Δώδεκα έδειχνεν η ώρα,
μεσονύχτι όπως και τώρα
κι ήμουν βυθισμένος ώρα
σε βιβλία αλλοτινά,
όταν μες από 'να θάμπος
ύπνου να μου 'φανη σάμπως,
έξω από τη πόρτα κάποιος
να χτυπούσε σιγανά.
"Επισκέπτης", είπα, "θα 'ναι και χτυπάει σιγανά,
τούτο θα 'ναι μοναχά".
Α! θυμάμαι 'πεφτε χιόνι
και του κρυού Δεκέμβρη τόνοι
σκούζαν μες στο παραγώνι
και στοιχειώναν τη φωτιά.
Η νυχτιά με στεναχώρα
κι άδικα έψαχνα τόση ώρα
να 'βρω τη γλυκειά Λενώρα
μες στ' αρχαία μου χαρτιά.
Τη Λενώρα που οι αγγέλοι της κρατούνε συντροφιά
και δικιά μας ποτέ πιά.
Κάθε θρόισμα στο μετάξι
της κουρτίνας είχ' αλλάξει
κι έρχονταν να με ταράξει
άγριος φόβος που τρυπά
κι έλεγα, να πάρω θάρρος
και να διώξω αυτό το βάρος:
"Επισκέπτης, δίχως άλλο,
θα 'ναι τούτος που χτυπά.
Κάποιος νυχτοπαρωρίτης, που για να 'μπει μου χτυπά,
τούτο θα 'ναι μοναχά".
Ξάφνου άντρειωσ' η ψυχή μου
και παρά τη ταραχή μου:
-"Κύριε", φώναξα, "ή κυρία
συχωρέστε μ' έστω αργά.
Στα χαρτιά ήμουν σκυμμένος
κι ίσως μισοκοιμισμένος,
δε σας άκουσα ωρισμένως
να χτυπάτε έτσι αργά".
Με τα λόγια τούτα 'νοίγω τα πορτόφυλλα γοργά.
Έξω νύχτα μοναχά.
Το σκοτάδι αυτό τρυπώντας
έμεινα κειδά απορώντας,
κάθε τόσο ανασκιρτώντας
μέσα σ' όνειρα αλγεινά.
Κράτησε σιγή για ώρα
κι άξαφνα απ' τα βάθη τώρα,
μια φωνή να λέει: "Λενώρα"
σα ν' ακούστηκε βραχνά.
"Εγώ φώναξα: Λενώρα! και τη φέρνει ηχώ ξανά.
Έτσι θα 'ναι μοναχά".
Μπήκα στο δωμάτιο πάλι
μ' άνω-κάτω το κεφάλι,
μα μες απ' αυτή τη ζάλη,
δυνατήν ακουώ χτυπιά.
"Α! Στο παραθύρι θα 'ναι",
λέω ευθύς, "και με ζητάνε.
Ας ιδώ τώρα ποιός να 'ναι,
φτάνει το μυστήριο πια.
Η καρδιά μου δεν αντέχει, φτάνει το μυστήριο πια.
θα 'ν' αγέρας μοναχά".
Τότε τα παντζούρια ανοίγω,
όμως μια κραυγή μου πνίγω,
καθώς βλέπω 'να κοράκι
μες στο δώμα να περνά.
Η ευγένεια δε το νοιάζει
κι ούτε που με λογαριάζει,
μα γαντζώνει στο περβάζι
της εσώπορτας, στερνά.
Και γαντζώνει και κουρνιάζει στη μαρμάρινη Αθηνά
και κοιτάζει μοναχά.
Πώς ανάπνευσα στ' αλήθεια!
και γελώντας απ' τα στήθεια,
λέω από παλιά συνήθεια,
στ' όρνιο με τη κρυά ματιά:
-"Κι αν σου κόψαν το λοφίο
κι αν σ' αφήκαν έτσι αστείο,
μαυροπούλι, άλλως θείο,
που πλανιέσαι στη νυχτιά,
ποιό 'ναι τάχα τ' όνομά σου μες στην άραχνη νυχτιά";
Και μου λέει: -"Ποτέ πια"!
Τρόμαξα στ' αλήθεια μου όντας
μου δευτέρωσε μιλώντας.
"Δίχως άλλο", είπα σκιρτώντας,
"τούτο ξέρει μοναχά.
Κάποιος πρώην κύριός του,
θα 'κλαψε πολύ. Ο καημός του
ίσως να 'γινε δικός του
και για τούτο αγκομαχά.
Του απόμεινε στη σκέψη κι είναι σα να ξεψυχά,
λέγοντάς μου: Ποτέ πιά"!
Και τη θλίψη μου ξεχνώντας,
έστρεψα σ' αυτό γελώντας,
τη καρέκλα μου τραβώντας
στο κοράκι αντικρυνά.
Μα στο κάθισμά μου πάνω,
χίλιες τόσες σκέψεις κάνω
και στο νου μου τώρα βάνω,
για ποιό λόγο αληθινά,
σα μιαν επωδό μακάβρια, να μου λέει όλο ξανά,
το κοράκι; -"Ποτέ πια"!
Γρίφος θα 'ν' ή αίνιγμά του
κι ίσως μήνυμα θανάτου
και κοιτώντας τη ματιά του,
που τρυπούσε τη καρδιά,
γέρνω ωραία το κεφάλι,
στο δικό της προσκεφάλι,
όπου αντιφεγγούσε πάλι
σα και τότε μια βραδιά,
με το βιολετί βελούδο, σα και τότε μια βραδιά
και που δε θ' αγγίξει πια!
Ξάφνου να 'νιωσα μου 'φάνη
γύρω μου άκρατο λιβάνι
και πλημμύρα να μου φτάνει
νέφι η θεία του καπνιά.
-"'Αθλιε!" φώναξα, "στοχάσου,
που Θεός στέλνει κοντά σου
άγγελους να σου σταλάσσου'
νηπενθές για λησμονιά.
Πιές το, ω! πιές το, τη Λενώρα, να ξεχάσεις μ' απονιά".
Και μου λέει: -"Ποτέ πια"!
-"Α! Προφήτη", κράζω, "ωιμένα!
κι αν του Δαίμονα 'σαι γέννα
κι αν ο Πειρασμός σε μένα,
σ' έστειλ' απ' τη γης βαθιά.
Κι αν σε τόπο ρημαγμένο
σ' έχει ρίξει απελπισμένο,
σ' ένα σπίτι στοιχειωμένο,
με σκιές και με ξωθιά,
θα 'βρω στη Γαλαάδ, ω! πέσμου, θα 'βρω κει παρηγοριά";
Και μου λέει: -"Ποτέ πια"!
-"Α! Προφήτη, ανήλιαγο όρνιο
κι αν πουλί 'σαι κι αν τελώνιο,
απ' το σκότος σου το αιώνιο
κι απ' τη κρύα σου νεφιά,
πέσμου, στης Εδέμ τα δάση,
θα 'βρει ο νους μου ν' αγκαλιάσει,
μια παρθένα που 'χει αγιάσει
κι έχει αγγέλους συντροφιά;
Μιαν ολόλαμπρη παρθένα, που 'χει αγγέλους συντροφιά";
Και μου λέει: -"Ποτέ πια"!
-"Φύγε στ' άγρια σου τα μέρη,
όρνιο ή φάντασμα! Ποιός ξέρει
αν αυτό που σ' έχει φέρει,
δε σε καταπιεί ξανά
κι ούτ' ένα μικρό φτερό σου
να μη μείνει 'δω δικό σου!"
φώναξα, "και το φευγιό σου
να χαθεί στα σκοτεινά.
Πάρε και το κρώξιμό σου, πέρ' από την Αθηνά"!
Και μου λέει: -"Ποτέ πια"!
Κι από τότε 'κει δεμένο,
το κοράκι καθισμένο.
Μένει πάντα κουρνιασμένο,
στη μαρμάρινη Θεά.
Κι η ματιά του, όπως κοιτάζει,
με ματιά δαιμόνου μοιάζει
κι η νυχτιά που το σκεπάζει,
του στοιχειώνει τη σκιά.
Α! η ψυχή μου δε θα φύγει απ' αυτήνε τη σκιά.
Δε θα φύγει ποτέ πια!
μετ. Γιάννης Β. Ιωαννίδης
-"Φύγε στ' άγρια σου τα μέρη,
όρνιο ή φάντασμα! Ποιός ξέρει
αν αυτό που σ' έχει φέρει,
δε σε καταπιεί ξανά
κι ούτ' ένα μικρό φτερό σου
να μη μείνει 'δω δικό σου!"
φώναξα, "και το φευγιό σου
να χαθεί στα σκοτεινά.
Πάρε και το κρώξιμό σου, πέρ' από την Αθηνά"!
Και μου λέει: -"Ποτέ πια"!
Κι από τότε 'κει δεμένο,
το κοράκι καθισμένο.
Μένει πάντα κουρνιασμένο,
στη μαρμάρινη Θεά.
Κι η ματιά του, όπως κοιτάζει,
με ματιά δαιμόνου μοιάζει
κι η νυχτιά που το σκεπάζει,
του στοιχειώνει τη σκιά.
Α! η ψυχή μου δε θα φύγει απ' αυτήνε τη σκιά.
Δε θα φύγει ποτέ πια!
μετ. Γιάννης Β. Ιωαννίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου