Σελίδες

Σάββατο 24 Μαρτίου 2012

Βιβλίον Α´, Κεφάλαιον ἔνατον


Ὁ Μακρυγιάννης ἀπέρχεται εἰς Ἀθήνας πρὸς θεραπείαν τοῦ τραύματος, - Πρόσκλησις αὐτοῦ ὑπὸ τῶν Ὑδραίων καὶ μετάβασις εἰς Ὕδραν. - Ὁ Μακρυγιάννης ἐν Ναυπλίῳ. - Παραίτησις αὐτοῦ ἐκ τοῦ στρατιωτικοῦ βαθμοῦ. - Μετάβασις εἰς Ἀθήνας καὶ κατάταξις εἰς τὸ Τακτικόν. - Νέαι ἔριδες πρὸς τὸν Γκούραν. - Ἀντενέργειαι κατὰ τοῦ Τακτικοῦ. - Ὁ Μακρυγιάννης καὶ πάλιν πολιτάρχης ἐν Ἀθήναις. - Ἀναχώρησις τοῦ Τακτικοῦ ἐξ Ἀθηνῶν. - Εἰσβολὴ τοῦ Κιουταχῆ εἰς τὴν Ἀττικήν. - Στρατοπέδευσις αὐτοῦ εἰς Πατήσια. - Πολιορκία τῆς πόλεως. - Ἅλωσις αὐτῆς. - Ἔναρξις τῆς πολιορκίας τῆς Ἀκροπόλεως. - Ἔξοδος γυναικοπαίδων. - Προμήθειαι τροφίμων ὑπὸ τοῦ Μακρυγιάννη. - Ἡ παράταξις τῶν πολιορκουμένων. - Ὁ Μακρυγιάννης πολιτάρχης τοῦ φρουρίου. - Κατάληψις τοῦ Σερπετζὲ ὑπὸ τοῦ Μακρυγιάννη. - Τὸ κόμμα τοῦ Γκούρα ἐν τῇ Ἀκροπόλει. - Μάχη εἰς τὸ Λιοντάρι. - Μάχη εἰς Ἅγιον Γεώργιον Ἀλεξανδρινόν. - Αἱ παρὰ τὸν Σερπετζὲ μάχαι. - Στρατήγημα τοῦ Μακρυγιάννη. - Νίκη περιφανής. - Κατασκευὴ ὑπονόμου τῶν εἰς Σερπετζέ. - Ἀποτυχία τῆς ἐκρήξεως. - Ὑποχώρησις τῶν ἀμυνομένων. - Νέον στρατήγημα τοῦ Μακρυγιάννη. - Ἀντεπίθεσις καὶ νίκη. - Συγκινητικὴ συνέντευξις τοῦ Γκούρα καὶ τοῦ Μακρυγιάννη. - Συμφιλίωσις αὐτῶν. - Γεῦμα τοῦ Γκούρα παρὰ τῷ Μακρυγιάννῃ. - Τραγούδι τοῦ Μακρυγιάννη. - Θάνατος τοῦ Γκούρα. - Λόγος τοῦ Μακρυγιάννη πρὸς τὴν φρουράν. - Παρασκευὴ νέας ὑπονόμου εἰς τὸν Σερπετζέ. - Αἱφνίδια ἕφοδος τῶν Τούρκων. - Τραυματισμὸς τοῦ Μακρυγιάννη. - Μάχη ἐκ τοῦ συστάδην. - Δεύτερος τραυματισμὸς τοῦ Μακρυγιάννη. - Τρίτος τραυματισμὸς τοῦ Μακρυγιάννη. - Ὑποχώρησις τῶν Τούρκων. - Ἔριδες περὶ τῆς φρουραρχίας. - Διορισμὸς ἐπιτροπῆς. - Ἀπόφασις περὶ ἀποστολῆς ἀντιπροσώπου τῆς φρουρᾶς πρὸς τὴν Κυβέρνησιν. - Ἐκλογὴ τοῦ Μακρυγιάννη. - Ἔξοδος αὐτοῦ ἐκ τῆς Ἀκροπόλεως. - Ἄφιξις εἰς Αἴγιναν.

Ἡ πληγὴ τοῦ χεριοῦ μου πήγαινε κακά· πρίσ᾿ κε τὸ χέρι μου καὶ γίνη τούμπανο. Γύρευαν νὰ μοῦ τὸ κόψουνε εἰς τὸ νῶμον οἱ γιατροί, ὀπουμὄχαν βάλη εἰς τ᾿ Ἀνάπλι νὰ μὲ γιατρέψουν. Τριάντα ὀχτὼ ῾μερόνυχτα δὲν ἔκλεισα μάτι. Μ᾿ ἑτοίμασαν εἰς θάνατον· ἔφερε ὅλα τὰ σύνεργα ὁ γιατρὸς νὰ μοῦ τὸ κόψη. Πῆρα τὸ γιαταγάνι καὶ γκρεμίστη κάτου ἀπὸ τὴν σκάλα καὶ γλύτωσε· εἰδὲ θὰ τὸν πάστρευα. Καὶ σηκώθηκα καὶ πῆγα εἰς τὴν Ἀθήνα εἰς τὸν γιατρό, καὶ μὲ γιάτρεψε. Ὅμως σακατεύτηκα ἐξ αἰτίας ἐκείνων τῶν γιατρῶν τοῦ Ἀναπλιοῦ· βήκαν τὰ κόκκαλα ἀδίκως. Κι᾿ ἂν δὲν πήγαινα εἰς τὴν Ἀθήνα ἤμουν χαμένος.
Ὅταν ἤμουν ἀκόμα εἰς τὴν Ἀθήνα, ὁποῦ γιατρεύομουν, τὴ Νύδρα τὴν φοβέριζε ὁ Μπραΐμης νὰ πάγη μ᾿ ὅλον τὸν στόλον νὰ τὴν χαλάση. Οἱ Νυδραῖοι γύρεψαν εἰς τὴν Κυβέρνηση δύναμη στρατιωτικὴ καὶ τῆς ἔλεγαν: «Νὰ διορίσετε δύναμη, ὅμως ὁ Μακρυγιάννης νὰ μὴν λείψη καὶ τὸν γιατρεύομεν ἐδῶ. Ὅτι ὅταν πῆγα εἰς Ἀθήνα, πέρασα πρῶτα ἀπὸ τὴ Νύδρα καὶ βήκαν ὅλοι καὶ μὲ δέχτηκαν, καὶ δυὸ ἀπὸ τοὺς φίλους μὄρριξαν λαχνὸν ποιὸς νὰ μὲ πάρη εἰς τὸ σπίτι του, καὶ μὲ πῆρε ὁ Δημήτρης Λαζαρίμος· καὶ ξόδιασε ἀρκετὰ εἰς τοὺς φίλους ὁποῦ γιόμοζε τὸ σπίτι του νύχτα καὶ ἡμέρα. Δὲν μ᾿ ἄφιναν οἱ Νυδραῖοι νὰ φύγω, μὄφεραν γιατρὸν κι᾿ ὅλα μου τὰ χρειαζούμενα· καὶ στανικῶς ἔφυγα καὶ πῆγα εἰς τὴν Ἀθήνα. Ὕστερα στείλαν ἐπίτηδες ἄνθρωπον οἱ Νυδραῖγοι ῾στὴν Ἀθήνα καὶ γράμμα ἀπὸ τοὺς νοικοκυραίους καὶ διαταγὴ τῆς Κυβέρνησης καὶ καΐκι νὰ πάγω. Τότε πῆρα τὸ σῶμα μου καὶ πῆγα. Καὶ μὄκαμαν τόσες ἐπίδειξες.
Ἦρθαν κι᾿ ὁ Καρατάσιος μὲ τὸ σῶμα του, οἱ Γριβαῖγοι, ὁ Κατζικογιάννης κι᾿ ἄλλοι. Καθίσαμεν καμπόσον καιρόν. Μᾶς δίναν οἱ ἄνθρωποι τὸ ταΐνι μας, γεμεκλίκια. Τὰ σώματα θέλαν καὶ τοὺς μιστοὺς – ἡ Κυβέρνηση δὲν εἶχε. Γύρευαν ν᾿ ἀλιμουργιάσουμεν τὰ σπίτια τῶν προκρίτων, νὰ τοὺς πιάσουμεν στανικῶς, νὰ τοὺς γυμνώσουμεν. Τότε ἐγὼ ῾σ αὐτὸ δὲν ἔκλινα κ᾿ ἔβγαλα ἐξ ἰδίων μου καὶ πλέρωσα τοὺς ἀνθρώπους· καὶ τοὺς εἶπα νὰ λένε καὶ τῶν ἀλλουνῶν νὰ πιάσουν τοὺς καπεταναίους τους νὰ τοὺς πλερώσουνε ἐξ ἰδίων τους, ὅτι οἱ Νυδραῖγοι δὲν μᾶς χρωστοῦν τίποτας. Ἐκεῖνοι πᾶνε μὲ τὰ καράβια καὶ σκοτώνονται διὰ τὴν πατρίδα, κ᾿ ἐμεῖς – μᾶς ἔστειλε ἡ Κυβέρνηση νὰ φυλάξωμεν τὸ νησὶ καὶ μᾶς δίνουν παστρικὸ ψωμὶ καὶ γεμεκλίκια· τοὺς μιστοὺς θὰ τοὺς λάβωμεν ἀπὸ τὴν Κυβέρνησιν. Ἂν γυμνώσουμεν τοὺς προκρίτους, τότε τί τοὺς φυλάμεν ἐμεῖς; Κ᾿ ἐμεῖς τούρκικες πράξες θὰ τοὺς κάμωμεν· καὶ τότε κιντυνεύομεν νὰ χαθοῦμεν. Τότε πιάνουν ὅλους τους ἀρχηγούς τους καὶ τοὺς πλερώνουν ἐξ ἰδίων τους, καθὼς ἐγώ. Ὅλοι αὐτεῖνοι φοβέριζαν νὰ μὲ σκοτώσουνε δι᾿ αὐτό. Περισσότερον ζοῦνε οἱ φοβερισμένοι ἀπὸ τοὺς ἀφοβέριγους. Καθίσαμεν καμπόσο εἰς τὴ Νύδρα. Μὄδωσαν ἕνα καλὸ ἀποδειχτικὸν κι᾿ ἄλλο διὰ τὰ χρήματά μου, πῆρα κι᾿ ἀπ᾿ οὕλους τοὺς στρατιῶτες ὁποῦ τἄλαβαν ἐξ ἰδίων μου καὶ σηκώθηκα καὶ πῆγα εἰς τὴν Διοίκηση καὶ τῆς εἶπα ὅτι θὰ διαλύσω τὸ σῶμα μου καὶ θὰ μπῶ εἰς τὸ ταχτικὸν ἁπλὸς στρατιώτης (μ᾿ εἶχαν κάμη καὶ στρατηγόν). Τοὺς εἶπα: «Ἡ πατρὶς χωρὶς ταχτικὸν δὲν πάγει ὀμπρὸς καὶ θὰ μπῶ ῾σ αὐτό». Πάσκισαν, δὲν μπόρεσαν νὰ μὲ βαστήξουν. Πέταξα τὸν βαθμό μου καὶ διάλυσα τὸ σῶμα μου· πῆρα καμπόσους ἀξιωματικούς μου νὰ πάγω εἰς τὴν Ἀθήνα, ὁποὖναι ὁ Φαβγές, νὰ γυμναστῶ ὡς ἁπλὸς στρατιώτης. Μαθαίνει αὐτὸ ὁ Γκούρας, θέλει νὰ μπῆ κι᾿ αὐτὸς εἰς τὸ ταχτικὸν – νὰ τοῦ πλερώσουνε πρῶτα ὅλους τους μιστοὺς κι᾿ ὅσα τοῦ χρωστοῦν παλιά, ὀχτακόσες χιλιάδες γρόσια. Τοῦ ὑποσκέθηκαν καὶ μπῆκε. Ὅμως αὐτὸ τόκαμεν νὰ πάρη τὰ χρήματα καὶ ὕστερα πίσω τὴν δουλειά του. Πῆγα ἐγὼ εἰς τὴν Ἀθήνα, μόφκειασαν ἕνα ξύλινο ντουφέκι, ὅτι ῾στὸ χέρι μου ἀκόμα δούλευε ἡ πληγή, καὶ γυμναζόμουν μὲ τοὺς στρατιώτες· καὶ μὄδωσαν καὶ δάσκαλον χωριστά. Ὕστερα μπῆκε κι᾿ ὁ Γκούρας καὶ γυμνάζονταν κι᾿ αὐτός· καὶ κοντὰ ῾σ ἐμᾶς ἐμπήκαν κι᾿ ἄλλοι πολλοί. Κ᾿ ἔγινε τὸ σῶμα περίτου ἀπὸ πέντε χιλιάδες. Ἀρχηγὸς τοῦ σωμάτου ἦταν ὁ γενναῖος καὶ φιλέλληνας Φαβγὲς Γάλλος κι᾿ ἄλλοι πολλοὶ μ᾿ αὐτὸν γενναῖγοι ἀξιωματικοὶ Γάλλοι κι᾿ ὁμογενεῖς. Χάριτες χρωστάγει ἡ πατρίδα σὲ ὅλους τους φιλανθρώπους εὐεργέτες μας ὅλων τῶν ἐθνῶν καὶ καταξοχὴ εἰς αὐτοὺς τοὺς γενναίους Γάλλους, ὁποῦ θυσίασαν κόπους καὶ βάσανα κι᾿ ἀγωνίζονταν νὰ μᾶς συμμορφώσουν μὲ τὴν καλὴ τάξη κι᾿ ἁρμονία.
Μπῆκαν εἰς τὸ ταχτικὸν κι᾿ ὅλοι οἱ φιλόπατροι Ἀθηναῖγοι, τὰ νοικοκυρόπουλα, κι᾿ ἀγωνίζονταν ὡς σολντάτοι.1 Ἀφοῦ μπῆκε ὁ Γκούρας εἰς τὸ ταχτικόν, εἰς τὴν Διοίκηση εἶχε τὸν συμπέθερό του Γιαννάκο Βλάχο καὶ τοὺς ἄλλους φίλους του. Κι᾿ ὅλοι αὐτεῖνοι συνφώνησαν νὰ στείλουν μίαν ἐπιτροπὴ εἰς τὴν Ἀθήνα δική τους, ἀπὸ φίλους, νὰ πουλήσουνε τὴν ἐθνικὴ γῆς καὶ νὰ τὴν πάρη ὁ Γκούρας κι᾿ αὐτείνη ὅλη ἡ συντροφιά, γῆς, ἐλιές, σπίτια, ἀργαστήρια καὶ τὰ ἑξῆς. Στέλνουν ἐπιτροπὴ τὸν Γιάννη τὸν Κουντουμά, τὸν Θανάση Λιδορίκη, τὸν Γιωργάκη Μόστρα. Ἀφοῦ ἦρθαν, βγάζουν μίαν προκήρυξη δι᾿ αὐτά, νὰ τὰ πουλήσουνε. Μιὰ ἡμέρα πήγαινα μὲ τὸν Γκούρα σεργιάνι καβάλλα. Μὲ κολάκευε· ἤθελε νὰ μοῦ δώση μίαν ἀνιψιὰ τοῦ γυναίκα. Μοῦ λέγει: «Τοῦ Χασεκῆ τὰ ὑποστατικά, ἐλιές, περιβόλι κι᾿ ὅλη τὴν περιφέρεια θὰ τὴν πάρω ἐγὼ δι᾿ ὅσα μου χρωστάει τὸ Ἔθνος. – Τοῦ λέγω, ἐσὺ πῆρες θησαυροὺς ἀπὸ αὐτὸ τὸ δυστυχισμένο Ἔθνος ῾στὰ στρατόπεδα, εἰς τὴν Ἀθήνα, εἰς τὴν Πελοπόννησο. Πόσο φουσάτο ἔχεις εἰς τὴν ὁδηγίαν σου; Ποτὲ δὲν βγαίνουν τρακόσοι ἄνθρωποι· καὶ πλερώνει ὅλη ἡ Ἀνατολικὴ Ἑλλὰς καὶ ἡ Κυβέρνηση δι᾿ αὐτούς. Κι᾿ ὅλον τὸν κόσμο τὸν γύμνωσες· καὶ δόντια ἔβγαλες ἐσὺ κι᾿ ὁ Μαμούρης σου καὶ μὲ τὸ τζεκούρι σκοτώσετε ἀνθρώπους. Τὸ Σαρρὴ τὸν σκοτώσετε· πενήντα χιλιάδες γρόσια ὁποὖχε ἀπάνου του, εἰς γρόσια καὶ τζιβαϊρκά, τὰ πῆρε ὁ Μαμούρης καὶ τὰ μεράσατε. Τέλος πάντων ἐσὺ γυρεύεις ἀκόμα ἀπὸ τὴν Κυβέρνησιν νὰ πάρης καὶ ὀχτακόσες χιλιάδες γρόσια· καὶ κατὰ τὴν ἐπιτροπή, ὁποὖναι διορισμένοι ὅλοι φίλοι σου, θὰ πάρης ὑποστατικὸ ὁποῦ ν᾿ ἀξίζη πενήντα διὰ δέκα· αὐτείνη ἡ ἐπιτροπὴ θὰ τὸ ξετιμήση τοιούτως. Οἱ φίλοι σου καὶ οἱ συγγενεῖς σου κυβερνῆτες ταπικυρώνουν. Τέλος πάντων ἐσὺ κι᾿ ὁ Μαμούρης σου θὰ γίνης Μεμεταλῆς, ἐσύ, κι᾿ αὐτὸς Μπραΐμης· κ᾿ ἐμᾶς θὰ μᾶς πάρετε εἵλωτες! Νὰ τὴν χέσω τέτοια λευτεριά, ὁποῦ θὰ κάμω ἐγὼ ἐσένα πασιᾶ! – Τί κουβεντιάζεις ἔτζι; μοῦ λέγει. – Ἔτζι κουβεντιάζω! Ὅταν τὰ πάρης ἐσὺ αὐτὰ καὶ οἱ φίλοι σου, νὰ μὲ φτύσης!» Σηκώθηκα κι᾿ ἀναχώρησα κατ᾿ τὸ κονάκι μου.
Τὴν αὐγὴ βγάζει ἡ ῾πιτροπή προκήρυξη. Πήγαμεν καὶ τὴν ἀλείψαμεν μαγαρσές. Κι᾿ ὅσες βολὲς ματάβγαλε, τὰ ἴδια ἔπαθε. Μοῦ μίλησαν αὐτεῖνοι ὅλοι καὶ ἡ ἐπιτροπὴ ὅτι ὅσα μου χρωστάγει τὸ Ἔθνος – νὰ μοῦ δώσουνε ὅ,τι θέλω. «Δὲν θέλω ἐγὼ τίποτας», τοὺς εἶπα. Τότε ἔμειναν ὅλα τὰ σκέδια τοῦ Γκούρα καὶ τῆς ῾πιτροπής νεκρωμένα. Βγαίνει ὁ Γκούρας ἀπὸ τὸ ταχτικόν. Κάνει πλῆθος ἀντενέργειες αὐτὸς καὶ οἱ συντρόφοι του, Ἀθηναῖγοι καὶ κυβερνῆτες, νὰ τὸ διαλύσουνε τὸ ταχτικόν. Ὁ καϊμένος ὁ Φαβγὲς ἔτρεξε εἰς τὴν προκομμένη Διοίκηση διὰ νὰ δώση τὰ μέσα. Εἰς τὴν Ἀθήνα ἦταν σκουτιὰ τοῦ ταχτικοῦ κι᾿ ἄλλα ἀναγκαῖα. Πολεμοῦσαν νὰ τὰ κάμουν οἱ καλοὶ πατριῶτες πλιάτζικα. Ὁ Φαβγὲς μὲ βάνει μέλος μιᾶς ἐπιτροπῆς, ὁποῦ συστήθη ἀπ᾿ οὖλο τὸ ταχτικόν, νὰ προφυλάξωμεν αὐτά, νὰ μὴν τ᾿ ἀδράξουν οἱ ἄλλοι. Ἦταν ῾πιτροπή ὁ Σκαρβέλης, ὁ Σταυρὴς ὁ Βλάχος, ἄλλοι ἀξιωματικοὶ κ᾿ ἐγώ. Καὶ τὰ προφυλάξαμεν ὅσο νὰ ρθῆ ὁ ἀρχηγὸς τοῦ σώματος. Τότε ὁ Γκούρας, ὁ Ζαχαρίτζας, ὁ Βαρελάς, ὁ Σουρμελὴς κι᾿ ἄλλοι συντρόφοι τοὺς Ἀθηναῖγοι, κι᾿ ἀπὸ τὴν Κυβέρνησιν οἱ φίλοι τους κι᾿ ὁ Γιαννάκος Βλάχος, ὁ συγγενής του Γκούρα, ὁποῦ τὸν εἶχε μέλος τῆς Κυβερνήσεως, κάνουν χιλιάδες ἀντενέργειες νὰ χαλάσουν τὸ ταχτικὸν καὶ τοῦ κόβουν ὅλα τὰ μέσα, νὰ διαλυθῆ χωρὶς ἄλλο. Ὅτι ἡ τάξη δὲν εἶχε κλεψὲς καὶ βία εἰς τοὺς κατοίκους. Οἱ καϊμένοι οἱ Ἀθηναῖγοι ἔβγαζαν τὴν χαψιὰ ἀπὸ τὸ στόμα τους καὶ τὴ δίναν τῶν ταχτικῶν. Κι᾿ ὅλη ῾μέρα συνεισφορὲς κάναν νὰ τὸ νταγιαντήσουνε, ὅτι καθὼς ἦρθε ὁ Φαβγὲς μὲ τὸ σῶμα εἰς τὴν Ἀθήνα, γνώρισαν τὰ σπίτια τους. Ἀφοῦ βλέπουν οἱ Ἀθηναῖγοι ὅτι τὸ ταχτικὸν κιντυνεύει καὶ τότε θὰ πάθουν τὰ πρῶτα ἀπὸ τὴν δικαιοσύνη τοῦ ἀρχηγοῦ, μαζώνονται ὅλοι, κάνουν μίαν συνέλεψη καὶ διορίζουν χίλιους Ἀθηναίους, ὅλα τὰ νοικοκυρόπουλα, κι᾿ ἀρχηγὸν αὐτεινῶν διορίζουν ἐμένα, νὰ προσέχωμεν διὰ τὴν εὐταξίαν τῆς πόλεως κι᾿ ἂν κάμη χρεία καὶ διὰ τὸν ὀχτρό, νὰ κινηθοῦμεν. Ἔγινε ἡ συνέλεψη· διόρισαν τ᾿ ἀναγκαῖα ὅλα. Τότε αὐτὸ τόμαθε ὁ Γκούρας, δὲν τοῦρθε καλὰ οὔτε αὐτεινοῦ, οὔτε τῶν φίλωνέ του, οὔτε τῆς Κυβέρνησης, οὔτε τῆς σεβαστῆς ἐπιτροπῆς ὁποὖταν εἰς τὴν Ἀθήνα. Γράφουν αὐτὰ τῆς Κυβέρνησης, ἡ Κυβέρνηση στέλνει εἰς τὴν ῾πιτροπούλα διαταγὴ καὶ μὲ φωνάζει, ἡ ῾πιτροπούλα, καὶ μοῦ λέγει ὅτ᾿ εἶμαι ἀξιωματικός της Κυβερνήσεως κι᾿ αὐτοῦ ὁποῦ μὲ διόρισαν οἱ Ἀθηναῖοι, νὰ τραβήσω χέρι ἀπὸ αὐτείνη τὴν ἀρχηγίαν. Τῆς λέγω· «Ὅ,τι μου δίνουν οἱ πατριῶτες δὲν τ᾿ ἀφίνω μόνος μου· ἂν δὲν μὲ θελήσουν οἱ ἴδιγοι, τότε τ᾿ ἀφίνω. Κυβέρνηση ὡς ἀξιωματικὸς δὲν τὴν γνωρίζω, ὅτ᾿ εἶμαι ἀπαρατημένος· ἤμουν στρατηγὸς καὶ εἶμαι ἁπλὸς στρατιώτης τοῦ ταχτικοῦ· κι᾿ ἀρχηγὸν ἔχω τὸν Φαβγέ. Κι᾿ ἂν φταίξω, αὐτὸς θὰ μὲ παιδέψη. ῾Σ αὐτὸν ὁρκίστηκα ὡς ἁπλὸς στρατιώτης. Ἡ Κυβέρνηση δὲν ἔχει νὰ κάμη εἰς τὸ ἑξῆς μ᾿ ἐμένα, οὔτε οἱ ῾πιτροπούλες της.
Μάθαμεν ὅτι ὁ Κιτάγιας ἑτοιμάζεται διὰ τὴν Ἀθήνα. Λέγει τῶν Ἀθηναίων ὁ καϊμένος ὁ Φαβγὲς νὰ ἐπιστατήση μόνος του, νὰ βάλη ὅλο τὸ ταχτικὸν νὰ δουλέψουν νὰ κόψουν νησὶ τὸν Φαληρέα, καὶ οἱ Ἀθηναῖοι νὰ μὴν τρέχουν εἰς τὰ νησιά, νὰ εἶναι ἀπάνου εἰς τὴν πατρίδα τους· καὶ νὰ μὴν ξαναπουληθῆ ἡ Ἀθήνα. Ὁ Γκούρας ἀκούγοντας αὐτὸ ἐνέκρωσε, ὅτι τ᾿ ἀργαστήρι τοῦ αὐτεινοῦ κι᾿ ὅλης του τῆς συντροφιᾶς νεκρώνει, τὸ κάστρο τῆς Ἀθήνας, τὸ βυζὶ τοῦ Γκούρα καὶ συντροφιᾶς του. Αὐτὸ τρώγει τὰ χρήματα, τὸ ταμεῖον τῆς Ἀνατολικῆς Ἑλλάδος, ὅλα τὰ εἰσοδήματα. Διὰ νὰ μὴν γένη αὐτὸ τὸ κακό, νὰ κοπῆ ὁ Περαίας, πολέμησαν ὅλοι τὸν Φαβιὲ καὶ πῆρε τὸ ταχτικὸν καὶ πῆγε εἰς τὰ Μέθενα, ῾σ ἕναν ἔρημον καὶ νοσώδη τόπον, κ᾿ ἔφκειασε ἐκεῖ κάστρο καὶ σπίτια. Κι᾿ ὡς νοσώδης ὁ τόπος, ἀφανίστηκαν οἱ ἄνθρωποι καὶ χάθηκαν κακῶς κακοῦ. Κι᾿ ἀπὸ τόσα ἄρματα, κανόνια, σκουτιὰ κι᾿ ἄλλα ἀναγκαῖα του πολέμου, ὁποῦ θὰ ἦταν τὸ ταχτικὸ διπλό, δὲν ἔμεινε τίποτας. Κι᾿ αὐτὰ ὅλα δὲν χάνονταν, οὔτε τὴν Ἀθήνα νὰ τὴν ξανακυργέψουν οἱ Τοῦρκοι καὶ νὰ μᾶς τὴν πουλήσουνε ὀπίσου· καὶ νὰ πάρουν ἄνθρωποι χωρὶς ἀγῶνες καὶ θυσίες ἀπόνα γρόσι τὸ στρέμμα τὴν γῆς, ἄγρια γῆς καὶ καλῆ, καὶ νὰ βάλουν κ᾿ ἐμᾶς νὰ τὴν γιωργοῦμεν ὡς εἵλωτες αὐτεινών· καὶ τὸ γενὶ νὰ βγάζη τῶν ἀδελφῶν μας καὶ συγγενῶν μας τὰ κόκκαλα. Καὶ λευτερωθήκαμεν ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ σκλαβωθήκαμεν εἰς ἀνθρώπους κακοροίζικους, ὁποῦ ἦταν ἡ ἀκαθαρσία τῆς Εὐρώπης.
Ὁ Κιτάγιας ἦρθε μὲ μεγάλη δύναμη ἀνθρώπων, μὲ καβαλλαρία, μὲ κανόνια, μ᾿ ὅλα τ᾿ ἀναγκαῖα τοῦ πολέμου. Ἔπιασε τὰ Πατήσια. Τὰ χωριὰ τὰ περισσότερά της Ἀθήνας προσκύνησαν, ὅτι ἀπὸ τὴν δικαιοσύνην μας πολλοὺς κατοίκους τοὺς ηὕρανε φορτωμένους πέτρες καὶ τοὺς ξεφόρτωσαν κι᾿ ἄλλους τοὺς λευτέρωσαν, ὁποῦ τοὺς παιδεύαμεν διὰ χρήματα. Ἀφοῦ μάθαν οἱ Ἀθηναῖοι ὅτι ἔρχεται ὁ Κιτάγιας, μὲ ζήτησαν εἰς τὸν Φαβιέ, ὅτ᾿ ἤμουν εἰς τὴν ὁδηγίαν του, καὶ μὄδωσε τὴν ἄδεια κ᾿ ἔμεινα ἅμα πῆγε εἰς τὰ Μέθενα μὲ τὸ σῶμα. Καὶ μὲ διόρισαν μ᾿ ἄλλους δυὸ Ἀθηναίους τὸν Συμεὼν Ζαχαρίτζα καὶ Νεροῦτζον Μετζέλο καὶ ἤμαστε μ᾿ ἀνθρώπους εἰς τὰ τείχη τῆς πόλεως· καὶ πολεμούσαμεν νύχτα καὶ ἡμέρα τριάντα τέσσερες ἡμέρες. Ὁ Κιτάγιας χάλαγε τὰ τείχη μὲ τὰ κανόνια κ᾿ ἐμεῖς φκειάναμεν. Καὶ καταφανιστήκαμεν εἰς τὸν σκοτωμὸν καὶ πληγωμόν. Μίαν αὐγή, μίαν ὥρα νὰ φέξη, ἀφοῦ γκρέμισε σὲ πολλὰ μέρη τῆς πόλεως τὰ τείχη καὶ δὲν μᾶς ἄφιναν τὰ κανόνια τ᾿ ἀκατάπαυτα νὰ μερεμετίσουμεν τὰ τείχη, τότε μπῆκαν οἱ Τοῦρκοι – τοὺς μέθυσε πρῶτα μὲ ρούμι καὶ μπῆκαν ἀπὸ τρεῖς μεριές. Κι᾿ ἀνακατωμένοι μὲ τοὺς Τούρκους πήγαμεν πολεμώντας ὡς τὸ κάστρον. Εἰς τὰ μπροστινὰ τείχη τὰ μακρύτερα, ὁποὖναι πρόσωπον τῶν Πατησιῶν, φυλάγαμεν οἱ Ἀθηναῖοι κι᾿ ὁ γενναῖος κι᾿ ἀγαθὸς πατριώτης ὁ Μορφόπουλος· ἀπὸ τὴν Μπουμπουνίστρα κι᾿ ὡς τὸ ριζὸ τοῦ κάστρου ὁ Μαμούρης μ᾿ ἀνθρώπους τοῦ Γκούρα καὶ χωργιάτες· ἀπὸ τῆς Κολῶνες, τὸν Ἁγιώργη, ὡς τὸ ριζὸ τοῦ κάστρου ὁ Στάθης Κατζικογιάννης. Ὅλοι ἀγωνίστηκαν γενναίως καὶ πατριωτικῶς. Ἡ πατρὶς χάριτες τοὺς χρωστάγει. Ὁ Γκούρας ἦταν εἰς τὸ κάστρον κι᾿ οὖθεν ἔκανε ἀνάγκη, ὁποῦ ἦταν πολὺς πόλεμος, πρόφτανε. Καὶ γενικῶς ὅλοι ἀγωνιστήκανε πατριωτικῶς καὶ γενναίως. Οἱ Τοῦρκοι ὁλόγυρα τὴν χώρα εἶχαν κανονοστάσια, τάμπιες, καὶ βαροῦσαν μὲ κανόνια, μπόμπες καὶ γρανέτες καὶ λιανοντούφεκον. Αὐτεῖνοι πλῆθος κ᾿ ἐμεῖς ὀλίγοι ὡς πεντακόσοι ἄνθρωποι, κάτου ὄχι ἀπάνου. Οἱ θέσες ἐκτεταμένες.
Πήγαμεν εἰς τὸ φρούριον. Ἦταν ἡ νίλα ἐκεῖ· γυναικόπαιδα, ζῶα. Γιόμωσε ὁ Σερπετζές. Ἡ θεία πρόνοια, ἀδελφοὶ ἀναγνῶστες, εἶναι μεγάλη καὶ δίκια. Οἱ Τοῦρκοι – πιασμένες ὅλες οἱ θέσες ὁλόγυρα εἰς τὴν χώρα καὶ κάστρο. Ἐβήκαν οἱ ἄνθρωποι, γυναικόπαιδα, κλαίγοντας, μὲ τόσα ζῶα, καὶ οἱ Τοῦρκοι δὲν τοὺς πῆραν χαμπέρι τελείως· καὶ σωθήκανε ὅλοι χωρὶς νὰ ματώση μύτη κανενοῦ καὶ πῆγαν εἰς Ἀμπελάκι καὶ Κούλουρη.
Τὴν χώρα τὴν βαστήσαμεν τριάντα τέσσερες ἡμέρες. Κολλήσαμεν εἰς τὸ κάστρο Ἀγούστου 3, τὰ 1826. Ὅταν μπήκαμεν εἰς τὸ κάστρο, ἦταν πλῆθος ἐκεῖ βόιδια. Ὁ Γκούρας, ἀμαθὴς ἀπὸ μπλόκους, τάβγαλε καὶ τ᾿ ἀπόλυσε ὅλα ἔξω, καὶ τὰ πῆραν οἱ Τοῦρκοι. Τοῦ λέγω: «Τί κάνεις, ἀδελφέ; ἐδῶ εἶναι πολιορκία. – Λέγει, λίγον καιρὸ θὰ κάμωμεν». Ἔτζι τόλεγαν οἱ Εὐρωπαῖγοι, ὁποὔρχονταν εἰς τὸ κάστρο, καὶ τοὺς πίστευε. Ὅταν δὲν εἴχαμεν οὔτε ψωμί, βάρειε τὸ κεφάλι του. Τὰ βόιδια τάφαγαν οἱ Τοῦρκοι κ᾿ εὐκιώνταν τὴν ἀνοησίαν τοῦ Γκούρα. Ἐγὼ ἤμουν καμένος ἀπὸ τὸ κάστρο τῆς Ἄρτας, ὁποῦ καθόμουν νηστικός, κι᾿ ἀπὸ τὸ Νιόκαστρο, ὁποῦ δὲν εἴχαμεν οὔτε νερό. Ἔβαλα τὸ κρασὶ τῶν συγγενῶν τῆς γυναικός μου κι᾿ ὅλους τους ζαϊρέδες, ἀγόρασα ρύζι ἑξακόσες ὀκάδες, ὄσπρια κι᾿ ὅλα τ᾿ ἀναγκαῖα· κι᾿ ἁλάτισα τόσα βόιδια καὶ γουρούνια. Κ᾿ ἔτρωγαν ὅσους ἀνθρώπους εἶχα μαζί μου, κι᾿ ἀχώρια οἱ λαβωμένοι καὶ οἱ ἄλλοι, ὅταν ἦρθε ὁ Κριτζώτης καὶ τὸ ταχτικόν, ὁποῦ κατήντησε ἑκατὸ γρόσια ἡ ὀκὰ τὸ βούτυρον καὶ τ᾿ ἄλλα τ᾿ ἀναγκαῖα καὶ δὲν βρίσκονταν.
Ἀφοῦ κολλήσαμεν εἰς τὸ κάστρο, μεράσαμεν καὶ πῆρε ὁ καθεὶς τὰ πόστα του. Ὁ Παπὰ Κώστας, ὁ Ἐμορφόπουλος κ᾿ ἐγὼ εἰς τὴν Χρυσοσπηλιώτισσα, ὁποὖναι ἡ σπηλιὰ καὶ οἱ δυὸ κολῶνες ἀπὸ πάνου. Ἀφανιστήκαμεν εἰς τὸν σκοτωμὸν καὶ πλήγωμα, ὅτ᾿ ἦταν καρσὶ ὁ Σέτζος καὶ τὸ Κολωνάκι ὁποὖταν τὰ κανόνια τῶν Τούρκων· ἀπὸ μέσα εἰς τὸν Σερπετζὲ οἱ Ἀθηναῖγοι ὁ Συμιός, ὁ Νεροῦτζος, ὁ Μῆτρο Λίτζος, ὁ Ντάβαρης ὡς τὴν ἔξω πόρτα τοῦ κάστρου· ῾στὴν τάπια τοῦ Δυσσέως, ἀπὸ ῾κεῖ καὶ κάτου, ἄνθρωποι τοῦ Γκούρα· εἰς τοῦ Λιονταριοῦ τὴ ντάπια Ἀθηναῖοι, ὁποῦ ἦταν κιντυνῶδες μέρος. Αὐτεῖνοι οἱ καϊμένοι ἦταν γυμνοὶ καὶ δυστυχισμένοι, ὅτι οἱ ἄνθρωποι τοῦ Γκούρα τοὺς γύμνωσαν. Κι᾿ ὁ καϊμένος ὁ Ντάβαρης ὁ Ἀναγνώστης μὲ τόσους πατριῶτες του κι᾿ ὁ Γερολίτζος ἦρθαν νὰ σκοτωθοῦν μὲ τοὺς χωργιανοὺς τοὺς κ᾿ ἤφεραν κι᾿ ὅλα τους τὰ βόιδια καὶ σκουτιὰ τῶν σπιτιῶν τοὺς κ᾿ ἕντυναν κ᾿ ἔθρεφαν τοὺς συνπολίτες τοὺς τοὺς δυστυχισμένους Ἀθηναίους, ὁποῦ συναγωνίζονταν ἐξ ἀρχῆς εἰς τὰ δεινά της πατρίδος. Καὶ τότε ὡς ἀδελφοὶ μέραζαν τὸ ἐδικόν τους. Ἀφοῦ γύμνωσαν τὴν Ἀθήνα οἱ ἄνθρωποι τοῦ Γκούρα καὶ δὲν ἄφιναν τοὺς Ἀθηναίους νὰ βγάλουν τίποτας ἔξω, εἰς τὸ κάστρο τοὺς πουλοῦσαν τὸ πράμα τοὺς τὸ ἴδιον, τῶν Ἀθηναίων, κι᾿ ἀπ᾿ αὐτὰ ἔτρωγαν καὶ ντύνονταν, ὁποῦ δούλευαν οἱ περισσότεροι μέσα εἰς τὰ χαντάκια καὶ λαγούμια νύχτα καὶ ἡμέρα. Ἦταν μαζὶ μ᾿ ἐμένα οἱ Ἀθηναῖοι καὶ μὲ τὸν Κώστα Λαγουμιτζή, καὶ χωρὶς ν᾿ ἀγωνιζόμαστε ἐμεῖς, τὸ κάστρο θὰ κιντύνευε καὶ θὰ παραδόνεταν πρὸ καιροῦ. Εἰς τὸ Σερπετζὲ ἀπὸ πάνου, εἰς τὸ θέατρο, φύλαγε ὁ Κατζικογιάννης. Ὕστερα μὲ διόρισαν ὅλοι οἱ πολιορκημένοι πολιτάρχη τοῦ κάστρου, νὰ φέρνω γύρα ὅλο τὸ κάστρο μέσα διὰ τὴν εὐταξίαν κ᾿ ἔξω σὲ ὅλα τὰ πόστα νὰ τρέχω ὅθεν ἀκολουθήση ντουφέκι, νὰ προφτάνωμεν. Καὶ φύλαγαν ἀνθρῶποι μου εἰς τὴ ντάπια τοῦ Δυσσέως καὶ τὴν ἄλλη· καὶ τοὺς μέραζα καὶ τὸ νερὸν ὁλουνῶν εἰς τὸ κάστρον.
Ἀπόξω τὸν Σερπετζὲ καρσὶ τοῦ Σέτζου ἦταν ἕνας γαμπρὸς τοῦ Γκούρα ὁ Ντεντούσης, τίμιος πατριώτης καὶ γενναίος· κιντυνώδης ἡ θέση αὐτείνη – ἐσκοτώθη. Καὶ διόρισαν καὶ σήκωσα τοὺς ἀνθρώπους μου ἀπὸ τὴν Χρυσοσπηλιώτισσα καὶ τὴν πιάσαμεν κ᾿ ἐκείνη τὴν θέση ἐμεῖς. Τέσσερες ἀδρασκελιὲς μακρυὰ καὶ λιγώτερον ἦταν τὰ χαρακώματα τῶν Τούρκων, βαθιὰ χαντάκια καὶ εἰς τὰ χείλια τοὺς κοφίνια. Εἶχα κ᾿ ἐγὼ φκειασμένες δυὸ ντάπιες· καὶ τρυπήσαμεν τὸ κάστρο καὶ στεκόμαστε ἐκεῖ. Τὴν νύχτα φκειάναμεν τῆς ντάπιες καὶ τὴν ἡμέρα μας τῆς χάλαγαν μὲ τὰ κανόνια ἀπὸ τὸ Σέτζος. Ὅτ᾿ ἦταν καρσὶ καὶ πολλὰ κοντά. Κι᾿ ἀφανιστήκαμεν εἰς τὸν σκοτωμόν. Τὸ ἴδιον πάθαιναν κι᾿ ἀπάνου εἰς τὸ κάστρο. Ὅτ᾿ ἦταν πέτρες· κι᾿ ἀφανίστηκαν οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τὰ κανόνια καὶ μπόμπες. Γιόμωσε τάφους ἀπάνου τὸ κάστρο καὶ τοὺς χώναμεν ῾στὸν Σερπετζέ.
Τὸ κάστρο τώρα θέλει νὰ φάγη ἐκείνους ὁποῦ τότρωγαν τόσα χρόνια καὶ τοὺς ἔθρεφε σὰν μανάρια, καὶ σκοτώνονταν καθεμερινῶς. Ὁ Γκούρας ἔφκειασε ἕναν περίφημον ναόν, τὸν γιόμωσε ἀπὸ πάνου χῶμα νὰ μὴν περνάγη ἡ μπόμπα, κ᾿ ἔβαλε τὴν φαμελιὰ τοῦ μέσα καὶ κάθονταν κι᾿ ὁ ἴδιος. Πῆρε εἰς τὸ κάστρο τὸν συμπέθερό του τὸν Σταυρὴ Βλάχο, τὸν Καρώρη, τὸν Βαρελά, τὸν Ζαχαρίτζα, ὅλο του τὸ παρτίδο, τὴν συντροφιά του καὶ τοὺς ἔδωσε κ᾿ ἕνα καλὸ ὑπόγειον. Καὶ τοὺς σύστησε δημογεροντία· καὶ τοὺς ἔβαλε καὶ γραμματέα τὸν Διονύση Σουρμελή, ὁποῦ τὸν θυμιατοῦσε γράφοντας ὅταν ἦταν εἰς τὴν χώρα αὐτὸς κι᾿ ὅλη αὐτείνη ἡ συντροφιά. Τοὺς πῆρε καὶ εἰς τὸ κάστρο, τοὺς ἔβαλε εἰς τὸ ὑπόγειον, τρῶνε καὶ πίνουν χωρὶς νὰ πατήση κανένας ἀπὸ αὐτοὺς ὄξω ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ ὑπόγειου. Ὅτι ὄξω ἦταν μπόμπες καὶ γρανάτες καὶ κανόνια καὶ κιντύνευε ὁ καθείς, καὶ εἰς τὸ ὑπόγειο ἦταν σιγουριτά· ὄξω ἀπὸ τὸν Ζαχαρίτζα τὸν Νικολάκη. Αὐτὸς ὁ καϊμένος ἔβγαινε κι᾿ ἀγωνίζονταν, καθὼς καὶ οἱ ἄλλοι οἱ πατριῶτες, καὶ κιντύνευε μαζί μας. Οἱ ἄλλοι ὅλοι εἰς τὸ ὑπόγειον· κι᾿ ὁ Γκούρας εἰς τὸν ναὸν κάθεταν μὲ τὴν φαμελιάν του. Πηγαίναμεν ἐμεῖς σκοτωνόμαστε μὲ τοὺς Τούρκους ἔξω ἀπὸ τὸ κάστρο – ἔγραφε ἡ δημογεροντία κι᾿ ὁ Σουρμελὴς ἔξω εἰς τὴν Διοίκηση καὶ εἰς τοὺς καπεταναίους καὶ εἰς τῆς ῾φημερίδες· «Σήμερα ἐβῆκε ὁ ἀρχηγὸς Γκούρας ἔξω ἀναντίον τῶν Τούρκων κ᾿ ἔκαμεν ἐκείνη τὴν νίκη, ἐκείνη». Κάθε ὀλίγον ὅσοι ἦταν εἰς τὰ ὑπόγεια ἐγκώμιαζαν ἐκείνους ὁποῦ ἦταν εἰς τὸν ναόν. Τὰ εἴδαμεν αὐτὰ γραμμένα εἰς τῆς ῾φημερίδες, ὅτι τάστελναν ἀπόξω τοῦ Ἀναστάση Λιδωρίκη καὶ Βλάχου, γυναικάδελφου καὶ συμπέθερου τοῦ Γκούρα.
Σὰν τὰ εἴδαμεν αὐτά, πιαστήκαμεν καὶ μαλλώσαμεν· καὶ τοὺς εἴπα· «Χωρὶς νὰ βλέπωμεν ὅλα τὰ γράμματα καὶ νὰ τὰ ὑπογράφωμεν ὅλοι, πεζοδρόμον ἀπὸ τὸ κάστρο ἄλλη φορᾶ δὲν βγαίνομεν». Κι᾿ ἔτζι ἀκολουθήσαμεν εἰς τὸ ἑξῆς. Τότε τοῦ εἶπα τοῦ Γκούρα· «Νὰ πιάσης πόστο ἔξω ἀπὸ τὸ κάστρο, καὶ τότε κατὰ τ᾿ ἀνδραγαθήματά σου γράψε». Παληκάρι γενναῖον, φιλότιμον ἐβῆκε κ᾿ ἐκεῖ σκοτώθη, καὶ εἶπαν ὅτι τὸν σκότωσα ἐγώ. Τοῦ Θεοῦ ψυχῆ νὰ μὴν δώσω ἂν ἀκολούθησα τοιοῦτο ἤ μου πέρασε ἀπὸ τὴν ἰδέα μου. Ὕστερα γκρέμισε καὶ τὸ κανόνι ἐκεῖνον τὸν περίφημον ναὸν καὶ χάθη καὶ ἡ φαμελιὰ τοῦ Γκούρα καὶ τόσες ἄλλες ψυχές. Ἐγλύτωσε ζωντανὸ ἀπ᾿ οὔλους αὐτοὺς ἕνα ἀθῶον παιδί, καὶ οἱ ἄλλοι σκοτώθηκαν ὅλοι.
Εἰς τὴν ντάπια τοῦ Δυσσέα ἀπόξω ὡς τὴ ντάπια τοῦ Λιονταριοῦ ἐκεῖ εἴχαμεν δεμένο λαγούμι· εἴχαμεν βάλη μπαρούτι καὶ τὸ φτίλι ἀπὸ κεῖ τὸ εἴχαμεν ὡς μέσα εἰς τὸ χαντάκι. Κ᾿ ἐκείνη τὴν θέση τοῦ Λιονταριοῦ τὴν φύλαγαν οἱ Ἀθηναῖγοι οἱ γυμνοί. Κεφαλὴ αὐτεινῶν ἦταν ὁ Δανίλης, γενναῖος ἄνθρωπος καὶ τίμιος πατριώτης. Τὸν πιάσαν ὕστερα ζωντανὸν αὐτὸν καὶ τὸν Μῆτρο Λέκκα, τοὺς ἀγαθοὺς πατριῶτες, καὶ τοὺς παλούκωσαν εἰς τὴν Ἔγριπον οἱ Τοῦρκοι. Τὸ φτίλι τοῦ λαγουμιοῦ ἦταν ἀπὸ πανί. Οἱ ἄνθρωποι κατουροῦσαν εἰς τὸ χαντάκι, ὅτι δὲν μποροῦσαν νὰ πᾶνε ἀλλοῦ, ὅτι τοὺς βαροῦσαν οἱ Τοῦρκοι ἀπὸ τὸ Καράσουι κι᾿ ἀπ᾿ ἄλλα μέρη· καὶ τοὺς κατασκότωναν καθημερινῶς. Οἱ Τοῦρκοι ἀποφάσισαν νὰ κάμουν γιρούσι δι᾿ αὐτὸ τὸ μέρος, καὶ εἰς τὴ ντάπια, ὁποὖταν τὸ λαγούμι δεμένο ἐκεῖ συνάχτηκαν πλῆθος ἀπὸ αὐτούς. Βάλαμεν τοὺς ἀνθρώπους εἰς τὴν τάξη, βήκαμε καμπόσοι καὶ στεκόμαστε μὲ τὰ μαχαίρια εἰς τὸ χέρι. Βάλαμεν φωτιὰ εἰς τὸ φτίλι, ἦταν βρεμένο, δὲν ἔπιασε· πῆγε σὲ καμπόσο διάστημα ἡ φωτιὰ καὶ κόπη. Τότε εἶδα ἕναν πατριωτικὸν ἐνθουσιασμόν. Ἕνας Ἀθηναῖος παίρνει μὲ τὴν χούφτα τοῦ φωτιὰ καὶ πῆγε καὶ τὴν ἔρριξε εἰς τὸ φτίλι – διὰ τὴν πατρίδα τὴν φωτιὰ τὴν ἔκαμεν νερό, ἀλλὰ δὲν ἔπιασε. Μᾶς ρίχτηκαν οἱ Τοῦρκοι ἀπάνου – τοὺς δώσαμεν ἕνα πελεκίδι καὶ τοὺς πήγαμεν κυνηγώντα ὡς τὴν ἄκρη εἰς τὰ σπίτια· κι᾿ ἀποτύχαμεν τὸ λαγούμι, ὁποῦ θὰ τοὺς ἀφάνιζε. Σκοτώσαμεν καμπόσους κ᾿ ἕναν σημαντικόν. Καὶ λυπήθη πολὺ ὁ Κιτάγιας δι᾿ αὐτόν, ὅτ᾿ ἦτο πολὺ γενναῖος. Ὅταν βαστούσαμεν τὴν χώρα, μιὰ ῾μέρα εἶχα βγῆ ἐγὼ ἀπὸ τὰ τείχη τῆς χώρας μὲ καμμιὰ δεκαριὰ ἀνθρώπους καὶ μᾶς ρίχτηκαν ἡ καβαλλαρία ἀπάνου μας καὶ θὰ χανόμαστε. Βαστήσαμεν καὶ σκοτώσαμεν τὸν ἀρχηγόν τους κι᾿ ἄλλον ἕναν καὶ κρύωσαν οἱ Τούρκοι· καὶ ἤβραμεν καιρὸν καὶ σωθήκαμεν· καὶ τὸν ἔκλαψε κι᾿ αὐτὸν ὁ Κιτάγιας, ὅτ᾿ ἦταν πολὺ ἀγαπημένος του.
Ὅταν κολλήσαμεν εἰς τὸ κάστρο, βαστούσαμεν καὶ τὸν μαχαλὰ τῆς Πλάκας ὡς τὴν Ἀρβανίτικη πόρτα. Ἀπὸ κάτου τὸ κάστρο εἰς τὰ σπίτια ἦταν μία ἐκκλησία καὶ τῆς ἔδεσε λαγούμι ὁ ἀθάνατος περίφημος Κώστας Λαγουμιτζής, γενναῖος καὶ τίμιος πατριώτης – καὶ μὲ τὴν τέχνη του καὶ μὲ τὸ ντουφέκι τοῦ ὡς λιοντάρι πολέμαγε διὰ τὴν πατρίδα. Ἤμαστε μαζὶ κι᾿ ἀγωνιζόμαστε ὡς ἀδελφοὶ νύχτα καὶ ἡμέρα καὶ δουλεύαμεν μὲ τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς ἀγαθοὺς Ἀθηναίους καὶ φκειάναμεν τὰ λαγούμια· καὶ ἤμαστε ὅλοι πάντα ἀγαπημένοι κ᾿ ἑνωμένοι. Εἰς τὸ Μισολόγγι καὶ παντοῦ αὐτὸς ὁ γενναῖος ἄντρας θάματα ἔχει κάμη. Πατρίδα, τοῦ χρωστᾶς πολὺ αὐτεινοῦ τοῦ ἀγωνιστῆ. Θησαυροὺς τοῦ δίνει ὁ Κιτάγιας νὰ γυρίση· διὰ σένα, πατρίδα, ὅλα τὰ καταφρονεῖ. Ἔβαλε λαγούμι εἰς τὴν ἐκκλησίαν. Πλάκωσε ἕνα πλῆθος Τούρκων· ἀρχίσαμεν τὸν πόλεμον· κάμαμεν ὅτι τζακιστήκαμεν. (Θέλαμεν νὰ τὸν ἀφήσουμεν τὸν μαχαλά, ὅτ᾿ ἤμαστε ὀλίγοι καὶ οἱ θέσες ἐκτεταμένες). Τότε οἱ Τοῦρκοι μας πῆραν ῾στὸ κοντό. Εἴχαμεν τὴν Χρυσοσπηλιώτισσα πιασμένη καὶ τὸ ριζὸ τοῦ κάστρου, εἴχαμεν ταμπούρια, καὶ πιάσαμεν ἐκεῖ. Ἀφοῦ γιόμωσε ἡ ἐκκλησιὰ μέσα κι᾿ ὡς ἀπάνου, στάθηκαν δυὸ γενναῖα παληκάρια ὁ Μιχάλης Κουνέλης Ἀθηναῖος κι᾿ ὁ Θωμὰς Ἀργυροκαστρίτης ἢ Χορμοβίτης, αὐτεῖνοι οἱ δυὸ γενναῖοι καὶ οἱ ἀθάνατοι, καὶ βάλαν φωτιά· καὶ πολέμησαν ἀντρεία καὶ σώθηκαν. Καὶ πῆγε εἰς τὸν ἀγέρα ἡ ἐκκλησιὰ καὶ οἱ Τοῦρκοι ὅλοι. Ὕστερα οἱ ἄλλοι Τοῦρκοι ὁποῦ ἦταν πλησίον ἐκεῖ τζακίστηκαν· κι ἀπὸ πάνου τὸ κάστρο κι᾿ ἀπὸ κάτου βαρούσαμεν εἰς τὸ κρέας καὶ τοὺς ἀφανίσαμεν. Ἔγινε μεγάλος ὁ σκοτωμὸς τῶν Τούρκων.
Εἰς τὸ Σερπετζὲ ἀπόξω, ὁποῦ φυλάγαμεν, ἤφερναν τὰ λαγούμια τοὺς οἱ Τοῦρκοι ἀναντίον μας· ἐκεῖ ἦταν καὶ τοῦ κάστρου, τρία στόματα. Οἱ Τοῦρκοι ἦταν πάρα πολλὰ πλησίον μας καὶ ἦρθε κ᾿ ἕνας πασιᾶς νέος μὲ καλὸ ἀσκέρι. Καὶ ἦρθαν ἐκεῖ εἰς τὰ χαρακώματά τους πολλὰ πλησίον μας καὶ μᾶς βρίζαν καὶ μᾶς λέγαν ἄναντρους κι᾿ Ὀβραίους· καὶ εἰς τὸ Μισολόγγι ἦταν παληκάρια κ᾿ ἐμεῖς καντιποτένιοι· καὶ ῾σ ἕνα δυὸ ἡμέρες μας κλείνουν μὲ τὰ χαρακώματα τους· καὶ μᾶς πιάνουν ζωντανοὺς ὕστερα καὶ μᾶς περνοῦν ἀπὸ τὸ σπαθί τους. Ἐγὼ κι᾿ ὁ Κώστα Λαγουμιτζὴς ἤμαστε ἀποσταμένοι, ὅτι φκειάναμεν νύχτα καὶ ἡμέρα τὰ λαγούμια νὰ τοὺς χαλάσουμεν τῶν Τούρκων τὰ δικά τους. Κ᾿ ἐγὼ ἤμουν πάντοτες ὁποῦ σύναζα τοὺς Ἀθηναίους (τους ἀγαποῦσα, κι᾿ αὐτοὶ τὸ ἴδιον) καὶ τοὺς ὁδηγοῦσα εἰς αὐτὰ κ᾿ ἐργαζόμαστε. Εἶχα κι᾿ ὅλα τὰ νοικοκυρόπουλα μαζί μου καὶ τὰ προφύλαγα ἀπὸ τοὺς ἀνθρωποφάγους, ὁποὔθελαν νὰ τοὺς γυμνώνουν ὡς καὶ εἰς τὸ κάστρο, ὅπου τοὺς ἔμεινε ὀλίγον πράμα – νὰ τοὺς τὸ πάρουν κι᾿ αὐτό. Ἀφοῦ ἤμαστε ἀποσταμένοι, ὁληνύχτα καὶ ἡμέρα ὁποῦ ἐργαζόμαστε, τοὺς εἶπα κ᾿ ἔσφαξαν ἕνα βόιδι ὁποὖχα ζωντανό, νὰ πάρουν οἱ ἄνθρωποι ὀλίγον κρέας. Καὶ μᾶς μαγείρεψαν νὰ φᾶμε. Τότε κάλεσα καὶ τὸν Λαγουμιτζὴ καὶ τὸν Παπὰ τοῦ Κριτζώτη τὸν ἀδελφόν, ὁποῦ ἦταν μέσα καὶ φύλαγε μὲ τὸν Στάθη Κατζικογιάννη εἰς τὴν ἴδια βέργα τοῦ τείχους τοῦ Σερπετζέ, κι᾿ ἀπόξω ἐμεῖς. Εἶχα καλεσμένον καὶ τὸν Παπακώστα, γενναῖον παληκάρι, ἀγαθὸς πατριώτης, συγγενής του Γκούρα. (Μὲ τὸν Γκούρα ἤμουν ῾γγισμένος, μὲ τὸν Παπακώστα ἤμαστε φίλοι στενοί, ὅτι γνώριζε ποιὸς ἔφταιγε καὶ ποιὸς εἶχε δίκιον). Ἐκεῖ ὁποῦ τρώγαμε ὅλοι ψωμί, οἱ Τοῦρκοι ἀπόξω, τὴν νύχτα, μᾶς βρίζαν· εἶχα τὴν μάγκα μου, ὁποῦ τρώγαμεν ὅλοι μαζὶ μὲ τοὺς μουσαφιραίγους· τοὺς λέγω: «Ἀδελφοί, ἐδῶ σας ἔχω ζαϊρέδες ὁποῦ τρῶτε, κρασί, ρακὶ κι᾿ ὅλα σας τὰ συγύρια. Οἱ ἄλλοι τοῦ κάστρου τρῶνε ξερὸ ψωμί. Τὸ λοιπὸν ἐμεῖς νὰ τρῶμεν, καὶ οἱ Τοῦρκοι νὰ μᾶς διατιμοῦν δὲν βαστιέται. Θέλω κοφίνια τούρκικα ἀπὸ τὰ χαρακώματά τους!» Μοῦ λένε οἱ γενναῖοι ἄντρες – ἦταν ὅλο νοικοκυρόπουλα Ἀθηναῖγοι κι᾿ ὀλίγοι Φηβαῖγοι, ὁποῦ τοὺς εἶχα πάντοτες μαζί μου. Ἀφοῦ τοὺς ἔκαμα αὐτείνη τὴν ὁμιλίαν, φιλοτιμία καὶ πατριωτισμὸν γιομάτοι ὅλοι, (ἄλλη βολὰ δὲν εἴχαμεν βγῆ ῾στὰ τούρκικα χαρακώματα· αὐτὸ ἦταν τὸ πρῶτο) μοῦ λένε: «Δός μας μίαν φορᾶ κρασὶ νὰ πιοῦμεν ἀπὸ τὸ χέρι σου». Τοὺς ἔδωσα. Μοῦ εἶπαν: «Δῶσε μας καὶ τὴν εὐκή σου. – Τοὺς εἶπα, ἔχετε πρῶτα τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀρχηγοῦ τοῦ παντὸς τὴν εὐκὴ καὶ τῆς πατρίδος». Σηκώθηκαν ὅλοι καὶ βγαίνουν ἀναντίον τῶν Τούρκων εἰς τὰ χαρακώματά τους καὶ τοὺς τζακίζουν: καὶ σκότωσαν πεντέξι Τούρκους, τοὺς πῆραν καὶ καμπόσα κοφίνια. Τοὺς πισωδρόμησαν οἱ Τοῦρκοι. Τότε δὲν ἦταν καλὸ αὐτό, ὅτ᾿ εἶναι πρῶτο κίνημα κι᾿ ὅποιος λάβη θάρρος, θὰ λάβη διὰ πάντα. Μοῦ λένε: «Ἔβγα κ᾿ ἐσύ, καπετᾶνε». Ἐγὼ εἶμαι φιλόζωγος, ὅμως μου πειράζεταν καὶ ἡ φιλοτιμία, ὅτι ἐγὼ ἤμουν ὁ αἴτιος νὰ τοὺς εἰπῶ αὐτό. Τότε μὲ τοὺς ἴδιους ἐβήκαμεν ἀντάμα, χαλάσαμεν τοὺς Τούρκους. ῾Σ ὀλίγον μας πῆραν μὲ τὰ μαχαίρια, μᾶς ἤφεραν κυνηγώντας ὡς τὸ πόστο μας· λάβωσαν κι᾿ ἀπὸ ῾μάς κάνα δυό. Τοὺς δίνομεν ἄλλο τζάκισμα: μᾶς πισωδρόμησαν. Ἐκεῖ ὁποῦ τοὺς τζακίσαμεν, τοὺς πήραμεν καμπόσα πλιάτζικα, τοὺς πήραμεν κ᾿ ἕνα πανουφόρεμα μακρύ. Εἶχα ἕναν μαζί μου, γραμματικόν του Κατζικογιάννη, Ἀλεξαντρῆ τὸν λένε, νοικοκυρόπουλον, φιλότιμος νέος καὶ μὲ νοῦ κι᾿ ἀρετή. Τοῦ λέγω: «Ὅ,τι θὰ κάνω ἐγὼ ἐσὺ θὰ τὸ ἐπιστηρίζης ὡς βέβαιον· θὰ κάμω ἕνα στρατήγημα. – Ὅ,τι μου εἰπῆς κάνω, μοῦ λέγει ὁ νέος». Γιομίζω τὸ φόρεμα τὸ τούρκικον χώματα καὶ τὸ πιάνομεν οἱ δυό μας καὶ τὸ πάγω εἰς τὰ πόστα μας, ὁποὖταν οἱ συντρόφοι κυνηγημένοι ἀπὸ τοὺς Τούρκους, καὶ φωνάζω τὸν Λαγουμιτζή, τὸν Παπὰ τοῦ Κριτζώτη καὶ τὸν Παπακώστα – καὶ φωνάζω νὰ μ᾿ ἀκούσουν οἱ Ἕλληνες· λέγω αὐτείνων τῶν τριῶν τὰ ὀνόματα τους· «Ἐλᾶτε νὰ σᾶς δώσω ἐσᾶς τῶν τριῶν τὸν χαζνὲ τῶν Τούρκων, ὁποῦ τοὺς πήραμεν, νὰ μοῦ τὸν φυλάξετε ἐσεῖς οἱ τρεῖς καὶ θὰ πάγω νὰ πάρω καὶ τὸν ἄλλον ὁποὖναι ἐκεῖ. Ὀπίσου στεκᾶτε νὰ τὸν βουλλώσω πρῶτα, νὰ μή μου τὸν κλέψετε». Ἔβγαλα τὴν τεζέδα μου ἀπὸ τὸ ποδάρι καὶ τὄδεσα κ᾿ ἔβγαλα καὶ τὴν βούλα μου νὰ τὰ βουλλώσω – κι᾿ ὁ Ἀλεξαντρὴς νὰ ψάχνη διὰ κερί. Ἀκούγοντας γρόσια οἱ Ἕλληνες καὶ βουλώματα, βγάνουν τὰ μαχαίρια καὶ σὰν λιοντάρια ρίχνονται εἰς τοὺς Τούρκους. Ἀλήθεια χαζνὲ πήραν· πῆραν ντουφέκια, πῆραν σπαθιά, σκότωσαν καὶ τόσους Τούρκους· κυργέψαμεν τρία λαγούμια, ὁποῦ μας φέρναν ἀναντίον μας νὰ μᾶς ἀφανίσουνε ἐμᾶς καὶ τὸ κάστρο· πιάσαμεν καμμίαν εἰκοσιπενταριὰ ζωντανούς, τοὺς λαγουμιτζῆδες τους κι᾿ ἄλλους· τοὺς καφφενέδες τους, ὁποὖχαν ἐκεῖ, κι᾿ ὅλα τους τὰ συγύρια· κρασιά, ρακιὰ καταδίκι· τοὺς πήγαμεν κυνηγώντας ὡς τὸ Καράσουι· ἐκεῖ ἦταν δύναμη μεγάλη τῶν Τούρκων καὶ τὰ ταμπούρια τους καὶ βαστάχτηκαν. Χαλάσαμεν ἀπὸ τὸ Καράσουι ὡς τὰ πόστα μας ὅλα τους τὰ χαντάκια καὶ τοὺς πήραμεν περίτου ἀπὸ δυὸ χιλιάδες κοφίνια.
Τότε πιάσαμεν τὸν τόπον ὁ Γκούρας, ὁ Παπακώστας, ὁ γενναῖος καὶ καλὸς πατριώτης ὁ Θωμὰς Ἀργυροκαστρίτης· βαστούσαμεν ἐμεῖς ὅλοι τους Τούρκους μὲ τὸν πόλεμον – καὶ τὰ τρία λαγούμια τῶν Τούρκων τάκαμεν ὁ Λαγουμιτζὴς ἕνα καὶ τόβαλε εἰς τὸ δικό μας λαγούμι· καὶ πήραμεν ἐμεῖς τὸ μάκρο του καὶ δέσαμεν ἕνα λαγούμι τῶν Τούρκων ῾σ ἕνα πόστο τους, ὁποὖταν σὰν πιάτζα καὶ συνάζονταν ὅλοι οἱ Τοῦρκοι καὶ κουβέντιαζαν καὶ πίναν καφφέ, ἐκεῖ ἀπὸ κάτου τὸ γιομίσαμεν μπαρούτι χωρὶς οἱ Τοῦρκοι νὰ ξέρουνε τίποτας. Συνάξαμεν ὅλα τὰ κοφίνια καὶ φκειάσαμεν τὸ πόστο, τῆς δυὸ ντάπιες μου κι᾿ οὖθεν ἀλλοῦ ἔκανε χρεία. Μοῦ σκοτώθη ἕνα παληκάρι τότε ὁποῦ ἦταν ἀπὸ τὰ σπάνια, ὁ Στάμος Πέτρου Θοδωρῆς Ἀθηναίος· τὸν εἶχα μπαγιραχτάρη· τίμιος ἄνθρωπος πολύ, ἀγαθὸς καὶ γενναῖος. Ἀφοῦ τζακίσαμεν τοὺς Τούρκους, ὤρμησε εἰς τὸ Καράσουι καὶ τὸν σκότωσε αὐτὸν καὶ τὸν Πράπα ἀδελφόν του Παγώνα. Τοὺς ἔκλαψε ὅλο τὸ κάστρο· κ᾿ ἐγὼ φαρμακώθηκα, ὅτι τὸν εἶχα τόσα χρόνια μαζί μου.
Ἄρχισαν οἱ Τοῦρκοι κ᾿ ἔφκειασαν τὰ χαρακώματά τους καὶ τάφεραν ὡς τὸ πόστο τους, ὁποῦ τοὺς εἴχαμεν τὸ μπαρούτι κρυφίως. Τότε συνάχτηκαν τ᾿ ἀσκέρια εἰς τὸ πόστο μου καὶ πιάσαμεν κουβέντα μὲ τοὺς Τούρκους φιλικὴ διὰ νὰ συναχτοῦνε πολλοὶ καὶ νὰ τοὺς κυβερνήσωμεν ὅλους ὅταν βάλωμεν φωτιὰ εἰς τὸ λαγούμι. Μπῆκαν οἱ δικοί μας εἰς τὴν λίνια· τοὺς μέρασα κάθε δέκα ἀνθρώπων μίαν μποτίλλια ρούμη· ἕνας, τὄδωσα τὴν ρούμη, δὲν τὴν ἔδωσε νὰ πιοῦνε οἱ συντρόφοι του, ὁποὖταν μάγκατζης, τὴν ἔπγε μόνος του ὅλη καὶ μέθυσε. Ἀφοῦ ἑτοιμαστήκαμεν, καὶ οἱ Τοῦρκοι γιόμωσε ὁ τόπος, καὶ τότε θὰ τοὺς ἀφανίζαμεν βαίνοντας τὴν φωτιὰ– τὸ λαγούμι τοῦ κάνουν τρύπες νὰ ξεθυμαίνη. Ἡ κακὴ τύχη ῾σ ἐκείνη τὴν τρύπα εἶχε χυθῆ μπαρούτι. Πηγαίνοντας ἡ φωτιὰ ἐκεῖ, πῆρε φωτιὰ ἐκεῖνο τὸ μπαρούτι. Ἐμεῖς δὲν ξέραμεν ἀπὸ λαγούμια· ἐλέγαμεν ὅτι αὐτείνη ἡ φωτιὰ εἶναι τὸ λαγούμι. Ἐκεῖνος ὁ μεθυσμένος τράβησε τὸ μαχαίρι κ᾿ ἔβαλε τῆς φωνές. Οἱ Τοῦρκοι πῆραν χαμπέρι. Ἐμεῖς κινηθήκαμεν ἄταχτα· οἱ Τοῦρκοι τραβήχτηκαν ἀπὸ ῾κεῖ. Τότε ὠρμήσαμεν ἀπάνου τους καὶ κόντεψε νὰ πάθωμεν ἐμεῖς ἐκεῖνο ὁποῦ θὰ κάναμεν τῶν Τούρκων. Ἔκαμε ὁ Θεὸς καὶ πῆρε φωτιὰ πρὶν νὰ ζυγώσουμεν καὶ σήκωσε εἰς τὸν ἀγέρα λιθάρια ριζιμιά. Καὶ δὲν βλάφτη κανένας ἀπὸ ῾μάς, οὔτε οἱ Τοῦρκοι. Τότε μας ρίχτηκαν οἱ Τοῦρκοι μὲ τὰ μαχαίρια καὶ μᾶς ἔβαλαν ὀμπρός. Κι᾿ ἄρχισαν τὰ λιανοντούφεκα βροχὴ τῶν Τούρκων καὶ οἱ μπόμπες καὶ τὰ κανόνια καὶ οἱ γρανέτες. Λαβώθηκαν κάμποσοι ἀπὸ ῾μάς καὶ μοῦ σκοτώθη κ᾿ ἒν᾿ Ἀθηνιωτόπουλο, νοικοκυρόπουλο, Νέστορα Κοπίδη τόλεγαν, ὁ σύντροφος τοῦ μπαγιραχτάρη μου, πολὺ γενναῖος. Τότε τάχαμεν κακά· μας φέραν οἱ Τοῦρκοι ὡς ἀπόξω καὶ μποροῦσαν νὰ μᾶς βάλουν καὶ μέσα εἰς τὸ κάστρο. Τότε μὲ φωτίζει ὁ Θεὸς καὶ παίρνω ἕνα δαβλὶ μὲ φωτιὰ εἰς τὸ χέρι καὶ φωνάζω· «Βάλτε φωτιὰ εἰς τὸ τρανὸ λαγούμι, τώρα ὁποῦ ζύγωσαν οἱ Τοῦρκοι, νὰ τοὺς ἀφανίσουμεν!» Ἀκοῦνε οἱ Τοῦρκοι, βλέπουν καὶ τὴν φωτιά, τζακίζουν ὀπίσου καὶ τοὺς παίρνουν εἰς τὸ κοντὸ οἱ ἀθάνατοι Ἕλληνες· καὶ τρῶνε ἕνα σπαθὶ καλό. Τοὺς χαλάσαμεν πίσου τὰ χαρακώματα τους· τοὺς πήραμεν τόσα κεφάλια καὶ λάφυρα πλῆθος, ντουφέκια, σπαθιά, καπότες. Οὔτε ἄλλο λαγούμι εἴχαμεν, οὔτε φωτιὰ ν᾿ ἀνάψη. Ἀπὸ τότε μάθαν πολλὴ γνώση οἱ Τούρκοι· οὔτε μας βρίζαν, οὔτε μας πλησιάζαν. Τοὺς πήραμεν τὸν ἀγέρα τους. Πέντε δέκα βγαίναν οἱ Ἕλληνες, τοὺς ἀφάνιζαν. Εἶχα ἕνα παληκάρι, Χατζὴ Μελέτη τὸ λένε, Ἀθηναίος· ὅποτε ἔβγαινε ἔξω, ἢ ἕνα κεφάλι ἢ δυὸ θάφερνε μέσα εἰς τὸ πόστο· γενναῖον καὶ τίμιον παληκάρι. Μᾶς φέρναν οἱ Τοῦρκοι ἕνα λαγούμι ἀπὸ κάτου τὸ κάστρο καὶ τοῦ τάξαμεν δέκα χιλιάδες γρόσια καὶ τὸν κρεμάσαμεν μόνον τοῦ ἀπὸ τὸ κάστρο καὶ εἶδε αὐτὸ τὸ λαγούμι· καὶ γλύτωσε τὸ κάστρο. (Τὸ ξεθυμάναμεν ἀπὸ πάνου). Καὶ κιντύνεψε νὰ σωθῆ, ὁποῦ τὸν πλάκωσαν τόση Τουρκιά. Καὶ τοῦ δώσαμεν δέκα παράδες.2
Ὅταν μέρασα τὸ ρούμι τῶν ἀνθρώπων διὰ νὰ κάμωμεν τὸ γιρούσι διὰ τὸ λαγούμι, ἦταν ἐκεῖ κ᾿ ἕνας ἀξιωματικός του Γκούρα, ἀγαπημένος του· καὶ τὸν καζάντησε τόσα χρήματα αὐτόν, τὸν λένε Γιάννη Μπαλωμένον – ὁ τρισκατάρατος τὸν ἔχει μπαλωμένον καὶ βουλλωμένον, τὸν ἀναθεματισμένον τῆς πατρίδας. Αὐτὸς ὁ ἄτιμος μὲ καμπόσους συντρόφους του, ὅταν εἴχαμεν τὸν πόλεμο καὶ πετζοκοβόμαστε μὲ τοὺς Τούρκους, πῆρε τοὺς συντρόφους του καὶ φύγαν καὶ πῆγαν εἰς τὴν Κούλουρη· καὶ πολεμοῦσαν μὲ τῆς ἄτιμες γυναίκες· κι᾿ ἄφησαν τὸ πόστο τοὺς ἐμπροστὰ εἰς τὸ μάτι τῶν Τούρκων, παραπάνου ἀπὸ τὸ δικό μου πόστο, ἄδειον. Καὶ τότε ὁ δυστυχὴς Γκούρας –(ἤμουν πολὺ ῾γγιμένος μ᾿ αὐτὸν ἐξ αἰτίας ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς δολεροὺς ἀνθρώπους, ὁποῦ τὸν τρογύριζαν, αὐτεῖνοι κ᾿ ἡ συντροφιά του ἢ Ἀθηναίικη, καὶ τὸν συβούλευαν μπερμπάντικα· καὶ τὸν ἀφάνισαν τὸν γενναῖον ἀγωνιστή· κ᾿ ἐξ αἰτίας ἀπὸ αὐτὰ δὲν τόκρενα)– καὶ τότε ἦρθε εἰς τὸ πόστο μου λυπημένος καὶ κάηκε ἡ ψυχή μου ὁποῦ τὸν εἶδα τοιούτως. Μοῦ παραπονεύτη πολύ. Τοῦ εἶπα: «Ἀδελφέ, ἀπὸ τὴν σήμερον κι᾿ ὀμπρὸς νὰ μὲ γνωρίζης καθὼς ἤμαστε καὶ πρῶτα καὶ καλύτερα. Ἐγὼ ἀγωνίζομαι, τοῦ λέγω, νύχτα καὶ ἡμέρα, καθὼς βλέπεις. Κι᾿ ὅσο εἴμαστε ἐδῶ, εἶμαι ἀδελφός σου· τελειώνοντας ὁ πόλεμος αὐτός, δὲν θέλω τὴν φιλίαν σου. (Μ᾿ εἶχε καὶ στεφανωμένον). – Μοῦ λέγει, ἐγὼ σ᾿ ἔχω ἀδελφὸν τόσα χρόνια, σ᾿ ἔκαμα καὶ συγγενή· διατὶ δὲν θέλεις τὴν φιλίαν μου; – διατί, τοῦ λέγω, σοῦ εἶπα, ὅταν ἤρθαμεν εἰς τὴν Ἀθήνα, μὴν τηράξης νὰ πλουτήνης, ὅτι θὰ διατιμηθῆς καὶ ἡ Ἀθήνα θὰ κιντυνέψη ἐξ αἰτίας σου. Ὅτι δὲν εἶσαι μικρὸς ἄνθρωπος νὰ τὴν βλάψης ὀλίγον. Τί τὸ θέλω τώρα; Πλούτηνες καὶ ρήμαξες καὶ τὴν Ἀθήνα γυμνώνοντας. Αὐτεῖνοι οἱ ἄτιμοι ὁποὖχες μαζί σου, τὸν Ἄγουστον κολλήσαμεν εἰς τὸ φρούριον, καὶ τὸν ἴδιον μήνα γύρευαν νὰ σ᾿ ἀφήσουνε νὰ φύγουν, καθὼς τοὺς εἶδες. Ἐμεῖς σκοτωνόμαστε μὲ τοὺς Τούρκους, κι᾿ ὁ Μπαλωμένος κι᾿ ἄλλοι σηκώθηκαν καὶ φύγαν. Καὶ μὲ τοὺς Ἀθηναίους σ᾿ ἔβαλαν καὶ πιάστης ὀχτρός, ὅτι τοὺς γύμνωσαν. Αὐτεῖνοι εἶναι ἄναντροι, χασάπικα σκυλιά. Τί τὰ θέλεις τὰ πλούτη, ὁποῦ τάκαμες καὶ γιόμωσες τόσους τενεκέδες καὶ τοὺς ἔχωσες; Δὲν πλέρωνες ἀνθρώπους νάχης διὰ τὸ κεφάλι σου, κ᾿ ἐσὺ νὰ δοξαστῆς καὶ τὴν πατρίδα νὰ τὴν ὠφελήσης; Ὄχι ῾σ ἕνα μήνα νὰ σὲ βιάζουν νὰ φύγουν. Σοῦ βάλαν ὑποψίες οἱ ἀπατεῶνες ὅτι θὰ σὲ σκοτώσω μ᾿ ἀπιστιὰ ἐξ αἰτίας τοῦ Δυσσέα, ὁποῦ τὸν σκότωσες. Ἀδελφέ, δὲν ἔπρεπε νὰ γένη αὐτὸ εἰς τὸν εὐεργέτη σου καὶ ναρθῆ ἀπὸ σένα. Τώρα ἔγινε. Θυμήσου πόσα σου εἶπα εἰς τὴν Ἀγόργιανη· ὅτι θὰ μᾶς βάλουν νὰ σκοτώνωμεν ἕνας τὸν ἄλλον. Τότε μ᾿ ἄκουσες, δὲν τόκαμες· ὕστερα ἔγινε. Τώρα ὅμως νὰ γνωρίσης τοὺς φίλους σου καὶ τοὺς ἀπατεῶνες. Δὲν πλουταίνει ὁ ἄνθρωπος μὲ χρήματα μοναχά, πλουταίνει κι᾿ ἀπὸ τὰ καλὰ τοῦ ἔργα.
Δάκρυσαν τὰ μάτια τοῦ τοῦ καϊμένου· τὸν ἔτυπτε ἡ συνείδησή του διὰ τὸ κάμωμα ὁποὔκαμεν εἰς τὸν Δυσσέα. Μοῦ εἶπε: «Ἂν ζήσω κ᾿ ἔβγω ἔξω, δὲν θέλω ματαξέρη ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς μπερμπάντες. Καὶ τὰ χρήματα, μοῦ εἶπε, – καταγίνομαι νὰ φκειάσω τὴν διαθήκη μου καὶ θὰ κάμω σκολειὰ κι᾿ ἄλλα καλὰ διὰ τὴν πατρίδα. Καὶ θ᾿ ἀφήσω ὅλων ἐσᾶς τὸ μερίδιόν σας. – Νὰ ζήσης νὰ τὰ χαρῆς, ἀδελφέ, καὶ νὰ κάμης καλὰ πράματα διὰ τὴν πατρίδα, νὰ βγάλης αὐτὸν τὸν λεκὲ ἀπὸ πάνου σου, ὅτι ὅποιος σ᾿ ἔχει φίλο λυπᾶται. Ἐγὼ δὲν θέλω ἀπὸ μέρος μου τίποτας. Κι᾿ ἂν μ᾿ ἀκούσης κ᾿ ἐμένα εἰς τὸ ἑξῆς ὅ,τι μου κόβη τὸ κεφάλι μου νὰ σοῦ λέγω, εἴμαστε ἀδελφοὶ καὶ φίλοι καθὼς ἤμαστε· εἰδέ, τηράγει καθένας τὴν δουλειά του. Καὶ μ᾿ αὐτοὺς τοὺς φίλους ὁποὔχεις φιλίαν δὲν θέλω, ὅτι τοὺς γνωρίζω ἐγὼ τί ἔκαμαν ῾σ ἐσένα καὶ εἰς τὴν πατρίδα. Κ᾿ ἐδῶ μέσα ὁποῦ τοὺς ἔχεις δημογεροντία – ὄξω σου σκάβουν τὸ λαγούμι σου μὲ τοὺς ἄλλους τοὺς ψεῦτες. – Τὰ ξέρω ὅλα, μοῦ εἶπε, πὼς μ᾿ ἔχουν ὅλοι αὐτεῖνοι τυλιμένον. Ὅμως δὲν εἶναι περίσταση τώρα». Φιληθήκαμεν κι᾿ ὁρκιστήκαμεν νὰ εἴμαστε εἰς τὸ ἑξῆς καλύτερα ἀπὸ τὰ πρῶτα.
Ἀφοῦ μείναμεν σύνφωνοι, τόμαθαν ἡ γυναίκα του, οἱ συγγενεῖς του, ἐχάρηκαν. Πῆγα κ᾿ ἐγὼ τοὺς εἶδα εἰς τὸν ναόν. Μείναμεν σύνφωνοι τὸ βράδυ ναρθοῦνε μὲ τὸν Παπακώστα καὶ τὸν Κατζικογιάννη νὰ φάμεν εἰς τὸ πόστο μου ψωμί· ὅτ᾿ ἔχω ταζέτικον κρέας κι᾿ ἄλλα. Ἦταν λυπημένος ὁ καϊμένος ὁ Κατζικογιάννης. Τοῦ σκοτώθηκαν τόσοι συγγενεῖς του κ᾿ ἕνας ἀνιψιὸς τοῦ τότε. Ἦταν καλὸς πατριώτης ὁ Κατζικοστάθης, ἀγαθὸς ἄνθρωπος. Κι᾿ ἀφανίστηκαν εἰς τὸ κάστρο ὅλοι αὐτεῖνοι οἱ συγγενεῖς του. Ἀφοῦ ἑτοιμάζαμεν τὸ φαγί, μιλοῦνε τοῦ Γκούρα ὅλοι του οἱ συντρόφοι θὰ φύγουν, καθὼς ἔφυγε ὁ Μπαλωμένος. Τότε ὁ δυστυχὴς ὁ Γκούρας φαρμακώθη. Τοῦ λέγω: «Μὴν πικραίνεσαι. Πὲς τοὺς μίαν προθεσμίαν διὰ ὀχτὼ ἡμέρες καὶ νὰ γράψωμεν αὐτὰ εἰς τὴν Διοίκησιν νὰ στείλη νέους ἀνθρώπους· κι᾿ αὐτὲς τῆς ῾μέρες ὁποῦ θὰ μείνουν νὰ μᾶς βοηθήσουνε νὰ φκειάσωμεν τὰ λαγούμια γύρα τὸν Σερπετζὲ καὶ σὲ ὅλες της πόρτες τοῦ κάστρου κι᾿ οὖθεν κάνει ἀνάγκη. Καὶ δουλεύομεν κ᾿ ἐμεῖς καὶ φκειάνομεν παντοῦ τὰ λαγούμια κ᾿ ἑτοιμάζομεν ὅλα αὐτὰ τὰ μέρη, ὅτι θέλουν πολλὴ δουλειά. Καὶ δι᾿ αὐτὸ νὰ βαστήξουμεν τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ συνχρόνως γράφομεν καὶ εἰς τὴν Κυβέρνησιν νὰ μᾶς στείλη νέα φρουρά. Καὶ νὰ εἰποῦμεν αὐτεινῶν ὁποῦ θέλουν νὰ φύγουν νὰ φκειάσουνε καὶ μίαν ἀναφορὰ νὰ τὴν στείλωμεν εἰς τὴν Κυβέρνησιν καὶ σὲ ὀχτὼ ἡμέρες μας ἔρχεται ἀπάντηση, ἢ στείλη ἡ Κυβέρνηση ἀνθρώπους νέους ἢ ὄχι· τότε αὐτεῖνοι ἂς φύγουν. Ἂν ἔρθουν νέοι ἄνθρωποι, τὰ λαγούμια δὲν μᾶς χρειάζονται· εἰδὲ καὶ δὲν μᾶς ἔρθουν, θὰ μείνουμεν πολλὰ ὀλίγοι καὶ θὰ περγιοριστοῦμεν ἀπὸ μέσα τὸ Σερπετζέ. Κι᾿ ὅταν ἔρθουν οἱ Τοῦρκοι καὶ δὲν μποροῦμεν ν᾿ ἀνθέξωμεν, βάνομεν φωτιὰ καὶ τὸν Σερπετζὲ στέλνομεν εἰς τὸν ἀγέρα καὶ τοὺς Τούρκους ὁποῦ θανάναι ἐκεῖ. Καὶ μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπον πηγαίνομεν πολεμώντας ὡς μέσα εἰς τὸν ναόν· κ᾿ ἐκεῖ κάνομεν γενικὸν λαγούμι καὶ πάμεν ῾στὸν ἀγέρα κ᾿ ἐμεῖς καὶ οἱ Τοῦρκοι καὶ ὁ ναός. Ὅτι ἂν δὲν μᾶς στείλη ἀνθρώπους νέους ἡ Κυβέρνηση – δὲν θελήσουνε ναρθοῦνε – θ᾿ ἀφήσουμε ἀπολέμητο τὸ κάστρο νὰ φύγωμεν μ᾿ ἐνάμισυ μήνα πόλεμον; Καὶ ποὺ θὰ ζήσουμεν ἀπὸ τὴ ντροπὴ τοῦ κόσμου καὶ καταξοχὴ ἐσύ, ὁποὔλεγες ὅλων τῶν ξένων περιηγητῶν καὶ ντόπιων ὅτι μπορεῖς νὰ πολεμήσης εἰς τὸ κάστρο δυὸ καὶ τρία χρόνια;». Τοῦ ἄρεσε ἡ παρατήρησή μου καὶ μιλήσαμεν τῶν ἀνθρώπωνέ του αὐτὰ ὅλα· καὶ νὰ δουλέψωμεν ὅλοι νὰ φκειάσουμεν τὰ λαγούμια.
Καὶ τοιούτως φκειάσαμεν τὰ γράμματα διὰ τὴν Κυβέρνησιν καὶ προσμέναμεν τὸ φεγγάρι νὰ βασιλέψη νὰ βγάλω τὸν πεζοδρόμον διὰ τὴν Κυβέρνησιν (ὅτι ἔβγαιναν ἀπὸ τὸ πόστο μου). Λυπημένος ὁ δυστυχὴς Γκούρας διὰ τοὺς ἀχάριστους συντρόφους του, ὁποῦ ἔγιναν φιλόζωοι εἰς τὸν κίντυνον τῆς πατρίδος κι᾿ ἀνώτερού τους. Καὶ εἰς τ᾿ ἀγαθὰ αὐτεινοῦ τοῦ κάστρου ἦταν γενναῖοι κι᾿ ἀτρόμητοι. Καὶ τρώγαν τοὺς δυστυχεῖς Ἀθηναίους. Ἀφοῦ εἶδα τὴν λύπη του, μίλησα καμποσουνῶν σημαντικῶν Ἀθηναίων καὶ πῆγαν καὶ τοῦ εἶπαν: «Μὴν πικραίνεσαι ὅτι θέλουν νὰ φύγουν αὐτεῖνοι. Αὐτὸ τὸ κάστρο τὸ φυλάμεν ἐμεῖς, ὁποῦ τὸ κυργέψαμεν ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Καὶ τώρα δὲν τοὺς τὸ δίνομεν, ἂν δὲν μᾶς πεθάνουν».
Τότε ἔκατζε ὁ Γκούρας καὶ οἱ ἄλλοι καὶ φάγαμεν ψωμί· τραγουδήσαμεν κ᾿ ἐγλεντήσαμεν. Μὲ περικάλεσε ὁ Γκούρας κι᾿ ὁ Παπακώστας νὰ τραγουδήσω· ὅτ᾿ εἴχαμεν τόσον καιρὸν ὁποῦ δὲν εἴχαμεν τραγουδήση – τόσον καιρόν, ὁποῦ μας ἔβαλαν οἱ ῾διοτελεῖς καὶ γγιχτήκαμεν διὰ νὰ κάνουν τοὺς κακούς τους σκοπούς. Τραγουδοῦσα καλά. Τότε λέγω ἕνα τραγούδι·
Ὁ Ἥλιος ἐβασίλεψε,
Ἕλληνά μου, βασίλεψε
καὶ τὸ Φεγγάρι ἐχάθη
κι᾿ ὁ καθαρὸς Αὐγερινὸς
ποὺ πάει κοντὰ τὴν Πούλια,
τὰ τέσσερα κουβέντιαζαν
καὶ κρυφοκουβεντιάζουν.
Γυρίζει ὁ Ἥλιος καὶ τοὺς λέει,
γυρίζει καὶ τοὺς κρένει·
«Ἐψὲς ὁποῦ βασίλεψα
πίσου ἀπὸ μία ραχούλα,
ἄκ᾿σα γυναίκεια κλάματα
κι᾿ ἀντρῶν τὰ μυργιολόγια
γι᾿ αὐτὰ τὰ ῾ρωικά κορμιὰ
῾στὸν κάμπο ξαπλωμένα,
καὶ μέσ᾿ τὸ αἷμα τὸ πολὺ
εἶν᾿ ὅλα βουτημένα.
Γιὰ τὴν πατρίδα πήγανε
῾στὸν Ἅδη, τὰ καϊμένα.
Ὁ μαῦρος ὁ Γκούρας ἀναστέναξε καὶ μοῦ λέγει: «Ἀδελφὲ Μακρυγιάννη, σὲ καλὸ νὰ τὸ κάμῃ ὁ Θεός, ἄλλη φορὰ δὲν τραγούδησες τόσο παραπονεμένα. Αὐτὸ τὸ τραγούδι σὲ καλὸ νὰ μᾶς βγῇ. – Εἶχα κέφι, τοῦ εἶπα, ὁποῦ δὲν τραγουδήσαμεν τόσον καιρόν». Ὅτι εἰς ταρδιὰ πάντοτες γλεντούσαμεν.
Ἄρχισε ὁ πόλεμος κι᾿ ἄναψε ὁ ντουφεκισμὸς πολύ. Πῆρα τοὺς ἀνθρώπους μου, πῆγα ἐκεῖ, καθὼς ἤμουν διορισμένος· καὶ στάθηκα καμπόσο καὶ πολεμήσαμεν. Ἤφερα ἀπόξω γύρα τὰ πόστα. Πῆγα εἰς τὸ κονάκι μου ὅ,τι ἔπαιρνε νὰ βασιλέψη τὸ φεγγάρι, νὰ βγάλω τὸν πεζὸ διὰ τὴν Κυβέρνησιν. Ἔρχονται μοῦ λένε· «Τρέξε, σκοτώθη ὁ Γκούρας εἰς τὸ πόστο του. Ἔρριξε ἀναντίον τῶν Τούρκων· ἀπάνου εἰς τὴν φωτιὰ τὸν βάρεσαν εἰς τὸν ἀμήλιγγα καὶ δὲν μίλησε τελείως᾿. Πῆγα, τὸν πήραμεν εἰς τὸ νῶμο καὶ τὸν βάλαμε ῾σ ἕνα μπουντρούμι. Τὸν συγύρισε ἡ φαμελιά του καὶ τὸν χώσαμεν.
Τότε συναχτήκαμεν ὅλοι κ᾿ ἔβαλα μίαν ὁμιλία εἰς τοὺς ἀχάριστους τοὺς στρατιῶτες καὶ τοὺς εἶπα ἐξ αἰτίας τους ἐσκοτώθη, ὅτι ἄφησαν τὰ πόστα τους, καὶ πῆγε μόνος του· «καὶ τὸν βιάζετε κάθε στιμὴ νὰ φύγετε». Διόρισαν μίαν ἐπιτροπὴ οἱ πολιορκημένοι τὴν γυναίκα του, τὸν Παπακώστα, τὸν Κατζικογιάννη, τὸν Ὀμορφόπουλο κ᾿ ἐμένα νὰ φυλάξωμεν τὴν τάξη ὅσο ἡ Κυβέρνηση νὰ στείλῃ νέους ἀνθρώπους. Τῆς γράψαμεν τὸν σκοτωμὸν τοῦ Γκούρα καὶ στείλαμεν καὶ τ᾿ ἄλλα γράμματα. Ὁ Γκούρας σκοτώθη τὸν Ὀκτώβριον μπαίνοντας εἰς τὴν ἀπάνου πόρτα, ἀπόξω τὸ κάστρο.
Χριστιανὸς καλὸς ἦρθε καὶ μᾶς εἶπε κρυφίως ὅτι οἱ Τοῦρκοι θὰ κινηθοῦν μία μεγάλη δύναμη ἀναντίον εἰς τὸ πόστο μου καὶ θὰ πιάσουνε καὶ τῆς καμάρες ἀπὸ κάτου τὸ Σερπετζέ, ὁποὖναι εἰς τὸ πόστο μου...3 καὶ νὰ μποῦνε εἰς τὸ κάστρο. Ὅτι ῾σ ἐκεῖνο τὸ μέρος εἶναι καὶ τὰ στόματα τῶν λαγουμιῶν τῶν Τούρκων καὶ τὰ δικά μας. Εἴχαμεν κ᾿ ἐμεῖς ἕνα λαγούμι ἕτοιμο ἀναντίον τους καὶ δὲν τοὔχαμεν βαλμένο τὸ μπαρούτι μέσα. Τότε, ἀφοῦ μάθαμεν τὸ κίνημα τῶν Τούρκων, βιάσαμεν τὸν Λαγουμιτζῆ νὰ πάγῃ νὰ τὸ δέσῃ, νὰ βάλῃ τὸ μπαρούτι. Ὁ Λαγουμιτζῆς μοῦ λέγει: «Τὸ λαγούμι εἶναι ἀπὸ κάτου ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ θὰ βροντήσω, ὅταν θὰ τὸ δέσω, καὶ θὰ μ᾿ ἀκούσουνε οἱ Τοῦρκοι καὶ κιντυνεύω. Ἂν μὲ φυλᾶς, μοῦ λέγει, μπαίνω· ἀλλοιῶς δὲν μπαίνω, ὅτι κιντυνεύω. – Ἔμπα κᾶμε τὴν δουλειάν σου κ᾿ ἐγὼ σὲ φυλάγω. Κι᾿ ἂν πεθάνω, τότε παθαίνεις ἐσύ». Μπῆκε ὁ Λαγουμιτζὴς μέσα. Ἐγὼ ἤμουν ἄγυπνος τόσες βραδειές· νύχτα καὶ ἡμέρα δουλεύαμεν καὶ φκειάναμεν κάτι χαντάκια· κ᾿ ἔφκειανα καὶ τὴ ντάπια μου. Ἀποκοιμήθηκα. Οἱ Τοῦρκοι ἀκούγοντας τὸν χτύπον τοῦ Λαγουμιτζῆ, συνάζονται πλῆθος καὶ κάνουν γιρούσι καὶ μπαίνουν εἰς τὴν ντάπια μου τὴν ὄξω (ὅτι τὴν εἶχα μερασμένη σὲ δυὸ καὶ εἶχα μίαν καμάρα ὁποῦ διάβαινα. Τότε οἱ ἄνθρωποί μου ἀνακατώθηκαν μὲ τοὺς Τούρκους. Σηκώνομαι ἄξαφνα ἐκεῖ ὁποῦ ἤμουν γερμένος, κόλλησα εἰς τὴ ντάπια. Μὲ ντουφέκισαν οἱ Τοῦρκοι, τοὺς ντουφέκισα κ᾿ ἐγὼ εἰς τὸν σωρό. Μοῦ δίνουν ἕνα ντουφέκι καὶ μὲ πληγώνουν εἰς τὸν λαιμόν. Τότε κάνω τὸ ποδάρι μου νὰ κατεβῶ ἀπὸ τὴ ντάπια, ἔπεσα. Ὁ τόπος ἦταν στενός· οἱ ἄνθρωποι τζακίστηκαν ἀπὸ τὴν ὄξω ντάπια. Πατοῦσαν ἀπάνου μου καὶ διάβαιναν καί, στενὸς ὁ τόπος, μ᾿ ἀφάνισαν. Ἔβλεπαν καὶ τὰ αἵματα, ἔλπιζαν ὅτ᾿ εἶμαι σκοτωμένος. Ἀφοῦ πέρασαν ὅλοι καὶ μείναν ὀλίγοι κ᾿ ἔμπαιναν κι᾿ αὐτοὶ μέσα εἰς τὸ κάστρο, τότε θἄμπαιναν καὶ οἱ Τοῦρκοι συνχρόνως μ᾿ αὐτούς. Ὁ Κατζικοστάθης ἦταν ἀπὸ μέσα· ἄφησε τὸ πόστο του κ᾿ ἔφυγε καὶ πῆγε εἰς τὴν πόρτα τοῦ κάστρου ἀπὸ μέσα εἰς τὸν θόλον· καὶ τοὺς Τούρκους δὲν τοὺς πολεμοῦσε κανένας. Τότε σηκώνομαι μισοντραλισμένος καὶ βαστῶ καμμιὰ δεκαριὰ ἔξω μὲ τὸ μαχαίρι· δὲν τοὺς ἄφινα νὰ μποῦνε μέσα. Καὶ τράβησα τὴν πόρτα ὁποὔχαμεν ἀνοιχτῆ καὶ πιάσαμεν τὸν πόλεμον καὶ πολεμούσαμεν μὲ τῆς πιστιόλες. Μήτε οἱ Τοῦρκοι μποροῦσαν νὰ ρίξουνε ντουφέκι, μήτε ἐμεῖς· καὶ πολεμούσαμεν περίτου ἀπὸ τρεῖς ὧρες ἐκεῖ. ῾Ὠρμησαν οἱ Τοῦρκοι μὲ ξαναπλήγωσαν εἰς τὸ κεφάλι, εἰς τὴν κορφή. Γιόμωσε τὸ σῶμα μου αἷμα. Γυρεύουν οἱ ἄνθρωποι νὰ μὲ πάρουν νὰ μποῦμεν μέσα· τότε τοὺς λέγω: «Ἀδελφοί, καὶ μέσα νὰ μποῦμε κι᾿ ὄξω νὰ μείνωμεν χαμένοι εἴμαστε, ἂν δὲν βαστήξωμεν τοὺς Τούρκους καὶ νὰ λευτερώσουμεν τὸν Λαγουμιτζῆ. (Ὅτι τὰ στόματα τῶν λαγουμιῶν καὶ τὸν Λαγουμιτζῆ τὸν εἶχαν οἱ Τοῦρκοι εἰς τὴν διάκρισίν τους). Τοὺς λέγω, ἂν δὲν βαστήσουμεν καὶ μᾶς πάρουν τὸν Λαγουμιτζῆ, τὸ κάστρο εἶναι χαμένο κ᾿ ἐμεῖς μαζί. Ὅμως νὰ βαστήξωμεν». Τότε οἱ γενναῖοι Ἕλληνες βάστησαν σὰν λιοντάρια. Μᾶς ἦρθε κ᾿ ἕνα γενναῖον παληκάρι τοῦ Κατζικογιάννη, Νταλαμάγκα τὸν ἔλεγαν, κι᾿ ὁ Ἀράπης του κι᾿ ἄλλοι καμμία δεκαριὰ δικοί μου καὶ πιάσαμεν τὸν πόλεμον καὶ πολεμούσαμεν. Παίρνοντας τὸ δειλινό, μέρασα φυσέκια τῶν ἀνθρώπων· ἦρθαν κι᾿ ἄλλοι ἀκόμα συντρόφοι. Ἦρθαν καὶ Τοῦρκοι νέον μιντάτι· μᾶς ρίχτηκαν μ᾿ ὁρμή, μπῆκαν εἰς τῆς καμάρες, τῆς κυργέψαν ὅλες κι᾿ ἄνοιξαν μασγάλια καὶ ντουφεκιοῦσαν μέσα εἰς τὸ κάστρο. Ρίχτηκαν μ᾿ ὁρμὴ νὰ μᾶς πάρουν καὶ τὴ ντάπια μας. Ἐκεῖ σκότωσαν τὸν Νταλαμάγκα κι᾿ ἄλλους πεντέξι. Ξαναλαβώνομαι κ᾿ ἐγὼ πίσου εἰς τὸ κεφάλι πολὺ κακά· μπῆκε τοῦ φεσιοῦ τὸ μπάλωμα εἰς τὰ κόκκαλα, εἰς τὴν πέτζα τοῦ μυαλοῦ. Ἔπεσα κάτου πεθαμένος. Μὲ τράβησαν οἱ ἄνθρωποι μέσα· τότε ἔνοιωσα. Τοὺς εἴπα· «Ἀφῆτε με νὰ μὲ τελειώσουνε ἐδῶ, νὰ μὴν ἰδῶ τοὺς Τούρκους ζωντανὸς νὰ μοῦ πατήσουνε τὸ πόστο μου». Τότε οἱ καϊμένοι οἱ Ἕλληνες μὲ λυπήθηκαν πολύ· πολέμησαν γενναίως, διῶξαν τοὺς Τούρκους ἀπὸ τὴ ντάπια μας καὶ τοὺς ἔβαλαν ὅλους εἰς τῆς καμάρες· καὶ ντουφεκοῦσαν εἰς τὸ κάστρο. Τότε βῆκε ὁ Λαγουμιτζῆς καὶ ἦρθε ῾σ ἐμᾶς· μὲ ηὖρε ῾σ αὐτείνη τὴν κατάστασιν. Μοῦ εἶπε νὰ μείνῃ αὐτὸς ἐκεῖ, νὰ κολλήσω ἐγὼ εἰς τὸ κάστρο νὰ μὲ δέσῃ ὁ γιατρός. Τοῦ εἶπα: «Σύρε μέσα. Ἂν πεθάνω ἐγώ, τὸ κάστρο δὲν χάνεται· ἂν πεθάνῃς ἐσύ, χάνεται». Κόλλησαν ἀπὸ πάνου τὸν Σερπετζὲ οἱ ἐδικοί μας καὶ ρίξαν παλιόσκουτα ἀναμμένα καὶ χορτάρια εἰς τῆς καμάρες. Μπούκωσε ὁ καπνὸς τοὺς Τούρκους· βαστοῦσε κι᾿ ὅλο τὸ στράτεμα τὰ ντουφέκια τους ἕτοιμα. Κοντὰ τὸ βράδυ ἔκαμαν νὰ φύγουν, ἔρριξαν οἱ δικοί μας εἰς τὸν σωρὸ καὶ σκοτώθηκαν ἀρκετοὶ Τοῦρκοι.
Τέτοιος πόλεμος καὶ σκοτωμὸς ἀπὸ τεμᾶς δὲν ἔγινε ἄλλη μέρα. Σκοτώθηκαν ἀπὸ ῾μᾶς καὶ πολλοὶ ἀξιωματικοὶ κι᾿ ὁ καλὸς πατριώτης Νεροῦτζος Μετζέλος. Τὰ κανόνια καὶ οἱ μπόμπες καὶ οἱ γρανέτες καὶ τὰ λιανοντούφεκα βροχή. Τὴν αὐγὴ πιάστη ὁ πόλεμος, τελείωσε τὸ βράδυ. Μὲ πῆραν καὶ μὲ πῆγαν ἀπάνου εἰς τὸ κάστρο. Δὲν ἤθελε νὰ μὲ ῾πιχειριστῇ ὁ Κούρταλης ὁ γιατρός, ὅτ᾿ ἤμουν βαριὰ καὶ στράγγιξε καὶ τὸ αἷμα μου ὅλο. Τότε τὄδωσαν ἐνγράφως ὅσοι ἦταν μέσα εἰς τὸ κάστρο ὅτι δὲν ἔχει καμμίαν ὑποψίαν (ὅτι φοβῶνταν νὰ μὴν πεθάνω καὶ τοῦ εἰποῦν ὅτι μὲ φόνεψε αὐτός). Τότε μὲ ῾πιχειρίστη· καὶ κιντύνεψα νὰ πεθάνω ἀπὸ τοὺς πόνους τοῦ κεφαλιοῦ καὶ τὸ πάτημα ὁποῦ μὄκαναν εἰς τὸ σῶμα μου, ῾στὴν μέση μου.4
Ὁ πόλεμος ἔγινε τὸν Ὀκτώβριον μήνα, ἕξι ἡμέρες ὑστερνότερα ὁποῦ χάθη ὁ Γκούρας. Ἀφοῦ ἔγινε ὁ πόλεμος αὐτός, ἔστειλαν εἰς τὴν Διοίκησιν οἱ πολιορκημένοι καὶ εἰς τὸν Καραϊσκάκη, ὁποὖταν ἀρχηγὸς ἔξω, κ᾿ ἔστειλε τὸν Κριτζώτη καὶ Μαμούρη μέσα εἰς τὸ κάστρο μ᾿ ἀνθρώπους. Τότε ὁ Μαμούρης γύρευε νὰ φρουραρχέψη – ἂν λευτερωθῇ τὸ κάστρο, νἄχῃ τοὺς Ἀθηναίους σκλάβους πάλε. Κι᾿ ὁ γυναικάδελφος τοῦ Μαμούρη ὁ Γιαννάκο Βλάχος, ὁποῦ τὸν εἶχαν μέλος τῆς Διοικήσεως, αὐτὲς τῆς ὁδηγίες ἔδωσε τοῦ Μαμούρη καὶ ν᾿ ἀγροικηθῇ καὶ μὲ τὸν Σταυρὴ Βλάχο, τὸν ἀδελφόν του, νὰ βάλουν αὐτὸ ῾σ ἐνέργειαν. Ἀφοῦ εἴδαμεν τὴν θέλησιν τοῦ Μαμούρη, ὅτι γυρεύει φρουραρχίαν, διὰ νὰ βυζαίνει τοὺς δυστυχεῖς Ἀθηναίους αὐτείνη ἡ «φάμπρικα ντὶ κογιόν», τότε διὰ νὰ τοὺς λευτερώσουμεν, ὅτ᾿ εἶναι κρίμα ἀπὸ τὸν Θεόν, ἀγροικιῶμαι μὲ τὸν Κριτζώτη, μὲ τοῦ Λεκκαίους, μὲ τοὺς Φωκᾶδες, μὲ τὸν Ὀμορφόπουλον καὶ μ᾿ ὅσους ἀξιωματικοὺς Ἀθηναίους ἦταν εἰς τὸ κάστρο καὶ μετριώμαστε ἐμεῖς καὶ ἤμαστε ὅλοι εἴκοσι· ὅσ᾿ ἦταν μὲ τὸν Μαμούρη συντρόφοι ἦταν τέσσεροι. Τοὺς εἶπα εἰς τὰ πόστα ἀπόξω τοῦ κάστρου νὰ διορίζωμεν ἀνθρώπους κατὰ τὴν ποσότη τῶν ἀνθρώπων ὁποὔχει ὁ κάθε ἀρχηγός, νὰ φυλάγη τὸ πόστο τοῦ μ᾿ ὅσους ἀνθρώπους χρειάζεται ἡ κάθε θέση. Εἰς τὴν Κούλια τοῦ κάστρου καὶ μαγαζειά, ὁποὖναι ἡ δύναμη τοῦ κάστρου – κι᾿ ὅταν ἔχης αὐτὲς τὶς θέσες, ἔχεις τὸ κάστρο εἰς τὸ χέρι σου – ῾σ αὐτὲς τῆς δυὸ θέσες νὰ βάνη κι᾿ ὁ μικρότερος ὁ ἀρχηγὸς κι᾿ ὁ μεγάλος ἀπὸ ἕναν ἄνθρωπον. (Καὶ εἰς τὴν κάθε θέση θὰ πήγαιναν ἀναλογία εἴκοσι δικοί μας καὶ τέσσεροι αὐτεινῶν). Πιάσαμεν πρωτύτερα αὐτὲς τῆς δυὸ θέσες μὲ περισσότερους δικούς μας ἀνθρώπους, ἂν γένη καμμία φιλονικία, νὰ τῆς ἔχωμεν εἰς τὸ χέρι νὰ μὴν πάθωμεν. Ἔγινε αὐτείνη ἡ μυστική μας ἕνωση ἐνγράφως. Ἀφοῦ κάμαμεν αὐτοὺς τοὺς δεσμούς, πῆρα τὸν Μαμούρη μὲ τοὺς δικούς του καὶ τοὺς ἄλλους εἰς τὸ κονάκι μου νὰ φᾶνε, ὅτι ἐγὼ δὲν ἔτρωγα, ὅτ᾿ ἤμουν πληγωμένος, ἀκόμα ἀστενής. Ἀφοῦ φάγανε, τοὺς πρόβαλα αὐτό. Τοὺς ἦρθε αὐτεινῶν πικρό. Τοὺς εἴπαμε ὅτι καθείς μας ἔχει τὸ κεφάλι τοῦ μέσα καὶ δὲν μπορεῖ νὰ γένη ἀλλοιῶς. Νὰ γένη αὐτὸ καὶ μία ῾πιτροπή νὰ διοικάη τὸ κάστρο ὅσο νὰ λευτερωθῆ, καὶ ἡ Κυβέρνηση ἅς σας διορίση πίσου». Μὲ κάναν τρόπον δὲν θέλαν. Μοῦ μίλησαν πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς νὰ τραβήσω χέρι ἐγώ. Μοῦ μίλησε καὶ ἡ Γκούραινα. Τοὺς εἶπα: «Αὐτὸ εἶναι τὸ δίκιον νὰ γένη· ἂν θέλετε αὐτό, καλά· εἰδὲ φεύγομεν ὅλοι ἐμεῖς καὶ καθίστε ἐσεῖς καὶ πολεμᾶτε. Κ᾿ ἔχετε τὸ κάστρον δικόν σας. Εἰδέ, φευγάτε ἐσεῖς καὶ πολεμοῦμεν ἐμεῖς». Τὸ φιλονικήσαμεν πολὺ κ᾿ ἔγινε ἐκεῖνο ὁποῦ θέλαμεν, τὸ δίκιον.5
Οἱ Τοῦρκοι φέρναν ἕνα λαγούμι εἰς τὴ ντάπια τοῦ Δυσσέα καὶ προχώρεσε εἰς τὸ κάστρο ἀπὸ κάτου· κ᾿ ἐμεῖς τὸ ξεθυμάναμεν μὲ πηγάδια βαθιὰ ὁλόγυρα. Ὁ μάστορης τῶν Τούρκων ὁ λαγουμιτζὴς δὲν ἤξερε νὰ τὸ δέση καλά. Εἶχε βάλη μέσα μπαρούτι τρεῖς χιλιάδες ὀκάδες. Ἔβαλε φωτιὰ καὶ ταράχτη ὅλο τὸ κάστρο. Τὸ κακὸ τὸ δέσιμον καὶ τὸ ξεθύμασμα τὸ δικό μας – κλώτζησε ὀπίσου καὶ σκότωσε τόσους Τούρκους. Ἀπὸ ῾μάς, θέλησε ὁ Θεός, δὲν πειράχτη κανένας.
Ἀπόξω μαθαίναμεν ὅτι διαλύθηκαν· τοὺς κυρίεψε ὁ Μπραΐμης κι᾿ ὁ Κιτάγιας. Αὐτὸ μαθαίναμεν ἀπὸ τοὺς Τούρκους· ὅτι μας κλείσαν στενά. Ἀφοῦ μπῆκε ὁ Κριτζώτης κι᾿ ὁ Μαμούρης, μᾶς ζῶσαν ὁλόγυρα τὸ κάστρο μὲ χαρακώματα κι᾿ ἀσκέρια πολλὰ μέσα ῾σ αὐτά. Τὸ κάστρο πολεμοφόδια δὲν εἶχε, οὔτε ἄλλον ζαϊρὲ ὄξω ἀπὸ κριθάρι μόνον. Χάθηκε ὁ ζαϊρὲς ἐξ αἰτίας τῆς ἀκαταστασίας τῶν ἀνόητων. Κι᾿ ἀλοιφὴ καὶ ξανθὰ δὲν εἴχαμε τελείως. Κι᾿ ὅσοι πληγώνονταν πέθαιναν οἱ περισσότεροι, ὅτι βρωμούσαν· καὶ μάλλωνε ἡ ψείρα μὲ τὸ σκουλήκι. Τὴ βρῶμα νὰ ὑπόφερνε ὁ πληγωμένος, τὴν ψείρα καὶ πόνους ἢ τὴν πείνα; Κι᾿ ἀπὸ αὐτὰ πέθαιναν οἱ περισσότεροι. Ἐγὼ τοὺς ἔδινα ὀλίγον ζαϊρὲ καὶ κρασὶ νὰ πλένουν τοὺς γεράδες. Κι᾿ ἀπολπίστηκαν ὅλοι.
Τότε εἶπαν νὰ πάγη ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀρχηγοὺς ἔξω νὰ μιλήση τὰ δεινά του κάστρου· κι᾿ ἂν δὲν ὑπάρχη Διοίκηση, νὰ μιλήση μὲ τοὺς ξένους ναυάρχους νὰ σωθοῦμεν. Αὐτὸ τὸ φιλονικοῦσαν καμπόσες ἡμέρες καὶ δὲν ἤθελε κανένας νὰ ἔβγει. Τότε ἔρχονται ὅλοι εἰς τὸ κονάκι μου καὶ μὲ περικαλοῦν νὰ ἔβγω ἐγώ. Τοὺς λέγω: «Ἐσεῖς μὲ βλέπετε σὲ τί ἄχλιαν κατάστασιν εἶμαι. Οἱ πληγές μου τρέχουν καὶ φωνάζω ὁληνύχτα καὶ ἡμέρα· καὶ ἡ μέση μου μισοτζακισμένη. Ποῦ μπορῶ νὰ σταθῶ εἰς ἄλογον;» Ντράπηκαν, ἔφυγαν, ὅτι μ᾿ ἤλεπαν κι᾿ αὐτεῖνοι ὁποῦ δὲν ἤμουν σὲ κατάστασιν. Πέρασαν ὀλίες ἡμέρες, ξανάρθαν αὐτεῖνοι κι᾿ ὅλοι οἱ Ἀθηναῖοι. Τοὺς λυπήθηκα καὶ τὸ ἀποφάσισα – νὰ μοῦ δώσουνε πέντε καβαλλαραίους καὶ νὰ βγοῦνε ὅλοι νὰ πολεμήσουνε νὰ μᾶς βγάλουν ἀπὸ τὰ χαρακώματα τῶν Τούρκων. Φκειάσαν τὸ ῾πιτροπικόν τους καὶ μὲ κατασταίνουν πληρεξούσιόν τους νὰ κάμω ὁμιλίαν μὲ τὴν Κυβέρνησιν, ἂν εἶναι καὶ δὲν χάλασε, ἢ μὲ τοὺς ναυάρχους ὁμιλίαν νὰ σωθοῦνε· κι᾿ ἂν ὑπάρχη ἡ Κυβέρνηση, νὰ στείλη τ᾿ ἀναγκαῖα τοῦ φρουρίου· καὶ σὲ δέκα πέντε ἡμέρες νὰ πιάσω τὸν Φαληρέα, νὰ τραβηχτοῦν ἐκεῖ καμπόση δύναμη τῶν Τούρκων ν᾿ ἀνασάνη τὸ κάστρο, ὅτι στενεύτηκε πολὺ τελευταῖα.
Ἔφκειασαν τὸ πληρεξούσιον, μὄδωσαν καὶ τοὺς πέντε καβαλλαραίους· κάμαμε ῾σ τ᾿ ὄνομα τοῦ Θεοῦ νὰ κινηθοῦμεν. Κι᾿ ἀνοίξαμεν μίαν καμάρα καὶ βήκαμεν οἱ καβαλλαραῖγοι – καὶ οἱ ἄνθρωποι τοῦ κάστρου νὰ μᾶς περάσουνε ἀπὸ τὰ χαρακώματα τῶν Τούρκων. Ἀφοῦ βήκαμεν ἔξω εἰς τὸ πόστο μου, πῆραν χαμπέρι οἱ Τοῦρκοι καὶ μᾶς ἔβαλαν ἀπ᾿ ὁλοῦθε τὸ ντουφεκίδι καὶ κανόνια καὶ γρανέτες. Τ᾿ ἀσκέρι τὸ δικό μας τζακίζει καὶ μπαίνει πίσου εἰς τὸ κάστρο. Τότε τοὺς λέγω: «Καὶ πίσου νὰ μποῦμεν, χαμένοι εἴμαστε, ὅτι τὸ κάστρο δὲν ἔχει τ᾿ ἀναγκαῖα του, κ᾿ ἐμπρὸς νὰ πᾶμεν – ὁ Θεὸς βαίνει τὸ χέρι του καὶ ἴσως σωθοῦμεν κ᾿ ἐμεῖς κ᾿ ἐκεῖνοι ὁποῦ εἶναι μέσα᾿ . Κάμαμεν τὸν σταυρό μας, κινηθήκαμεν. Τὰ χαρακώματα τῶν Τούρκων ἦταν πλατιὰ καὶ γιομάτα. Ρίχτη ὁ πρῶτος, ἔπεσε μέσα. Ρίχτηκα κοντὰ ἐγὼ καὶ οἱ ἄλλοι συνχρόνως, περάσαμεν· ντουφεκιστήκαμεν μὲ τοὺς Τούρκους, πήραμεν καὶ τὸν σύντροφό μας. Ριχτήκαμεν, γιομάτα τ᾿ ἄλογα, μέσα τὶς ἐλιές, ὅτι μᾶς πῆρε κοντὰ ἡ καβαλλαρία τῶν Τούρκων. Ἐγὼ ἄρρωστος, μὲ πέταξε τ᾿ ἄλογον καὶ καταφανίστηκα· τὄπιασαν οἱ ἄνθρωποι, μ᾿ ἔβαλαν ἀπάνου του· καταχτυπημένος, θύμωσε τὸ κεφάλι μου, οἱ πληγές. Πάμεν ἀπὸ τὸ Δαφνὶ νὰ περάσουμεν, ἦταν γιομάτο Τοῦρκοι. Τοὺς φεύγομεν ἀπὸ ῾κεῖ καὶ μέσα τὰ γκρεμνὰ σωθήκαμεν εἰς τὴν Ἐλεψίνα κι᾿ ἀπὸ ῾κεῖ πήγαμεν εἰς τὴν Αἴγινα, εἰς τὴν Διοίκησιν.

ΣHMEIΩΣEIΣ

1. Δὲν ἐμπήκαν ῾στὸ ταχτικὸν μὲ προθυμίαν ὅσοι ἐμπήκαν ἀπὸ τὴν Ἀθήνα.
2. Ὕστερα τὸν παρουσίασα εἰς τὸν Ἀγουστίνο Καποδίστρια καὶ τὸν Βιάρο· «Δὲν ἔχει τὸ ταμεῖον!». Διὰ τοὺς σπιγούνους ἔχει, νὰ τοὺς πλερώνουν βαριὰ νὰ μαθαίνουν τί κάνει ὁ κάθε νοικοκύρης εἰς τὸ σπίτι του.
3. Λέξεις φθαρμένες.
4. Κάτι μοῦ χάλασε μέσα αὐτὸ τὸ πάτημα καὶ μὲ πάγει αἷμα ὡς σήμερα. Ὁ γιατρὸς μ᾿ ἄφησε καὶ τὰ κόκκαλα εἰς τὸ κεφάλι· ὅτι ἂν τὰ πείραζε, χάλαγε ἡ πέτζα τοῦ μυαλοῦ καὶ τότε ἔπρεπε νὰ τελειώσω.
5. Ἦταν ἄτυχη γενικῶς ἡ πατρίδα καὶ οἱ Ἀθηναῖγοι καὶ τὸ πῆραν οἱ Τοῦρκοι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου