Γίγαντας ὁ πλάτανος χιλιόχρονος
κι ἡ κουφάλα του κρυφὸ ξωκλήσι·
κεῖ διωγμένοι οἱ χριστιανοί, τὴν πίστη τους
μὲσ' στὸν κούφιο πλάτανο εἶχαν κλείσει.
Ἀπ' τὰ μάτια τοῦ διαβάτη ἀπόκρυβαν
σκοῖνοι καὶ λυγιὲς τὸ μονοπάτι
κι εἶχε γιὰ σκεπὴ τὰ πλατανόφυλλα
καὶ τὴν πόρτα του ἔφραζαν οἱ βάτοι.
Ἕνας ἕνας μὲ λαχτάρα πήγαιναν
σύθαμπα τὸν ὄρθρο καὶ τὸ βράδυ,
γιὰ νὰ θυμιατίσουν τὰ εἰκονίσματα
καὶ νὰ βάλουν στὸ καντήλι λάδι.
Κι ἀπ' τῆς πίστης τ' ἁγιασμένο χάλασμα
κάθε γλυκοχάραμα καὶ δεῖλι
δὲς μυρίζει κάτι σὰ θυμίαμα,
δὲς φωτίζει κάτι σὰ καντήλι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου