Σελίδες

Κυριακή 12 Απριλίου 2020

ΤΟ ΠΑΣΧΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ



του Κώστα Παπαδημητρίου, σ. Σχολικού Συμβούλου

Η μεγάλη χριστιανική γιορτή του Πάσχα συγκίνησε και ενέπνευσε πολλούς από τους ποιητές μας, άλλους εξωτερικά και επιδερμικά και άλλους σε βάθος.
Ο Σολωμός μας έδωσε το αριστουργηματικό του ποίημα «Ημέρα Λαμπρής». Μα και ο Παλαμάς, για να αρκεσθώ στους δύο κορυφαίους μας, δεν υστέρησε να συμπυκνώση όλο το νόημα της Σταυρικής θυσίας και της Ανάστασης του Θεναθρώπου σε μια σειρά ποιημάτων του.
Σε πολλά λυρικά του ξεσπάσματα συνέρχεται από την παραζάλη της στυγνής λογικής και της εφήμερης γνώσης και με όλη τη θέρμη της ψυχής του, με διεισδυτικές καταδύσεις μέσα του, προσπαθεί να βρη την αληθινή ουσία της ύπαρξης, να συλλάβη με τα άϋλα μάτια της ψυχής του άλλους κόσμους υπερούσιους. Ζη βαθιά μέσα του την πορεία του Ελληνισμού, αλλά με το δικό του τρόπο, και την ουσία της Ορθοδοξίας, στην πιο φωτεινή και την πιο μυστική παρουσία στη ζωή μας και με περισσή πειστικότητα εκφράζει τα μεταφυσικά οράματά του.
Η εσωτερική του αυτή διάθεση φαίνεται, όταν υμνολογή και δοξολογή τις γιορτές της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Όταν τις προσεγγίζη, δεν περιορίζεται στον εξωτερικό τους διάκοσμο και στη γραφικότητά τους η μόνο στο καθαρά ελληνικό τους χρώμα, αλλά αφήνει να μιλήσουν μέσα του, να τον συγκινήσουν υπαρξιακά. Τότε ομολογεί ο ίδιος:
«Στα βάθη της ψυχής μου, που πάθη ταπεινά
δεν έχουν τόπο, νιώθω δυό μάτια φωτεινά.
Και βλέπω τα κρυμμένα, τ’ αθώρητα θωρώ,
τον άνθρωπο, την πλάση, τ’ αστέρια, τον καιρό..»
(«Τα μάτια της ψυχής μου»)
Αυτά ακριβώς τα μάτια της ψυχής του τον κάνουν να βλέπη, σε στιγμές ενορατικής εγρήγορσης, τα «κρυμμένα» και «τ’ αθώρητα». Τότε είναι που, όπως λέει ο ίδιος:
«Ω μέσα μου γεννιέται ένας Θεός
και το κορμί μου γίνεται ένας ναός..»
(«Ένας Θεός»)
Τέτοιες στιγμές και τέτοιες ώρες τον βρίσκουν τακτικά στις μεγάλες γιορτές της Χριστιανοσύνης, τα Χριστούγεννα και το Πάσχα. Περιοριζόμαστε στις αναφορές του στη δεύτερη, το Πάσχα.
Στην «Ασάλευτη ζωή» περιλαμβάνεται το πολυσήμαντο ποίημά του «Τραγούδι του Σταυρού», γραμμένο σε προσωπικό τόνο. Προσωποποιεί το ίδιο το ξύλο του Σταυρού, που επάνω του «έγειρε Εκείνος το άχραντο κεφάλι Του και ξεψύχησε» και που μετά το θάνατό Του «άστρα γενήκαν τα καρφιά του μαρτυρίου» και όσοι πίστεψαν βγήκαν κερδισμένοι και όσοι Τον αρνήθηκαν εξοντώθηκαν:
«Οι καταφρονεμένοι μ’ αγκαλιάσανε
και σα βουνά και σα Θαβώρ υψώθηκαν εμπρός μου.
Οι δυνατοί του κόσμου με κατάτρεξαν
γονάτισα στον ίσκιο μου τους δυνατούς του κόσμου...»
(«Ασάλευτη ζωή. Τραγούδι του Σταυρού»)
Τραγουδά ύστερα με τους πιο υποβλητικούς στίχους το Πάσχα, από τα Πάθη ως την Ανάσταση. Με ανεπανάληπτο λυρισμό δίνει την εικόνα της Μ. Παρασκευής:
«Η νύχτα των Παθών, αγία Παρασκευή μεγάλη,
θυμάσαι; Οι κράχτες βροντεροί του δρόμου και χουγιάζουν
«Ώρα, ώρα για την εκκλησιά!» Τα σήμαντρα σωπαίναν,
μήπως ταράξουν του Ιησού τον ύπνο ολογυρμένου
στων επιτάφιων τα χρυσά τα σάβανα που οι βιόλες
χλωμές και τα τριαντάφυλλα τα κοκκινοπλουμίζαν.
Θυμάσαι; Η νύχτα των Παθών μα και τ’ Απρίλη η νύχτα
της χώρας όλα, νόμιζες, να βουβαθούν γυρεύαν
θρήσκα και κατανυχτικά, τη σιγαλιά να κάμουν
μια προσφορά ευλαβική προς του Κυρίου τα Πάθη.
Και μοναχά δε σώπαινε στο περιβόλι μέσα
με τη δικούλα του εκκλησιά, με τη λατρεία δική του,
πιστός και ιερουργός Θεού ψηλότερου απ’ όλους,
τ’ αηδόνι. Η νύχτα των Παθών, μα και τ’ Απρίλη η νύχτα.
Διάπλατες πέρα οι εκκλησιές ολόφωτες και φτάναν
απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα στα σπίτια μας οι θρήνοι
σεμνοί κι αντιθρηνούσανε στου χριστιανού τα χείλη:
«Ζωή εν τάφω… Έαρ γλυκύ… Γλυκύτατόν μου τέκνον..»
Μπρος στην πεζούλα του σπιτιού, της γειτονιάς μελίσσι
κι εμείς, αγόρια αγίνωτα κι αστάλωτες παιδούλες,
ο ύπνος δε μας έπαιρνε, προσμέναμε την ώρα
της εκκλησιάς...»
(«Γιορτές»)
Στο μουσικότατο επίσης ποίημά του, στην ίδια συλλογή, εμπνέεται από το γνωστό απόσπασμα του Ευαγγελίου του Μάρκου, όπου η Μαγδαληνή, η Μαρία, η μητέρα του Ιακώβου και του Ιωσή και η Σαλώμη, που «μακρόθεν θεωρούσαι» έγιναν μάρτυρες όλων των περιστατικών που αναφέρονται στην Σταύρωση του Ιησού. Και σ’ αυτό εκφράζονται οι πεποιθήσεις και τα οράματα του Παλαμά. Τις μακαρίζει ο ποιητής που είχαν τη θεία εύνοια να ακούσουν από το στόμα του Θεανθρώπου «τα μυστικά ρήματα», καταφίλησαν τα άχραντα πόδια Του και τα σφούγγισαν με τα ξέπλεκα μαλλιά τους. Και συνεχίζει:
«Απάνου στο Σταυρό καθώς αργόσβηνε
την πανάγια θρηνήσατε ομορφιά Του,
στα μαύρα η πλάση, η φύση, ο ήλιος ντύνονταν
στα μαύρα και οι καρδιές σας εδώ κάτου.
Την πέτρα όταν του τάφου Του συντρίβοντας,
ξαναφώτισε ο Κύριος τη χτίση,
είσαστε εσείς τα πιο ακριβά Του χτίσματα
που στάθηκε να πρωτοχαιρετήσει.
Θυγατέρες της Σιών, μοίρες ισάγγελες
τη δόξα του Κυρίου στεφανωμένες,
σας αγαπώ, γιατί όσο κι αν αγιάσατε,
μένετε πάντα ανθρώπινα πλασμένες...»
(«Οι θυγατέρες της Σιών»)
Στις ίδιες ταπεινές γυναίκες της Σιών, που δέχθηκαν από τον Ιησού τον πρώτο αναστάσιμο χαιρετισμό Του, που «λίαν πρωΐ της μιας των Σαββάτων» ήλθαν στο μνήμα για να αλείψουν με μύρο τον νεκρό Χριστό και βρήκαν τον λευκοντυμένο άγγελο που τους είπε το χαρμόσυνο άγγελμα: «ηγέρθη ουκ έστιν ώδε, ίδε ο τόπος όπου έθηκαν αυτόν». Σε αυτό το θαύμα της Ανάστασης στηρίζονται οι παρακάτω στίχοι του ποιητή:
«Δεν είναι μνήμα• ο κόσμος είναι ο τελειωμένος,
που χάσκει ολαδειανός και κατρακυλισμένος
και στερνοδείχνεται σ’ εσάς, τριπλή λατρεία,
σ’ εσάς, Μαγδαληνή, Σαλώμη, εσύ, ω Μαρία!
Απ’ τη δική σας την αφάνταστη ευτυχία
δώστε της γης, κάθε ψυχής και κάθε ανθρώπου
κάθε λαού, κάθε πατρίδας, κάθε τόπου!
Της συμφοράς άμποτε τ’ άσειστο λιθάρι
να το κυλάει ενός χιονάτου αγγέλου η χάρη,
και τα τρανά νεκρά και τα νεκρά τα ωραία
να παίρνουν μια ζωή για πάντα νέα!»
(«Χαιρετισμός Αναστάσιμος»)
Στο ποίημά του «Λαμπρή» δοξολογεί τη γιορτή του Ιησού και την αποκαλεί «Μυστικό ρόδο που οι σκληροί γεννούν του μαρτυρίου Σταυροί» και «χαρά των άδολων καρδιών και των ολόασπρων κρίνων». Είναι εμπνευσμένοι οι στίχοι από τον Κατηχητικό λόγο του Χρυσοστόμου: «Ει τις ευσεβής και φιλόθεος απολαυέτω της καλής ταύτης και λαμπράς πανηγύρεως...»
Να μερικοί στίχοι του:
«Στο στόμα ως έχουν το φιλί του Πάσχα, όλοι, μεγάλοι, μικροί
δείξε φιλί αναστάσιμο και στην Ελλάδα πάλι, Λαμπρή,
πρόσταξε του όκνου οι δαίμονες να πέσουν και του μίσους νεκροί,
στήσε μας της θυσίας βωμούς και της Αγάπης Κροίσους, Λαμπρή,
από λατρείες παλιές και νέες άναψε Υμέναιον ένα, Λαμπρή,
για μιαν απίστευτη στο θάμα των Ελλήνων γέννα, μπορεί...»
(«Λαμπρή»)
Εδώ ο ποιητής γίνεται διερμηνευτής των πόθων και προσδοκιών του λαού μας που, όπως θα πη σε άλλο τραγούδι του («Γιορτές»), «δέρνεται ξερριζωμένος και σκορπίζει το τραγούδι του επί των ποταμών της Βαβυλώνος...»
Εκεί όμως που αποκαλύπτεται ολοκάθαρα η θέση του Παλαμά απέναντι στις πνευματικές αξίες, είναι τα λόγια του ίδιου, ερμηνεύοντας το σημαντικό ποίημά του «Απόκριση» της «Ασάλευτης ζωής»:
«Ο ποιητής (λέει για τον εαυτό του) μου φαίνεται να είναι ελληνολάτρης• μα η λατρεία του πολύ του νου θρησκεία• αποτέλεσμα και σημάδι μιας μόρφωσης: Η καημένη του καρδιά του λέει κάτι άλλο: Του λέει πως από τότε που ζούσαν οι αρχαίοι πέρασαν χρόνια και καιροί• πως έχει μέσα του αίμα καλογερικό• είναι χριστιανών γέννημα και θρέμμα• το μόνο που ξέρει. Αν κρατά η ράτσα του ίσα απ’ τους Αθηναίους δεν το στοχάστηκε μή¬τε που φροντίζει. Του λέει η συνείδησή του πως δεν είναι άδολη εθνική• κάθε άλλο• πως ίσα με την ευωδιά του ρόδου τον μεθά το λιβάνι• πως μαζί με την Παρθένα την Αθηνά, που συχνά πυκνά έρχεται στην άκρη του κονδυλιού του, η Παναγιά η Αθηνιώτισσα του παρουσιάζεται και την τραγουδά πιο γκαρδιακά και ειλικρινέστερα»
(«Άπαντα» τομ. 10, σελ, 451 κ.ε)
Τούτα τα λόγια του και οι παρακάτω λαμπριάτικοι στίχοι του αποτελούν ηχηρό σάλπισμα προς τους σημερινούς «Δωδεκαθεϊστές» και εκφράζει την πίστη του προς τον αναστημένο Χριστό:
«Παραμερίστε, Απόλλωνε και Πάνες,
με συνεπαίρνει η χριστιανική οπτασία
στη μεσονύχτια τη φωτοχυσία
φερμένη από χαρμόσυνες καμπάνες...»
(«Δεκατετράστιχα» αριθμ. 12)


 http://www.parembasis.gr/2007/07_03_13.htm

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου