Σελίδες

Σάββατο 24 Μαρτίου 2012

Βιβλίον Α´, Κεφάλαιον δεύτερον


Ὁ Μακρυγιάννης ἑνοῦται μετὰ τῶν εἰς Πέτα ἐπαναστατῶν. - Ἀναδρομὴ πρὸς τὰ γενόμενα πρὸ τῆς ἐξόδου του. - Μάχη εἰς Κούλια τοῦ Μακρυνόρους - Μάχαι εἰς Κομπότι. - Μάχη εἰς Λαγκάδαν. - Μάχαι εἰς Πέτα. - Τὰ εἰς Καλαρρύτας καὶ Πλάκαν. - Μάχαι εἰς Πλάκαν. - Μάχη εἰς Σχορέτσαινα. - Τὰ εἰς Ἅγναντα. - Καταστροφὴ τῶν Καλαρρυτῶν καὶ Πλάκας. - Καταστροφὴ Μελισσουργοῦ καὶ Ματσουκιοῦ. - Τὰ μετὰ τὴν ἔξοδον τοῦ Μακρυγιάννη ἐξ Ἄρτας. - Μάχη εἰς Σταυρὸν Τσουμέρκων. - Μάχη εἰς Πέτα. - Τοπικὴ συνέλευσις προκρίτων τῶν χωρίων Ἄρτας. - Ἀποφάσεις περὶ προσποιητῆς συμμαχίας μετὰ τῶν Ἀλβανῶν. - Μέτρα περὶ ἐξοικονομήσεως τῶν στρατοπέδων. - Κάθοδος Σουλιωτῶν καὶ Ἄγο Βάσιαρη ἐκ Σουλίου. - Συμφιλίωσις Μάρκου Μπότσαρη μετὰ Γώγου Μπακόλα. - Φθορὰ τῶν ἐκ Πελοποννήσου φυγόντων Ἀλβανῶν. - Τὰ εἰς Μακρυνόρος. - Δυσαρέσκειαι Ἀλβανῶν. - Ἐκστρατεία Ἑλλήνων εἰς Νιοχώρι. - Μάχη εἰς Πέντε Πηγάδια.

Εἶχα μιλήση κάτι Κορφιάτων, Κεφαλλωνίτων, Ζακυθινῶν, ὁποῦ δούλευαν εἰς Ἄρτα, καὶ τοὺς εἶχα δώση ἄρματα, τοὺς εἶπα καὶ τά ῾βγαλαν εἰς τ᾿ ἀμπέλια καὶ τά ῾χωσαν μὲ τὰ δικά μου καὶ μὲ πολεμοφόδια καὶ μία νύχτα τὰ πήραμε καὶ πήγαμε εἰς τοῦ Πέτα. Ηὔρα τοὺς καπεταναίους, τοὺς εἶπα τὰ τί δοκίμασα καὶ ὅ,τι μου εἶπε ὁ μπέγης. Καὶ ἔμεινα μὲ τὸν γενναῖον καὶ ἀγαθὸν Γῶγον Μπακόλα. Ἦταν πολλὰ ὀλίγοι οἱ δικοί μας ἐκεῖ καὶ εἰς Λαγκάδα καὶ δὲν μποροῦσαν νὰ κινηθοῦν διὰ πουθενά. Ἀφοῦ μάθαν οἱ Ἀρτηνοὶ ὁποῦ ἔφυγα, φεύγαν καὶ αὐτεῖνοι κρυφὰ καὶ ἔρχονταν καὶ μ᾿ ἀντάμωναν καὶ καθόμαστε μαζὶ καὶ ἄξαινε ὀλίγον τὸ μπουλούκι μας. Πρῶτα κινηθήκαμε δεκοχτῶ ὅλοι ἀπὸ Ἄρτα.
Ὁ ἀρχιστράτηγος τοῦ Σουλτάνου ὁ Χουρσὶτ πασσᾶς ἀφοῦ ἔμαθε ὅτι χτύπησε καὶ ἡ ἀνατολικὴ Ἑλλάς, ὁ Διάκος καὶ οἱ ἄλλοι, ἄρχισε νὰ τὸ στοχάζεται, νὰ στέλνη παντοῦ ἀσκέρια καὶ πολεμοφόδια εἰς τὶς θέσες τὶς ἀναγκαῖες. Θέλει νὰ ῾φοδιάση καὶ τὸν Ἔπαχτον ὡς σημαντικὸν κάστρο καὶ θέση ἀναγκαία. Διατάττει τὸν Σμαήλπασσα Πλιάσα ὡς ἄξιον πασιά, ὁποῦ τὸν εἶχε εἰς τὴν Γλυκειά, καὶ ἔστειλε ἄλλους ῾σ ἐκείνη τὴ θέση, καὶ ὁ Σμαήλπασσας νὰ πάρη τὸ σῶμα του νὰ πάγη εἰς τὸν Ἔπαχτον μὲ δύναμη καὶ πολεμοφόδια νὰ ῾φοδιάση τὸ κάστρο καὶ ὅλες τὶς ἄλλες θέσες ῾σ ἐκεῖνα τὰ μέρη καὶ νὰ σταθῆ ἐκεῖ κεφαλή. Ἦρθε εἰς Ἄρτα τὰ 1821, Μαγιοὺ 26 μὲ πλῆθος ἀσκέρι. Ἀφοῦ μάθαν ὅτ᾿ εἶναι ὑποψίες, διαλύθηκαν καὶ ἔμεινε μὲ πολλὰ ὀλίγους, ὡς ὀχτακόσιους. Καὶ μὲ αὐτοὺς τὶς 28 Μαγιοὺ κινήθη διὰ ἐκεῖ ὁποῦ ῾ταν διαταμένος. Καὶ εἰς τὸ Μακρυνόρο, εἰς τὴν Κούλια ἦταν πολλὰ ὀλίγοι Ἕλληνες καὶ τοὺς χτύπησαν γενναίως καὶ πατριωτικῶς καὶ σκότωσαν ἀρκετοὺς καὶ πλήγωσαν καὶ τοὺς πῆραν λάφυρα καὶ μὲ τὰ μαχαίρια τοὺς φέραν κυνηγώντα ὡς ὄξω εἰς τὸ Μακρυνόρο. Καὶ οἱ Τοῦρκοι πῆγαν εἰς Κομπότι καὶ μείναν. Καὶ μαθαίνοντας αὐτὸν τὸν χαλασμὸν τῶν Τούρκων εἰς τὴν Κούλια, ψύχωσαν οἱ Ἕλληνες καὶ πολιόρκησαν σὲ ὅλα τὰ μέρη συνφώνως τοὺς ντόπιους Τούρκους καὶ φρουρές, σὲ Βόνιτζα, Βραχώρι, Μισολόγγι καὶ ὅλα τὰ μέρη τῆς δυτικῆς Ἑλλάδος. Καὶ παντοῦ μὲ μεγάλη γενναιότητα τοὺς πολιορκήσανε.
Τῆς 30 Μαγιοῦ ὁ Καραϊσκάκης καὶ ὁ Γιαννάκη Κουτελίδας, ἀφοῦ μάθαν τοὺς Τούρκους εἰς τὸ Κομπότι, πῆραν σαράντα Ἕλληνες καὶ πῆγαν καὶ πολέμησαν ἀρκετὲς ὧρες καὶ ὡς ὀλίγοι οἱ Ἕλληνες φύγαν χωρὶς νὰ βλαφθῇ οὔτε τὸ ῾να τὸ μέρος, οὔτε τ᾿ ἄλλο.
Τῆς 8 Γιουνίου ξαναπῆγαν πίσω εἰς τὸ Κομπότι ὁ Καραϊσκάκης καὶ ὁ Κουτελίδας μὲ τοὺς ὀλίγους Ἕλληνες καὶ πολέμησαν ὡς ἕξι ὦρες καὶ σκοτώθηκαν κάμποσοι Τοῦρκοι καὶ πληγωθήκανε. Ἐπληγώθη καὶ ὁ Καραϊσκάκης εἰς τὴν φύση, περιπαίζοντας τοὺς Τούρκους τοὺς γύρισε τὸν κῶλο καὶ πληγώθη.
Τότε ἔγραψε ὅλα αὐτὰ ὁ πασσᾶς τοῦ Χουρσὶτ πασσᾶ καὶ τοῦ λέγει ὅλους αὐτοὺς τοὺς πολέμους καὶ νὰ τοῦ στείλῃ δύναμιν, ὅτ᾿ εἶναι ἀδύνατος. Καὶ τὸ ῾στειλε τὸν Χασάμπεγη Βεργιόνη, τὸν Μπεκίρη Τζογαδοῦρο, τὸν Σοῦλτζε Κόρτζα, καὶ ἄλλους πολλοὺς μπιμπασᾶδες, ὡς ἑφτὰ χιλιάδες. Πῆγαν εἰς Ἄρτα καὶ ἐκεῖ συνάχτηκαν καὶ πῆγαν εἰς Κομπότι καὶ κάμαν σκέδιον ν᾿ ἀφήσουνε ὅλη τὴν ἀδυναμίαν ὀπίσω εἰς Κομπότι καὶ αὐτεῖνοι ὅλοι ὡς ἕξι χιλιάδες εἰς τὸ γελέκι νὰ κινηθοῦν διὰ τὴν Λαγκάδα, ὁποῦ ῾ναι ἕνα στένωμα ὅλο κοντόρεικον καὶ ἀγριόβατα τυλιμένον. Καὶ ἐκεῖ, τὴν θέση ἐκείνη τὴν βαστοῦσε ὁ Γῶγος, ὁ Ἴσκος, ὁ Γιωργάκη Βαλτινός, ὁ Καραγιαννόπουλος, καὶ ἦταν καὶ ὀχτὼ Τοῦρκοι μὲ τοὺς Ἕλληνες, κεφαλὴ ὁ Σουλεϊμὰν Βερνόζης, ὅλοι ἐκεῖ ὀγδοήντα ἕνας. Ριχτήκανε ὅλη αὐτείνη ἡ δύναμη τῶν Τούρκων ῾σ αὐτοὺς τοὺς ὀλίγους. Ὁ Γῶγος τοὺς εἶπε νὰ μὴν ρίξῃ κανένας, ἂν δὲν ρίξῃ πρῶτος αὐτός. Ριχτήκανε ἀπάνου τους οἱ Τοῦρκοι μὲ μεγάλη γενναιότητα, ὅτι ἐκείνη ἡ ῾μέρα ἐκεῖ ἦταν ἡ τύχη καὶ τῶν Τούρκων καὶ Ἑλλήνων. Παίρναν οἱ Τοῦρκοι μίαν πέτρα καὶ βαίναν εἰς τὸ μέτωπον καὶ ῾σ τ᾿ ἄλλο χέρι τὸ σπαθὶ καὶ κάμαν πλῆθος γερούσια ἀναντίον τῶν Ἑλλήνων καὶ ὅλο σκοτώνονταν χωρὶς νὰ βγάλουν ἀποτέλεσμα. Ὅτι τότε οἱ Ἕλληνες ὁρκίστηκαν νὰ δουλέψουν διὰ θρησκεία καὶ πατρίδα καὶ δὲν τοὺς κόλλαγε μολύβι, οὔτε σπαθί.1
Ἀφοῦ πολέμησαν σὰν λιοντάρια Τοῦρκοι καὶ Ἕλληνες περίτου ἀπὸ ὀχτὼ ὧρες, σκοτώθηκαν Τοῦρκοι ἐκεῖ ἀπάνου ἀπὸ χίλιοι καὶ ἦταν τὰ κουφάρια τους ἕναν χρόνον ἄλυτα, ξεράθηκαν. Καθὼς ἐπέσανε καὶ πληγωμένοι ἀρκετοί, γιόμωσε ἡ Ἄρτα. Καὶ τοὺς πῆραν ὀμπρὸς οἱ Ἕλληνες μὲ τὰ μαχαίρια καὶ τοὺς πῆγαν κυνηγώντας ὡς τὸ Κομπότι σκοτώνοντας καὶ παίρνοντας λάφυρα. Δὲν κατηγοριῶνται οὔτε οἱ Ἕλληνες εἰς τὴν ἀντρεία, οὔτε οἱ Τοῦρκοι σὰν λιοντάρια πολέμησαν καὶ τὰ δυὸ μέρη. Ὅμως ἡ ἀδικία, ὅσο νὰ κάμῃ ἡ ἀντρεία, νικιέται, ὅτι βῆκαν ἀπὸ τοῦ Θεοῦ τὸν δρόμον οἱ Τοῦρκοι. Ὅλοι οἱ ἀρχηγοί, ὁποῦ ῾ταν ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἐκεῖ, καὶ οἱ στρατιῶτες κάμαν τὰ χρέη τους. Λαμπρύνεται καὶ δοξάζεται ὁ μακαρίτης Γῶγος. Χάριτες τοῦ χρωστάγει ἡ πατρίς, ὡς λιοντάρι πολεμοῦσε καὶ ὡς φιλόσοφος ὁδηγοῦσε. Καὶ ἀνάστησε τὴν πατρίδα ἐκείνη τὴν ἡμέρα. Ἂν διάβαιναν αὐτείνη ἡ Τουρκιὰ τότε, καθὼς ἑτοίμαζε κι᾿ ἄλλες μεγάλες δύναμες ὁ Χουρσὶτ πασσᾶς, θὰ λευτέρωναν ὅλους τους πολιορκουμένους παντοῦ, ὁποῦ τοὺς πολιορκοῦσαν οἱ Ἕλληνες εἰς Βόνιτζα, Βραχώρι καὶ ἀλλοῦ. Καὶ ἀπολπίστηκαν σὰν μάθαν αὐτὸν τὸν σκοτωμὸν αὐτεινῶν. Καὶ τοὺς κυρίεψαν ὅλους τους Τούρκους παντοῦ οἱ Ἕλληνες καὶ λευτέρωσαν αὐτὰ τὰ μέρη. Ὁ πόλεμος ἔγινε τὰ 1821, Γιουνίου 18. Ἕλληνας δὲν σκοτώθη κανένας.
Τῆς 28 τοῦ ἴδιου ἔγινε μικρὴ μάχη εἰς τὸ Πέτα. Ὀλίγοι σκοτώθηκαν καὶ λαβώθηκαν Τοῦρκοι. Τῆς 29 ξαναπῆγαν πίσω εἰς τὸ Πέτα πολλοὶ Τοῦρκοι καὶ οἱ πασσᾶδες. Καὶ οἱ Ἕλληνες ὀλίγοι. Καὶ πολέμησαν γενναίως καὶ τὰ δυὸ μέρη ἀπὸ τὴν αὐγὴ μπονόρα ὡς τὸ δειλινό. Καὶ χάλασαν τοὺς Ἕλληνες. Σκότωσαν καὶ τὸν ἀρχηγόν τους, τὸν γενναῖον καὶ καλὸν πατριώτη Σκαρμίτζο. Ἡ πατρίς του ἀπὸ τὸ Βάλτο, ἦταν εἰς τὸ μυστήριον καὶ θυσίασε διὰ τὴν πατρίδα ἀρκετὰ καὶ τὴν ἴδιαν του ζωή. Τὴν θέσιν τοῦ Πέτα τὴν κυρίεψαν οἱ Τοῦρκοι. Καὶ ὅταν γίνονταν αὐτεῖνοι οἱ πολέμοι, ἐμεῖς εἰς τὸ κάστρο τραβούσαμε μαρτύρια ἀπὸ τοὺς Τούρκους δέρνοντας καὶ βασανίζοντας.
Εἰς τὰ τέλη τοῦ Γιουνίου ὁ Μῆτρο Κουτελίδας καὶ ὁ Μῆτρο Γῶγος καὶ καὶ ὁ Γιαννάκη Ράγγος πολιόρκησαν τὸν Κώστα Πουλῆ εἰς τὸ Μοναστήρι τῶν Καλαρρύτων, ὁποῦ ἦταν μὲ τοὺς Τούρκους. Τὴν ἴδια ἐποχὴ κινήθη ὁ Γῶγος καὶ πῆγε εἰς τὴν Πλάκα, ὁποῦ τὴν βαστοῦσαν πολιορκία. Τοὺς πολέμησε γενναίως, κυρίεψε τὴν θέση, σκότωσε ἀρκετοὺς καὶ πλῆθος λάφυρα κάμαν οἱ Ἕλληνες καὶ τοὺς πῆγαν κυνηγώντα ὡς δυὸ ὧρες.
Ἀφοῦ ἔμαθε αὐτὸν τὸν χαλασμὸν τῶν Τούρκων ὁ Χουρσὶτ πασσᾶς εἰς τὴν γειτονιά του, ὅτ᾿ εἶναι πλησίον ἀπὸ τὰ Γιάννενα, καὶ τὸν κυριεμὸ τῆς θέσης, στέλνει μίαν μεγάλη δύναμη περίτου ἀπὸ ὀχτὼ χιλιάδες καὶ κεφαλὴ τὸν Ἀλήπασσα Μωραΐτη καὶ ἄλλους. Αὐτείνη τὴν ἑτοιμασίαν τὴν παράγγειλαν τοῦ Γώγου ἀπὸ τὰ Γιάννενα φίλοι του, καὶ τότε ὁ Γῶγος παραγγέλνει αὐτὸ τοῦ Ἴσκου, τοῦ Βαρνακιώτη, τοῦ Κουτελίδα, ὅτ᾿ ἦταν μὲ πολλὰ ὀλίγους ὁ Γῶγος, καὶ ἦρθαν ἀπὸ βραδὺς αὐτεῖνοι ὅλοι μιντάτι. Καὶ τὴν αὐγὴ μπονόρα πῆγαν οἱ Τοῦρκοι καὶ ἄρχισε ὁ πόλεμος πολλὰ πεισματώδης καὶ βάσταξε ἀπὸ τὴν αὐγὴ ὡς τρεῖς ὧρες νὰ νυχτώσῃ. Καὶ κάνουν ἕνα σκοτωμὸν τῶν Τούρκων μεγάλον καὶ βγάζουν τὰ σπαθιὰ οἱ Ἕλληνες καὶ τοὺς ἀφάνισαν πολλὰ περισσότερον ἀπὸ τὰ πρῶτα.
Ἀφοῦ ἔμαθε καὶ αὐτὸ ὁ Χουρσὶτ πασσᾶς, γύρευε νὰ πάγῃ μόνος του καὶ δὲν τὸν ἄφησαν. Καὶ ἔστειλε ἄλλους πολλοὺς Τούρκους καὶ κεφαλές. Μαθαίνοντας αὐτείνη τὴν μεγάλη ἑτοιμασίαν ὁ Γῶγος, ἔστειλε τοῦ Μαρκομπότζαρη καὶ πῆγε μιντάτι καὶ πιάστη ὁ πόλεμος τὴν ἄλλη ἡμέρα ἀπὸ δυὸ ὧρες νὰ φέξῃ ὡς τὸ σουρούπωμα. Καὶ τοὺς ρίχτηκαν τῶν Τούρκων καὶ τοὺς καταφάνισαν ῾στὸν σκοτωμόν, καὶ ζωντανοὺς καὶ βίον καὶ σημαῖες τῶν Τούρκων πιάσαν καὶ τὸν Κώστα Πουλῆ ζωντανόν, ὁποῦ ῾ταν μὲ τοὺς Τούρκους. Τὶς ἴδιες ἡμέρες πῆγαν οἱ Τοῦρκοι εἰς τὰ χωριὰ Σκορέτζαινα καὶ ἐκεῖ ἦταν ὁ Κιτζοπάσκος καὶ ὁ Γιαννηκώστας, γενναῖον παληκάρι καὶ καταπληγωμένος ἀπὸ τοὺς πολέμους. Ρίχτηκαν τῶν Τούρκων καὶ ἐκεῖ καὶ τοὺς καταδιάλυσαν καὶ σκοτώθηκαν καὶ ἐκεῖ Τοῦρκοι ὄχι πολλὴ ποσότη.
Τὴν ἴδια ἐποχὴ πῆγαν καὶ εἰς τὰ χωριὰ Ἄγναντα πολλοὶ Τοῦρκοι νὰ σκλαβώσουν καὶ νὰ χαλάσουν τὸ σκέδιον τῶν Ἑλλήνων. Πῆγε ὁ Γῶγος, ὁ Κατζικογιάννης, ὁ Δράκος, οἱ Τζαβελαῖγοι καὶ ἄλλοι ἀξιωματικοὶ καὶ ἄρχισε ὁ πόλεμος ἀπὸ τὴν αὐγὴ ὡς τὸ γιόμα πολλὰ πεισματώδης καὶ γενναῖος. Καὶ οἱ Τοῦρκοι καὶ οἱ Ἕλληνες πολέμησαν ἀντρείως. Καὶ τοὺς ἔκαμαν ἕνα χαλασμὸν καὶ ἐκεῖ τῶν Τούρκων μεγάλον καὶ τοὺς διάλυσαν.
Τὴν ἴδια ἐποχὴ ὁ Γιαννάκη Ράγγος, ὁ Κουτελίδας, ὁ Μητρογῶγος πῆγαν εἰς τοὺς Καλαρρύτες, ἦταν ὡς τρακόσοι Τοῦρκοι. Τοὺς πολέμησαν καὶ τοὺς ἔβγαλαν καὶ πῆραν τὴν θέση οἱ Ἕλληνες καὶ τὴν βαστοῦσαν. Ὀλίγοι οἱ Ἕλληνες, πῆγαν πολλὴ Τουρκιά. Δὲν εἶχαν προσοχὴ οἱ Ἕλληνες εἰς τὰ στενά, εἶπαν ὅτι σώθηκαν οἱ Τοῦρκοι, καὶ χάλασαν τοὺς Ἕλληνες καὶ ἀφανίστηκαν οἱ δυστυχεῖς Καλαρρυτιῶτες, ὁποῦ ῾ταν οἱ πλέον πλούσιοι ῾σ ἐκεῖνα τὰ μέρη, κ᾿ ἔμειναν διακονιαραῖγοι. Ἀφανίστηκαν αὐτεῖνοι καὶ ὁ τόπος τους ἐρήμαξε.
Μ᾿ αὐτείνη τὴν ὁρμὴ οἱ Τοῦρκοι καὶ κουράγιον, ὀπόλαβαν εἰς τοὺς Καλαρρύτες, οἱ ἴδιγοι Τοῦρκοι πῆγαν εἰς τὴν Πλάκα, ὀλίγοι οἱ Ἕλληνες ἐκεῖ καὶ τοὺς χάλασαν καὶ κέρδεσαν καὶ τὴν θέσιν ἐκεῖ.
Τὴν ἴδια ἐποχὴ ὅλοι αὐτεῖνοι οἱ Τοῦρκοι τῆς Πλάκας πῆγαν εἰς τὰ χωριὰ Μελισσουργοὺς καὶ Ματζούκι καὶ χάλασαν καὶ κεῖ τοὺς Ἕλληνες μὲ μεγάλη τους ζημίαν, τῶν Ἑλλήνων. Καὶ αὐτὸ τὸ θάρρος τῶν Τούρκων ἦταν ἀπὸ τὴν ἀνοησίαν ἐκείνων ὁποῦ πῆγαν εἰς τοὺς Καλαρρύτες μὲ ξερὴ φαντασίαν. Χάθηκαν τόσοι ἄνθρωποι ἀπὸ τὴν ἀμέλειάν τους κ᾿ ἔλαβαν καὶ κουράγιον οἱ Τοῦρκοι μεγάλον. Δὲν ἦταν ἀπὸ κακίαν τῶν Ἑλλήνων, ὅμως πρώτη φορὰ ἔμπαιναν σὲ τέτοιον ἀγώνα, δὲν ἤξεραν οἱ ἄνθρωποι καλὰ τὴν πολεμική. Καὶ γίνηκαν καὶ πολλὰ λάθη.
Τὸν Σεπτέβριον μήνα τὸ ἴδιον ἔτος εἰς τὸ Τζουμέρκο ῾στὸν Σταυρὸν ἦρθαν Τοῦρκοι περίτου ἀπὸ πέντε χιλιάδες. Ὁ Γῶγος, ὁ Μπαλωμένος, ποτὲ δὲν βγαίναμε τρακόσοι πενήντα. Ὁ πόλεμος ἄρχισε ἀπὸ τὴν αὐγὴ ὡς τὸ βράδυ. Ἦρθαν μιντάτια δικά μας ὁ Ράγκος, ὁ Κατζικογιάννης καὶ ἔγινε ἕνας χαλασμὸς τῶν Τούρκων μεγάλος καὶ πλῆθος λάφυρα πῆραν οἱ Ἕλληνες. Καὶ τὰ δυὸ μέρη πολεμήσαμε ἀντρείως. Ὅμως βγάλαμε τὰ δανεικά, ὁποῦ κέρδεσαν τόσους πολέμους οἱ Τοῦρκοι, καὶ τοὺς τζακίσαμε τὴ μύτη ἐκεῖ. Καὶ ὁ χερότερος Ἕλληνας ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἔκαμε τὸ χρέος του. Ὅμως προτιμιέται καὶ δοξάζεται ὁ Γῶγος ὁ ἀθάνατος. Δὲν στοχάζεταν θάνατον αὐτὸς ὁ ἀγαθὸς πατριώτης. Θέ, συχώρεσε τὴν ψυχή του, καὶ σύ, πατρίδα,νὰ τὸν μακαρίζης ὅσο εἶσαι πατρίδα ἐλεύτερη.
Σεπτεβρίου ἕντεκα οἱ Τοῦρκοι τῆς Ἄρτας μάθαν ὅτ᾿ ἤμαστε ὀλίγοι εἰς τοῦ Πέτα καὶ μία μεγάλη δύναμη θὰ ῾ρχονταν ἄξαφνα τὴν αὐγὴ μπονόρα νὰ μᾶς χαλάση. Ὁ Δεσπότης τῆς Ἄρτας μας παράγγειλε αὐτό, καὶ μᾶς βάνει ὁληνύχτα ὁ Γῶγος καὶ μεράζει τοῦ κάθε ἑνοῦ τὸ ταμπούρι του καὶ τὸ φκιάσαμε. Ἡ θέση τοῦ Πέτα εἶναι πολλὰ ἐκτεταμένη καὶ ἀδύνατη σὲ πολλὲς μεριές. Ξημέρωσαν νύχτα οἱ Τοῦρκοι, ἤφεραν καὶ κανόνια. Τότε οἱ Ἕλληνες φοβώνταν τὰ κανόνια πολύ, ὅτι ἦταν ἀτζαμῆδες ἀπὸ αὐτά. Κεφαλὲς τῶν Τούρκων ὁ Χασᾶν πασσᾶς καὶ ὁ χασνατάρης τοῦ Χουρσὶτ πασσᾶ, ὁ Σμαήλπασσα Πλιάσας, ὁ Σμαήλπασσα Γιαννιώτης, ὁ Χασάμπεγη Βεργιόνης, ὁ Σεφτήπασσας, ὁ Γιακόβης, ὁ Μαξούταγας, ὁ Σοῦλτζε Κόρτζας, κι᾿ ἄλλοι πολλοὶ σερασκέρηδες περίτου ἀπὸ ἐννιὰ χιλιάδες. Ἀρχηγὸς τῆς θέσης ὁ Γῶγος, ὁ Σταμούλη Μαλεσιάδας μ᾿ ὀλίγους Βαλτινοὺς καὶ ὁ Δημοτζέλιος μὲ Ξερομερίτες. Τὸ ὅλο ἤμασταν ὡς τρακόσοι πενήντα. Ἔβαλε ὁ Γῶγος τὸν Φῶτο Σκαλτζογιάννη ἀπὸ τὴν πλάτη μὲ πενήντα καὶ κάθονταν. Ἄρχισε ὁ πόλεμος ἀπὸ τὴν αὐγὴ ὡς τὸ δειλινό, πεθάναμε ἀπὸ τὴν δίψα. Ὁ πόλεμος πολλὰ πεισματώδης καὶ συχνὰ γερούσια ἀπάνου μας. Ἕνα μπεγόπουλο δὲν ἔβαινε θάνατον, ὁλοένα γερούσια ἔκανε καὶ τοῦ ρίχναμε καὶ δὲν μπορούσαμε νὰ τὸ βαρέσουμε κανεὶς ἀπὸ ῾μάς. Ὁ Γῶγος ἤφερνε γύρα σὲ ὅλα τὰ ταμπούρια μὲ φουσέκια εἰς τὴν ποδιά του. Ἔρχεται εἰς τὸ ταμπούρι μας, μᾶς λέγει: «Μὴν καῖτε τὰ φουσέκια ἀδίκως μ᾿ αὐτὸν τὸ γουρνομύτη, στεκᾶτε νὰ ρίξω ἐγὼ μόνος μου, λέγει, ὅτι ἐσεῖς δὲν ξέρετε, καὶ νὰ μοῦ φέρετε τὸ κεφάλι του νὰ τὸ ἰδῶ ὕστερα». Τοῦ λέμε: «Ἐκεῖνος ὁποῦ τὄχει δὲν μᾶς τὸ δίνει νὰ σοῦ τὸ φέρωμε, τὸ θέλει ὁ ἴδιος. – Τώρα τὸ λέπετε», μᾶς λέγει. Ἀπάνου ὁπύ ῾κανε γερούσι, τοῦ δίνει ἕνα ντουφέκι εἰς τὸ μέτωπον καὶ ἔπεσε ξερός. Τοῦ λέγει: «Γκιντί, γουρνομύτι, μὲ τὰ παιδιὰ παίζεις ὁλημέρα καὶ μὄκαψαν ἀδίκως τὰ φουσέκια!» Ὕστερα τοῦ πήγαμε τὸ κεφάλι καὶ τὸ εἶδε. Τὸ δειλινὸ μίλησε ἐκεινῶν ὁποῦ ῾ταν κρυμμένοι ἀπὸ τὶς πλάτες, καὶ ρίχτηκαν ἐκεῖνοι, οἱ ξαπόστατοι, καὶ ἐμεῖς καὶ κάμαμε ἕναν μεγάλον σκοτωμὸν τῶν Τούρκων καὶ τοὺς πήγαμε ὡς τὸ ποτάμι κυνηγώντα καὶ πήραμε καὶ τόσα λάφυρα, καὶ πᾶνε κακωσέχοντα οἱ Τοῦρκοι εἰς τὴν Ἄρτα. Σκοτώθηκα τρεῖς ἀπὸ ῾μᾶς καὶ ἕξι πληγωμένοι. Ἐπληγώθηκα καὶ ἐγὼ ὀλίγον εἰς τὸ δεξὶ ποδάρι. Ὁ Σταμούλη Μαλεσιάδας ἐφέρθη πολλὰ ἀντρείως, – ὅλοι πολέμησαν γενναίως, ὅμως αὐτὸς περισσότερον, πολεμιστὴς γενναῖος καὶ ὁδηγίες φρόνιμες.
Ὅσες βολὲς βγαίναν οἱ Τοῦρκοι ἐκεῖ, ὅλο αὐτὰ πάθαιναν, ποτὲς δὲν κέρδεσαν. Ὅτ᾿ εἶναι πολλὰ πλησίον ἡ Ἄρτα καὶ βγαίναν κάθε ὀλίγον πεζούρα καὶ καβαλλαρία. Καὶ ὅσους πολέμους κάναμε μὲ τοὺς Τούρκους εἰς Κουμιτζᾶδες καὶ ῾σ ἄλλα μέρη, ὁποῦ πέρναγαν οἱ Τοῦρκοι μὲ ζαϊρέδες, ὅλο χαλιῶνταν. Ἤτανε πολλὰ ἄξιος καὶ γενναῖος ὁ Γῶγος καὶ τυχερὸς εἰς τὸν πόλεμον καὶ μὲ πολὺ κουμάντο.
Τελειώνοντας ὁ πόλεμος συνάχτηκαν καὶ οἱ πρόκριτοι τῶν χωριῶν τῆς Ἄρτας καὶ οἱ νοικοκυραῖγοι καὶ μιλήσανε πὼς θὰ βαστάξουν αὐτὸν τὸν μεγάλον ὀχτρό, ὁποῦ ῾ταν πνιμένος ὅλος αὐτὸς ὁ τόπος ἀπὸ τὰ Γιάννινα, Ἄρτα, Πρέβεζα, Σούλι, ὅλο αὐτὸ τὸ καυκὶ πλῆθος τουρκιὰ καὶ πασσάδες καὶ ὅλο νέοι κουβαλιώνταν ἀπ᾿ οὖλα τὰ μέρη τῆς τουρκιᾶς καὶ Ἀρβανιτιᾶς ἐξ αἰτίας τοῦ Ἀλήπασσα τὴν πολιορκία. Καὶ ὕστερα γεννήθη καὶ τὸ δικό μας τὸ Ἑλληνικὸν κ᾿ ἐμεῖς τὸ πηγαίναμε σκεπασμένο ὅτι δουλεύομε διὰ τὸν Ἀλήπασσα, τὸν ἀφέντη μας, νὰ τὸν σώσωμε, ὅτι ἀδίκως τὸν κατατρέχει ὁ Σουλτάνος. Αὐτὰ βγαίναμε, νὰ ἐλκύζωμε τοὺς Τούρκους Ἀρβανίτες, τὸ κόμμα τοῦ Ἀλήπασσα, νὰ τοὺς ἔχωμε φίλους αὐτούς, νὰ μᾶς βοηθήσουνε κι᾿ αὐτεῖνοι, ὅτι ἤμαστε ὀλίγοι καὶ οἱ Τοῦρκοι πλῆθος. Ἀφοῦ συνάχτηκαν οἱ πρόκριτοι καὶ οἱ νοικοκυραῖγοι, μιλήσαμε νὰ εἶναι αὐτὸ τὸ μυστήριον κρυφό, καὶ τῶν ἀνθρώπων τοῦ Ἀλήπασσα νὰ τοὺς λέμε συντρόφους διὰ τὸν σωμὸ τοῦ Ἀλήπασσα. Ἀφοῦ μιλήσαμε δι᾿ αὐτό, εἴπαμε καὶ μὲ τί μέσα θὰ βαστήσουμεν τὸν πόλεμον. Καὶ δὲν εἴχαμεν οὔτε ὅπλα οἱ περισσότεροι, οὔτε τ᾿ ἀναγκαῖα τοῦ πολέμου ὅλοι. Ἀποφάσισαν οἱ νοικοκυραῖοι ὅτι ἡ τυραγνία τῶν Τούρκων – τὴν δοκιμάσαμεν τόσα χρόνια, δὲν ὑποφέρνονταν πλέον. Καὶ δι᾿ αὐτείνη τὴν τυραγνία, ὁποῦ δὲν ὁρίζαμεν οὔτε βίον, οὔτε τιμή, οὔτε ζωὴ (ξέραμεν κι᾿ ὅτ᾿ ἤμασταν ὀλίγοι καὶ χωρὶς τ᾿ ἀναγκαῖα τοῦ πολέμου) ἀποφασίσαμεν νὰ σηκώσωμεν ἄρματα ἀναντίον αὐτῆς τῆς τυραγνίας. Εἴτε θάνατος, εἴτε λευτεριά. Τώρα ὁποῦ ἀρχίσαμεν, νὰ τοὺς πολεμήσωμεν καὶ νὰ θυσιάσωμεν καὶ τὸ βίον μας εἰς τὸ στρατόπεδον καὶ ῾σ ἐκείνους ὁποῦ δὲν ἔχουν τὸν τρόπον, νὰ τοὺς ζωοτροφίζωμεν καὶ νὰ κάνουν καὶ ἐκεῖνοι τὰ χρέη τοὺς διὰ τὴν πατρίδα. Τότε σύστησαν τοὺς ἀνθρώπους τοὺς τίμιους καὶ πρόβλεπαν διὰ τ᾿ ἀναγκαῖα καὶ δὲν καρτεροῦσαν οἱ ἄνθρωποι. Ἀπὸ ῾κείνους πάλε ὅποιος εἶχε τὸν τρόπον τοὺς ἔδινε καὶ τὸ δικό του καὶ πολέμαγε καὶ διὰ τὴν λευτεριὰν τοῦ πολιτικὸς καὶ στρατιωτικός, ἦταν τὸ ἴδιον. Καὶ αὐτὸ τὸ σύστημα ἦταν σὲ ὅλη τὴν πατρίδα, καὶ μὲ αὐτὸ τὸ σύστημα πορέψαμε δυὸ χρόνια. Τηρᾶτε τὸ ἱστορικὸν ἐκείνου τοῦ καιροῦ πόσο προβοδέψαμεν, πόση ἁρμονίαν εἴχαμε, πόση ὁμόνοια καὶ ἀδελφωσύνη.2
Ἀφοῦ ὁ Γῶγος σύναξε τοὺς νοικοκυραίγους καὶ μίλησε καὶ ἀκολούθησαν τὴν ἐργασίαν του ὁ καθείς, ἔγραψε καὶ εἰς τὸ Σούλι, ὁποῦ ῾ταν τοῦ Ἀλήπασσα ἀσκέρια, Ἀρβανίτες, σύνφωνα μὲ τοὺς Σουλιῶτες καὶ λέγαμεν ὅλοι ὅτι δουλεύομεν νὰ βγάλωμεν τὸν δίκαιον Ἀλήπασσα (καὶ ἂν ἔβγαινε αὐτὸς ὁ σκύλος, ἤμαστε χαμένοι, ὅτι ὅλη τὴν Ἐταιρίαν μας τὴν ἤξερε, ὅτι τὴν πρόδωσε ἕνας Ἐφτανήσιος, τὄδειξε ὅλα τὰ ἔγγραφα καὶ ὅρκον, κι᾿ αὐτὸς τὰ ῾στειλε τοῦ ἴδιου Σουλτάνου καὶ τοῦ ἔλεγε νὰ τὸν συχωρέση, ὅτι θὰ κιντυνέψη τὸ βασίλειόν του, καὶ αὐτὸς νὰ διαλύσῃ ὅλα αὐτά, νὰ δώση νιζάμι. Ὁ Σουλτάνος παντήχαινε ὅτ᾿ εἶναι πρόφασες αὐτεινοῦ διὰ νὰ συχωρεθῇ, ὅτ᾿ ἦταν φώτιση θεοτικὴ νὰ γένῃ αὐτὸ καὶ τοὺς στράβωνε ὅλους, καὶ δὲν ἔβαλε πίστη. Ἀφοῦ ἔγραψε ὁ Γῶγος ῾στὸ Σούλι, ἦρθε ὁ Ἄγο Βάσιαρης, ὁ ἀρχιστράτηγος τοῦ Ἀλήπασσα, πολλὰ φρόνιμος καὶ γενναῖος, ἦρθε μὲ πολλοὺς ἀξιωματικούς, καὶ Σουλιῶτες ὁ Νότη Μπότζαρης, Νάση Φωτομάρας. Μάρκο Μπότζαρης καὶ ἄλλοι ἀξιωματικοί. Τοῦ Μάρκου τὸν πατέρα τὸν εἶχε σκοτώση ὁ Γῶγος εἰς τὴν Ἄρτα – τὸν ἔβαλε ὁ Ἀλήπασσας– καὶ εἶχαν ὄχτρια μὲ τὸν Γῶγον. Ὅταν ἦρθε εἰς τὸ Πέτα φιλήθηκαν μὲ τὸν Γῶγον αὐτὸς καὶ ὁ Νότης καὶ εἶπαν, «Ὅ,τι εἶχε γίνει τότε καὶ σκότωσες τὸν ἄνθρωπό μας σ᾿ ἔβαλε ὁ τύραγνος. Αὐτὰ τώρα ἀλησμονήθηκαν καὶ εἰς τὸ ἑξῆς εἴμαστε φίλοι καὶ ἀδελφοί. Καὶ νὰ τηράξωμεν τὸ ἔργον τοῦτο». Καὶ φιλιώθηκαν. Μίλησαν ὕστερα καὶ μὲ τοὺς Τούρκους καὶ κάμαμεν σάρτια, ὁμιλίες ν᾿ ἀγωνιστοῦμεν νὰ βγάλωμεν τὸν Ἀλήπασσα. Αὐτὰ μιλήσαμεν μὲ τοὺς Τούρκους. Καὶ μὲ τοὺς Ἕλληνες μυστικῶς τοὺς εἴπαμεν διὰ τὴν λευτεριὰ τῆς πατρίδος, καὶ νὰ βαστιέται πολλὴ μυστικότη νὰ μὴν τὸ μάθουν οἱ Τοῦρκοι, τὸ κόμμα τ᾿ Ἀλήπασσα, καὶ τοὺς πιάσωμεν ὀχτρούς. Καὶ ἔχωμεν τὴν ἀνάγκη τους ν᾿ ἀδυνατίζωμεν τὴν δύναμη τοῦ Σουλτάνου.
Εἰς τὴν Πελοπόννησο ἦταν πολλοὶ Ἀρβανίτες μὲ τὸν Χουρσὶτ πασσᾶ, τοὺς ἄφησε ὀπίσω εἰς τὴν Πελοπόννησο. Ὅτ᾿ ἦταν φίλοι τοῦ Ἀλήπασσα αὐτεῖνοι ὅλοι, καὶ κεφαλὴ αὐτεινῶν ἦταν ὁ Ἐλμὰζ Μέτζος κι᾿ ἄλλοι ἀξιωματικοί, ὡς χίλιοι ἄνθρωποι. Δὲν τοὺς πῆρε μαζί του ὁ Χουρσὶτ πασσᾶς ὅταν βῆκε ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο καὶ διατάχτη ἀπὸ τὸν Σουλτάνο διὰ νὰ πολεμήσῃ τὸν Ἀλήπασσα. Ἀφοῦ σήκωσε ντουφέκι ἡ Πελοπόννησο καὶ ἡ Ρούμελη, ὡς φίλοι δικοί μας αὐτεῖνοι, ἀγροικηθήκαμε μὲ τοὺς Πελοποννήσιους καὶ τοὺς ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ τὸ Βραχώρι καὶ Μακρυνόρο. Ἀφάνισαν οἱ Ἕλληνες τοὺς περισσότερους δολερῶς, καὶ κατεξοχὴ οἱ Βαλτηνοί. Οἱ Τοῦρκοι οἱ δυστυχισμένοι ἔλπιζαν ὅτι μέναν πίσω, ὅτι ἦταν νηστικοὶ καὶ ἀπόστασαν, κι᾿ αὐτεῖνοι τοὺς σκότωναν καὶ τοὺς γύμνωναν.
῾Στὴν ἄκρη ῾στὸ Μακρυνόρο, κοντὰ εἰς τὸ Κομπότι, εἶναι ἕνα ρέμα καὶ ἐκεῖ μέσα ἐπνίξανε πολλοὺς Τούρκους. Τοὺς δέναν μίαν τριχιὰ εἰς τὸν λαιμὸν καὶ τοὺς τελείωναν καὶ τοὺς ρίχναν μέσα. Ἕναν δὲν τὸν πνίξαν καλὰ καὶ τὸν γύμνωσαν καὶ τὸν ἄφησαν καὶ φύγαν, ὅτι τελείωσαν τὴν ἐργασίαν τοὺς τοὺς ξέκαμαν ὅλους. Τότε ὁ μισοπνιμένος τὴν νύχτα σηκώνεται γυμνὸς κ᾿ ἔρχεται εἰς τὸ Κομπότι. Ἤμασταν ὅλοι ἐκεῖ καὶ ἑτοιμαζόμαστε, νὰ ῾ρθουν κι᾿ ἀπὸ τὸ Μισολόγγι, Βραχώρι κι᾿ ὅλα αὐτὰ τὰ μέρη, καὶ Ξερόμερον καὶ Βάλτο, νὰ συναχτοῦνε οἱ ὁπλαρχηγοὶ ἀπὸ αὐτὰ τὰ μέρη νὰ πᾶμεν νὰ πολεμήσωμεν τὴν Ἄρτα, νὰ τὴν κυργέψωμε. Καὶ τοὺς προσμέναμεν εἰς τὸ Κομπότι νὰ συναχτοῦνε ὅλα τ᾿ ἀσκέρια. Ἦταν εἰς τὸ Κομπότι καὶ ὁ Ἐλμὰζ Μέτζος καὶ οἱ ἄλλοι ἀξιωματικοὶ Τοῦρκοι μὲ τοὺς ὀλίγους Τούρκους ὁποῦ λαγάρισαν, καὶ πρόσμεναν καὶ τοὺς ἀποσταμένους, ὁποῦ μείναν ὀπίσω καὶ δὲν ξέραν ὁποῦ τοὺς τελείωσαν εἰς τὸν πνιμόν. Τὰ μεσάνυχτα πάγει ὁ πνιμένος κι᾿ ἀνταμώνει τὸν Ἐλμάζη καὶ τοὺς ἄλλους καὶ τοὺς λέγει ὅλη τὴν ὑπόθεσιν, κ᾿ ἔρχονται ἐκεῖ ὁποῦ ῾ταν οἱ καπεταναῖγοι, ὁ Γῶγος καὶ οἱ ἄλλοι, ὁποῦ ῾μαστε συνασμένοι νὰ πάμεν νὰ βαρέσωμεν ἕνα χωριὸν ὁποῦ τὸ ῾λεγαν Νιοχώρι (ἦταν πολλοὶ Τοῦρκοι ἐκεῖ καὶ ῾σ τ᾿ ἄλλα τὰ χωριά) καὶ νὰ σώσωμεν καὶ τοὺς κατοίκους, νὰ τοὺς περάσωμεν ἐδῶθε ἀπὸ τὸ ποτάμι.3 Τότε παρουσιάζουν οἱ Τοῦρκοι τὸν μισοπνιμένον καὶ μολογάγει αὐτὸ τὸ ἀπάνθρωπον κάμωμα. Καὶ τὴν αὐγὴ πήγαμε ὅλοι καὶ εἴδαμεν τὸ ἀμολόγητον κακόν. Τότε οἱ δυστυχεῖς ἀξιωματικοὶ Τοῦρκοι κι᾿ ὅσοι μείναν βάλαν τὶς φωνὲς καὶ σ᾿ ἔπαιρνε ἡ νίλα. Καὶ εἶπαν: «Θέ μου, τί μας ὀργίστης ἐμᾶς τοὺς δυστυχεῖς; καὶ οἱ ὀχτροί μας μᾶς σκοτώνουν, καὶ οἱ φίλοι μας, ὁποῦ μᾶς δίνουν τὸν λόγο τῆς πίστης νά ῾μαστε φίλοι, μὲ τὴν ἀπιστιὰ μᾶς σκοτώνουν κρυφίως». Ἐφαρμακωθήκαμεν ὅλοι, τί νὰ τοὺς ἀποκριθοῦμεν, οὔτε ἤξερε κανεὶς ἀπὸ τοὺς καπεταναίους αὐτό, οὔτε ἀπὸ ῾μᾶς. Τοὺς παρηγορήσαμεν, ὅμως τὸ καρφὶ τοὺς ἔμεινε τῶν Τούρκων.4
Σηκωθήκαμεν καμμιὰ τρακοσιαριὰ ἀπ᾿ οὕλους τους καπεταναίους (ἔδωσαν ἀναλόγως ὁ Γῶγος ἔδωσε ἐμένα μὲ καμμιὰ τριανταριά) κι᾿ ὁ Καραϊσκάκης κεφαλή μας ὀλωνῶν, καὶ πήγαμε διὰ τὸ Νιοχώρι καὶ τ᾿ ἄλλα τὰ χωριὰ νὰ χτυπήσωμεν τοὺς Τούρκους καὶ νὰ πάρωμεν τοὺς κατοίκους ῾στὴν ἐξουσία μας καὶ ζαϊρέδες, ὅτι δὲν εἴχαμεν. Ἡ κακή μας τύχη, τὸ ποτάμι εἶχε πολὺ νερό, ἦταν τὰ πρωτοβρόχια, ἔβαλαν ἐμένα μ᾿ ὀλίγους, ὁποῦ ῾ξερα τὸν τόπον, νὰ περάσω, νὰ ἰδοῦνε καὶ οἱ ἄλλοι. Γυμνωθήκαμεν, βάλαμεν εἰς τὸ νῶμο μας τὰ σκουτιά μας κι᾿ ἅρματά μας καὶ μπροστὰ ἐγὼ καὶ κοντὰ ὅσους εἶχα μὲ κίντυνο τῆς ζωῆς μας, καὶ νύχτα, κακοπεράσαμεν. Ἀφοῦ εἶδαν ὁποῦ περάσαμεν ἐμεῖς, ἄρχισε νὰ ῾μπῃ ὁ Καραϊσκάκης μὲ τοὺς ἄλλους. Πέρναγε ἕνας μ᾿ ἕνα ἄλογον καβάλλα, τὸν ἔλεγαν Γιωργάκη, γουρούνι ἀπελέκητο ἦταν, ἔπεσε ῾σ ἕνα βόθηλα ῾στὴν ἄκρη, ἦταν γλίνα καὶ βούλιαξε μὲ τ᾿ ἄλογόν του. Ἔβαλε τὶς φωνές: «Χαθήκαμεν!» Ἄκουσε τ᾿ ἀσκέρι αὐτὸν τὸν λόγον, ὁποῦ ῾ταν ῾στὴν μέση ῾στὸ ποτάμι, κιότεψαν ὅλοι καὶ γύρισαν ὀπίσω καὶ κόντεψαν νὰ πνιγοῦν. Τότε ἐμεῖς μείναμεν μόνοι μας ἀπὸ πέρα. Μᾶς ἔννοιωσαν οἱ Τοῦρκοι, πιάσαμεν τὸν πόλεμον. Πήραμεν καμπόσους κατοίκους γυμνοὺς καὶ δυστυχεῖς, τρομάξαμεν νὰ τοὺς σώσωμεν καὶ νὰ σωθοῦμεν ἀπὸ τὸν πόλεμον τῶν Τούρκων κι᾿ ἀπὸ τὸ ποτάμι. Καὶ ἔπαθαν οἱ δυστυχεῖς οἱ κάτοικοι ἀπὸ τοὺς Τούρκους ἐξ αἰτίας αὐτὸ τὸ κίνημα. Τοὺς εἶπαν οἱ Τοῦρκοι ὅτι αὐτεῖνοι φέραν ἐμᾶς.
Τὸν Ὀκτώβριον μήνα διατάζει ὁ Χουρσὶτ πασσᾶς πολὺ ἀσκέρι ἀπὸ τὰ Γιάννενα μὲ ζαϊρέδες καὶ πολεμοφόδια νὰ πιάσουνε εἰς τὰ Πέντε Πηγάδια. Εἶναι σὰν κάστρο, ἦταν χάνι καὶ τὸ ῾φκειασαν οἱ Τοῦρκοι σὰν κάστρο. Εἶναι τὰ μισὰ τῶν Γιωαννίνων κι᾿ Ἄρτας καὶ Σουλίου, θέση δυνατὴ καὶ ἀναγκαία. Ἦταν Τοῦρκοι μέσα καὶ τοὺς πολιορκοῦσαν οἱ Σουλιῶτες κι᾿ ἄλλοι καὶ οἱ Τοῦρκοι τοῦ Ἀλήπασσα, ὁποῦ ῾ταν μαζί μας. ῾Στὸν ἴδιον καιρὸν διατάζει ὁ Χουρσὶτ πασσᾶς καὶ τοὺς Τούρκους τῆς Ἄρτας ν᾿ ἀφήσουνε τὴν φρουρὰ εἰς Ἄρτα καὶ συνφώνως νὰ χτυπήσουνε κι᾿ ἀπὸ τὰ δυὸ μέρη ῾σ τὰ Πέντε Πηγάδια τοὺς δικούς μας. Αὐτὸ τὸ πρόδωσαν τῶν δικῶνε μας κι᾿ ἀπὸ τὰ Γιάννενα κι᾿ ἀπὸ τὴν Ἄρτα καὶ μᾶς παράγγειλαν κ᾿ ἐμᾶς, ὅταν κινηθοῦν ἀπὸ τὴν Ἄρτα, νὰ κινηθοῦμεν κ᾿ ἐμεῖς ἀπὸ τῆς πλάτες τους, καθὼς θὰ ῾καναν καὶ οἱ ἄλλοι οἱ δικοί μας. Κινήθηκαν οἱ Τοῦρκοι ἀπὸ τὰ Γιάννενα κι᾿ ἀπὸ τὴν Ἄρτα συνφώνως, κατὰ τὴν ὁμιλίαν τους, μὲ ζαϊρέδες καὶ πολεμοφόδια ἀρκετά, νὰ πέσουν εἰς τοὺς πολιορκητᾶς. Ἐκινήθηκαν καὶ ἀπὸ τὰ δυὸ μέρη, κΈμεις ἀπὸ τὶς πλάτες τους, καθὼς καὶ οἱ ἄλλοι. Ἅμα πλησιάσαν ῾σ τὰ Πέντε Πηγάδια, τοὺς γίνη ἕνας σκοτωμὸς τῶν Τούρκων καὶ πήραμε ὡς διακόσους ζωντανοὺς καὶ λάφυρα καὶ ἕντεκα μπαϊράκια καὶ ὅλους τους ζαϊρέδες καὶ πολεμοφόδια. Καὶ διαλυθήκανε οἱ Τοῦρκοι κακῶς κακοῦ.

ΣHMEIΩΣEIΣ

1. Τώρα τοὺς λέγει ὁ Βιάρος καὶ ὁ Ἀγουστίνος: «Ποιὸς σᾶς εἶπε νὰ σκοτωθῆτε καὶ ν᾿ ἀφήσετε χῆρες γυναῖκες κι᾿ ἀρφανὰ παιδιά; Σύρτε διακονέψετε», τοὺς λέγει. Καὶ ὁ Ἀγουστίνος δὲν εἶχε οὔτε γομάρι, ὅταν ἦρθε ἀπὸ τοὺς Κορφούς, καὶ τώρα ἔχει εἴκοσι ἄτια κι᾿ ἀλάφια καὶ πλατόνια. Καὶ παραλυσίες πλῆθος. Ἀπὸ τὸν Μουχτάρπασσα καὶ Βελήπασσα γλυτώσαμε καὶ εἰς τὴν ἠθικὴν αὐτείνων ἀντέσαμε.
2. Ὕστερα ὁ κύριος Μαυροκορδάτος καὶ οἱ συνάδελφοί του μᾶς ἤφεραν τὰ φῶτα τῆς φατρίας καὶ τῆς μεγάλης διχόνοιας. Καὶ ὁ Βιάρος καὶ Ἀγουστίνος μᾶς λένε: «Ποιὸς σᾶς εἶπε νὰ πιάσετε ντουφέκι; Σύρτε καὶ διακονέψετε». Ἀπὸ τὸν Χασάνη φύγαμεν ῾ς τὸν Βιάρο καταντήσαμεν καὶ τὸν Ἀγουστίνο καὶ ὀπαδούς τους. Κι᾿ ὁ τόπος γιομάτος σπιγούνους. Ὅλοι αὐτεῖνοι οἱ φερτικοὶ νοικοκυραίους μᾶς κάμαν· μᾶς μαθαίνουν γράμματα, ὁποῦ δὲν τά ῾χαμεν ἀκούση. Καὶ ὁ Θεὸς τὸ καλό.
3. Ξιστορίζω ἀκολούθως αὐτό.
4. Καὶ ὅταν μπήκαμεν εἰς τὴν Ἄρτα, σημειώνω τί πάθαμεν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου