Εἶδα μία χώρα ξωτικιὰ στ᾿ ἀνήσυχο ὄνειρό μου:
πόσ᾿ ὄμορφη δὲ θὰ τὸ πεῖ ποτὲ καμιὰ ψυχή.
Τὸ νοῦ μου πῆρε κι ἄφησα τὸ φτωχικὸ χωριό μου
κι ἔκανα τάμα μόνο ἐκεῖ ν᾿ ἀράξω· μόνο ἐκεῖ.
Τρελλὸ παιδὶ ξεκίνησα δεμένο μὲ τὰ μάγια
τοῦ ὀνείρου μου, κι ἐγνώρισα τὶς χῶρες τοῦ γιαλοῦ,
εἶδα τὶς χῶρες π᾿ ἄστραφταν σὲ κάμπους καὶ σὲ πλάγια,
μὰ ἡ χώρα μου, ὅλο πήγαινα- κι ἤτανε πάντ᾿ ἀλλοῦ.
Διαβάτες μ᾿ ἀνταμώσανε καλοὶ καὶ μοῦ ῾παν: Μεῖνε
εἶν᾿ ὄμορφη κι ἡ χώρα μας· καιρὸς ν᾿ ἀράξεις πιά.
εἶν᾿ ὄμορφη κι ἡ χώρα σας, διαβάτες, μὰ δὲν εἶναι
ἐκείνη ποὺ ὀνειρεύτηκα καὶ μὲ τραβάει μακριά.
Ἔτσ᾿ εἶναι. Σῦρτε, κι ἄστε μὲ νὰ σιγοταξιδεύω
καὶ νὰ περνάω μονάχος μου καὶ κάμπους καὶ βουνά,
ἴσως τὴ βρῶ· μ᾿ ἂν δὲν τὴ βρῶ τὴ χώρα ποὺ γυρεύω
μὴ μοῦ ζητᾶτε, ἀδέρφια μου, ν᾿ ἀράξω πουθενά...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου