Καλό ΄ναι και άγιος ο Θεός, καλό ΄ναι και ας το λέμε.
Όποιος το λέει σώζεται, όποιος το ακούει αγιάζει,
κι όποιος το καλοαφουγκραστεί Παράδεισο θα λάβει.
Παράδεισο και λίβανο από τον Άγιο Τάφο
Εκεί δεντρί δε φύτρωνε, δεντρί ξεφανερώθει
Το δέντρο ήταν ο Χριστός, η ρίζα η Παναγία
Και τα περικοκλάδια του οι Δώδεκα Αποστόλοι
Τα φύλλα οπού πέφτανε ήταν οι Μαρτυράδες
Που μαρτυρούσαν κι έλεγαν για του χριστού τα Πάθη.
Η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της,
την προσευχή της έκανε για το μονογενή της.
Φωνή της ήρθε εξ΄ουρανού και από αρχαγγέλου στόμα:
«Σώνει , Κυρά μου, οι προσευχές, σώνουν και οι μετάνοιες ,
Το γιο σου τον επιάσανε και στα καρφιά τον πάνε.
Σαν κλέφτη τον επιάσανε και σα φονιά τον πάνε
Και στου Πιλάτου την αυλή, εκεί τον τυραννάνε»
Η Παναγιά σαν τ΄ άκουσε πέφτει, λιποθυμάει,
Σταμνιά νερό της ρίξανε, δύο κανάτια μόσχο,
τέσσερα το ροδόσταμο ώσπου να συνεφέρει.
Και μόλις εσυνέφερε,
Ζητά γκρεμό να γκρεμιστεί, φωτιά να πάει να πέσει,
Ζητά μαχαίρι να σφαγεί για το Μονογενή της.
Πήρε τη στράτα το στρατί, στρατί το μονοπάτι,
το μονοπάτι την έβγαλε στου ουρανού την πόρτα.
Κοιτάει ζερβά, κοιτάει δεξιά, κανένα δε γνωρίζει,
Κοιτάει δεξιότερα, βλέπει τον Αϊ- Γιάννη:
«Αϊ- Γιάννη Πρόδρομε και Βαφτιστή του γιού μου,
μην είδες τον ιόκα μου και σε διδάσκαλό σου;»
«Βλέπεις εκείνον το φτωχό τον παραπονεμένο,
οπού φορεί στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι;
Αυτός είναι ο ιόκας σου και ο διδάσκαλός μου.
«Καρφιά, καρφιά, φτιάξτε καρφιά, φτιάξτε τρία σπιρούνια...»
Κι εκείνος ο παράνομος πιάνει και φτιάχνει πέντε,
τα δυο να μπουν στα χέρια του και τα άλλα δυο στα πόδια,
το πέμπτο το φαρμακερό να μπει μες στην καρδιά του.
Η Παναγιά πλησίαζε, γλυκά τον ερωτούσε:
«Δε μου μιλάς, παιδάκι μου, δε μου μιλάς παιδί μου;»
«Τι να σου πω, μανούλα μου, διάφορο δεν έχει.
Μόνο το Μέγα Σάββατο, κοντά στο μεσονύχτι,
που θα λαλήσει ο πετεινός, σημαίνουν οι καμπάνες.»
Καλά ΄ναι κι Άγιος ο Θεός, καλό ΄ναι κι ας το λέμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου