Ἔτσι. Μέρες ξεραίνονται. Καὶ νύχτες κιτρινίζουν.
Ἡ μουσικὴ πού σοῦ ῾λαχε φέρνει κάτι πουλιὰ
πνιγμένα. Κι ἂν στὸ χέρι σου ἀνθεῖ νεκρή τους ἡ λαλιὰ
στὸ αἷμα βόσκει ἀντίλαλος κι οἱ ἁρμοί σου βρύσες λύνουν.
Μαζεύεις χῶμα στὴ φωνή. Πικρὸ νερὸ στὰ χείλη.
Μὲ τὴ φρυγμένη γλώσσα σου κλέβεις μαύρη δροσιά.
Μὲ τὴν ἀνάσα ποὺ σκιρτᾶ σὰν φλόγα στὸ καντήλι
ποιὰ τὴ χωνεύουν χώματα, ποιὰ τὴ βαστοῦν νερά.
Τί ξεδιπλώνεις νήματα. Τί θάβεις μὲς στὶς λέξεις –
Φίδια δραπετεύουνε στ᾿ ἄπατά του χαρτιοῦ.
Θὰ μείνει πέτρα ἀσήκωτη, τὸ σίδερο θὰ δέσει
θὰ στάξει κόμπους ἡ σκουριὰ στὸ λύχνο τοῦ ματιοῦ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου