Σελίδες

Κυριακή 1 Ιουλίου 2012

Το περιβόλι του τρελού. Το 1969 ο Διονύσης Σαββόπουλος γράφει και συνθέτει



Είδα την Άννα κάποτε

Την παιδική μου φίλη
την είδα ξαφνικά
να στέκει
και να με κοιτά.

Αγάλματα κομμάτια
στα μάτια της τα δυο
βομβαρδισμένες πόλεις
ναυάγια στο βυθό.

Ζεστό το μεσημέρι
το στόρι χαμηλό
κι η σκάλα
στο φωταγωγό.

Σβήνουν τα βήματα στη σκάλα
κανείς -θα πλανηθούμε μοναχοί
θάλασσες πόλεις έρημοι σταθμοί.
Αλλάζουν όλα εδώ κάτω με ορμή
τι να καταλάβουμε οι φτωχοί.

Για πες μου μήπως ξέρεις
γι' αυτήν που σου μιλώ
Άννα
τ' όνομά της το μικρό.

Τη βλέπω κατεβαίνει
στέκεται στο σκαλί
και χάνεται για πάντα
στου κόσμου τη βουή.


η θεία Μάρω

Στην υγρή μας την αυλή, στρώνει για να κοιμηθεί
η κυρία Μάρω.
Κλαίνε ακόμα κι οι σκληροί, μα έχει απόφαση σωστή
η κυρία Μάρω.

Θεία Μάρω, καλέ θεία Μάρω, αύριο,
φύλαξε και για μας λίγο χαλβά.
Θεία Μάρω, καλέ θεία Μάρω, αύριο,
πες μας για δράκους, πες μας για σπαθιά.

Τηλεόραση φτηνή, ψυγεία, δόσεις, γιωταχί
και οικοδομές.
Πριζουνίκ, πρατήρια και χρηματιστήρια
και διακοπές.

Θεία Μάρω, καλέ θεία Μάρω, αύριο,
φύλαξε και για μας λίγο χαλβά.
Στην κάμαρή σου περίμενέ μας αύριο,
καθισμένη στο χαμηλό σοφά.

Την αλήθεια την πικρή δε θα την πω, μην τρελαθεί
η κυρία Μάρω.
Το χεράκι της θα κρατώ, δίπλα στο τζάκι θα τη βρω
την κυρία Μάρω.

Θεία Μάρω, καλέ θεία Μάρω, αύριο,
φύλαξε και για μας λίγο χαλβά.
Θεία Μάρω, στην ποδιά σου αύριο,
θα γείρουμε σαν ορφανά παιδιά.


Θαλασσογραφία

Να μας πάρεις μακριά
να μας πας στα πέρα μέρη
φύσα θάλασσα πλατιά
φύσα αγέρι φύσα αγέρι



Ντιρλαντά

Βρέ ντιρλαντά, ντιρλανταντά, βρε ντιρλαντά και τέζα όλοι
και πώς θα πάρουμε την Πόλη, ω ντιρλαντά, ντιρλανταντά
Από την πόλη την καλή ήρθε μια σκούνα με πανί.

Ω ντιρλαντά, ντιρλανταντά, ω ντιρλαντά και δεν τελειώνει
βρε ντιρλαντά με ζαχαρώνει,
Ω ντιρλαντά, ντιρλανταντά, να το χαρώ που με κοιτά
Ω ντιρλαντά βρε λεβεντόνια, βρε και της Μπαρμπαριάς γλαρόνια.

Ω ντιρλαντά, ντιρλανταντά, ω ντιρλαντά βρε και βραδιάζει
βρε κι η κουβέρτα αναστενάζει
Βρε και ο μάγερας φωνάζει, ω ντιρλαντά, ντιρλανταντά
Βρε ντιρλαντά και τέζα όλοι και πώς θα πάρουμε την Πόλη.

Από την πόλη την καλή, ήρθε μια σκούνα με πανί
Ω ντιρλαντά, ντιρλανταντά, αχ η Μαρία του Μηνά
Επάνω στ' άσπρο της ποδάρι θα πάω να δέσω παλαμάρι.

Ω ντιρλαντά, ντιρλανταντά, ω ντιρλαντά θα δέσω κόμπο
βρε στον λαιμό τους των αρχόντων
Να πέφτει ο κόμπος στο κοπάλι, στην Κατερίνα του τσαγκάρη
Βρε θα τη βάλω μες στην πλώρη και θα της κάμω γιο και κόρη.

Ω ντιρλαντά, ντιρλανταντά, ω ντιρλαντά και σεις λεβέντες
βρε θα σας δώσω εγώ βιολέτες
Θα δώσω σ' όλους από δύο βρε και του Γιώργη δε του δίνω
Ω ντιρλαντά, ντιρλανταντά, ω ντα-ντα-ντα, ντιρλανταντά
Ω ντιρλαντά, ντιρλανταντά...


οι πίσω μου σελίδες

Ξεφύγαν απ' τα χέρια μου οι πίσω μου σελίδες
κι ας μου κοστίσαν ακριβά σε κόπους και θυσίες.
Χέι, με περιφρονούνε τώρα και τραβάνε,
σαν τρελές μέσα στη μπόρα.
Χέι, να, να, να...

Πηγαίνω βόλτα στο σταθμό κι αλλάζω θεωρίες
καιρός να διώξω απ' το μυαλό τις πίσω μου σελίδες.
Χέι, ας ταξιδέψουν μοναχές μες στις ξένες,
μες στις ξένες τις καρδιές.
Χέι, τα παιδιά του δρόμου δες πώς αφήνουνε,
των γονιών τους τις φωλιές.

Ευαίσθητη αθλήτρια, δεν ξέρει τι χρωστάει
στον πάνσοφό της εραστή που απόψε παρατάει.
Χέι, εκατομμύρια μηχανές τυραννάνε,
τις φτωχές μας τις ζωές.
Χέι, οι σελίδες μου οι παλιές τρελαθήκανε,
τρελαθήκανε κι αυτές.


Σαν ρεμπέτικο παλιό

Τα ξεπούλησα φτηνά, το χαλί μου, τα ρούχα και το μπρίκι.
Είμαι άρρωστος παιδιά, ο γιατρός μου συμβούλεψε ταξίδι.

Χα, κι είπα "γεια-χαρά σου" στον Αντύπα
κι άφησα ξωπίσω μου μια τρύπα
κι άφησα ξωπίσω μου μια τρύπα
κι είπα "γεια-χαρά σου" στον Αντύπα.
Όποιος αδελφός δε συμφωνεί
ας έρθει κι ας μου δώσει ένα φιλί.

Τα καλύτερα παιδιά κουράστηκαν και γύρισαν στο σπίτι.
Το ξημέρωμα αργεί και δεν βρίσκεται παρέα για ξενύχτι.

Χα, στέκομαι στη στάση το βραδάκι
αχ, πάει το χρυσό καλοκαιράκι
αχ, πάει το χρυσό καλοκαιράκι
κι οι τουρίστες φορτωθήκαν το δισάκι.
Χέι νε-ε-νε...
Α να-να-να...

Σα ρεμπέτικο παλιό σβήνει η φωνή μου και σκορπάει.
Πουθενά στον τόπο αυτό η μπογιά μου τώρα πια δεν περνάει.

Χα, κι είπα "γεια-χαρά σου" στον Αντύπα
κι άφησα ξωπίσω μου μια τρύπα
κι άφησα ξωπίσω μου μια τρύπα
κι είπα "γεια-χαρά σου" στον Αντύπα.
Χέι νε-ε-νε...
ας έρθει κι ας μου δώσει ένα φιλί.


Συννεφούλα

Είχα μια αγάπη, αχ καρδούλα μου,
που 'μοιαζε συννεφάκι, συννεφούλα μου.
Σαν συννεφάκι φεύγει ξαναγυρνάει
μ' αγαπά τη μια την άλλη με ξεχνάει.

Κι ένα βράδυ αχ καρδούλα μου
διώχνω ξαφνικά τη συννεφούλα μου.
Δεν αντέχω άλλο πια να με γελάει
μ' αγαπάει τη μια την άλλη με ξεχνάει.

Κι έρχεται ο Απρίλης αχ καρδούλα μου
να κι ο Μάης συννεφούλα μου.
Δίχως τραγούδι, δάκρυ και φιλί
δεν είναι άνοιξη φέτος αυτή.

Συννεφούλα, συννεφούλα να γυρίσεις σου ζητώ
και τριγύρνα μ' όσους θέλεις κάθε βράδυ.
Δεν αντέχω άλλο να 'μαι μοναχός
μ' αγαπάς τη μια κι ας με ξεχνάς την άλλη.





τα παιδιά που χάθηκαν



Τα πιο ωραία παραμύθια
απ' όσα μου 'χεις διηγηθεί
αχ είν' εκείνα που μιλούσαν
για τα παιδιά που 'χουν χαθεί
αχ είν' εκείνα που μιλούσαν
για τα παιδιά που 'χουν χαθεί.

Για τα παιδιά που χάθηκαν
στο στοιχειωμένο δάσος
στις λίμνες στο βορρά
για τα παιδιά που χάθηκαν
στου δράκου το πηγάδι
στης στρίγκλας τη σπηλιά.

Σε συμμορίες με ζητιάνους
σε αχυρώνες και σ' αυλές
και σε καράβια του πελάγους
με λαθρεμπόρους πειρατές
και σε καράβια του πελάγους
με λαθρεμπόρους πειρατές.

Για τα παιδιά που τα 'συραν
στης Αφρικής τις αγορές
εμπόροι και ληστές
και φοβισμένα κι ορφανά
στη Σμύρνη και στη Βενετιά
τα πιάσαν οι φρουρές.

Ψωμί ζητήσαν του φουρνάρη
λίγο νερό του καφετζή
τα διώχνει ο πρώτος μ' ένα φτυάρι
κι ο άλλος λύνει το σκυλί
τα διώχνει ο πρώτος μ' ένα φτυάρι
κι ο άλλος λύνει το σκυλί.

Στις λυπημένες πολιτείες
πέφτει μια κίτρινη βροχή
στο σώμα μου έχω ανατριχίλες
και το 'να δόντι μου πονεί
στο σώμα μου έχω ανατριχίλες
και το 'να δόντι μου πονεί.

Το γράμμα σου δέκα σελίδες
πάλι η ίδια συμβουλή
μου λες στο σπίτι να γυρίσω
μου λες ν' αλλάξω πια ζωή
μου λες στο σπίτι να γυρίσω
μου λες ν' αλλάξω πια ζωή.

Ομίχλη πέφτει στις σκεπές
φεύγουν οι φάτσες σαν σκιές
και τρέμει το κερί
φωτιές ανάβουν στις ακτές
μέσα στ' αυτιά μου ακούω στριγκλιές
και τρέμω σαν πουλί.


το περιβόλι

Κάτι αλήθεια συμβαίνει εδώ κάτι μυστικό,
κάτι πλούσιο και παράξενο σαν τοπίο του βυθού,
ανθισμένες κερασιές κι απόγευμα ζεστό
και πολύχρωμο χορτάρι, ναι, για ν' αποκοιμηθώ.

Αμαξάκια κάτασπρα φεύγουν απαλά
και μας φέρνουνε σε σένανε στα μέρη τα παλιά,
στο γαλάζιο θρόνο σου χρυσό μανδύα φοράς
και σε δυο λιοντάρια ήμερα τα πόδια σου ακουμπάς.

Τόσα χρόνια πάλευα μόνος στα τυφλά
και ταξίδεψα κι αρρώστησα και πέρασα πολλά,
τώρα όμως πλάι σου και πάλι περπατώ,
μες στα χρώματα του κήπου σου και δίπλα στο νερό.

Αμαξάκια κάτασπρα φεύγουν απαλά
και μας φέρνουνε σε σένανε στα μέρη τα παλιά,
κοντά μου φωσφορίζοντας σκύβεις και με φιλάς,
για τη νύχτα με σκεπάζεις, ναι, και με παρηγοράς.


Ωδή στο Γεώργιο Καραϊσκάκη

Η οθόνη βουλιάζει σαλεύει το πλήθος
εικόνες ξεχύνονται με μιας
πού πας παλληκάρι ωραίο σαν μύθος
κι ολόισια στο θάνατο κολυμπάς

Και όλες οι αντένες μιας γης χτυπημένης
μεγάφωνα και ασύρματοι από παντού
γλυκά σε νανουρίζουν κι εσύ ανεβαίνεις
ψηλά στους βασιλιάδες τ' ουρανού

Ποιος στ' αλήθεια είμαι εγώ και πού πάω
με χίλιες δυο εικόνες στο μυαλό
προβολείς με στραβώνουν και πάω
και γονατίζω και το αίμα σου φιλώ

Πού πας παλληκάρι πομπές ξεκινούνε
κι οι σκλάβες σου ουρλιάζουν στο βωμό
ουρλιάζουν τα πλήθη καμπάνες ηχούνε
κι ο ύμνος σου τραντάζει το ναό

Ποιος στ' αλήθεια είμαι εγώ και πού πάω
με χίλιες δυο εικόνες στο μυαλό
οι προβολείς με στραβώνουν και πάω
και γονατίζω και το αίμα σου φιλώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου