Μὲς τοῦ λιμανιοῦ ἀραγμένη
τὰ γαλήνια τὰ νερά,
μιὰ ψαρόβαρκα προσμένει
τὴν αὐγούλα τὸν ψαρά.
Κι ὁ ψαρὰς ἀπ᾿ τὸ καλύβι
ποὺ προβάλλει ἐκεῖ μακριὰ
καὶ στοὺς κλάδους της τὸ κρύβει
μιὰ πυκνόφυλλη μουριά,
ὅπου νἆναι θὰ κινήσει
πρὶν ὁ ἥλιος νὰ φανεῖ,
τὴ βαρκούλα του θὰ λύσει
καὶ θ᾿ ἁπλώσει τὸ πανί.
Ἀρμενίζει ὅλη τὴ μέρα
μὲ τὴ βάρκα στ᾿ ἀνοιχτὰ
κι ὅλο ὁ νοῦς του ἐκεῖ πέρα,
στὸ καλύβι θὰ πετᾶ.
Βράδυ-βράδυ θὰ γυρίσει
-ὦ χαρούμενη στιγμή!
καὶ τὰ ψάρια θὰ πουλήσει
-τῶν παιδιῶν του τὸ ψωμί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου