τη γαρ ελπίδι εσώθημεν, ελπίς δε βλεπομένη
ουκ έστιν ελπίς∙ ο γαρ τις βλέπει, τι και ελπίζει;
Προς Ρωμαίους (Η' 24)
Αν μπορείς να ελπίζεις ελπίδα, έλπιζε στο Ποίημα.
Αν μπορείς να πιστέψεις στο θαύμα, πίστευε στο
Ποίημα.
Πίστευε και έλπιζε.
Ars Poetica
Σαν το κακό πουλί την κυνηγούν
Με χτύπους την προγκάρουνε, με ντουφεκιές
Δεν την αφήνουν σε χλωρό κλαρί.
Σκάβουν τη γη, βυθομετρούν τη θάλασσα,
Τη θάλασσα την ανεξάντλητη. Την εξαντλούν.
Τη Νύχτα την κατάργησαν με τεχνητά φεγγάρια.
Κρυπτό δεν έχει ο Ουρανός, αόρατο, ιερό,
Ο Ουρανός ο απέραντος, ο φωταγωγημένος.
Ο Κόσμος αποστιλπνώθηκε μια σφαίρα από γυαλί.
Τόπο δεν έχει να σταθεί.
Μια σπίθα εδώ, μια λάμψη πέρα,
Μια ξεπνεμένη αναλαμπή, και σβήνει
Η απελπισμένη ελπίδα, χάνεται στο
ραγισμένο φως.
Ζώσα ψυχή δε βρίσκεται στη γη να τη δεχτεί.
(Ξέσκεπα είναι τα σπίτια τους, γυάλινα,
Στεγνά τα μάτια τους, κρυσταλλωμένα)
Κι οι πεθαμένοι απόκαμαν δίχως ελπίδα
Να καρτερούν τον άπειρο θάνατο, να τον αντέχουν.
Κι οι Άγγελοι, κι οι Άγγελοι απελπίζονται,
Δεν έχουν πού να σταθούν και να υπάρξουν,
Μνήμη, ιερή φωτιά, καθρέφτη, λάμψη ονείρου,
Ψηλό σκαλί την Κλίμακα του Τρομερού.
Κρύπτη δεν έχει να κρυφτεί, καταφυγή να
καταφύγει.
Μονάχα στο σπίτι του Ποιητή
Το απόμερο, το ερημικό,
Καθώς η σκήτη του Ερημίτη,
Του Νηστικού και τ' Απόκοσμου
Όπου κονεύει η Μοναξιά, όπου καπνίζει η Φτώχεια
Μπαίνει σαν το λιγνό φεγγάρι και του φέγγει
Να βλέπει ό,τι δε βλέπουν τα ξεπλυμένα μάτια
τα στιλπνά
Να βλέπει το αόρατο μες στ' ορατό,
Και να ελπίζει.
Από τη συλλογή Τα Βιβλικά (1975)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου