Τὴ νύχτ᾿ ἀπόψε - ἡ θλίψη της μ᾿ ἀνάστησε ἡ τρανή,
τὴ θλίψι μας σὰ νὰ εἶχε μελετήσῃ-
τὴ νύχτ᾿ ἀπόψε ἀνοίξανε οἱ ἕβδομοι οὐρανοὶ
καὶ πόντισε νερὸ κατακλυσμὸς τὴ χτίση.
Στὰ σκοτεινὰ ἐξεχείλισαν τῶν θλίψεων οἱ πηγὲς
καὶ χύθηκαν οἱ κρατημένοι οἱ θρῆνοι
κ᾿ ἐλπίδα πιὰ δὲν ἔμεινε γιὰ νέες πάλι αὐγὲς
τὴ νύχτα, ποὺ εἶπες ἡ στερνὴ πὼς θὰ εἶχε μείνῃ.
Μὰ ἔδωκε καὶ ξημέρωσε ἡ ἀνέλπιστη ἡ αὐγὴ
καὶ στὴ δροσιὰ τοῦ ἀπόβροχου λουσμένη
σὰ θάμα νέο πεντοβολᾷ κι ἀναγαλλιάζ᾿ ἡ γῆ,
ὅσ᾿ ὁ χρυσὸς ὁ θρίαμβος τοῦ Ἥλιου προβαίνει.
Στὸ μυριοθορυβούμενο κ᾿ ἡλιόβολο γιαλὸ
οἱ ναῦτες τὰ πανιὰ τῶν πλοίων ἀνοίγουν
καὶ ἰδές! φαντάζουν τ᾿ ἄρμενα στὸ κῦμα τὸ ψηλὸ
πῶς πρίμα καρτεροῦνε τὸν καιρὸ νὰ φύγουν.
Πῶς μᾶς πλανεύει τὸ ὄνειρο τῆς εὐτυχίας ξανὰ
σὰν νὰ ἦταν μία φορὰ νὰ μᾶς γελάση!
σὲ νέα ταξείδια μᾶς καλοῦν τὰ πλοῖα στὰ γαλανὰ
τὰ κύματα, ποὺ ὡς νὰ ἤπιαν φῶς κ᾿ ἔχουν χορτάση.
Κι ἂν τὰ κρατοῦνε οἱ ἄγκυρες τ᾿ ἄρμενα ἐκεῖ στὴ γῆς
κι ἂν τὰ τιμόνια στὴ στεριὰ βγαλμένα,
κρυφὴ λαχτάρα ἐπέρασε τὰ βάθη μιᾶς ψυχῆς
κι ἀνατριχιάζουν τὰ φτερὰ τὰ διπλωμένα.
K᾿ ᾖρθε κ᾿ ἐστάθη ἡ μιὰ ψυχὴ σ᾿ ἀπόψηλη κορφὴ
καὶ τὶς ζυγὲς φτεροῦγες δοκιμάζει,
ξεχνώντας ποὺ τὶς λάβωσε - ψυχή, πικρὴ ἀδερφή!
τ᾿ ἀστροπελέκι τὸ παλιὸ καὶ τὸ χαλάζι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου