνοὶ τῶν βαποριῶν ἀράζουν
ἀσάλευτοι σὰ σύννεφα κι αὐτοὶ μὲς στὸν ἀγέρα.
Ὅλα ἀπ᾿ τὸν κόπο τῆς ζωῆς τριγύρω μου ἡσυχάζουν
ὅλα, καὶ μόνο στοῦ γιαλοῦ τὴν ἀμμουδιὰ ἐκεῖ πέρα,
μονάχα ἐκεῖ, Γαλήνη μου, σαλεύοντας τὸ κῦμα
ζητάει κάποιο τραγούδι του νὰ πεῖ μὲς τὴ γιορτή σου,
μὰ δὲν ξεσπάει νὰ σοῦ τὸ πεῖ, λὲς καὶ πὼς τὄχει κρῖμα
νὰ σοῦ ταράξει τὴ χαρὰ ποὺ βρῆκες στὴ σιωπή σου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου