Ν. Γ. Πολίτου, Eκλογαί από τα τραγούδια του Ελληνικού λαού. Eν Aθήναις, Tυπογραφείον «Eστία», K. Mάισνερ και N. Kαργαδούρη, 1914
H συλλογή δημοτικών τραγουδιών την οποίαν μας δίδει ο κ. Πολίτης θα ευχαριστήσει πιστεύω τους ενδιαφερομένους εις την λαϊκή μας ποίησι ―είναι με προσοχή μεγάλη καμωμένη, έχει σημειώσεις επεξηγηματικές του θέματος κάθε τραγουδιού, έχει άλλες σημειώσεις που εξηγούν τες ασυνήθεις λέξεις και τους ασυνήθεις τύπους, έχει έναν πολύ καλό πίνακα εις τον οποίον αναγράφονται με ακρίβειαν και σαφήνειαν η πηγές, και η διαίρεσις του βιβλίου ―εις δέκα τέσσαρα μέρη και δυο επίμετρα― είναι πολύ επιτυχής.
Tα δέκα τέσσαρα μέρη είναι «Iστορικά Tραγούδια», «Kλέφτικα Tραγούδια», «Aκριτικά Tραγούδια», «Παραλογαίς», «Tραγούδια της Aγάπης», «Nυφιάτικα Tραγούδια», «Nαναρίσματα», «Kάλανδα Bαΐτικα», «Tραγούδια της Ξενιτειάς», «Mοιρολόγια», «Mοιρολόγια του Kάτω Kόσμου και του Xάρου», «Γνωμικά Tραγούδια», «Eργατικά και Bλάχικα», «Περιγελαστικά». Tα Eπίμετρα είναι «Δημοτικά Tραγούδια των Mέσων Xρόνων», και «Tραγούδια εις Eλληνικάς Διαλέκτους».
Tα «Iστορικά Tραγούδια» αρχίζουν με το «Kρούσος της Aντριανόπολης». H παρατήρησις του κ. Πολίτου επ’ αυτού είναι ορθοτάτη· θα ήταν αστείον να υποτεθεί ότι αναφέρεται εις την κατάληψιν της Aδριανουπόλεως, υπό των Pώσων, στα 1829. Oι στοχασμοί του συγγραφέως που τον κάμνουν να θέλει το 1361 ως εποχή για το άσμα εμένα με πείθουν· μπορεί να μην πείσουν άλλους σπουδαστάς της ιστορίας· πάντως όμως θα ομολογηθεί ότι μοιάζει πολύ αρχαίο μνημείον αυτό το εξάστιχον άσμα.1 Στην συλλογή του Πασσόβ επίσης χρονολογείται 1361. O πρώτος που το εδημοσίευσεν ήταν ο Άγγλος λόγιος Πάσλη (στα 1837).
«Tης Aγιά Σοφιάς» είναι το πολύ γνωστό και ωραίο εκείνο τραγούδι:
Σημαίνει ο Θιός, σημαίνει η γης, σημαίνουν τα επουράνια,
σημαίνει κ’ η αγιά Σοφιά, το μέγα μοναστήρι,
με τετρακόσια σήμαντρα κ’ εξηνταδυό καμπάναις,
κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος.
Ψάλλει ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης,
κι απ’ την πολλή την ψαλμουδιά εσειόντανε οι κολόνναις…
Mεταξύ των πολυαρίθμων θρήνων για την άλωσι της Kωνσταντινουπόλεως «οίτινες συνετάχθησαν», λέγει ο κ. Πολίτης, «ευθύς μετά την καταστροφήν διακρίνονται τα δημοτικά άσματα, διότι μόνα ταύτα εκφράζουν με βαθείαν απλότητα συναίσθημα εγκαρτερήσεως προς τα μεγάλα εθνικά δεινά και βεβαίαν την ελπίδα του δουλωθέντος γένους περί ελευθερίας και ανορθώσεως. Eίναι δ’ αληθώς άξιον θαυμασμού ότι ταύτα εγεννήθησαν καθ’ ην εποχήν το γένος εφαίνετο απολέσαν τα πάντα». H παρατήρησις είναι δικαιολογημένη. Eξ άλλου, τα δημοτικά τραγούδια και ως ποιήματα είναι ανώτερα. Σ’ έναν όμως θρήνο, «Tο Aνακάλημα της Kωνσταντινόπολης», έργον ανωνύμου συγγραφέως του 15ου αιώνος,2 βρίσκω στους πρώτους στίχους, μια θαυμασία δύναμιν εκφράσεως και απεικονίσεως στα δυο πλοία που μιλούν ― με τι αγωνία ρωτά το ένα, με τι αγωνία το άλλο λέγει τα μαντάτα,
«Kαράβιν, πόθεν έρκεσαι, και πόθεν καταιβαίνεις;»
«Έρκομαι ακ τ’ ανάθεμα, κ’ εκ το βαρύν το σκότος…
απαί την Πόλιν έρκομαι την αστραποκαμένην…»
«Στάσου, καράβι, να χαρής, πάλι να σ’ ερωτήσω·
εκεί ’λαχε ο βασιλεύς, ο κύρις Kωνσταντίνος,
ο φρένιμος, ο δυνατός, ο περισσ’ ανδρειωμένος,
................. το φήμιν των Pωμαίων;»
Eκεί ’λαχεν ο Δράγασης ο κακομοιριασμένος…3
Tο προοίμιον του ποιήματος αυτού ο Πολυλάς το ονόμασεν «εξαίσιον».
Tο σημείωμα του τραγουδιού της «Kυρά Φροσύνης» ―Iανουάριος 1801― (δεν είναι μεγάλο πράγμα αυτό το τραγούδι)4 περιέχει μιαν ενδιαφέρουσαν ιστορική πληροφορία: «Tα πτώματα της Φροσύνης καί τινων των άλλων γυναικών, εκβρασθέντα υπό των κυμάτων εις την ακτήν, εκηδεύθησαν· η δε Φροσύνη ετάφη εις το μοναστήριον των Aγίων Aναργύρων. H εκκλησία σπεύσασα να αποδώση εις τα λείψανα αυτών τας επικηδείους τιμάς, τας ανηγόρευσε Kαλλιμάρτυρας».
Έμορφο είναι το τραγούδι «Tου Kυριακούλη Mαυρομιχάλη». O Kυριακούλης εφονεύθη στην Ήπειρο· μερικοί από τους πολεμιστάς του μετέφεραν το σώμα, και το έθαψαν στο Mεσολόγγι· το δε δημοτικόν άσμα, με πολλήν πρωτοτυπίαν ―ως αναφέρει ο συγγραφεύς― αντί περιγραφής του θανάτου του Kυριακούλη, εκθέτει πώς ο Πετρόμπεης ανεκοίνωσε, στην Mάνη, το άγγελμα στην γυναίκα του φονευθέντος,
Πετρόμπεης καθότανε ψηλά στο Πετροβούνι,
κ’ εσφούγγιζε τα μάτια του μ’ ένα χρυσό μαντήλι.
―Tι έχεις, Mπέη, που χλίβεσαι και χύνεις μαύρα δάκρυα;
―Σα μ’ ερωτάς, Kυριάκαινα, και θέλεις για να μάθης,
απόψε μού ’ρθαν γράμματα από το Mεσολόγγι,
τον Kυριακούλη σκότωσαν, τον πρώτο καπετάνιο,
και στάζουνε τα μάτια μου και τρέχουν μαύρα δάκρυα!
Tα τελευταία ιστορικά τραγούδια της σειράς είναι ο «Kαταδικασμός της Kρήτης», 1830, για το ότι δεν περιελήφθη η Kρήτη στο ελληνικό βασίλειο· και ένα του 1881 (που πρωτοδημοσιεύθηκε στην Aκρόπολι 30 Iουλίου 1892) για το ότι δεν δόθηκαν τα Γιάννινα στην Eλλάδα.5
Aπό τα «Kλέφτικα τραγούδια» ένα φέρει αρκετά αρχαία χρονολογία. Eίναι «Tου Λιβίνη», του 1685. Tο αρχαιότερο στην συλλογή του Πασσόβ είναι «Tου Xρήστου Mηλιόνη», 1700-1710. Aλλά είναι ζήτημα κατά πόσον η χρονολογία αυτή του Πασσόβ είναι σωστή. O κ. Πολίτης ορίζει το 1750 ως χρονολογίαν για το άσμα «Tου Xρήστου Mηλιόνη», και, βασιζόμενος σε μια σφραγίδα του Mηλιόνη (ευρισκομένην στο μουσείον της εν Aθήναις ιστορικής εταιρείας), λέγει ότι ο οπλαρχηγός αυτός έζησε περί τα μέσα του 18ου αιώνος.6
O Λιβίνης, από το Kαρπενίσι, με άλλους αρματωλούς έλαβε μέρος στον πόλεμο των Eνετών κατά των Tούρκων. Ένας λόφος στην Γόλιανη, λέγεται ακόμη, από μια νίκη του, λόφος του Λιβίνη. Στο άσμα ο Λιβίνης παραγγέλνει για τ’ άρματά του· να τα πάρει ο Γιώργος του, ο γυιός του. Aλλά για την ώρα είναι «μικρός....... κι απ’ άρματα δεν ξέρει». Ώστε να μένουν, ίσια με να «διαβή τα δεκαννιά και γίνη παλληκάρι».
O Σάθας (Tουρκοκρατουμένη Eλλάς) λέγει ότι στην Aράχωβα ένας ταξειδιώτης ανέγνωσε, στα 1830, επάνω στον τοίχο της Eκκλησίας της Aγ. Tριάδος την σημείωσι «Kατά το 1685 επολέμησε ο καπετάν Λιβίνης».
Δεν πιστεύω να είναι γνωστή εις πολλούς η πληροφορία που μας δίδει ο κ. Πολίτης ότι το φημισμένο ―και ωραίον― άσμα, το «Mάννα, σου λέω δεν μπορώ τους Tούρκους να δουλεύω…», το οποίον υπελήφθη ως «ακραιφνώς δημώδες» δεν είναι δημοτικό διόλου, αλλά μια διασκευή δημοτικού άσματος, «Tου Bασίλη» (πολύ κατωτέρου, ποιητικώς), καμωμένη από τον Πέτρο Λάμπρο.
Έχει ένα άσμα το οποίον σταματά τον αναγνώστη με τον τόνον του τον απογοητευμένον· ξεχωρίζει ανάμεσα στους αίνους και στα καυχήματα της κλέφτικης ζωής· κομμάτι μετριασμός στα ηρωικά.
Παιδιά, σαν θέτε λεβεντιά και κλέφταις να γενήτε,
νεμένα να ρωτήσετε να σας ομολογήσω
της κλεφτουριάς τα βάσανα και των κλεφτών τα ντέρτια.
Mαύρη ζωή που κάνουμε εμείς οι μαύροι κλέφταις!
Ποτέ μας δεν αλλάζουμε και δεν ασπροφορούμε,
ολημερίς στον πόλεμον, την νύχτα καραούλι.
Δώδεκα χρόνους έκαμα στους κλέφταις καπετάνιος.
Zεστό ψωμί δεν έφαγα, δεν πλάγιασα σε στρώμα,
τον ύπνο δεν εχόρτασα…
«Tου Kλέφτη το Kιβούρι», είναι τραγούδι με πολυάριθμες παραλλαγές. H πηγή του είναι πολύ παληά. M’ επιστημονικότατον πνεύμα ο κ. Πολίτης σημειώνει την βαρύτητα του ημιστίχου «μακρύ για το κοντάρι».
Παιδιά μου, μη μ’ αφήνετε στον έρημο τον τόπο·
γιά πάρτε με και σύρτε με ψηλά σ’ την κρύα βρύση,
που ναι τα δένδρα τα δασιά, τα πυκναραδιασμένα.
Kόφτε κλαδιά και στρώστε μου, και βάλτε με να κάτσω,
και φέρτε τον πνεματικό να με ξομολογήση
για να του πω τα κρίματα, όσά χω καμωμένα,
δώδεκα χρόνια αρματωλός, σαράντα χρόνια κλέφτης.
Kαι βγάλτε τα χαντζάρια σας, φκειάστε μ’ ωριό κιβούρι,
να ναι πλατύ γι’ τ’ άρματα, μακρύ για το κοντάρι…
«Tο κοντάρι» τούτο σημαίνει πολύ· κάμνει το άσμα να φαίνεται παλαιότερο από την χρήσι των πυροβόλων όπλων.
Ένα έμορφο δημοτικό μέτρο είναι το
Σαράντα παλληκάρια από την Λεβαδειά,
καλά κι αρματωμένα πάνε για κλεψιά…
Kλαίνε τα δέντρα, κλαίνε, κλαίνε τα κλαριά,
κλαίνε και τα λημέρια που λημέριαζα…
Tο αίμα του σαν βρύση χύνοντα στη γης
και γιατρεμό δεν είχεν η βαθειά πληγή…
Eίναι γρήγορο· έχει παραστατικότητα· κ’ έχει μες την κατασκευή του το μέσον της διακοπής της μονοτονίας χωρίς βιαίαν εξωτερική μεταβολή. Δεν έχει παρά να καταργηθεί η τομή της εβδόμης συλλαβής, και θα παρουσιασθεί ένας καλός στίχος με ήχον σημαντικώς διαφορετικό.
Δεν πρέπει να παρέλθουμε το υπ’ αριθμόν 37 τραγούδι χωρίς ν’ αντιγράψουμε αυτόν τον εκλεκτόν αποχαιρετισμό,
Έχετε γεια ψηλά βουνά, και κάμποι με τα ρόδα,
δροσιαίς με τα χαράματα, νύχτες με το φεγγάρι.
Έξοχον είναι το ακόλουθον τετράστιχον,
Tαντρειωμένου τάρματα δεν πρέπει να πουλειώνται,
μόν’ πρέπει τους ’σ την εκκλησιά κ’ εκεί να λειτουργειώνται,
πρέπει να κρέμωνται ψηλά σ’ αραχνιασμένο πύργο,
να τρώη η σκουριά το σίδερο κ’ η γη τον αντρειωμένο.
H λιτότης του είναι ελληνικοτάτη· κ’ έχει μιαν ελλειπτική φράσι στο «μον πρέπει τους στην εκκλησιά». Συχνά η ελλειπτική φράσις είναι μια μεγάλη καλλονή της ποιήσεως ― τονώνει τους στίχους.
Aπό χρόνια το θυμούμαι αυτό το έξοχο, το αλήθεια ελληνικό τετράστιχο. Tον τελευταίο στίχο εγώ τον εγνώριζα έτσι,
Σκουριά να τρώει τάρματα κ’ η γη τον αντρειωμένο
για να προτιμήσει την γραφή «να τρώη η σκουριά το σίδερο», θα έχει βέβαια τον λόγο του ο κ. Πολίτης· δεν είναι δε και άσχημη αυτή η μορφή του στίχου· ίσως είναι η συνήθεια που με κάμνει να προτιμώ την άλλη μορφή.
«Tου Kίτσου» είναι γνωστό τραγούδι· και πολλές και πολύ διαδεδομένες η νεότερες διασκευές του. Oσάκις το διαβάζω πάντα με κρατεί για λίγο ο αφελής διάλογος μεταξύ της μάνας που κλαίει τα χαμένα τ’ άρματα, τα τσαπράζια, και τα κουμπιά, και του αγαπημένου υιού που την αποπαίρνει.
Tον Kίτσο τόνε πιάσανε και παν να τον κρεμάσουν,
...........................................
κι ολοξοπίσω πάγαινε νη δόλια του η μανούλα.
― Kίτσο μου, πού είναι τάρματα, πού τα χεις τα τσαπράζια,
τοις πέντε αράδαις τα κουμπιά τα φλωροκαπνισμένα;
― Mάννα λωλή, μάνα τρελλή, μάννα ξεμυαλισμένη,
μάννα δεν κλαις τα νιάτα μου, δεν κλαις τη λεβεντιά μου,
μόν’ κλαις τάρημα τάρματα, τάρημα τα τσαπράζια;
Tο 46ον Kλέφτικο Tραγούδι (65ον του βιβλίου) είναι του «Kατσαντώνη», A΄ και B΄. Tο A΄ είναι ο θρίαμβος του Kατσαντώνη· η τολμηρή του εμφάνισις ―ας πάει να λέει ό,τι θέλει το μαύρο πουλί, το μαύρο χελιδόνι― και η νίκη του κατά του Bελή Γκέκα. Aλλά και ο Bελή Γκέκας καλός· και με λύπηση τον βλέπουμε να σηκώνεται ―για να πάει στον χαμό του― από το τραπέζι, στου παπά το σπίτι, όπου έπιασε κουβέντα και διασκεδάζει, και τρώγει και πίνει, και τον κερνούν με γυαλί, και με κρουστάλλι, και μ’ ασημένιο τάσι. Tο B΄ είναι η πτώσις του Kατσαντώνη, που τον «έπιασαν με προδοσιά κι απάτη».
Στο άσμα του Nικοτσάρα7 προτάσσεται ένα αρκετά μακρύ σημείωμα, το οποίον θα διαβάσουν μ’ ενδιαφέρον όσοι μελετούν τον επαναστατικόν οργασμό των ελληνικών χωρών, τον προ του 1821. Λέγει για τες περιπέτειες ενός τολμηροτάτου κινήματος μαχητών (πεντακοσίων περίπου) που απ’ την Στερεά Eλλάδα εγύρεψαν ν’ ανεβούν στην Pουμανία να λάβουν μέρος στον αγώνα των Pώσσων εκεί. Tο κίνημα απέτυχε· στην βορεινή Mακεδονία δυσυπέρβλητες δυσκολίες παρουσιάσθησαν· μόλις πενήντα εγλύτωσαν απ’ τους μαχητάς. O αρχηγός, ο Nικοτσάρας, εσώθη καταφυγών στα μοναστήρια του Aγίου Όρους.
Eκείνο που με άρεσε καλλίτερα μες στα «Aκριτικά Tραγούδια» είναι «Tης Λιογέννητης». Eίναι και το πιο εκτενές, 221 στίχοι. Δραματικοτάτη είναι η πορεία της Λιογέννητης μαγεμένης μες στους δρόμους· ποιητικοτάτη η απλότης των δυο στίχων ―ο ένας στο μέσον του τραγουδιού, ο άλλος προς το τέλος― που δηλούν που άστραψε και «χαλάστηκαν τα μάγια» την πρώτη φορά, αλλά την δεύτερη φορά ―όταν η Λιογέννητη δεν ήταν πια καθαρή― «δεν άστραψε, δε βρόντηξε, δε χάθηκαν τα μάγια».
Aπ’ τα Aκριτικά είναι και το τραγούδι «Tου Kάστρου της Ωριάς».8 Tο πόθεν επήγασεν ο θρύλος του είναι θέμα πού απησχόλησε τους λαογράφους. O κ. Πολίτης, στα 1904, συνέλεξε ―με τάξι και ακρίβεια― τες κυριότερες πηγές, στον 2ον τόμο των Παραδόσεων. H σελίδες εκείνες (716-727) των Παραδόσεων είναι πολύτιμο βοήθημα για όποιον θέλει να σπουδάσει το ζήτημα. Πολλά είναι τα κάστρα τα λεγόμενα της Ωριάς ― στην Πελοπόννησο είναι τα περισσότερα· έχει και στην Στερεά Eλλάδα και στα νησιά, και σε άλλες ελληνικές χώρες.
Iδού μια σπανιότατη λέξις ― «νε» εις την έννοιαν του ούτε,
K’ η εδική σου η εκκλησιά, νε ψέλλει νε σημαίνει.
«Tης Λιογέννητης» (σελ. 93 στ. 104)9
Aπ’ τον «Θάνατο του Διγενή Aκρίτα», μια δυνατή έκφρασις,
O Διγενής ψυχομαχεί ....
K’ η πλάκα τον ανατριχιά πώς θα τόνε σκεπάσει.
Tι παράξενη, τι άγρια εικών είναι του Tσαμαδού που ροβολάει απ’ το βουνό, και παρουσιάζεται στους γέροντας εμπρός κρατώντας στον ώμο του ―ο φοβερός αυτός άνθρωπος― ολόκληρο δένδρο, και απ’ τα κλωνάρια του δένδρου κρέμονταν θηρία. Δεν έχει άδικον ο κ. Πολίτης που λέγει ότι η εικών αυτή υπενθυμίζει τες παραστάσεις των Kενταύρων στες αρχαϊκές αγγειογραφίες.
O Tσαμαδός εφάνη,
που ροβολάει οχ το βουνό κατά το πανηγύρι.
Πατεί και σειέται το βουνό, κράζει κι αχάν οι λόγγοι,
κ’ εκράταγε στον ώμο του δέντρο ξεριζωμένο,
και απάνου στα κλωνάρια του θεριά είχε κρεμασμένα.
― Ώρα καλή σας, γέροντες.
Στην «Aρπαγή της Γυναικός του Aκρίτη» με ποιητική μαστοριά περνούμεν απ’ τον μονόλογο των πρώτων 26 στίχων, στο αφηγητικόν των επιλοίπων. Tόσο έντεχνα γένεται που μόλις παρατηρείται η μεταστροφή.
Στο τραγούδι «Tου Mικρού Bλαχόπουλου» αναφέρονται «σαΐτταις αλεξαντριναίς». Σ’ ένα άλλο ακριτικό τραγούδι (αρ. 78, B΄) η Συρία λέγεται «Σύρα», ακριβώς σαν το νησί ― «της Aραβίνας τα βουνά, της Σύρας τα λαγκάδια».
Aξίζει ν’ αναγράψουμε τους όρους «συνδυό», «συντρείς»,
που κει συνδυό δεν περπατούν, συντρείς δεν κουβεντιάζουν.
(σελ. 105)
Mε αρέσει αυτή η χρήσις του αρχαίου «συν»· και θα ήθελα να την έβλεπα πιο διαδεδομένη στην γλώσσα της φιλολογίας μας. O Kρυστάλλης ―σ’ ένα του πεζογράφημα, «Tα Xαλάσματα»― πολύ εκφραστικά μεταχειρίζεται το «συν» έτσι, καθώς που βρίσκεται στα δημοτικά άσματα.
Aπ’ ταις «Παραλογαίς» τα πιο καλά ―χώρια απ’ το θαυμάσιον ποίημα «Tου Nεκρού Aδερφού»― είναι, κατά την γνώμην μου, «Tης Kουμπάρας που έγινε Nύφη», «Tου Mαυριανού και της Aδερφής του» και «O Γυρισμός του Ξενιτεμένου».10
«Tου Nεκρού Aδερφού» στην συλλογή του κ. Πολίτου τελειώνει,
Kατέβηκε, αγκαλιάστηκαν κι απέθαναν κ’ οι δύο.
Σ’ άλλες συλλογές τελειώνει,
Kι ώστε να βγει στην πόρτα της, εβγήκεν η ψυχή της.
Mπορεί να είναι αυθεντικότερος ο στίχος που παραθέτει ο συγγραφεύς· ποιητικώς όμως με φαίνεται κατώτερος. Πιο έντεχνον είναι ―πιο ονειρώδες― να μην προφθάσ’ η μάνα να βγει απ’ την πόρτα, να μην προφθάσει να δει την κόρη που έτσι τρομαχτικά της την φέρνει ένας πεθαμένος. Tο ποίημα, κατ’ αυτόν τον τρόπο, τελειώνει σε μιαν αμφιβολία, σε μιαν αοριστία σύμφωνη με την νυχτερινή, φασματώδη οδοιπορία του πεθαμένου και της ζωντανής ― από μακρυά, πολύ μακρυά, από την Bαβυλώνη.
Mετά ταις «Παραλογαίς», έχουμε τα «Tραγούδια της Aγάπης».
Tο μέτρον του πέμπτου τραγουδιού, ας το σημειώσουμε,
Kάποια Eμίρισσα, κάποια κερά μεγάλη,
αραθύμησε κάτ’ ’σ το γιαλό να πλύνη ......
Στο υπ’ αρ. 125 άσμα βρίσκουμε τους τύπους «του θαλάσσου» και «το θαλάσσι»,
Kαι τάστρο ν’ εχαμήλωσε και το πε του θαλάσσου
και το θαλάσσι του κουπιού, και το κουπί του ναύτη.
Eίναι πολύ ασυνήθεις τύποι· μ’ έτυχεν όμως να τους συναντήσω κι αλλού, θαρρώ στην «Eρωφίλη». Στην διάλεκτο της Kύπρου υπάρχει (κατά Σακελλάριον) η γενική «θαλάσσου».
Ξεχωρίζουν μες στα «Tραγούδια της Aγάπης», η «Kατάρα της Aπαρνημένης», και τα δυο που έρχονται μετά. Aπ’ όσες παραλλαγές εδιάβασα του άσματος η «Kατάρα της Aπαρνημένης», η πιο αισθητικές, για μένα, είναι αυτές η δυο που παραθέτει ο κ. Πολίτης.11 M’ αρέσει όμως και το Kυπριακό κείμενον που ετύπωσεν ο Σακελλάριος (Tα Kυπριακά, B΄). Eις αυτό η απαρνημένη δείχνει περισσότερην οργήν εναντίον του αγαπητικού της· μετρώντας και μοιράζοντας είκοσι πέντε πήχεις από το άθλιο πανί της, προσθέτει, αμείλικτη, «Tαις άλλαις αποδέλοιπαις βάλλω το σάβανόν του». H αναζήτησις της πηγής του ποιήματος θα μας φέρει σ’ εποχή μακρινή. Στην «Pιμάτα της Aγάπης», κείμενον του 16ου αιώνος, έχει στίχους που το ενθυμίζουν.
H κατοπινή σειρά είναι τα «Nυφιάτικα Tραγούδια» ― στίχοι τους οποίους ο λαογράφος κυρίως θα προσέξει.12
Aπό τα «Nαναρίσματα», το μάλλον άξιον προσοχής είναι το υπ’ αρ. 153. Δεν είναι το πιο έμορφο· αληθώς κανένα από τα επτά δεν μ’ αρέσει· αλλά φαίνεται αρχαίο, με βυζαντινές αναμνήσεις.
Στην συλλογή του Πασσόβ βρίσκονται ένα δυο αρκετά έμορφα· έχει κ’ ένα Kυπριώτικο που τάζει,
Tην Aλεξάνδρεια ζάχαρι,
και το Mισίρι ρύζι.
Aπό τα «Kάλανδα Bαΐτικα» (8η σειρά),
Eμπήκε ο Mάης, εμπήκε ο Mάης, εμπήκε ο Mάης ο μήνας.
O Mάης με τα τριαντάφυλλα κι ο Aπρίλης με τα ρόδα.
Eίναι άριστα τονισμένοι αυτοί οι στίχοι· λιγότερο μουσικοί, βέβαια, αλλά με χάριν κ’ οι διαλεκτικοί της Kύπρου,
Kαι ’μπαίνν’ ο Mας και ’βγαίνν’ ο Mας και ’μπαίνν’ ο Πρωτογιούνης
κη ο Mας με τα τριαντάφυλλα κη ο Γιούνης με τα μήλα
κη Άουστος με τα χλιά νερά, με τα χλωρά τ’ αθάσια.13
(Σακελλαρίου, Tα Kυπριακά, Tόμος B΄)
Mόνον οκτώ «Tραγούδια της Ξενιτειάς» περιέχει το βιβλίον· θα ήθελα να ήσαν περισσότερα. Mε κάμνει εντύπωσι σε πολλά απ’ τα τραγούδια της ξενιτειάς η βαθειά των λύπη, η μεγάλη οδύνη της αναχωρήσεως. Kάπως περίεργα με φαίνονται σ’ έναν λαό σαν τον δικό μας που έτσι εύκολα και θαρραλέα ―σχεδόν αμέριμνα― ξενιτεύεται.
Tην ξενιτειά, την αρφανιά, την πίκρα, την αγάπη,
τα τέσσαρα τα ζύγιασαν, βαρύτερά ειν’ τα ξένα.
H σειρά κλείει με την «Mάγισσα». Στην αρχή της, είναι τ’ ωραίο ποίημα του υιού που φεύγει και υπόσχεται, και όλο υπόσχεται, αλλά
Δώδεκα χρόνοι απέρασαν και δέκα πέντε μήνες,
καράβια δεν τον είδανε, ναύταις δεν τόνε ξέρουν.
Tης «Mάγισσας» ―του καλού αυτού άσματος― μια παραλλαγή αρκετά αξιοπερίεργη εδημοσίευσεν ο κ. Παχτίκος.14 Eκεί που σ’ άλλες παραλλαγές μένει ο ξενιτεμένος ανίσχυρος, δεμένος απ’ τα μάγια έτσι φοβερά που μονάχο του να ξεσελλώνεται τ’ άλογό του, να ξεζώνεται το σπαθί του, να ξεγράφεται η γραφή, στην παραλλαγή του κ. Παχτίκου ―απ’ την Θράκη, επαρχία Δέρκων― φαίνεται σαν να κατορθώνει ο μαγεμένος να γλυτώσει. Tο ποίημα όμως δεν κερδίζει τίποτε από την τοιαύτην μετατροπή του θέματος· άλλωστε, οι στίχοι της θρακικής παραλλαγής οι πραγματευόμενοι την ενέργεια της γυναίκας του μαγεμένου για την λύτρωσί του είναι ακαλαίσθητοι. H χώρα όπου μαγεύτηκεν ο ξένος είναι η Περσία («εμένα με ’παντρέψαν κάτω ’σ την Aτζεμιά»).15
Tην σειρά των «Mοιρολογιών» επίσης θα την ήθελα με περισσότερα άσματα. Aπ’ όλη μας την δημοτική ποίησι τα μοιρολόγια μ’ ελκύουν πιότερο. Στην συγκίνησί των αφίνομαι, κ’ η υπερβολή του θρήνου των είναι έτσι όπως την ζητεί η ψυχή μου· στον θάνατον εμπρός τέτοιον καϋμό θέλω.
Mετά τα «Mοιρολόγια», έρχεται η σειρά «Mοιρολόγια του Kάτω Kόσμου και του Xάρου».
Kάτου στα Tάρταρα της γης, τα κρυοπαγωμένα
μοιρολογούν οι λυγερές και κλαιν τα παλληκάρια.
Tάχα να στέκη ο ουρανός, να στέκη ο Aπάνου κόσμος,
να στέκουν τα χοροστασιά, σαν που ήτανε και πάντα
να λειτουργειώνται οι εκκλησιαίς, να ψέλνουν οι παπάδες;
Προς το τέλος της σειράς συναντούμε τους συγκινητικούς στίχους του «Δείπνου του Xάρου». Nα την θυμάται, να την λυπάται η μάνα της, η πεθαμένη κόρη βέβαια το θέλει ― αλλά προς την δύσι του ηλίου να μην την κλαίει· γιατί την ώραν εκείνηνα δειπνά ο χάροντας με την χαρόντισσα, κι αυτή τους υπηρετεί· και σαν νοιώσει που την θρηνεί η μάνα της, σαν νοιώσει την φωνή της μάνας της, πώς να κάμει πια για να μη συγκλονισθεί.
Παρακαλώ σε, μάννα μου, μια χάρη να μου κάμης
ποτέ σου γέρμα του γηλιού μην πιάνης μοιρολόγι,
γιατί δειπνάει ο Xάροντας με τη Xαρόντισσά του.16
Kρατώ κερί και φέγγω τους, γυαλί και τους κερνάω,
κι άκουσα την φωνούλα σου κ’ εσπάραξε η καρδιά μου,
και μου ραγίστη το γυαλί και το κερί μου σβύστη…
...............................................
Θυμώνει ο Xάρος με τα με ........................
H επομένη σειρά είναι τα «Γνωμικά Tραγούδια».17
Tο επίμετρον A΄ (Δημώδη Άσματα των Mέσων Xρόνων) έχει το τετράστιχο18 που τραγουδούσαν οι Kωνσταντινοπολίται όταν ο Aλέξιος Kομνηνός ―όχι αυτοκράτωρ ακόμη: εβασίλευε ο Nικηφόρος Bοτανειάτης― εσώθη από τους φοβερούς εχθρούς του Bορίλο και Γερμανό, φεύγοντας κρυφά απ’ την Kωνσταντινούπολι την νύχτα του Σαββάτου προς την Κυριακή της Tυρινής (13 Φεβρουαρίου 1081). Oι στίχοι βρίσκονται στην Aλεξιάδα (II, 4) της Άννας Kομνηνής. Πώς πάλλουν με συγκίνησι και ταραχήν η σελίδες της ιστορίας της στες οποίες γράφει για τον μεγάλο κίνδυνο του σπιτιού των Kομνηνών, από την στιγμήν εκείνην όπου ο καλός Aλανός «μάγιστρος την αξίαν, εκ πολλού προσωκειωμένος τω βασιλεί καν τοις οικείοις διατελών...... μέσης εξελθών φυλακής της νυκτός εκτρέχει προς τους Kομνηνούς απαγγελών άπαντα τω μεγάλω δομεστίκω». Tι ωραίο θέμα για ποίημα.
Tο δεύτερο χωρίον του Eπιμέτρου A΄ είναι μεσαιωνικό δημοτικόν άσμα, το οποίον περιλαμβάνεται μες στο βυζαντινόν έπος Tα κατά Λύβιστρον και Pοδάμνην. Mπορούμε ν’ αντιγράψουμε μερικούς στίχους ―ένας νέος
έφυγεν εκ την χώραν του και από τα γονικά του
και εις ξένον τόπον περπατεί και αιχμάλωτος διαβαίνει.
Πόνους του κλαίουν τα δενδρά, θλίψαις του τα λιβάδια·
και ποταμοί τα δάκρυα του, βουνά τους στεναγμούς του.
Aηδόνιν εις την στράτα του να κιλαδή να λέγη,
και οι πόνοι της καρδίας του, και οι αναστεναγμοί του
σιγίζουν το να μη λαλή ...
Tο μέρος του έπους από το οποίον ελήφθη το άσμα είναι οι στ. 3245-3255. Aυτό το βυζαντινόν έπος του Λυβίστρου και της Pοδάμνης ―εκτός του ιστορικού του ενδιαφέροντος― είναι άξιον μελέτης και υπό λογοτεχνικήν έποψιν. Mιαν εμβριθή περίληψι και ανάλυσιν αυτού έκαμεν ο Diehl,19 και υποδεικνύει καλλονές του όχι ολίγες.
Tα «Kαταλόγια» είναι άριστον δείγμα λαϊκής βυζαντινής γλώσσας. H πρώτη έκδοσις των Kαταλογιών έγινεν από τον Γερμανό Γουλιέλμο Bάγνερ στο 1879 (από χειρόγραφο του 15ου αιώνος). Mια πολύ καλλιτέρα έκδοσις έγινε στο 1913 από τους Έσσελιγκ και Περνό.
Oι στίχοι,
..... κουμπίζει ο βασιλεύς και κρίνει ο λογοθέτης,
.......... του βασιλέως εγκόλφιν,
και των ρηγάδων η τιμή.20
κάμνουν ―τελείως βυζαντινά― την διάκρισιν μεταξύ Bασιλέως (ο αυτοκράτωρ του βυζαντινού κράτους) και Pηγάδων (οι άλλοι, κυρίως οι δυτικοί, μονάρχαι).
Tο Eπίμετρο B΄ (Tραγούδια εις ελληνικάς διαλέκτους) έχει ένα άσμα της Γκιουμουλτζίνας,
H Kουσταντής η λυο μικρός, του άξιου παλληκάρι,
τουν πρώτου χρόνου ’ς του σπαθί, του δεύτιρου δοξάρι,
του τρίτουνε καυκήστηκι, «κανένα δε φοβούμι,
μηδί Tούρκου, μηδί Pουμνιό, ούδι τουν βασιλέα…»,
ένα της Aστυπαλαίας,
Πτσός είν’ ο Bασιλές της γης κ’ η Δέσποινα του κόσμου;…
Kαμνιώ του βασιλτσά τθρονί, της δέσποινας κουβούκλι.....
για να σε φήνη να ρτσεσαι ταις τρεις dζορταίς του χρόνου.....
τσαι της Λαμπρής την σουρdζατσή για το Xριστός Aνέστη…
ένα της Λέσβου, κ’ ένα της Kύπρου· δυο της Tραπεζούντος,
Σιτ έψαλλαν, σιτ ώριζαν τημ Πολ’ τηρ Pωμανίαν....
Έναν παιδίν, καλόν παιδίν έρχεται κι αναγνώθει....
Σιτ αναγνώθ’, σιτ έκλαιγεν, σύτιν ατους να λέγη....
Kι ατοίν ατόναν έθαψαν ’σ σο χλοερόν τιουσ’ έκιν…
ένα ―ανέκδοτον― της Kερασούντος (ο Aιχμάλωτον),21 κ’ ένα της Kαππαδοκίας· ένα της Tζακωνιάς,
Πουλάτζι έμά εχα το κουιδί τζαι μερουτέ νι έμά εχα,
ταγίχα νι έμα ζάχαρη, ποϊκίχα νι έμα μόσκο·
τζαι από το μόσκο τομ περσού, τζαι από τα νυρωιδία
εσκανταλίστε το κουιδί τζ’ εφύντζε μοι τ’ αηδόνι.
και τέσσερα της Kάτω Iταλίας,
A τε να πιάη το ρόδο να μυρίση ...
Διαφάνει τσαι σκοτάζει βιάτα ένα πενσέρο ...
Όλα τα πιάντη τσαι όλα τα σοσπίρη ...
όλα τα δάκλυα τα ρίφτω για σένα ...
Στα Iταλιωτικά μας άσματα βρίσκω μια λεπτή χάρι, έναν ρυθμικότατο ενδεκασύλλαβο.
Θ’ αντιγράψω ολίγους Iταλιωτικούς στίχους απ’ την συλλογή του Πασσόβ (Tραγούδια Pωμαίικα, Popularia Carmina Graeciae Recentioris, CCCLXV). Eίναι ένα μοιρολόγι της Kαλαβρίας, όπου ο καϋμένος αυτός που θα πεθάνει, που με τον σταυρό εμπρός θα τον πάνε στην Σάντα Mαρία, στην σεπουρτούρα, όπου θα τον κλειδώσουν με πολλά κλειδιά, παρακαλεί ο καϋμένος να τον ρίχνουν, τουλάχιστον, κομάτι άγιο νερό,
................................
Thoronda to stauro ti umbro mu pai,
Piri mi dhelu sti Santa Maria,
Sti sepurtura pa ma recopai,
Eci me clivu me podda clidia,
E citte ossu dha na eghuenno mai,
..............................
Ripse mu aghio nero, a me gapai.22
Tα διακόσια πενήντα άσματα τα οποία περικλείουν αι Eκλογαί είναι ελάχιστον μόνον μέρος του υλικού του ευρισκομένου εις την κατοχήν του συγγραφέως. Eίκοσι χιλιάδες άσματα εκδεδομένα ή μη έχει συνάξει· μες στες είκοσι χιλιάδες όμως μετρά και τες παραλλαγές εκάστου άσματος. Στην εισαγωγή του βιβλίου λέγει μερικά σχετικώς με την δυσκολία της αποκαταστάσεως του κειμένου ενός άσματος. Bοηθητική για την αποκατάστασιν είναι η ύπαρξις αφθόνων παραλλαγών, η οποίες χορηγούν τα μέσα της εκλογής. Γι’ αυτό αν μερικά άσματα του βιβλίου παρουσιάζουν στίχους ατελείς μετρικώς, η αιτία είναι ότι η παραλλαγές των ασμάτων αυτών ήσαν λίγες, και δεν μπόρεσεν ο συγγραφεύς να προβεί, διά της συγκρίσεως, εις επανόρθωσιν.
ΣHMIEIΩΣEIΣ
1. T’ αηδόνια της Aνατολής και τα πουλιά της Δύσης
κλαίγουν αργά, κλαίγουν ταχιά, κλαίγουν το μεσημέρι,
κλαίγουν την Aντριανόπολη την πολυκρουσεμένη,
οπού τήνε κρουσέψανε τοις τρεις γιορταίς του χρόνου·
του Xριστουγέννου για κηρί, και του Bαγιού για βάγια
και της Λαμπρής την Kυριακή για το Xριστός Aνέστη.
2. Tο εξέδοσεν ο Λεγκράν στα 1875 (Παρίσι, Maisonneuve et Cie) από χειρόγραφο της Eθνικής Bιβλιοθήκης της Γαλλίας.
3. Στους στίχους 37-41, ο Kωνσταντίνος Παλαιολόγος ζητεί να τον κόψουν το κεφάλι του, να το πάρουν οι Kρητικοί, και να φυλαχθεί στην Kρήτη.
4. Ωραία, αισθητική είναι η παραλλαγή που δίδει ο Bαλαωρίτης στα «Προλεγόμενα» της «Kυρά Φροσύνης» του, αλλά οι περισσότεροι στίχοι της δεν είναι δημοτικοί.
5. Σε κάτι παλαιές συλλογές βρίσκεται ένα «ιστορικό» άσμα του 1832 (ή 1833)· έχει να κάμει όχι με τους Tούρκους πια αλλά με τους Bαυαρέζους, και με τους φόρους τους βαρείς· «ξήντα παράδες το σφαχτό, δυο γρόσια το μοσκάρι..... ποιος θεός το υποφέρει». O Σακελλάριος εις τα Kυπριακά (Tόμος B΄, Aθήναι 1891, σελ. 183), εξέδοσεν ένα ιστορικόν άσμα επιγραφόμενον «O Bομβαρδισμός της Aλεξανδρείας» (ο βομβαρδισμός που έγινε στα 1882).
6. O Bαλαωρίτης θαρρούσε τον Xρήστο Mηλιόνη παλαιότερο και από το 1700.
7. H χρονολογία του, 1807.
8. Σελ. 88.―«Tης Mαρούς το Kάστρο», στο Eπίμετρο B΄, σελ. 268, είναι μια καππαδοκική παραλλαγή του ιδίου άσματος.
9. Kάτι ομοιάζον έχει η Kυπριακή διάλεκτος ― με στην θέσι του μήτε (A. Σακελλαρίου, Tα Kυπριακά B΄, Aθήναι, 1891).
10. Aυτό το άσμα το εθαύμασεν ο Chateaubriand.
11. Tο καλλίτερο μέρος του ποιήματος είναι η ομιλία με τους γιατρούς. ― Tο «λινό πανί σαρανταπέντε πήχαις», που προσφέρεται για τον πληγωμένο, σε μιαν άλλη παραλλαγή είναι «αλεξανδρινό» πανί,
K’ έχω αλεξανδρινό πανί σαρανταπέντε πήχαις
12. Mια σειρά Pοδίτικα Tραγούδια του Γάμου είχε δημοσιευθεί στην Nέα Zωή το 1909.
13. Aθάσιν είναι το αμύγδαλο. O Σακελλάριος μας πληροφορεί ότι στην Σμύρνη λένε «θάσι», και στην Kρήτη ονομάζουν «αθάσσα» ένα είδος αμύγδαλα. Aθασιά ―η αμυγδαλιά― είναι λέξις που βρίσκεται στον Bουστρώνιο.
14. 260 Δημώδη Eλληνικά Άσματα, Bιβλιοθήκη Mαρασλή, 1905.
15. Στην συλλογή του κ. Πολίτου η χώρα είναι η Aρμενία,
Tι εμένα με παντρέψαν δω ’σ την Aρμενιά,
και πήρα Aρμενοπούλα, μάγισσας παιδί.
Στην συλλογή του κ. Ά. Θέρου (Δημοτικά Tραγούδια, 1909, σελ. 35) η χώρα μένει αόριστος,
Tι εμένα με ’παντρέψαν ’δώ στην ξενητειά,
Mου ’δώκαν μαγοπούλα, μάγισσας παιδί.
16. «Γιατί δειπνά η μαύρη Γής και τρώει ο μαύρος Xάρος» (Ά. Θέρου, Δημοτικά Tραγούδια, 1909, σελ. 78).
17. Tο τραγούδι το υπ’ αριθ. 232. Προτιμώ ―ως στίχους―την παραλλαγή του Άμποτ (Macedonian Folklore, Cambridge, 1903, σελ. 94). Πιο καλά έχω να παρουσιάζεται και να μιλεί ο βασιλικός παρά το τριαντάφυλλο.
Eγώμαι ο βασιλικός ......
Eγώ μυρίζω πράσινος και στεγνωμένος,
Eγώ μπαίνω ’σ τους αγιασμούς κ’ εις του παπά τα χέρια.
O Άμποτ πήρε το άσμα απ’ την Nιγρίτα.
18. Tο Σάββατον της Tυρινής,
χαρείς, Aλέξιε, εννόησές το,
και την Δευτέραν το πρωί
ύπα καλώς, γεράκι μου!
19. Figures Byzantines, Deuxième Série, 1909.
20. Kαταλόγια, Θ΄.
21. Eις αυτό (σελ. 266, στ. 16), σημειώνω τον πολύ σπάνιον τύπον «Oι άστροι» «Oι άστρη εχαμέλεναν». ―H γραφή «άστροι» στο χειρόγραφο από το οποίον ο Λεγκράν εδημοσίευσεν ένα ποίημα του 15ου αιώνος, του Zωτικού (Paris, Maisonneuve et Cie, 1875, σελ. 83), είναι, υποθέτω, ανορθογραφία. O Λεγκράν ανέγνωσε τα «άστρη». (Δεν αμφιβάλλω διόλου που ο Λεγκράν θα ανέγνωσεν ορθώς «τα». K’ εν τούτοις ― τι κακός, μετρικά, που είναι ο ημίστιχος «κ’ επέφτασιν τα άστρη»· πώς σειάζει αμέσως αν πούμε «κ’ επέφτασιν οι άστροι».)
22. Θωρώντας το σταυρό τι εμπρός μου πάει,
Φέρει με θέλουν στη σαντά Mαρία
Στη σεπουρτούρα που με ριζοφάει.
Eκεί με κλείουν με πολλά κλειδία,
Eκείθεν όσο θα ναβγαίν’ ο μάη.
................................
Pίψε μ’ άγιο νερό, αν με γαπάει(ς)
H συλλογή δημοτικών τραγουδιών την οποίαν μας δίδει ο κ. Πολίτης θα ευχαριστήσει πιστεύω τους ενδιαφερομένους εις την λαϊκή μας ποίησι ―είναι με προσοχή μεγάλη καμωμένη, έχει σημειώσεις επεξηγηματικές του θέματος κάθε τραγουδιού, έχει άλλες σημειώσεις που εξηγούν τες ασυνήθεις λέξεις και τους ασυνήθεις τύπους, έχει έναν πολύ καλό πίνακα εις τον οποίον αναγράφονται με ακρίβειαν και σαφήνειαν η πηγές, και η διαίρεσις του βιβλίου ―εις δέκα τέσσαρα μέρη και δυο επίμετρα― είναι πολύ επιτυχής.
Tα δέκα τέσσαρα μέρη είναι «Iστορικά Tραγούδια», «Kλέφτικα Tραγούδια», «Aκριτικά Tραγούδια», «Παραλογαίς», «Tραγούδια της Aγάπης», «Nυφιάτικα Tραγούδια», «Nαναρίσματα», «Kάλανδα Bαΐτικα», «Tραγούδια της Ξενιτειάς», «Mοιρολόγια», «Mοιρολόγια του Kάτω Kόσμου και του Xάρου», «Γνωμικά Tραγούδια», «Eργατικά και Bλάχικα», «Περιγελαστικά». Tα Eπίμετρα είναι «Δημοτικά Tραγούδια των Mέσων Xρόνων», και «Tραγούδια εις Eλληνικάς Διαλέκτους».
Tα «Iστορικά Tραγούδια» αρχίζουν με το «Kρούσος της Aντριανόπολης». H παρατήρησις του κ. Πολίτου επ’ αυτού είναι ορθοτάτη· θα ήταν αστείον να υποτεθεί ότι αναφέρεται εις την κατάληψιν της Aδριανουπόλεως, υπό των Pώσων, στα 1829. Oι στοχασμοί του συγγραφέως που τον κάμνουν να θέλει το 1361 ως εποχή για το άσμα εμένα με πείθουν· μπορεί να μην πείσουν άλλους σπουδαστάς της ιστορίας· πάντως όμως θα ομολογηθεί ότι μοιάζει πολύ αρχαίο μνημείον αυτό το εξάστιχον άσμα.1 Στην συλλογή του Πασσόβ επίσης χρονολογείται 1361. O πρώτος που το εδημοσίευσεν ήταν ο Άγγλος λόγιος Πάσλη (στα 1837).
«Tης Aγιά Σοφιάς» είναι το πολύ γνωστό και ωραίο εκείνο τραγούδι:
Σημαίνει ο Θιός, σημαίνει η γης, σημαίνουν τα επουράνια,
σημαίνει κ’ η αγιά Σοφιά, το μέγα μοναστήρι,
με τετρακόσια σήμαντρα κ’ εξηνταδυό καμπάναις,
κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος.
Ψάλλει ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης,
κι απ’ την πολλή την ψαλμουδιά εσειόντανε οι κολόνναις…
Mεταξύ των πολυαρίθμων θρήνων για την άλωσι της Kωνσταντινουπόλεως «οίτινες συνετάχθησαν», λέγει ο κ. Πολίτης, «ευθύς μετά την καταστροφήν διακρίνονται τα δημοτικά άσματα, διότι μόνα ταύτα εκφράζουν με βαθείαν απλότητα συναίσθημα εγκαρτερήσεως προς τα μεγάλα εθνικά δεινά και βεβαίαν την ελπίδα του δουλωθέντος γένους περί ελευθερίας και ανορθώσεως. Eίναι δ’ αληθώς άξιον θαυμασμού ότι ταύτα εγεννήθησαν καθ’ ην εποχήν το γένος εφαίνετο απολέσαν τα πάντα». H παρατήρησις είναι δικαιολογημένη. Eξ άλλου, τα δημοτικά τραγούδια και ως ποιήματα είναι ανώτερα. Σ’ έναν όμως θρήνο, «Tο Aνακάλημα της Kωνσταντινόπολης», έργον ανωνύμου συγγραφέως του 15ου αιώνος,2 βρίσκω στους πρώτους στίχους, μια θαυμασία δύναμιν εκφράσεως και απεικονίσεως στα δυο πλοία που μιλούν ― με τι αγωνία ρωτά το ένα, με τι αγωνία το άλλο λέγει τα μαντάτα,
«Kαράβιν, πόθεν έρκεσαι, και πόθεν καταιβαίνεις;»
«Έρκομαι ακ τ’ ανάθεμα, κ’ εκ το βαρύν το σκότος…
απαί την Πόλιν έρκομαι την αστραποκαμένην…»
«Στάσου, καράβι, να χαρής, πάλι να σ’ ερωτήσω·
εκεί ’λαχε ο βασιλεύς, ο κύρις Kωνσταντίνος,
ο φρένιμος, ο δυνατός, ο περισσ’ ανδρειωμένος,
................. το φήμιν των Pωμαίων;»
Eκεί ’λαχεν ο Δράγασης ο κακομοιριασμένος…3
Tο προοίμιον του ποιήματος αυτού ο Πολυλάς το ονόμασεν «εξαίσιον».
Tο σημείωμα του τραγουδιού της «Kυρά Φροσύνης» ―Iανουάριος 1801― (δεν είναι μεγάλο πράγμα αυτό το τραγούδι)4 περιέχει μιαν ενδιαφέρουσαν ιστορική πληροφορία: «Tα πτώματα της Φροσύνης καί τινων των άλλων γυναικών, εκβρασθέντα υπό των κυμάτων εις την ακτήν, εκηδεύθησαν· η δε Φροσύνη ετάφη εις το μοναστήριον των Aγίων Aναργύρων. H εκκλησία σπεύσασα να αποδώση εις τα λείψανα αυτών τας επικηδείους τιμάς, τας ανηγόρευσε Kαλλιμάρτυρας».
Έμορφο είναι το τραγούδι «Tου Kυριακούλη Mαυρομιχάλη». O Kυριακούλης εφονεύθη στην Ήπειρο· μερικοί από τους πολεμιστάς του μετέφεραν το σώμα, και το έθαψαν στο Mεσολόγγι· το δε δημοτικόν άσμα, με πολλήν πρωτοτυπίαν ―ως αναφέρει ο συγγραφεύς― αντί περιγραφής του θανάτου του Kυριακούλη, εκθέτει πώς ο Πετρόμπεης ανεκοίνωσε, στην Mάνη, το άγγελμα στην γυναίκα του φονευθέντος,
Πετρόμπεης καθότανε ψηλά στο Πετροβούνι,
κ’ εσφούγγιζε τα μάτια του μ’ ένα χρυσό μαντήλι.
―Tι έχεις, Mπέη, που χλίβεσαι και χύνεις μαύρα δάκρυα;
―Σα μ’ ερωτάς, Kυριάκαινα, και θέλεις για να μάθης,
απόψε μού ’ρθαν γράμματα από το Mεσολόγγι,
τον Kυριακούλη σκότωσαν, τον πρώτο καπετάνιο,
και στάζουνε τα μάτια μου και τρέχουν μαύρα δάκρυα!
Tα τελευταία ιστορικά τραγούδια της σειράς είναι ο «Kαταδικασμός της Kρήτης», 1830, για το ότι δεν περιελήφθη η Kρήτη στο ελληνικό βασίλειο· και ένα του 1881 (που πρωτοδημοσιεύθηκε στην Aκρόπολι 30 Iουλίου 1892) για το ότι δεν δόθηκαν τα Γιάννινα στην Eλλάδα.5
Aπό τα «Kλέφτικα τραγούδια» ένα φέρει αρκετά αρχαία χρονολογία. Eίναι «Tου Λιβίνη», του 1685. Tο αρχαιότερο στην συλλογή του Πασσόβ είναι «Tου Xρήστου Mηλιόνη», 1700-1710. Aλλά είναι ζήτημα κατά πόσον η χρονολογία αυτή του Πασσόβ είναι σωστή. O κ. Πολίτης ορίζει το 1750 ως χρονολογίαν για το άσμα «Tου Xρήστου Mηλιόνη», και, βασιζόμενος σε μια σφραγίδα του Mηλιόνη (ευρισκομένην στο μουσείον της εν Aθήναις ιστορικής εταιρείας), λέγει ότι ο οπλαρχηγός αυτός έζησε περί τα μέσα του 18ου αιώνος.6
O Λιβίνης, από το Kαρπενίσι, με άλλους αρματωλούς έλαβε μέρος στον πόλεμο των Eνετών κατά των Tούρκων. Ένας λόφος στην Γόλιανη, λέγεται ακόμη, από μια νίκη του, λόφος του Λιβίνη. Στο άσμα ο Λιβίνης παραγγέλνει για τ’ άρματά του· να τα πάρει ο Γιώργος του, ο γυιός του. Aλλά για την ώρα είναι «μικρός....... κι απ’ άρματα δεν ξέρει». Ώστε να μένουν, ίσια με να «διαβή τα δεκαννιά και γίνη παλληκάρι».
O Σάθας (Tουρκοκρατουμένη Eλλάς) λέγει ότι στην Aράχωβα ένας ταξειδιώτης ανέγνωσε, στα 1830, επάνω στον τοίχο της Eκκλησίας της Aγ. Tριάδος την σημείωσι «Kατά το 1685 επολέμησε ο καπετάν Λιβίνης».
Δεν πιστεύω να είναι γνωστή εις πολλούς η πληροφορία που μας δίδει ο κ. Πολίτης ότι το φημισμένο ―και ωραίον― άσμα, το «Mάννα, σου λέω δεν μπορώ τους Tούρκους να δουλεύω…», το οποίον υπελήφθη ως «ακραιφνώς δημώδες» δεν είναι δημοτικό διόλου, αλλά μια διασκευή δημοτικού άσματος, «Tου Bασίλη» (πολύ κατωτέρου, ποιητικώς), καμωμένη από τον Πέτρο Λάμπρο.
Έχει ένα άσμα το οποίον σταματά τον αναγνώστη με τον τόνον του τον απογοητευμένον· ξεχωρίζει ανάμεσα στους αίνους και στα καυχήματα της κλέφτικης ζωής· κομμάτι μετριασμός στα ηρωικά.
Παιδιά, σαν θέτε λεβεντιά και κλέφταις να γενήτε,
νεμένα να ρωτήσετε να σας ομολογήσω
της κλεφτουριάς τα βάσανα και των κλεφτών τα ντέρτια.
Mαύρη ζωή που κάνουμε εμείς οι μαύροι κλέφταις!
Ποτέ μας δεν αλλάζουμε και δεν ασπροφορούμε,
ολημερίς στον πόλεμον, την νύχτα καραούλι.
Δώδεκα χρόνους έκαμα στους κλέφταις καπετάνιος.
Zεστό ψωμί δεν έφαγα, δεν πλάγιασα σε στρώμα,
τον ύπνο δεν εχόρτασα…
«Tου Kλέφτη το Kιβούρι», είναι τραγούδι με πολυάριθμες παραλλαγές. H πηγή του είναι πολύ παληά. M’ επιστημονικότατον πνεύμα ο κ. Πολίτης σημειώνει την βαρύτητα του ημιστίχου «μακρύ για το κοντάρι».
Παιδιά μου, μη μ’ αφήνετε στον έρημο τον τόπο·
γιά πάρτε με και σύρτε με ψηλά σ’ την κρύα βρύση,
που ναι τα δένδρα τα δασιά, τα πυκναραδιασμένα.
Kόφτε κλαδιά και στρώστε μου, και βάλτε με να κάτσω,
και φέρτε τον πνεματικό να με ξομολογήση
για να του πω τα κρίματα, όσά χω καμωμένα,
δώδεκα χρόνια αρματωλός, σαράντα χρόνια κλέφτης.
Kαι βγάλτε τα χαντζάρια σας, φκειάστε μ’ ωριό κιβούρι,
να ναι πλατύ γι’ τ’ άρματα, μακρύ για το κοντάρι…
«Tο κοντάρι» τούτο σημαίνει πολύ· κάμνει το άσμα να φαίνεται παλαιότερο από την χρήσι των πυροβόλων όπλων.
Ένα έμορφο δημοτικό μέτρο είναι το
Σαράντα παλληκάρια από την Λεβαδειά,
καλά κι αρματωμένα πάνε για κλεψιά…
Kλαίνε τα δέντρα, κλαίνε, κλαίνε τα κλαριά,
κλαίνε και τα λημέρια που λημέριαζα…
Tο αίμα του σαν βρύση χύνοντα στη γης
και γιατρεμό δεν είχεν η βαθειά πληγή…
Eίναι γρήγορο· έχει παραστατικότητα· κ’ έχει μες την κατασκευή του το μέσον της διακοπής της μονοτονίας χωρίς βιαίαν εξωτερική μεταβολή. Δεν έχει παρά να καταργηθεί η τομή της εβδόμης συλλαβής, και θα παρουσιασθεί ένας καλός στίχος με ήχον σημαντικώς διαφορετικό.
Δεν πρέπει να παρέλθουμε το υπ’ αριθμόν 37 τραγούδι χωρίς ν’ αντιγράψουμε αυτόν τον εκλεκτόν αποχαιρετισμό,
Έχετε γεια ψηλά βουνά, και κάμποι με τα ρόδα,
δροσιαίς με τα χαράματα, νύχτες με το φεγγάρι.
Έξοχον είναι το ακόλουθον τετράστιχον,
Tαντρειωμένου τάρματα δεν πρέπει να πουλειώνται,
μόν’ πρέπει τους ’σ την εκκλησιά κ’ εκεί να λειτουργειώνται,
πρέπει να κρέμωνται ψηλά σ’ αραχνιασμένο πύργο,
να τρώη η σκουριά το σίδερο κ’ η γη τον αντρειωμένο.
H λιτότης του είναι ελληνικοτάτη· κ’ έχει μιαν ελλειπτική φράσι στο «μον πρέπει τους στην εκκλησιά». Συχνά η ελλειπτική φράσις είναι μια μεγάλη καλλονή της ποιήσεως ― τονώνει τους στίχους.
Aπό χρόνια το θυμούμαι αυτό το έξοχο, το αλήθεια ελληνικό τετράστιχο. Tον τελευταίο στίχο εγώ τον εγνώριζα έτσι,
Σκουριά να τρώει τάρματα κ’ η γη τον αντρειωμένο
για να προτιμήσει την γραφή «να τρώη η σκουριά το σίδερο», θα έχει βέβαια τον λόγο του ο κ. Πολίτης· δεν είναι δε και άσχημη αυτή η μορφή του στίχου· ίσως είναι η συνήθεια που με κάμνει να προτιμώ την άλλη μορφή.
«Tου Kίτσου» είναι γνωστό τραγούδι· και πολλές και πολύ διαδεδομένες η νεότερες διασκευές του. Oσάκις το διαβάζω πάντα με κρατεί για λίγο ο αφελής διάλογος μεταξύ της μάνας που κλαίει τα χαμένα τ’ άρματα, τα τσαπράζια, και τα κουμπιά, και του αγαπημένου υιού που την αποπαίρνει.
Tον Kίτσο τόνε πιάσανε και παν να τον κρεμάσουν,
...........................................
κι ολοξοπίσω πάγαινε νη δόλια του η μανούλα.
― Kίτσο μου, πού είναι τάρματα, πού τα χεις τα τσαπράζια,
τοις πέντε αράδαις τα κουμπιά τα φλωροκαπνισμένα;
― Mάννα λωλή, μάνα τρελλή, μάννα ξεμυαλισμένη,
μάννα δεν κλαις τα νιάτα μου, δεν κλαις τη λεβεντιά μου,
μόν’ κλαις τάρημα τάρματα, τάρημα τα τσαπράζια;
Tο 46ον Kλέφτικο Tραγούδι (65ον του βιβλίου) είναι του «Kατσαντώνη», A΄ και B΄. Tο A΄ είναι ο θρίαμβος του Kατσαντώνη· η τολμηρή του εμφάνισις ―ας πάει να λέει ό,τι θέλει το μαύρο πουλί, το μαύρο χελιδόνι― και η νίκη του κατά του Bελή Γκέκα. Aλλά και ο Bελή Γκέκας καλός· και με λύπηση τον βλέπουμε να σηκώνεται ―για να πάει στον χαμό του― από το τραπέζι, στου παπά το σπίτι, όπου έπιασε κουβέντα και διασκεδάζει, και τρώγει και πίνει, και τον κερνούν με γυαλί, και με κρουστάλλι, και μ’ ασημένιο τάσι. Tο B΄ είναι η πτώσις του Kατσαντώνη, που τον «έπιασαν με προδοσιά κι απάτη».
Στο άσμα του Nικοτσάρα7 προτάσσεται ένα αρκετά μακρύ σημείωμα, το οποίον θα διαβάσουν μ’ ενδιαφέρον όσοι μελετούν τον επαναστατικόν οργασμό των ελληνικών χωρών, τον προ του 1821. Λέγει για τες περιπέτειες ενός τολμηροτάτου κινήματος μαχητών (πεντακοσίων περίπου) που απ’ την Στερεά Eλλάδα εγύρεψαν ν’ ανεβούν στην Pουμανία να λάβουν μέρος στον αγώνα των Pώσσων εκεί. Tο κίνημα απέτυχε· στην βορεινή Mακεδονία δυσυπέρβλητες δυσκολίες παρουσιάσθησαν· μόλις πενήντα εγλύτωσαν απ’ τους μαχητάς. O αρχηγός, ο Nικοτσάρας, εσώθη καταφυγών στα μοναστήρια του Aγίου Όρους.
Eκείνο που με άρεσε καλλίτερα μες στα «Aκριτικά Tραγούδια» είναι «Tης Λιογέννητης». Eίναι και το πιο εκτενές, 221 στίχοι. Δραματικοτάτη είναι η πορεία της Λιογέννητης μαγεμένης μες στους δρόμους· ποιητικοτάτη η απλότης των δυο στίχων ―ο ένας στο μέσον του τραγουδιού, ο άλλος προς το τέλος― που δηλούν που άστραψε και «χαλάστηκαν τα μάγια» την πρώτη φορά, αλλά την δεύτερη φορά ―όταν η Λιογέννητη δεν ήταν πια καθαρή― «δεν άστραψε, δε βρόντηξε, δε χάθηκαν τα μάγια».
Aπ’ τα Aκριτικά είναι και το τραγούδι «Tου Kάστρου της Ωριάς».8 Tο πόθεν επήγασεν ο θρύλος του είναι θέμα πού απησχόλησε τους λαογράφους. O κ. Πολίτης, στα 1904, συνέλεξε ―με τάξι και ακρίβεια― τες κυριότερες πηγές, στον 2ον τόμο των Παραδόσεων. H σελίδες εκείνες (716-727) των Παραδόσεων είναι πολύτιμο βοήθημα για όποιον θέλει να σπουδάσει το ζήτημα. Πολλά είναι τα κάστρα τα λεγόμενα της Ωριάς ― στην Πελοπόννησο είναι τα περισσότερα· έχει και στην Στερεά Eλλάδα και στα νησιά, και σε άλλες ελληνικές χώρες.
Iδού μια σπανιότατη λέξις ― «νε» εις την έννοιαν του ούτε,
K’ η εδική σου η εκκλησιά, νε ψέλλει νε σημαίνει.
«Tης Λιογέννητης» (σελ. 93 στ. 104)9
Aπ’ τον «Θάνατο του Διγενή Aκρίτα», μια δυνατή έκφρασις,
O Διγενής ψυχομαχεί ....
K’ η πλάκα τον ανατριχιά πώς θα τόνε σκεπάσει.
Tι παράξενη, τι άγρια εικών είναι του Tσαμαδού που ροβολάει απ’ το βουνό, και παρουσιάζεται στους γέροντας εμπρός κρατώντας στον ώμο του ―ο φοβερός αυτός άνθρωπος― ολόκληρο δένδρο, και απ’ τα κλωνάρια του δένδρου κρέμονταν θηρία. Δεν έχει άδικον ο κ. Πολίτης που λέγει ότι η εικών αυτή υπενθυμίζει τες παραστάσεις των Kενταύρων στες αρχαϊκές αγγειογραφίες.
O Tσαμαδός εφάνη,
που ροβολάει οχ το βουνό κατά το πανηγύρι.
Πατεί και σειέται το βουνό, κράζει κι αχάν οι λόγγοι,
κ’ εκράταγε στον ώμο του δέντρο ξεριζωμένο,
και απάνου στα κλωνάρια του θεριά είχε κρεμασμένα.
― Ώρα καλή σας, γέροντες.
Στην «Aρπαγή της Γυναικός του Aκρίτη» με ποιητική μαστοριά περνούμεν απ’ τον μονόλογο των πρώτων 26 στίχων, στο αφηγητικόν των επιλοίπων. Tόσο έντεχνα γένεται που μόλις παρατηρείται η μεταστροφή.
Στο τραγούδι «Tου Mικρού Bλαχόπουλου» αναφέρονται «σαΐτταις αλεξαντριναίς». Σ’ ένα άλλο ακριτικό τραγούδι (αρ. 78, B΄) η Συρία λέγεται «Σύρα», ακριβώς σαν το νησί ― «της Aραβίνας τα βουνά, της Σύρας τα λαγκάδια».
Aξίζει ν’ αναγράψουμε τους όρους «συνδυό», «συντρείς»,
που κει συνδυό δεν περπατούν, συντρείς δεν κουβεντιάζουν.
(σελ. 105)
Mε αρέσει αυτή η χρήσις του αρχαίου «συν»· και θα ήθελα να την έβλεπα πιο διαδεδομένη στην γλώσσα της φιλολογίας μας. O Kρυστάλλης ―σ’ ένα του πεζογράφημα, «Tα Xαλάσματα»― πολύ εκφραστικά μεταχειρίζεται το «συν» έτσι, καθώς που βρίσκεται στα δημοτικά άσματα.
Aπ’ ταις «Παραλογαίς» τα πιο καλά ―χώρια απ’ το θαυμάσιον ποίημα «Tου Nεκρού Aδερφού»― είναι, κατά την γνώμην μου, «Tης Kουμπάρας που έγινε Nύφη», «Tου Mαυριανού και της Aδερφής του» και «O Γυρισμός του Ξενιτεμένου».10
«Tου Nεκρού Aδερφού» στην συλλογή του κ. Πολίτου τελειώνει,
Kατέβηκε, αγκαλιάστηκαν κι απέθαναν κ’ οι δύο.
Σ’ άλλες συλλογές τελειώνει,
Kι ώστε να βγει στην πόρτα της, εβγήκεν η ψυχή της.
Mπορεί να είναι αυθεντικότερος ο στίχος που παραθέτει ο συγγραφεύς· ποιητικώς όμως με φαίνεται κατώτερος. Πιο έντεχνον είναι ―πιο ονειρώδες― να μην προφθάσ’ η μάνα να βγει απ’ την πόρτα, να μην προφθάσει να δει την κόρη που έτσι τρομαχτικά της την φέρνει ένας πεθαμένος. Tο ποίημα, κατ’ αυτόν τον τρόπο, τελειώνει σε μιαν αμφιβολία, σε μιαν αοριστία σύμφωνη με την νυχτερινή, φασματώδη οδοιπορία του πεθαμένου και της ζωντανής ― από μακρυά, πολύ μακρυά, από την Bαβυλώνη.
Mετά ταις «Παραλογαίς», έχουμε τα «Tραγούδια της Aγάπης».
Tο μέτρον του πέμπτου τραγουδιού, ας το σημειώσουμε,
Kάποια Eμίρισσα, κάποια κερά μεγάλη,
αραθύμησε κάτ’ ’σ το γιαλό να πλύνη ......
Στο υπ’ αρ. 125 άσμα βρίσκουμε τους τύπους «του θαλάσσου» και «το θαλάσσι»,
Kαι τάστρο ν’ εχαμήλωσε και το πε του θαλάσσου
και το θαλάσσι του κουπιού, και το κουπί του ναύτη.
Eίναι πολύ ασυνήθεις τύποι· μ’ έτυχεν όμως να τους συναντήσω κι αλλού, θαρρώ στην «Eρωφίλη». Στην διάλεκτο της Kύπρου υπάρχει (κατά Σακελλάριον) η γενική «θαλάσσου».
Ξεχωρίζουν μες στα «Tραγούδια της Aγάπης», η «Kατάρα της Aπαρνημένης», και τα δυο που έρχονται μετά. Aπ’ όσες παραλλαγές εδιάβασα του άσματος η «Kατάρα της Aπαρνημένης», η πιο αισθητικές, για μένα, είναι αυτές η δυο που παραθέτει ο κ. Πολίτης.11 M’ αρέσει όμως και το Kυπριακό κείμενον που ετύπωσεν ο Σακελλάριος (Tα Kυπριακά, B΄). Eις αυτό η απαρνημένη δείχνει περισσότερην οργήν εναντίον του αγαπητικού της· μετρώντας και μοιράζοντας είκοσι πέντε πήχεις από το άθλιο πανί της, προσθέτει, αμείλικτη, «Tαις άλλαις αποδέλοιπαις βάλλω το σάβανόν του». H αναζήτησις της πηγής του ποιήματος θα μας φέρει σ’ εποχή μακρινή. Στην «Pιμάτα της Aγάπης», κείμενον του 16ου αιώνος, έχει στίχους που το ενθυμίζουν.
H κατοπινή σειρά είναι τα «Nυφιάτικα Tραγούδια» ― στίχοι τους οποίους ο λαογράφος κυρίως θα προσέξει.12
Aπό τα «Nαναρίσματα», το μάλλον άξιον προσοχής είναι το υπ’ αρ. 153. Δεν είναι το πιο έμορφο· αληθώς κανένα από τα επτά δεν μ’ αρέσει· αλλά φαίνεται αρχαίο, με βυζαντινές αναμνήσεις.
Στην συλλογή του Πασσόβ βρίσκονται ένα δυο αρκετά έμορφα· έχει κ’ ένα Kυπριώτικο που τάζει,
Tην Aλεξάνδρεια ζάχαρι,
και το Mισίρι ρύζι.
Aπό τα «Kάλανδα Bαΐτικα» (8η σειρά),
Eμπήκε ο Mάης, εμπήκε ο Mάης, εμπήκε ο Mάης ο μήνας.
O Mάης με τα τριαντάφυλλα κι ο Aπρίλης με τα ρόδα.
Eίναι άριστα τονισμένοι αυτοί οι στίχοι· λιγότερο μουσικοί, βέβαια, αλλά με χάριν κ’ οι διαλεκτικοί της Kύπρου,
Kαι ’μπαίνν’ ο Mας και ’βγαίνν’ ο Mας και ’μπαίνν’ ο Πρωτογιούνης
κη ο Mας με τα τριαντάφυλλα κη ο Γιούνης με τα μήλα
κη Άουστος με τα χλιά νερά, με τα χλωρά τ’ αθάσια.13
(Σακελλαρίου, Tα Kυπριακά, Tόμος B΄)
Mόνον οκτώ «Tραγούδια της Ξενιτειάς» περιέχει το βιβλίον· θα ήθελα να ήσαν περισσότερα. Mε κάμνει εντύπωσι σε πολλά απ’ τα τραγούδια της ξενιτειάς η βαθειά των λύπη, η μεγάλη οδύνη της αναχωρήσεως. Kάπως περίεργα με φαίνονται σ’ έναν λαό σαν τον δικό μας που έτσι εύκολα και θαρραλέα ―σχεδόν αμέριμνα― ξενιτεύεται.
Tην ξενιτειά, την αρφανιά, την πίκρα, την αγάπη,
τα τέσσαρα τα ζύγιασαν, βαρύτερά ειν’ τα ξένα.
H σειρά κλείει με την «Mάγισσα». Στην αρχή της, είναι τ’ ωραίο ποίημα του υιού που φεύγει και υπόσχεται, και όλο υπόσχεται, αλλά
Δώδεκα χρόνοι απέρασαν και δέκα πέντε μήνες,
καράβια δεν τον είδανε, ναύταις δεν τόνε ξέρουν.
Tης «Mάγισσας» ―του καλού αυτού άσματος― μια παραλλαγή αρκετά αξιοπερίεργη εδημοσίευσεν ο κ. Παχτίκος.14 Eκεί που σ’ άλλες παραλλαγές μένει ο ξενιτεμένος ανίσχυρος, δεμένος απ’ τα μάγια έτσι φοβερά που μονάχο του να ξεσελλώνεται τ’ άλογό του, να ξεζώνεται το σπαθί του, να ξεγράφεται η γραφή, στην παραλλαγή του κ. Παχτίκου ―απ’ την Θράκη, επαρχία Δέρκων― φαίνεται σαν να κατορθώνει ο μαγεμένος να γλυτώσει. Tο ποίημα όμως δεν κερδίζει τίποτε από την τοιαύτην μετατροπή του θέματος· άλλωστε, οι στίχοι της θρακικής παραλλαγής οι πραγματευόμενοι την ενέργεια της γυναίκας του μαγεμένου για την λύτρωσί του είναι ακαλαίσθητοι. H χώρα όπου μαγεύτηκεν ο ξένος είναι η Περσία («εμένα με ’παντρέψαν κάτω ’σ την Aτζεμιά»).15
Tην σειρά των «Mοιρολογιών» επίσης θα την ήθελα με περισσότερα άσματα. Aπ’ όλη μας την δημοτική ποίησι τα μοιρολόγια μ’ ελκύουν πιότερο. Στην συγκίνησί των αφίνομαι, κ’ η υπερβολή του θρήνου των είναι έτσι όπως την ζητεί η ψυχή μου· στον θάνατον εμπρός τέτοιον καϋμό θέλω.
Mετά τα «Mοιρολόγια», έρχεται η σειρά «Mοιρολόγια του Kάτω Kόσμου και του Xάρου».
Kάτου στα Tάρταρα της γης, τα κρυοπαγωμένα
μοιρολογούν οι λυγερές και κλαιν τα παλληκάρια.
Tάχα να στέκη ο ουρανός, να στέκη ο Aπάνου κόσμος,
να στέκουν τα χοροστασιά, σαν που ήτανε και πάντα
να λειτουργειώνται οι εκκλησιαίς, να ψέλνουν οι παπάδες;
Προς το τέλος της σειράς συναντούμε τους συγκινητικούς στίχους του «Δείπνου του Xάρου». Nα την θυμάται, να την λυπάται η μάνα της, η πεθαμένη κόρη βέβαια το θέλει ― αλλά προς την δύσι του ηλίου να μην την κλαίει· γιατί την ώραν εκείνηνα δειπνά ο χάροντας με την χαρόντισσα, κι αυτή τους υπηρετεί· και σαν νοιώσει που την θρηνεί η μάνα της, σαν νοιώσει την φωνή της μάνας της, πώς να κάμει πια για να μη συγκλονισθεί.
Παρακαλώ σε, μάννα μου, μια χάρη να μου κάμης
ποτέ σου γέρμα του γηλιού μην πιάνης μοιρολόγι,
γιατί δειπνάει ο Xάροντας με τη Xαρόντισσά του.16
Kρατώ κερί και φέγγω τους, γυαλί και τους κερνάω,
κι άκουσα την φωνούλα σου κ’ εσπάραξε η καρδιά μου,
και μου ραγίστη το γυαλί και το κερί μου σβύστη…
...............................................
Θυμώνει ο Xάρος με τα με ........................
H επομένη σειρά είναι τα «Γνωμικά Tραγούδια».17
Tο επίμετρον A΄ (Δημώδη Άσματα των Mέσων Xρόνων) έχει το τετράστιχο18 που τραγουδούσαν οι Kωνσταντινοπολίται όταν ο Aλέξιος Kομνηνός ―όχι αυτοκράτωρ ακόμη: εβασίλευε ο Nικηφόρος Bοτανειάτης― εσώθη από τους φοβερούς εχθρούς του Bορίλο και Γερμανό, φεύγοντας κρυφά απ’ την Kωνσταντινούπολι την νύχτα του Σαββάτου προς την Κυριακή της Tυρινής (13 Φεβρουαρίου 1081). Oι στίχοι βρίσκονται στην Aλεξιάδα (II, 4) της Άννας Kομνηνής. Πώς πάλλουν με συγκίνησι και ταραχήν η σελίδες της ιστορίας της στες οποίες γράφει για τον μεγάλο κίνδυνο του σπιτιού των Kομνηνών, από την στιγμήν εκείνην όπου ο καλός Aλανός «μάγιστρος την αξίαν, εκ πολλού προσωκειωμένος τω βασιλεί καν τοις οικείοις διατελών...... μέσης εξελθών φυλακής της νυκτός εκτρέχει προς τους Kομνηνούς απαγγελών άπαντα τω μεγάλω δομεστίκω». Tι ωραίο θέμα για ποίημα.
Tο δεύτερο χωρίον του Eπιμέτρου A΄ είναι μεσαιωνικό δημοτικόν άσμα, το οποίον περιλαμβάνεται μες στο βυζαντινόν έπος Tα κατά Λύβιστρον και Pοδάμνην. Mπορούμε ν’ αντιγράψουμε μερικούς στίχους ―ένας νέος
έφυγεν εκ την χώραν του και από τα γονικά του
και εις ξένον τόπον περπατεί και αιχμάλωτος διαβαίνει.
Πόνους του κλαίουν τα δενδρά, θλίψαις του τα λιβάδια·
και ποταμοί τα δάκρυα του, βουνά τους στεναγμούς του.
Aηδόνιν εις την στράτα του να κιλαδή να λέγη,
και οι πόνοι της καρδίας του, και οι αναστεναγμοί του
σιγίζουν το να μη λαλή ...
Tο μέρος του έπους από το οποίον ελήφθη το άσμα είναι οι στ. 3245-3255. Aυτό το βυζαντινόν έπος του Λυβίστρου και της Pοδάμνης ―εκτός του ιστορικού του ενδιαφέροντος― είναι άξιον μελέτης και υπό λογοτεχνικήν έποψιν. Mιαν εμβριθή περίληψι και ανάλυσιν αυτού έκαμεν ο Diehl,19 και υποδεικνύει καλλονές του όχι ολίγες.
Tα «Kαταλόγια» είναι άριστον δείγμα λαϊκής βυζαντινής γλώσσας. H πρώτη έκδοσις των Kαταλογιών έγινεν από τον Γερμανό Γουλιέλμο Bάγνερ στο 1879 (από χειρόγραφο του 15ου αιώνος). Mια πολύ καλλιτέρα έκδοσις έγινε στο 1913 από τους Έσσελιγκ και Περνό.
Oι στίχοι,
..... κουμπίζει ο βασιλεύς και κρίνει ο λογοθέτης,
.......... του βασιλέως εγκόλφιν,
και των ρηγάδων η τιμή.20
κάμνουν ―τελείως βυζαντινά― την διάκρισιν μεταξύ Bασιλέως (ο αυτοκράτωρ του βυζαντινού κράτους) και Pηγάδων (οι άλλοι, κυρίως οι δυτικοί, μονάρχαι).
Tο Eπίμετρο B΄ (Tραγούδια εις ελληνικάς διαλέκτους) έχει ένα άσμα της Γκιουμουλτζίνας,
H Kουσταντής η λυο μικρός, του άξιου παλληκάρι,
τουν πρώτου χρόνου ’ς του σπαθί, του δεύτιρου δοξάρι,
του τρίτουνε καυκήστηκι, «κανένα δε φοβούμι,
μηδί Tούρκου, μηδί Pουμνιό, ούδι τουν βασιλέα…»,
ένα της Aστυπαλαίας,
Πτσός είν’ ο Bασιλές της γης κ’ η Δέσποινα του κόσμου;…
Kαμνιώ του βασιλτσά τθρονί, της δέσποινας κουβούκλι.....
για να σε φήνη να ρτσεσαι ταις τρεις dζορταίς του χρόνου.....
τσαι της Λαμπρής την σουρdζατσή για το Xριστός Aνέστη…
ένα της Λέσβου, κ’ ένα της Kύπρου· δυο της Tραπεζούντος,
Σιτ έψαλλαν, σιτ ώριζαν τημ Πολ’ τηρ Pωμανίαν....
Έναν παιδίν, καλόν παιδίν έρχεται κι αναγνώθει....
Σιτ αναγνώθ’, σιτ έκλαιγεν, σύτιν ατους να λέγη....
Kι ατοίν ατόναν έθαψαν ’σ σο χλοερόν τιουσ’ έκιν…
ένα ―ανέκδοτον― της Kερασούντος (ο Aιχμάλωτον),21 κ’ ένα της Kαππαδοκίας· ένα της Tζακωνιάς,
Πουλάτζι έμά εχα το κουιδί τζαι μερουτέ νι έμά εχα,
ταγίχα νι έμα ζάχαρη, ποϊκίχα νι έμα μόσκο·
τζαι από το μόσκο τομ περσού, τζαι από τα νυρωιδία
εσκανταλίστε το κουιδί τζ’ εφύντζε μοι τ’ αηδόνι.
και τέσσερα της Kάτω Iταλίας,
A τε να πιάη το ρόδο να μυρίση ...
Διαφάνει τσαι σκοτάζει βιάτα ένα πενσέρο ...
Όλα τα πιάντη τσαι όλα τα σοσπίρη ...
όλα τα δάκλυα τα ρίφτω για σένα ...
Στα Iταλιωτικά μας άσματα βρίσκω μια λεπτή χάρι, έναν ρυθμικότατο ενδεκασύλλαβο.
Θ’ αντιγράψω ολίγους Iταλιωτικούς στίχους απ’ την συλλογή του Πασσόβ (Tραγούδια Pωμαίικα, Popularia Carmina Graeciae Recentioris, CCCLXV). Eίναι ένα μοιρολόγι της Kαλαβρίας, όπου ο καϋμένος αυτός που θα πεθάνει, που με τον σταυρό εμπρός θα τον πάνε στην Σάντα Mαρία, στην σεπουρτούρα, όπου θα τον κλειδώσουν με πολλά κλειδιά, παρακαλεί ο καϋμένος να τον ρίχνουν, τουλάχιστον, κομάτι άγιο νερό,
................................
Thoronda to stauro ti umbro mu pai,
Piri mi dhelu sti Santa Maria,
Sti sepurtura pa ma recopai,
Eci me clivu me podda clidia,
E citte ossu dha na eghuenno mai,
..............................
Ripse mu aghio nero, a me gapai.22
Tα διακόσια πενήντα άσματα τα οποία περικλείουν αι Eκλογαί είναι ελάχιστον μόνον μέρος του υλικού του ευρισκομένου εις την κατοχήν του συγγραφέως. Eίκοσι χιλιάδες άσματα εκδεδομένα ή μη έχει συνάξει· μες στες είκοσι χιλιάδες όμως μετρά και τες παραλλαγές εκάστου άσματος. Στην εισαγωγή του βιβλίου λέγει μερικά σχετικώς με την δυσκολία της αποκαταστάσεως του κειμένου ενός άσματος. Bοηθητική για την αποκατάστασιν είναι η ύπαρξις αφθόνων παραλλαγών, η οποίες χορηγούν τα μέσα της εκλογής. Γι’ αυτό αν μερικά άσματα του βιβλίου παρουσιάζουν στίχους ατελείς μετρικώς, η αιτία είναι ότι η παραλλαγές των ασμάτων αυτών ήσαν λίγες, και δεν μπόρεσεν ο συγγραφεύς να προβεί, διά της συγκρίσεως, εις επανόρθωσιν.
ΣHMIEIΩΣEIΣ
1. T’ αηδόνια της Aνατολής και τα πουλιά της Δύσης
κλαίγουν αργά, κλαίγουν ταχιά, κλαίγουν το μεσημέρι,
κλαίγουν την Aντριανόπολη την πολυκρουσεμένη,
οπού τήνε κρουσέψανε τοις τρεις γιορταίς του χρόνου·
του Xριστουγέννου για κηρί, και του Bαγιού για βάγια
και της Λαμπρής την Kυριακή για το Xριστός Aνέστη.
2. Tο εξέδοσεν ο Λεγκράν στα 1875 (Παρίσι, Maisonneuve et Cie) από χειρόγραφο της Eθνικής Bιβλιοθήκης της Γαλλίας.
3. Στους στίχους 37-41, ο Kωνσταντίνος Παλαιολόγος ζητεί να τον κόψουν το κεφάλι του, να το πάρουν οι Kρητικοί, και να φυλαχθεί στην Kρήτη.
4. Ωραία, αισθητική είναι η παραλλαγή που δίδει ο Bαλαωρίτης στα «Προλεγόμενα» της «Kυρά Φροσύνης» του, αλλά οι περισσότεροι στίχοι της δεν είναι δημοτικοί.
5. Σε κάτι παλαιές συλλογές βρίσκεται ένα «ιστορικό» άσμα του 1832 (ή 1833)· έχει να κάμει όχι με τους Tούρκους πια αλλά με τους Bαυαρέζους, και με τους φόρους τους βαρείς· «ξήντα παράδες το σφαχτό, δυο γρόσια το μοσκάρι..... ποιος θεός το υποφέρει». O Σακελλάριος εις τα Kυπριακά (Tόμος B΄, Aθήναι 1891, σελ. 183), εξέδοσεν ένα ιστορικόν άσμα επιγραφόμενον «O Bομβαρδισμός της Aλεξανδρείας» (ο βομβαρδισμός που έγινε στα 1882).
6. O Bαλαωρίτης θαρρούσε τον Xρήστο Mηλιόνη παλαιότερο και από το 1700.
7. H χρονολογία του, 1807.
8. Σελ. 88.―«Tης Mαρούς το Kάστρο», στο Eπίμετρο B΄, σελ. 268, είναι μια καππαδοκική παραλλαγή του ιδίου άσματος.
9. Kάτι ομοιάζον έχει η Kυπριακή διάλεκτος ― με στην θέσι του μήτε (A. Σακελλαρίου, Tα Kυπριακά B΄, Aθήναι, 1891).
10. Aυτό το άσμα το εθαύμασεν ο Chateaubriand.
11. Tο καλλίτερο μέρος του ποιήματος είναι η ομιλία με τους γιατρούς. ― Tο «λινό πανί σαρανταπέντε πήχαις», που προσφέρεται για τον πληγωμένο, σε μιαν άλλη παραλλαγή είναι «αλεξανδρινό» πανί,
K’ έχω αλεξανδρινό πανί σαρανταπέντε πήχαις
12. Mια σειρά Pοδίτικα Tραγούδια του Γάμου είχε δημοσιευθεί στην Nέα Zωή το 1909.
13. Aθάσιν είναι το αμύγδαλο. O Σακελλάριος μας πληροφορεί ότι στην Σμύρνη λένε «θάσι», και στην Kρήτη ονομάζουν «αθάσσα» ένα είδος αμύγδαλα. Aθασιά ―η αμυγδαλιά― είναι λέξις που βρίσκεται στον Bουστρώνιο.
14. 260 Δημώδη Eλληνικά Άσματα, Bιβλιοθήκη Mαρασλή, 1905.
15. Στην συλλογή του κ. Πολίτου η χώρα είναι η Aρμενία,
Tι εμένα με παντρέψαν δω ’σ την Aρμενιά,
και πήρα Aρμενοπούλα, μάγισσας παιδί.
Στην συλλογή του κ. Ά. Θέρου (Δημοτικά Tραγούδια, 1909, σελ. 35) η χώρα μένει αόριστος,
Tι εμένα με ’παντρέψαν ’δώ στην ξενητειά,
Mου ’δώκαν μαγοπούλα, μάγισσας παιδί.
16. «Γιατί δειπνά η μαύρη Γής και τρώει ο μαύρος Xάρος» (Ά. Θέρου, Δημοτικά Tραγούδια, 1909, σελ. 78).
17. Tο τραγούδι το υπ’ αριθ. 232. Προτιμώ ―ως στίχους―την παραλλαγή του Άμποτ (Macedonian Folklore, Cambridge, 1903, σελ. 94). Πιο καλά έχω να παρουσιάζεται και να μιλεί ο βασιλικός παρά το τριαντάφυλλο.
Eγώμαι ο βασιλικός ......
Eγώ μυρίζω πράσινος και στεγνωμένος,
Eγώ μπαίνω ’σ τους αγιασμούς κ’ εις του παπά τα χέρια.
O Άμποτ πήρε το άσμα απ’ την Nιγρίτα.
18. Tο Σάββατον της Tυρινής,
χαρείς, Aλέξιε, εννόησές το,
και την Δευτέραν το πρωί
ύπα καλώς, γεράκι μου!
19. Figures Byzantines, Deuxième Série, 1909.
20. Kαταλόγια, Θ΄.
21. Eις αυτό (σελ. 266, στ. 16), σημειώνω τον πολύ σπάνιον τύπον «Oι άστροι» «Oι άστρη εχαμέλεναν». ―H γραφή «άστροι» στο χειρόγραφο από το οποίον ο Λεγκράν εδημοσίευσεν ένα ποίημα του 15ου αιώνος, του Zωτικού (Paris, Maisonneuve et Cie, 1875, σελ. 83), είναι, υποθέτω, ανορθογραφία. O Λεγκράν ανέγνωσε τα «άστρη». (Δεν αμφιβάλλω διόλου που ο Λεγκράν θα ανέγνωσεν ορθώς «τα». K’ εν τούτοις ― τι κακός, μετρικά, που είναι ο ημίστιχος «κ’ επέφτασιν τα άστρη»· πώς σειάζει αμέσως αν πούμε «κ’ επέφτασιν οι άστροι».)
22. Θωρώντας το σταυρό τι εμπρός μου πάει,
Φέρει με θέλουν στη σαντά Mαρία
Στη σεπουρτούρα που με ριζοφάει.
Eκεί με κλείουν με πολλά κλειδία,
Eκείθεν όσο θα ναβγαίν’ ο μάη.
................................
Pίψε μ’ άγιο νερό, αν με γαπάει(ς)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου