Γέροντας πιὰ καὶ πρώην καπνιστής
μοναχὸς μὲ τὰ γένια του στὸ ἄκαρπο τὸ ὕψος περπατώντας
ἀπὸ νέφη σὲ νέφη, τὸ ἀνθρώπινο, τί δρόμος,
μὲ μικρούτσικα βήματα κωμικὰ καὶ ξεβίδωτα
στὴν ἀλύπητη μουσική τους ἀκούγοντας
τὰ φτηνά του τὰ ξύλινα συρτοπάπουτσα
ὁ Βαρβαρόσσας τὸ συνήθιζε νὰ λέει: Μὲ συγχωρεῖτε,
τί νὰ κάνω, οἱ αἰσθήσεις μὲ πᾶνε στὶς αἰσθήσεις.
Ἔτσι μιλοῦσε, τίποτ᾿ ἄλλο δὲν ἔλεγε,
γλείφοντας μὲ λεπτὴ συγκίνηση τὰ χείλη.
Μαύρη μεγάλη τρύπα τὸν τυραννοῦσε
στὸ στῆθος πού ῾χε τώρα παλιώσει
ξεχειλώνοντας οἰκτρὰ τὸ κρέας!
Ὅλοι τὸν κλαίγαν ἀμίλητοι σὰν ἥμερο κι ἀξιοδάκρυτο
δράκο παρωχημένο
σὰν ἀπὸ αἰῶνες, ἀλήθεια, ξαφνιασμένο
καὶ μ᾿ εὐλάβεια κούφια τοῦ χάριζαν οἱ ψεῦτες
ἕνα κάποιο συμβατικὸ προσκύνημα.
Ἐκεῖνος ὅμως εἶχε μία φριχτὴ σοβαρότητα
δὲν ἔδινε σημασία στὸν εὐχάριστο σεβασμό τους -
ἄλλωστε ποτὲ δὲν ἐξαρτήθηκε-
μὰ ὑποφέροντας βαθιὰ τὸν ἑαυτό του
τὰ ὁράματα ποὺ χτυπιοῦνται σὰν κάποτε
τὰ φτερὰ τοῦ κόκορα πού ῾χε σφάξει τὰ κρασᾶτα
τίναζε ξάφνου κάποια στιγμὴ τὸ κεφάλι του πρὸς τ᾿ ἀπάνω
καὶ γινότανε κεῖνος ὁ παλιὸς κι ἀνελέητος τρόμος
ἀνοίγοντας τὸ στόμα του στὴν κατερήμωση
σὰν ἀποτρόπαιο τέρας τῆς χειμωνιάτικης Προϊστορίας
κι ἀποσποῦσε μ᾿ ἕνα κρὰκ τὴ μασέλα του
τὴν ἔριχνε μέσα σ᾿ ἕνα ποτήρι νερὸ δίχως εὐγένεια
δίχως κανένα σύμπλεγμα ποὺ τὸν ἔβλεπαν ὁλόγυρα
χτυποῦσε τὰ παλαμάκια κ᾿ ἔμπαινε σιγηλὴ κι ἀθέατη
μιὰ χανούμισσα δίκοπη στὸ βαθὺ μετάξι θροΐζοντας-
τί θλιβερὸ τὸ θέαμα ἡ γρήγορη ὑπόκλιση...-
καὶ ἔσπρωχνε κοντά του τὴν ἄσπρη καρέκλα.
Ἐκεῖνος τότε καθότανε (μὲ προσπάθεια ὁλοφάνερη)
κάνοντας ἀλλόκοτα κινήματα
καὶ στήλωνε τὰ μάτια του στὴ μασέλα.
Οἱ παριστάμενοι φεύγαν ἕνας-ἕνας με θεατρίνικους τεμενάδες
οἱ ὦρες περνοῦσαν ὁλοένα, κατὰ τὴν ἄσχημη
καὶ θλιβερὴ συνήθεια: τὴν πραγματικότητα.
Ἐκεῖνος ὅμως ἔμενε νὰ κοιτάζει βοερά τη μασέλα
Βουλιαγμένος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου