το παρακάτω κείμενο υπάρχει : http://www.e-poema.eu/dokimio.php?id=112
Dylan Thomas
Τα χρώματα που οι λέξεις ρίχνουν στα μάτια
Του Γιώργου Βαϊλάκη
Dylan Thomas
Τα χρώματα που οι λέξεις ρίχνουν στα μάτια
Του Γιώργου Βαϊλάκη
«Η ποίηση είναι η διήγηση της ζωής που παλεύει να βρει λίγο φως» είχε πει κάποτε ο Ντίλαν Τόμας (1914-1953) και εκ των υστέρων διαφαίνεται ότι αυτή η φράση, συνοψίζει ιδανικά το σύντομο και τρικυμιώδες πέρασμά του - τόσο από τη ζωή όσο και από την ποίηση. Σε αυτήν, όμως, την αναζήτηση του φωτός υπήρξε σαφώς πιο τυχερός στην ποιητική του δραστηριότητα, απ' ό,τι στην ενδεή και μισοσκότεινη καθημερινότητά του. Προσωπικότητα αναφομοίωτη και παράταιρη για την εποχή του, ο Τόμας διέθετε το καταιγιστικό κι εξοντωτικό πάθος μιας υπερήφανης απόγνωσης. Εχοντας πλήρη συναίσθηση της πρωτοποριακής καλλιτεχνικής του αξίας, αδυνατούσε να περιοριστεί στις νόρμες των νέων ποιητών της δεκαετίας του '30 στη Βρετανία, ενώ το μόνο που πραγματικά τον ενδιέφερε ήταν να δίνει ένα σχήμα στις αδιάλειπτες ποιητικές του εκστάσεις. Αυτήν την εγγενή προδιάθεση για τη συγγραφή ποιημάτων την ανακάλυψε μέσα του πολύ νωρίς, κι έκτοτε πίστευε ότι ήταν -κατά κάποιον τρόπο- η αποστολή του αλλά και η πραγματικότητα που προτιμούσε.
Γεννήθηκε στο Σουόνσι της Ουαλίας, ένα λιμάνι από το οποίο διοχετευόταν το κάρβουνο των ανθρακωρυχείων της ενδοχώρας. «Μια πόλη άσχημη και γοητευτική», όπως θα την περιγράψει αργότερα, «γεμάτη ύποπτες γωνίες, χωρίς αρχιτεκτονικό σχέδιο, με φτωχούς συνοικισμούς και νοικοκυρεμένα προάστια, μια πόλη θαλασσινή, πλαγιασμένη στους ουαλικούς λόφους και μ' ένα ποτάμι να τη διασχίζει». Στη γενέθλια πόλη, λοιπόν, ο νεαρός ποιητής θα γνωρίσει από κοντά τη ζωή των ψαράδων και του λιμανιού, τις γυναίκες που μάζευαν μύδια στην παλίρροια, αλλά και τους ανθρακωρύχους και τη διαδεδομένη φτώχεια των εργατών. Οι εικόνες αυτές επανέρχονται συχνά στην ποιητική του διαδρομή, η οποία έμελλε να αρχίσει -σχεδόν νομοτελειακά- από πολύ νωρίς. Ηδη στην ηλικία των δεκατεσσάρων ετών συνέθετε ποιήματα εξαιρετικής ωριμότητας που αναδείκνυαν μια πλατιά και οξυμένη αντίληψη της αγγλικής γλώσσας. «Ηθελα να γράψω ποίηση γιατί ερωτεύτηκα τις λέξεις», θα εξομολογηθεί στο εκπληκτικό κείμενό του «Σημειώσεις για την τέχνη της ποίησης»: «Τα πρώτα ποιήματα που έμαθα ήταν παιδικά τραγούδια και πριν καταφέρω να τα διαβάσω μόνος μου, είχα ερωτευτεί μόνο τις λέξεις (...). Αυτό που είχε σημασία ήταν ο ήχος τους, καθώς τις άκουγα για πρώτη φορά στα χείλη των απόμακρων και ακατανόητων ενηλίκων (...). Και οι λέξεις αυτές ήταν, για μένα, όπως θα ήταν οι νότες της καμπάνας, οι ήχοι των μουσικών οργάνων, οι θόρυβοι του ανέμου, της θάλασσας και της βροχής, το κουδούνισμα του γαλατά, το ποδοβολητό των οπλών πάνω στο καλντερίμι, το παίξιμο των κλαδιών πάνω στο τζάμι του παραθύρου, για κάποιον που ήταν κουφός εκ γενετής και έβρισκε ως εκ θαύματος την ακοή του (...). Μ' ενδιέφεραν τα σχήματα του ήχου που έκαναν στ' αυτιά μου. Μ' ενδιέφεραν τα χρώματα που οι λέξεις έριχναν στα μάτια μου». Στην πραγματικότητα, ο Τόμας αναφέρεται στη διαμόρφωση της πρώιμης εικονοπλαστικής του ικανότητας μέσα από μια ιδιοφυή -όπως θα αποδειχθεί αργότερα- και εντελώς ασυνήθιστη χρήση των λέξεων.
Τα χρόνια που ακολουθούν διαβάζει ακατάπαυστα, οι εμπειρίες του προέρχονται, ως επί το πλείστον, από τα βιβλία και είναι εκείνη την εποχή της αθωότητας που συνειδητοποιεί την αμέριστη αγάπη του για τους μαγικούς συνδυασμούς των λέξεων, αλλά και στην οποία αντιλαμβάνεται τον εαυτό του σε σχέση μ' όλα αυτά: «Καθώς διάβαζα όλο και περισσότερο, η αγάπη μου για την πραγματική ζωή των λέξεων μεγάλωσε, έως ότου έμαθα ότι πρέπει να ζήσω μ' αυτές και μέσα σ' αυτές για πάντα. Εμαθα, πράγματι, ότι πρέπει να είμαι συγγραφέας λέξεων και τίποτε άλλο». Τα διαβάσματά του εκτείνονται από τον Τόμας Μπράουνινγκ, τον ντε Κουίνσι και τον Μπλέικ, στον Μάρλοου, τον Τσαμς, τους Εικονιστές, τη Βίβλο, τον Πόε, τον Κιτς, τον Λόρενς, σκωτσέζικες μπαλάντες και λαϊκούς θρύλους και αργότερα τον Σέξπιρ. Παράλληλα, γράφει τα πρώτα του ποιήματα κάνοντας πειράματα με τις λέξεις, συνδυάζοντάς τες με διάφορους απρόοπτους τρόπους, συνεπαρμένος από το «μνημειώδες επιχείρημα της φωνής» που ήδη τον κάνει ό,τι θέλει. Σταδιακά, αρχίζει να αποκτάει ποικίλες εμπειρίες και έξω από τον μαγικό κύκλο των βιβλίων του, με το εφηβικό ξέσπασμα να γίνεται στην περίπτωσή του ένα απρόβλεπτο και εύφλεκτο μίγμα ευλογίας και κατάρας. Ενας έντονα διαταραγμένος κόσμος γεμάτος αλυσοειδείς αντιδράσεις κρύβεται πίσω από την πρώτη ποιητική συλλογή του «18 ποιήματα» (1934), ένας κόσμος που συναποτελείται από τις αδιέξοδες εφηβικές νύχτες και ανησυχίες, την τυραννία της σάρκας, τις προτεσταντικές απαγορεύσεις, τα πρώτα ποτά, την αίσθηση της ενοχής και τον διχασμό της ύπαρξης.
Στο μεταξύ, ο εικοσάχρονος Τόμας μετακομίζει στο Λονδίνο για να δοκιμάσει την τύχη του, έναν μόλις μήνα πριν από την έκδοση των «18 ποιημάτων», ελπίζοντας στην αποδοχή του ταλέντου του. Για έναν άνθρωπο που από τόσο νωρίς είχε αυτοπροσδιοριστεί -με κάθε ειλικρίνεια- μέσα στον χώρο της ποίησης και ενδιαφερόταν, στην ουσία, μόνο γι' αυτήν, η ετυμηγορία των κριτικών για το πρωτοεμφανιζόμενο έργο του ήταν καθοριστικής σημασίας: Είχε επενδύσει τα πάντα σε αυτό εξισώνοντάς το με το νόημα της ίδιας του της ύπαρξης. Η καθολική, λοιπόν, απόρριψη που γνώρισε από τους κριτικούς της εποχής υπήρξε καταστροφική για τον ψυχισμό του και σε συνδυασμό με τις πρακτικές δυσκολίες επιβίωσης που αντιμετώπιζε, τον οδήγησε σε μια γενικευμένη παραίτηση από τα πάντα και πρωτίστως από τον ίδιο του τον εαυτό. Το αλκοόλ μετατρέπεται από μια απλή συνήθεια των εφηβικών χρόνων σ' ένα μόνιμο και αδιαπραγμάτευτο πάθος μέχρι τέλους, ενώ δεκάδες βιογραφίες εστιάζουν σ' εκείνη τη φάση της ζωής του με εκτενέστατες και λεπτομερείς περιγραφές μιας παρατεταμένης και -όπως έμελλε να αποδειχθεί- μη αναστρέψιμης πτώσης που θα τον οδηγούσε στον πρόωρο χαμό. Οι εξιστορήσεις αυτές αναφέρονται σε έναν Τόμας που περιφερόταν για πολύ καιρό στις λαϊκές συνοικίες του Σόχο, από ποτάδικο σε ποτάδικο, πίνοντας απίστευτες ποσότητες μπίρας, φορώντας βρόμικα, φθαρμένα και αλλοπρόσαλλα ρούχα, και επιδεικνύοντας συχνά την ουαλέζικη αθυροστομία του. Αυτές, ωστόσο, οι εμπειρίες του θα λειτουργήσουν μάλλον ευεργετικά για την ποίησή του στην οποία επανέρχεται μπολιάζοντάς την με νέες ευρηματικές επινοήσεις. Οταν δύο χρόνια μετά δημοσιεύονται τα «25 ποιήματα», θα κερδίσει εν μέρει τους κριτικούς, αλλά κυρίως θα υιοθετήσει οριστικά πια και με σιγουριά ένα καθαρά προσωπικό ύφος που άλλοτε προκαλεί και άλλοτε συναρπάζει: «Εσύ που γονατίζεις σε σταυρό και βωμό / θυμήσου με και σπλαχνίσου Τον / Αυτόν που έκανε τη σάρκα και τα κόκκαλά μου πανοπλία / και διπλοσταύρωσε της μάνας μου τη μήτρα».
Το «λίγο φως» που αναζητούσε σταθερά στην ποιητική του έκφραση θα το ανακαλύψει -έστω πρόσκαιρα- στη ζωή του, όταν έπειτα από αλλεπάλληλες ατυχίες γνωρίζει την Caitlin και το 1937 παντρεύονται. Στην αρχή του έγγαμου βίου περνάει μέρες ανείπωτης χαράς και δύο χρόνια μετά κυκλοφορεί η αριστουργηματική συλλογή «Ο χάρτης της αγάπης», ενώ παράλληλα κάνει δουλειές του ποδαριού και κάποιες διαφημίσεις για το ραδιόφωνο. Ομως, η μόνιμη φτώχεια γίνεται ακόμα πιο πιεστική, αφού η οικογένεια του ζευγαριού μεγαλώνει και τα τρία παιδιά επιβαρύνουν σημαντικά τα έξοδά τους. Ωσπου, ξαφνικά το 1940, του αναθέτουν μια ραδιοφωνική εκπομπή που θα τον κάνει διάσημο. Ενα πρόγραμμα στο οποίο απαγγέλλει ποιήματα, ξένα και δικά του, καθώς και μικρές ιστορίες δικής του έμπνευσης, που σαγηνεύουν ένα ευρύ κι ετερόκλητο ακροατήριο. Ετσι, η τέταρτη συλλογή του «Θάνατοι και Είσοδοι», που δημοσιεύεται το 1946, κερδίζει το αναγνωστικό κοινό κάνοντας τεράστιες πωλήσεις. Επτά χρόνια πριν από τον θάνατό του, η τύχη μοιάζει να χαμογελάει: Γράφει, πλέον, σενάρια για ταινίες μικρού μήκους και εργάζεται σε διαφημιστικά προγράμματα, αλλά οι μεταπολεμικές αμοιβές στον χώρο του θεάματος ήταν πενιχρές και δεν έμενε τίποτα παραπάνω πέρα από τη φήμη και την όποια προσωπική ικανοποίηση. Πάντως, η γενικότερη φήμη που απέκτησε, συνέβαλε στην επανεκτίμηση του συνόλου της ποίησής του από τους κριτικούς, με σαφώς ευνοϊκότερους όρους. Ως εκ τούτου, εκείνος συνέχιζε να γράφει ποιήματα νιώθοντας πια μια καλλιτεχνική δικαίωση που μετά τον θάνατό του θα γινόταν καθολική εδραίωση.
«Είμαι ένας πολύ προσεκτικός, ευσυνείδητος, επιτηδευμένος και πονηρός τεχνίτης με τις λέξεις. Χρησιμοποιώ τα πάντα, για να κάνω τα ποιήματά μου να λειτουργήσουν και να κινηθούν προς την κατεύθυνση που θέλω: παλιά κόλπα, νέα κόλπα, λογοπαίγνια, συμφυρμούς, παράδοξα, υπαινιγμούς, παρονομασίες, καταχρήσεις, αργκό, παρηχητικές ομοιοκαταληξίες, συνηχήσεις και φυσικό ρυθμό», εξηγεί χαρακτηριστικά στις «Σημειώσεις» του. Πράγματι, ο ιδιαίτερα περίτεχνος μηχανισμός γραφής του συνίσταται στην πρόταση προς πρόταση διάρθρωση ενός συνειρμικού πλέγματος: Οι πυκνά εναλλασσόμενες εικόνες, η ιδιόρρυθμη χρήση του συντακτικού, ο πλούτος των συνηχήσεων, η επινόηση λέξεων, τα λογοπαίγνια, η μουσική ροή της έκφρασής του, ο ασύλληπτος εκφραστικός πλούτος και η ελλειπτικότητα, συμπαρασύρουν τον αναγνώστη σε μια ποιητική δίνη στην οποία τα διαδοχικά λεκτικά επίπεδα αλληλοϋποστηρίζονται και αλληλοσυμπληρώνονται με απόλυτη ακρίβεια. Ο Τόμας γράφει συλλαμβάνοντας τους πλέον παράξενους συνδυασμούς ήχων και νοημάτων, εικόνων πρωτοφανέρωτων στην αρμονία και την αντιφατικότητά τους, με λέξεις σύνθετες σαν το «ερωτοσκόταδο» και στίχους όπως «ο ύπνος πλοηγός στα κύματα του χρόνου». Ο τόνος του παραμένει υπαινικτικά προσωπικός και καθώς στροβιλίζεται ατέρμονα γύρω από τον άνθρωπο, τη ζωή και τον θάνατο, τα προβλήματα της καταγωγής και του προορισμού, της πρώτης αρχής και του ύστατου τέλους, αποπνέει έναν ναρκισσισμό που αιμορραγεί: «Πολύ περήφανος για να πεθάνει, πέθανε αδύναμος, τυφλός. Πέθανε τόσο σκοτεινά κι όμως δεν δείλιασε στιγμή: γενναίος μες στην αδέκαστη έπαρσή του, άνθρωπος δίκαιος, σοβαρός». Αυτό που καταφέρνει ο Τόμας με την ποίησή του, είναι ένα εντυπωσιακό παράδοξο: Δημιουργεί ένα πλέγμα αλλεπάλληλων αποκαλυπτικών εικόνων που υποκαθιστά τον κόσμο της καθημερινής πραγματικότητας, ενώ την ίδια στιγμή εξαναγκάζει τον αναγνώστη να αντιλαμβάνεται τα περιγραφόμενα αντικείμενα με το καθημερινό τους νόημα: «Το ψωμί που κόβω τώρα ήταν κάποτε σιτάρι / το κρασί σε ξένο δέντρο, βυθισμένο στον καρπό του / είτε άνθρωπος τη μέρα, είτε άνεμος τη νύχτα / καταρήμαξε τα στάχυα, τη γιορτή των σταφυλιών». Εντούτοις, παρ' όλο που το έργο του παρουσιάζει -εκ πρώτης όψεως- υπερρεαλιστική συμπεριφορά, τίποτα δεν αφήνεται στην τύχη του αυτοματισμού. Αντιθέτως, συνυπάρχει αταλάντευτα το συνειρμικό με το αυστηρά λογικό: Ο στίχος του έχει γερή αρχιτεκτονική, στέρεη μορφή και η επιτυχία του κρύβεται τόσο πίσω από έναν διαπεραστικό μεταφυσικό λυγμό όσο και από τις αυτοϋπονομευτικές λυρικές εξάρσεις του: «αν και τρελοί, θα συνεφέρουν / αν και πνιγμένοι στα βαθιά, θ' αναδυθούν / αν εραστές χαμένοι αυτοί, δεν θα χαθεί η αγάπη / κι ο θάνατος δεν θα 'χει εξουσία».
Η επιτυχία και η απήχηση του έργου του έχουν πλέον πάρει την ανιούσα, σε αντιδιαστολή με την κλονισμένη από το αλκοόλ υγεία του, που παρουσιάζει σοβαρά προβλήματα. Το 1950 του προτείνουν να κάνει μια περιοδεία απαγγελιών στην Αμερική με σημαντική για την εποχή αμοιβή. Το αποτέλεσμα ήταν θριαμβευτικό και σύντομα οι δίσκοι με τις απαγγελίες του γίνονται ανάρπαστοι σε παγκόσμια κλίμακα. Οι εξελίξεις αυτές θα τον οδηγήσουν σε ακόμη δύο περιοδείες στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, το 1952 και το 1953, για να διαβάσει το «Κάτω από το Γαλατόδασος», ένα «έργο για φωνές» που το είχε ετοιμάσει για μια επικείμενη ραδιοφωνική εκπομπή. Αυτή η τρίτη περιοδεία, ωστόσο, αποδείχτηκε μοιραία. Ο καταπονημένος ποιητής, έπειτα από αλλεπάλληλους προορισμούς, αναγνώσεις, εικοσιτετράωρα αϋπνίας και ασφυκτικής έντασης, πεθαίνει ξαφνικά, στις 9 Νοεμβρίου 1953 στη Νέα Υόρκη, από αλκοολική τοξίνωση. Εχουν γραφτεί πολλά για τις περίεργες συνθήκες του θανάτου του, για ευθύνες του περιβάλλοντός του, των γιατρών, ακόμη και για το ποια υπήρξαν τα ακριβή αίτια της κατάληξής του. Η περίοδος που ακολούθησε χαρακτηρίζεται από τη συστηματική και πάντα αναμενόμενη προσπάθεια των εκδοτών, των δημοσιογράφων και των κριτικών να συντηρήσουν τον μύθο του «καταραμένου», του σημαδεμένου από τη μοίρα ποιητή. Ευτυχώς που οι στίχοι του Ντίλαν Τόμας, ξεγλιστρώντας απ' όλα αυτά, βρίσκουν πάντα μια ανταπόκριση μέσα από την επιμελημένη και αινιγματική τους αυτοτέλεια: «Σε μια θύελλα τραγουδιών / οι φωνές των πνιγμένων κολύμπησαν στον άνεμο».
ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ: www.dylanthomas.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου