Σελίδες

Τετάρτη 25 Απριλίου 2012

Πολιορκία ( μικρό απόσπασμα)

του Αλέξανδρου Κοτζιά Τη Μαργαρίτα θα ‘ναι τώρα παραπάνω από δυο χρόνια που την έχουν στο σπίτι. Ήτανε αλήθεια τραγικά τα περιστατικά που τη φέραν κοντά τους, τότε, τον καιρό της μαύρης πείνας, την πρώτη χρονιά που φτάσανε στον τόπο οι ξένοι και μας ληστέψανε και τη στερνή μπουκιά από το στόμα. Κάποιο παγερό πρωινό, το απαίσιο εκείνο χειμώνα, μια σύναξη σταμάτησε τη Χριστίνα και το Μηνά, καθώς γυρνούσαν στο σπίτι από το γιατρό. Κάμποσοι διαβάτες είχανε σταθεί σιωπηλοί γύρω από μια κουρελιάρα μικρούλα, καθισμένη καταγής, πλάι στο ξυλιασμένο κορμί της μάνας της. ούτε μιλούσε ούτε έκλαιε. Μόνο με το χεράκι έσφιγγε τα κουρέλια που τυλίγανε το κουφάρι, για να τ’ ασφαλίσει λες, μην της το πάρουν. Η Χριστίνα έσκυψε και της άφησε λίγα χρήματα στην ποδιά. Η μικρούλα σήκωσε τα μάτια και τα στύλωσε πάνω της. εκείνο το βλέμμα κατατάραξε τη Χριστίνα. Ο σφάχτης στη μέση της την έκαμε να νιώθει πιο βαθιά τη δυστυχία του ορφανού. Οι περαστικοί χασομερούσανε κάμποσο, άλλαζαν δυο κουβέντες και σκορπίζανε αδιάφοροι – ήμασταν τόσο μαθημένοι από τέτοια εκείνες τις μέρες. - Μαρτύριο! Είναι έτσι δω χάμω από χτες βράδυ… Μα γιατί δεν ειδοποιούν κανένα; Θα πεθάνει μ’ αυτό το κρύο! ακούστηκε αγαναχτισμένη μια φωνή από ‘να παράθυρο. Κάποιος κύριος σοβαρός έσκυψε και τη ρώταγε πολλά και διάφορα. Δεν πήρε απόκριση. Κάμποσοι αργοσάλεψαν τα κεφάλια περίλυπα. Μόνο μια γριούλα ζύγωσε κούτσα κούτσα και της έβαλε στο χέρι ένα κομμάτι κόρα κατάξερο – ένα θησαυρό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου