Μέσα στὴ βενζινέρημο ξεράθηκε κι ὁ πόνος -
ἡ ἀγάπη στὸ τασάκι· πολιτικὸ κιγκλίδωμα...
Ποιὰ φρίκη εἶν᾿ τὸ φῶς ποὺ μ᾿ ἔχει ἅρπαξει
κι ὁ ἀμφίβραχυς!
Κλαίει κι ἀναδακρυώνει ὁ χαλασμὸς ὀνόματι
ὅραση
κ᾿ εἶναι σαλόνι ἡ ματιά μου σ᾿ αὐτὸ τ᾿ ἁλῶνι
τὸ φαρδὺ τοῦ φεγγαριοῦ
μὲ ἀργυρόχροα ταμένα στὴν ἀπόγνωση
χωρὶς τὴ γλῶσσα-μέγαιρα νὰ διαγουμίζει λήθη
μέσ᾿ ἀπ᾿ τῆς μνήμης τὴ φορμόλη.
Θαυματουργός τη θεωρία τοῦ τροχοῦ σας τὴ δασκάλεψα
τὰ ἀσθητήρια μαστίζοντας
ἀγχιθανὴς ἀγχίθεος ἀγχινεφὴς κι ἀεροβάτης μόνος
ὁ ἥλιος εἶναι τὸ πάγιο προσθέτει ἡ δασύτριχη σελήνη.
Δὲν παίζω σοβαρότητα κι ἀναδεύω φυσικοχημικὰ
συμπεράσματα
τρελόσωστος: ὀπτικὴ εὐφυία ὁ σερίφης ἀνόλβιος
ἀσπάζομαι τὴ γῆ μὲ γοερές μου γονυκλισίες ἀνώφελος
ἐγὼ ἀνταλλάσσω πυρὰ μονάχα μὲ τὸ θάνατο -
καταλαβαίνεις;
Ὅταν ξεμέθαγα τὶς ἀλκοολικὲς βελόνες ἀπ᾿ τὰ τρυπήματα
ἡ ψυχανάλυση τοῦ ἅγιου μαδοῦσε τὴ λάμψη τοῦ καθρέφτη
τὸ σῶμα σου ἀποπλέει ὡσὰν χάρτινο μὲ ξεφλουδίσματα
χρόνου
ἀπὸ χρυσίζουσα ὀχιὰ τὸ πεπρωμένο σου δὲν ἐκκολάφτηκε
κι ἀποπλέει τὸ σῶμα σου
κρατώντας ἠχητικὰ χάμουρα
στὰ θηλυκὰ ἐρείπια τοῦ Ἠρώδειου ὅπως αἰφνίδια
μοῦ φάνηκε πὼς ἔπιασε φωτιὰ
ἡ ἅρπα.
Ξημερώνει μὲ ἀτμώδη βουνὰ μάντισσες φωνασκίες κοτόπουλα
χαρτορίχτρες
ἀπεχθαίρω τὴ στύση μου μελάτη
κι ὦ Θεέ μου ἂς μπόρηγα νἄμπαινα κάποτε γιὰ πάντα
στὸν ὕπνο.
ἡ ἀγάπη στὸ τασάκι· πολιτικὸ κιγκλίδωμα...
Ποιὰ φρίκη εἶν᾿ τὸ φῶς ποὺ μ᾿ ἔχει ἅρπαξει
κι ὁ ἀμφίβραχυς!
Κλαίει κι ἀναδακρυώνει ὁ χαλασμὸς ὀνόματι
ὅραση
κ᾿ εἶναι σαλόνι ἡ ματιά μου σ᾿ αὐτὸ τ᾿ ἁλῶνι
τὸ φαρδὺ τοῦ φεγγαριοῦ
μὲ ἀργυρόχροα ταμένα στὴν ἀπόγνωση
χωρὶς τὴ γλῶσσα-μέγαιρα νὰ διαγουμίζει λήθη
μέσ᾿ ἀπ᾿ τῆς μνήμης τὴ φορμόλη.
Θαυματουργός τη θεωρία τοῦ τροχοῦ σας τὴ δασκάλεψα
τὰ ἀσθητήρια μαστίζοντας
ἀγχιθανὴς ἀγχίθεος ἀγχινεφὴς κι ἀεροβάτης μόνος
ὁ ἥλιος εἶναι τὸ πάγιο προσθέτει ἡ δασύτριχη σελήνη.
Δὲν παίζω σοβαρότητα κι ἀναδεύω φυσικοχημικὰ
συμπεράσματα
τρελόσωστος: ὀπτικὴ εὐφυία ὁ σερίφης ἀνόλβιος
ἀσπάζομαι τὴ γῆ μὲ γοερές μου γονυκλισίες ἀνώφελος
ἐγὼ ἀνταλλάσσω πυρὰ μονάχα μὲ τὸ θάνατο -
καταλαβαίνεις;
Ὅταν ξεμέθαγα τὶς ἀλκοολικὲς βελόνες ἀπ᾿ τὰ τρυπήματα
ἡ ψυχανάλυση τοῦ ἅγιου μαδοῦσε τὴ λάμψη τοῦ καθρέφτη
τὸ σῶμα σου ἀποπλέει ὡσὰν χάρτινο μὲ ξεφλουδίσματα
χρόνου
ἀπὸ χρυσίζουσα ὀχιὰ τὸ πεπρωμένο σου δὲν ἐκκολάφτηκε
κι ἀποπλέει τὸ σῶμα σου
κρατώντας ἠχητικὰ χάμουρα
στὰ θηλυκὰ ἐρείπια τοῦ Ἠρώδειου ὅπως αἰφνίδια
μοῦ φάνηκε πὼς ἔπιασε φωτιὰ
ἡ ἅρπα.
Ξημερώνει μὲ ἀτμώδη βουνὰ μάντισσες φωνασκίες κοτόπουλα
χαρτορίχτρες
ἀπεχθαίρω τὴ στύση μου μελάτη
κι ὦ Θεέ μου ἂς μπόρηγα νἄμπαινα κάποτε γιὰ πάντα
στὸν ὕπνο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου