Σελίδες

Παρασκευή 23 Μαρτίου 2012

Ο βράχος και το κύμα............Αριστοτέλης Βαλαωρίτης

"Μέριασε, βράχε να διαβώ! - το κύμα ανδρειωμένο
λέγει στην πέτρα του γιαλού θολό, μελανιασμένο - μέριασε, μες στα στήθη μου, πούσαν νεκρά και κρύα, μαύρος βοριάς εφώλιασε και μαύρη τρικυμία.
Αφρούς δεν έχω γι΄άρματα, κούφια βοή γι΄αντάρα, έχω ποτάμι αίματα, με θέριεψε η κατάρα του κόσμου, που βαρέθηκε, του κόσμου, πούπε τώρα, βράχε, θα πέσης, έφθασεν η φοβερή σου ώρα!
Όταν ερχόμουνα σιγά, δειλό, παραδαρμένο και σώγλυφα και σώπλενα τα πόδια δουλωμένο, περήφανα μ΄εκύτταζες και φώναζες του κόσμου
να ιδή την καταφρόνεση, που πάθαινε ο αφρός μου.
Κι αντίς εγώ κρυφά κρυφά, εκεί που σ΄εφιλούσα
μέρα και νύχτα σ΄έσκαφτα, τη σάρκα σου εδαγκούσα και την πληγή που σ΄άνοιγα, το λάκκο πούθε κάμω με φύκη τον επλάκωνα, τον έκρυβα στον άμμο.
Σκύψε να ιδής τη ρίζα σου στης θάλασσας τα βύθη, τα θέμελά σου τάφαγα, σ΄έκαμα κουφολίθι.
Μέριασε, βράχε, να διαβώ! Του δούλου το ποδάρι
θα σε πατήση στο λαιμό... Εξύπνησα λιοντάρι"...

Ο βράχος εκοιμότουνε. Στην καταχνιά κρυμμένος, αναίσθητος σου φαίνεται, νεκρός, σαβανωμένος.
Του φώτιζαν το μέτωπο, σχισμένο από ρυτίδες, του φεγγαριού, που ΄ταν χλωμό, μισόσβηστες αχτίδες.
Ολόγυρά του ονείρατα, κατάρες ανεμίζουν
και στον ανεμοστρόβιλο φαντάσματα αρμενίζουν'
καθώς ανεμοδέρνουνε και φτεροθορυβούνε τη δυσωδία του νεκρού τα όρνια αν μυριστούνε.
Το μούγκρισμα του κύματος, την άσπλαχνη φοβέρα χίλιες φορές την άκουσεν ο βράχος στον αιθέρα ν΄αντιβοά τρομαχτικά, χωρίς καν να ξυπνήση' και σήμερ΄ανατρίχιασε, λες θα ψυχομαχήση.

"Κύμα, τι θέλεις από με και τι με φοβερίζεις;
Ποιός είσαι συ και τόλμησες αντί να με δροσίζης,
αντί με το τραγούδι σου τον ύπνο μου να ευφραίνης και με τα κρύα σου νερά τη φτέρνα μου να πλένης, εμπρός μου στέκεις φοβερό, μ΄αφρούς στεφανωμένο;
Όποιος κι αν είσαι μάθε το, εύκολα δεν πεθαίνω".

"Βράχε, με λεν Εκδίκηση. Μ΄επότισεν ο χρόνος
χολή και καταφρόνεση. Μ΄ανάθρεψεν ο πόνος.
Ήμουνα δάκρυ μια φορά, και τώρα, κύτταξέ με,
έγινα θάλασσα πλατειά, πέσε προσκύνησέ με.
Εδώ μέσα στα σπλάχνα μου, βλέπεις, δεν έχω φύκη, σέρνω ένα σύγνεφο ψυχές, ερμιά και καταδίκη.
Ξύπνησε τώρα, σε ζητούν του ’δη μου τ΄αχνάρια...
Μ΄έκαμες ξυλοκρέβατο... Με φόρτωσες κουφάρια...
Σε ξένους μ΄έρριξες γιαλούς... Το ψυχομάχημά μου το περιγέλασαν πολλοί και τα παθήματά μου
τα φαρμακέψανε κρυφά με την ελεημοσύνη.
Μέριασε, βράχε, να διαβώ, επέρασε η γαλήνη,
καταποτήρας είμ΄εγώ, ο άσπονδος εχθρός σου,
Γίγαντας στέκω μπρος σου!"

Ο βράχος εβουβάθηκε. Το κύμα στην ορμή του
εκαταπόντισε με μιας το κούφιο το κορμί του.
Χάνεται μες στην άβυσσο, τρίβεται, σβηέται, λιώνει, σαν νάταν από χιόνι.
Επάνωθέ του εβόγγηξε για λίγο αγριεμένη
η θάλασσα κ΄εκλείστηκε. Τώρα δεν απομένει
στον τόπο που ΄ταν το στοιχειό κανείς παρά το κύμα, που παίζει γαλανόλευκο επάνω από το μνήμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου