Σελίδες

Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2011

Μες στην αγάπη μας

Ναι αγαπημένη μου ναι
πολύ πριν να σε συναντήσω
σε περίμενα. Μες στην αγάπη μας,
μες στην αγάπη μας είναι ένα δροσερό κλωνάρι
ένα σπουργίτι - ένα σπουργίτι
μια φυσαρμόνικα - μια φυσαρμόνικα.

Κι όταν βρεθήκαμε για πρώτη φορά θυμάσαι
μου άπλωσες τα χέρια σου τόσο τρυφερά
σαν να με γνώριζες από χρόνια.
Μες στην αγάπη μας, μες στην αγάπη μας
είναι ένα δροσερό κλωνάρι,
ένα σπουργίτι -ένα σπουργίτι
μια φυσαρμόνικα - μια φυσαρμόνικα.

Ναι είχες ζήσει πολύ μέσα στα όνειρα μου,
αγαπημένη μου, αγαπημένη μου.
Μες στην αγάπη μας, μες στην αγάπη μας
είναι ένα δροσερό κλωνάρι
ένα σπουργίτι -ένα σπουργίτι
μια φυσαρμόνικα - μια φυσαρμόνικα.

Στα λιμάνια τα μακρινά

Στα λιμάνια τα μακρινά
χαθήκανε εφτά παιδιά
μα η καρδιά τους συχνά γυρνά
στη γειτονιά τους την παλιά.

Ήταν τότε μια συντροφιά
που τρέλαινε κάθε γωνιά
μα το βράδυ πλατιά πανιά
ανοίγαν κι έφευγαν μακριά.

Κι ένας ένας πάνε κι οι εφτά
σκορπίσανε στην ξενιτιά,
μα ο καημός τους πικρά ρωτά
υπάρχει πάντα η γειτονιά;

Στα λιμάνια τα μακρινά
θαμμένοι τώρα οι εφτά
μα το βράδυ πλατιά πανιά
θ' ανοίγουν πάντα τα παιδιά.

Στο κατώφλι των καιρών

Στο κατώφλι των καιρών
γνέθουν οι μητέρες την ελπίδα,
και πριν γνωρίσουν τα φιλιά
φεύγουν τα παιδιά
και γίνονται άντρες στα βουνά
και τα κορίτσια π' αγαπούν
τη Γκουέρνικα κεντούν.

Άγια είναι η λευτεριά
κι ο καημός του κόσμου σημαία πλατιά
τη σκιά χαιρετά του Τσε Γκουεβάρα.
Είναι ο δρόμος μακρινός
πάμε για τη μάχη
κι ίσως νά 'σαι, μάνα,
αύριο μονάχη.

Τα νεαρά ζευγάρια

Τα νεαρά ζευγάρια σαν αστέρια
σ' ομορφαίνουν μαύρη πολιτεία
για μια στιγμή κρατιούντ' από τα χέρια
σκοτώνονται στην άλλη γωνία.

Παιδιά και τον αντέξατε τον δύσκολο καιρό
δεν έχει ο έρωτας αρχή κι ο κόσμος τελειωμό.

Στο δρόμο περπατούνε αγκαλιασμένοι
κρυφομιλούνε σε κάποιο καφενείο
κι όλοι οι νεκροί είναι πάλι αναστημένοι
σαν γονατίζουν στο Πολυτεχνείο.

Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2011

Μες στον κάμπο

Μες στον κάμπο, καμιά φορά,
το τρένο σταματά,
μπροστά σαν φάντασμα ορθός
στις γραμμές είναι κάποιος τρελός
κοιτάζει και χαμογελά
και πάλι το τρένο κυλά.
Ζωή μου, πήγες χαμένη.

Μες στη νύχτα, καμιά φορά,
κάποιος σε σταματά,
εκεί σαν φάντασμα χλωμός
ο παλιός σου στέκει εαυτός,
με πίκρα τώρα σε κοιτά
και τέλος κι αυτός προσπερνά.
Ζωή μου, πήγες χαμένη.

Την πόρτα ανοίγω το βράδυ,

Την πόρτα ανοίγω το βράδυ,
τη λάμπα κρατώ ψηλά,
να δούνε της γης οι θλιμμένοι,
να ’ρθούνε, να βρουν συντροφιά.

Να βρούνε στρωμένο τραπέζι,
σταμνί για να πιει ο καημός
κι ανάμεσά μας θα στέκει
ο πόνος, του κόσμου αδερφός.

Να βρούνε γωνιά ν’ ακουμπήσουν,
σκαμνί για να κάτσει ο τυφλός
κι εκεί καθώς θα μιλάμε
θα ’ρθει συντροφιά κι ο Χριστός.

Το μοιρολόι

Σε ποιον να πω το ντέρτι μου
Το ντέρτι της καρδιάς μου
Να σας το πω ψηλά βουνά
Φυσάει βοριάς το παίρνει
Να σας το πω χαμόκλαρα
Φυσάει νοτιά το παίρνει

Έγειραν τα δενδρόφυλλα
Κι ακούμπησαν στο χιόνι
Σε μελετάν τα χείλη μου
Μέσα η καρδιά μου λειώνει

Τα μοιρολόγια τά ’σωσα
Τα δάκρυα μου στερέψαν
Θα πάρω δάκρυα δανεικά
Και μοιρολόγια ξένα
Τα μοιρολόγια απ’ τ’ ορφανά
Τα δάκρυα απ’ τις χήρες

Το τραγούδι της μάνας

Γιε μου, μικρός σαν ήσουνα
πετούσες σαν φτερούγα
και κάρφωνες τα μάτια σου
προς την μεγάλη ρούγα

Τό'ξερα πως τ΄αητού
το μέγα πέταγμα σού πρέπει
Πάρ' την ψυχή μου φυλαχτό
και την καρδιά μου σκέπη

Την λάμπα άναψα για σε
να βλέπεις σαν νυχτώνει
κι απ' την φωτιά μου, ζεστασιά
θε νά'χεις μες στο χιόνι

Μες στο πλήθος

Μες στο πλήθος
ποιος να προσέξει τον Χριστό
και ποιος να δει πως στην άλλη γωνιά
σπίρτα πουλά μες στο χιονιά.

Και τη νύχτα εκεί στη γωνιά
βάζει στα σπίρτα του φωτιά
και τότε απλώνει ως πέρα μακριά
σαν τη φωτιά η λευτεριά.

Και τη νύχτα εκεί στη γωνιά
βάζει στα ρούχα του φωτιά
και τότε απλώνει ως πέρα μακριά
σαν τη φωτιά η Λευτεριά.

Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2011

Φυσάει


Το έθνος μας απειλείται!
Υπέρ βωμών και εστιών.
Μα πρέπει να συντομεύουμε Εξοχότατε,
μας περιμένουν για το τσάι!
Εν θα ουκ εστί πόνος ου λύπη;

Ένας ζητιάνος ξύνει τ' αχαμνά του.
Ο άγνωστος στρατιώτης κρυώνει στο χιονόνερο;
Ο υπουργός χειρονομεί, μια γριά σταυροκοπιέται.
Κύριε των δυνάμεων!!!
Των δυτικών, βέβαια, δυνάμεων.

Σκασμός ,σκασμός λοιπόν μιλάει ο υπουργός!
Τα γάντια χειροκροτούν,
οι φαντάροι παρουσιάζουν όπλα,
οι τράπεζες χωνεύουν τη λεία τους,
δυο αστυνόμοι τρέχουν.

Ποιος είναι;
Τίποτα, τίποτα.
Ποιος είναι;
Ένας άνεργος λιποθύμησε. Τίποτα.
Μπορεί και να πέθανε. Τίποτα.
Σκασμός!!! Σκασμός λοιπόν μιλάει ο υπουργός!

Πρέπει να εξοπλισθώμεν δια να διασφαλίσουμε
την ασφάλεια του έθνους...
Μακάριοι οι πεινώντες και οι διψώντες;
Ω! sorry! Ε, με συγχωρείτε!
Η ελευθερία της πατρίδας ήθελα να πω;

S. O. S.

Φυσάει, φυσάει απόψε φυσάει.
Τρέχουν οι δρόμοι λαχανιασμένοι, φυσάει
κάτω από τις γέφυρες φυσάει
μες τις κιθάρες φυσάει?.

S.O.S.

Δως μου το χέρι σου φυσάει;
Δως μου το χέρι σου.

Τραγουδάω

Το τραγούδι μου είναι
ένα κούτσουρο χοντρό
Ένα κουρέλι μάλλινο

Τραγουδάω όπως
τραγουδάει το ποτάμι
Όπως γεννιέται κανείς
Όπως κρυώνει κανείς

Τραγουδάω
Τραγουδάω την ελπίδα
που δεν έχει χρώμα,
τραγουδάω εσάς.

τραγουδάω το αίμα
που παντού στη γη
είναι κόκκινο,
τραγουδάω εσάς

Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου

Υγρά τα σκαλοπάτια του πολέμου
Φωτιές απ' τα παράθυρα αντηχούν
Κι οι μάνες τώρα ψάχνουν για κρυψώνες
Κρυμμένα μονοπάτια του ουρανού

Η χώρα μου βυθίζεται στο ψέμα
Σε ηδονές που στάζουνε χολή
Και βρίσκουν καταφύγιο οι αλήτες
Σε χώμα που μυρίζει σαν πληγή

Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου
Στα σαπισμένα δόντια ενός φρουρού
Φυσάει στα δεκανίκια του σακάτη
Που ακούμπησε στον ώμο ενός παιδιού

Γυναίκα να μην κλάψεις για το γιο σου
Το όπλο του στα χέρια σου κερί
Χιλιάδες χνώτα λιώνουν σε εκκλησίες
Που γέμισαν με λάσπη και ντροπή

Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου
Στα σαπισμένα δόντια ενός φρουρού
Φυσάει στα δεκανίκια του σακάτη
Που ακούμπησε στον ώμο ενός παιδιού

Του κόσμου δρόμοι σκοτεινοί

Του κόσμου δρόμοι σκοτεινοί
μπροστά στην πόρτα μας περνάνε
της νύχτας παιδιά μες στη φωτιά
κινούν και πάνε.

Φυλαχτό κρατούν ένα άστρο, δυο φιλιά,
και τ βόλι ας έρθει στην καρδιά.
Σημαίες στο βάθος προχωρούν,
φεύγω, μάνα, έχε γεια - έχε γεια.

Κι αν στη μάχη πέσω, μην ξεχνάς,
γνέθε, μάνα, σα να πολεμάς.

Χαθήκανε τόσο νωρίς

Χαθήκανε τόσο νωρίς
μικραδέρφια της βροχής
επτά φορές κι αν σκοτωθούν
δεκαεφτά θ' αναστηθούν.

Γενιά μου δάκρυ και καημός
εμπρός σημαία και Χριστός
τροφή στη λησμονιά
το αίμα σας, καλά παιδιά,
και τώρα και ξανά.

Χαμένη γενιά τραγουδάς.
Χαμένη γενιά πού με πας;

Χριστέ και Παναγία μου

Χριστέ και Παναγία μου
άκου την ιστορία μου
από μικρός ορφάνεψα
έκλαψα και ζητιάνεψα
και κείνη τώρα που αγαπώ
πάει με τσάκισε στα δυο
Χριστέ και Παναγιά μου
μέτρα τα βασανά μου

Χριστέ και Παναγία μου
πικρή ειν' η ιστορία μου
τα χείλη μου δε γέλασαν
κι όλοι τους με ξεγέλασαν
και μία μέρα ένα πρωί
πρέπει να φύγω απ' τη ζωή
Χριστέ και Παναγιά μου
μέτρα τα βασανά μου

Το τραγούδι του κάμπου


Καίγετ΄ο κάμπος
καίγετ' απ' τον ήλιο
καίγεται απ' τη δίψα μας

Και στου χωριού την εκκλησιά
του Σταυρωμένου η πληγή
ξανάρχισε να στάζει
κι ο ήλιος μας λησμόνησε
κι αργεί να βασιλέψει

Μάτωσ' ο κάμπος
μάτωσ' απ' τον θρήνο
μάτωσαν τα μάτια μας

Και στου χωριού την εκκλησιά
στέναξε η μάνα η Παναγιά
και μάτωσε η πλάση.
Κι ο ήλιος μας λησμόνησε
κι αργεί να βασιλέψει

Μαύρισ΄ο κάμπος
μαύρισ΄απ' την έγνοια
μαύρισε απ' το δίκιο μας

Και στου σπιτιού μας την αυλή
ούτε ένα αστέρι, ούτε πουλί
πικρά να κελαηδήσει.
Και το φεγγάρι βιάζεται
Θέ μου να ξημερώσει

Χρωματίζω πουλιά

Τόσα άστρα και γώ να λιμοκτονώ
χρωματίζω πουλιά, χάρτινα πουλιά
και περιμένω να κελαηδήσουν,
και περιμένω να κελαηδήσουν…
γιατί χειμώνιασε

Τόσα άστρα και εγώ να λιμοκτονώ
κάνε λοιπόν κύριε
να ‘χει κανείς ένα φίλο
δος του ένα σκυλί
ή ένα φανάρι του δρόμου
γιατί χειμώνιασε

Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2011

Ο αγέρας λέει μια προσευχή

Ο αγέρας λέει μια προσευχή
στην πόρτα του φτωχού ληστή,
καημός, βροχή
να πιεις να ξεδιψάσεις.

Αρχάγγελος με το σπαθί
πουλάει λαχεία ένα παιδί,
καημός, φτερά
αντίκρυ να περάσεις.

Η νύχτα πίνει μοναχή
στο καπηλειό του Γιακουμή,
καημός, σκαλί
να γείρεις να ξεχάσεις.

για να σε συναντήσω

Κάθισε εδώ κοντά μου
Μου 'λειψες ξαφνικά
Έτσι όπως πέφτει ο ήλιος
Χτυπάει η μοναξιά
Μείνε λιγάκι ακόμα
Κάτι έχω να σου πω
Να πάρει ο αέρας χρώμα

Αχ, για να γεννηθείς εσύ κι εγώ
Γι' αυτό, για να σε συναντήσω
Γι' αυτό έγινε ο κόσμος μάτια μου
Γι' αυτό, για να σε συναντήσω

Δεν έχει αρχή και τέλος
Δεν έχει μέτρημα
θάλασσα που κυλάει
αυτό το αίσθημα
στο πιο βαθύ σκοτάδι
στη δυνατή βροχή
γιορτάζει η αγάπη,
γιορτάζει η αγάπη
της νύχτας το σκοτάδι
φωτίζει το φιλί

Μες στη βροχή

Μες στη βροχή, τη νύχτα αργά, περπατούν
αυτοί που μουσική πουλούν,
φορούν φτωχά καπέλα σταχτιά,
στα χέρια τα βιολιά
σαν τα νεκρά παιδιά.

Μες στο σταθμό, καμιά φορά, σταματούν
μακριά στο πουθενά κοιτούν,
γι' αυτούς τα τρένα δεν ξεκινούν
και πάνε κατά κει
που κλαίει η μουσική.

Ερωτικό γράμμα ( Μη χάνεις το θάρρος σου )

Μη χάνεις το θάρρος σου
εμείς πάντα το ξέραμε
πως δεν χωράει
μέσα στους τέσσερις τοίχους
το μεγάλο μας όνειρο.

Εμάς τα σπίτια μας είναι όλοι οι δρόμοι
που στα σπλάχνα τους κοιμούνται
τόσοι σκοτωμένοι.

Θα θυμάμαι πάντοτε τα φιλιά σου
που κελαηδούσαν σαν πουλιά
θα θυμάμαι τα μάτια σου
φλογερά και μεγάλα
σαν δυο νύχτες έρωτα
μέσα στον άγριο πόλεμο.

Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2011

Τίποτα δεν άλλαξε

Περήφανα καρτερικά, ιδρώνει στα σεντόνια,
λεηλατεί τον έρωτα, αγκομαχά αιώνια,
μοιάζει γοργόνα και πουλί, του Τρίτωνα μια κόρη,
Σοφία στέλνει στους λαούς, μα έγιναν εμπόροι.

Δάσκαλοι, φίλοι των θεών, σοφοί ερευνητάδες,
ρίξανε λάδι στη φωτιά, γκρεμίσαν αφεντάδες,
χιλιάδες χρόνια πέρασαν, μεγάλες οι ανάγκες,
μα τίποτα δεν άλλαξε, σε τούτες τις παράγκες.

Της Ανδρομάχης την πυγμή, της Άρτεμης το τόξο,
μια Αμαζόνα υστερική, που μένει στην από ’ξω,
κόβει τα στήθια της μεμιάς και τρώει τα παιδιά της,
σκορπά τους κρίκους της Ζωής, με την ανεμελιά της.

Δάσκαλοι, φίλοι των θεών, σοφοί ερευνητάδες,
ρίξανε λάδι στη φωτιά, γκρεμίσαν αφεντάδες,
χιλιάδες χρόνια πέρασαν, μεγάλες οι ανάγκες,
μα τίποτα δεν άλλαξε, σε τούτες τις παράγκες.

Δημοκρατία αγόρασε, στα πιο φτηνά της ψώνια,
κυλίστηκε στην άσφαλτο, στα πιο γλυκά της χρόνια,
ανηφοριές κατηφοριές, μεγάλα πεζοδρόμια,
οι έμποροι την τύλιξαν, μέσ’ στα ιδεοδρόμια.

Δάσκαλοι, φίλοι των θεών, σοφοί ερευνητάδες,
ρίξανε λάδι στη φωτιά, γκρεμίσαν αφεντάδες,
χιλιάδες χρόνια πέρασαν, μεγάλες οι ανάγκες,
μα τίποτα δεν άλλαξε, σε τούτες τις παράγκες.

Προοπτική και δρόμοι

Για τα ταξίδια της ζωής, ετοίμασα καράβι,
έβαλα ράφτη μυθικό και νυφικό σου ράβει,
παρέα μ’ έναν Κύκλωπα, η Νύφη θα στεριώσει,
και τους κουμπάρους θα τους φάν’, προτού να ξημερώσει.

Μου λέγαν να ’χω όνειρα, βαθιές προοπτικές,
μα εγώ όλο φοβόμουνα, δε μού ’βγαιναν οι ωδές,
κρυβόμουν και περίμενα, ‘δε φάνηκαν ακόμη;’
και Συμπληγάδες μ’ έπνιγαν προοπτική και δρόμοι.

Στην εξορία βρέθηκα, σε μιας πατρίδας τέλμα,
βλαισοποδία η Αρχή κ’ η εξουσία πέλμα,
το ζεύγος δεν επέστρεψε, ανοίγω τη διαθήκη,
το ψέμα πνίγει το χωριό κ’ η χώρα υποθήκη.

Εγώ ήθελα να γίνω δέντρο

Αχ τι θα γίνει ετούτο το παιδί
έλεγε η μάνα μου κρυφά πίσω από μένα
έτσι όπως μ’ έβλεπε μονάχο να νυχτώνω
με μια hohner πίκολο στα παιδικά μου χέρια

Αχ τι θα γίνει αύριο μες στα σκυλιά και μες στους λύκους
έτσι όπως μ’ έβλεπε μονάχο να νυχτώνω στην ταράτσα
χαμένος να κοιτάω τα πλοία που φεύγαν φωτισμένα για τα νησιά
μακριά στον Πειραιά

Όμως εγώ δεν ήθελα ούτε τσακάλι ουτ’ αρνί
ούτε τσακάλι ούτε σκυλί δεν ήθελα να γίνω
ήθελα μόνο ένα δέντρο να είχα γεννηθεί
να στέκουν στη σκιά μου τα πουλιά
να τραγουδάνε της αγάπης τη γιορτή, να τραγουδάνε...

Σα δυο μικρές αναπνοές τα χρόνια πέρασαν
μα εγώ ο ίδιος έμεινα
ασπρίσαν λίγο τα μαλιά μου
σκιές βαρύνανε τα μάτια μου
ακόμα νυχτώνω μ’ εκείνη τη βραχνή μου φυσαρμόνικα

Ακόμα φεύγουν φωτισμένα τα πλοία από τον Πειραιά
τα πλοία φωτισμένα τραβούν για τα νησιά...

Η μοναξιά του σχοινοβάτη


Κόκκινο φεγγάρι, θάλασσες τεκίλα
φύλλα πεταμένα στη φωτιά
κόκκινο φεγγάρι, κόκκινο λιμάνι
κάτι μου 'χεις κάνει

Είδα πολλούς που ζήσανε για πλάκα
είδα και άλλους που το πήραν σοβαρά
και τραβηχτήκανε και άσχημα τραβιούνται
και το πληρώσανε στο τέλος ακριβά

Με τα μαύρα ρούχα, αμίλητοι καπνίζουν, οι φίλοι
κι ονειρεύονται να φύγουν μακριά
οι φίλοι που δε βρήκανε τίποτα ν' αγαπήσουν
που δεν πιστεύουν τίποτα, κανέναν, πουθενά

Υπάρχουν χίλιοι τρόποι για να τρελαθείς
υπάρχουν και άλλοι τόσοι για να λες υπομονή
όμως για μένα είναι αργά να τρελαθώ
και είναι ακόμα πιο αργά να κάνω υπομονή

Θα μείνω εδώ και θα υπάρχω όπως μπορώ
και για το πείσμα σας γουρούνια θα αντέχω
θα περιμένω άλλες μέρες

Σου άξιζε μια καλύτερη αγκαλιά

Δε με νοιάζει με ποιον ακούς απόψε αυτό το τραγούδι
σου άξιζε μια καλύτερη αγκαλιά
δε με νοιάζει με ποιον ακούς απόψε αυτό το τραγούδι

Γράψε μόνο ένα γράμμα
που ποτέ δε θα διαβάσω
γύρω μας βουίζει πυρκαγιά

Γράψε μόνο μια δυο λέξεις
για ανθρώπους και για τόπους
που εμείς ποτέ μαζί δε θα δούμε

Δε μ' ακούει κανένας απόψε και τίποτα δε με βοηθάει
η κιθάρα μου έχει θυμώσει απόψε και δεν μου μιλάει
πατάω σε σπασμένα γυαλιά
δε με νοιάζει με ποιον ακούς απόψε αυτό το τραγούδι

Γράψε μόνο ένα γράμμα
που ποτέ δε θα διαβάσω
γύρω μας βουίζει πυρκαγιά

Γράψε μόνο μια δυο λέξεις
για ανθρώπους και για τόπους
που εμείς ποτέ μαζί δε θα δούμε

Φάνης


Δυο χρόνια είχα να σε δω
Και σε συνάντησα ξανά μια Κυριακή
Κερνούσες ούζα και κονιάκ στο καφενείο
Και τα καλά σου φόραγες σαν να 'τανε γιορτή

Δεν ήσουνα φαντάρος για να σου πω καλός πολίτης
Μα ούτε και που γιόρταζες για να σου πω χρονιά πολλά
Τρελάδικο και φυλακή δυο χρόνια κι έξι μήνες
Ήπια το ούζο κι είπα γεια χαρά

Το ξέρω ζήτησες δουλειά σε χίλια δυο αφεντικά
Κι όλοι ζητούσανε να δουν συστάσεις, προϋπηρεσία
Μα μόλις είδανε κι αυτοί πως είχες κίτρινο χαρτί
Σε διώξανε σαν το σκυλί κι ούτε σ' αφήσανε να πεις
Μια δικαιολογία

Και είπες στην αρχή καλά κι αλλού εζήτησες δουλειά
Κι αλλού ξανά κι αλλού τα ίδια και τα ίδια
Μα ήσουν άτυχος πολύ γιατί έπεσες και σ' εποχή
Που όλοι σφίγγαν το λουρί κι εσύ είχες κίτρινο χαρτί
Κι αυτό το χρώμα ξέρεις φέρνει αλλεργία

Κι ερχότανε κι ο πυρετός κάθε που νύχτωνε
Σε τυρρανούσε καλοκαίρι και χειμώνα
Κι είναι μαρτύριο τρομερό το βίτσιο αυτό το βρομερό
Που σου 'μαθε στη φυλακή
εκείνος ο ψηλός απ' τη Δραπετσώνα
σου λείπει η σκόνη η λευκή, το ξέρεις πως δεν φταις εσύ
φωτιές σου καίνε το κορμί,
κουτάλι και βελόνα

Και έκανες υπομονή γιατί φοβόσουν το κελί
Καλόπιανες τη μοναξιά και τον ασβέστη που 'πεφτε
Σαν χιόνι απ' το ταβάνι
Και μέχρι να σου βγει η ψυχή δεν θα ξεχάσεις μια στιγμή
Κάποια βραδιά στη φυλακή φωνές και κλάματα
Κι είπανε τ' αλλο το πρωί στο δεκαπέντε το κελί
Ότι βιάσαν οι παλιοί τον έφηβο το Φάνη

Κι όταν σε βρήκαν παγωμένο στο κελί σου
Είπαν αυτός είναι απ' ώρα πια νεκρός
Και κάποιος έτρεξε τηλέφωνο να πάρει
Πέντε βδομάδες τώρα υπόφερες το ξέρω
Το ξέρω σου 'λειψε η σκόνη η λευκή
Και μού 'λεγες εκεί ξανά δε θα γυρίσω
σιχάθηκα τις νύχτες τις λευκές
Σαν άνθρωπος κι εγώ θέλω να ζήσω

Δυο χρόνια είχα να σε δω
Και σε συνάντησα ξανά μια Κυριακή
Κερνούσες ούζα και κονιάκ στο καφενείο
Και τα καλά σου φόραγες σαν να 'τανε γιορτή

Τις Κυριακές από παιδί τις σιχαινόμουνα

Λοιπόν, τις Κυριακές ξυπνώ αργά
και πίνω τον καφέ μου μοναχός μου.
Mε τον ηλεκτρικό στον Πειραιά,
χαζεύω τα εκτός και τα εντός μου.

Κοιτάζω γύρω δεν με βλέπω πουθενά,
μες στο μυαλό μου όλα ένα μάτσο.
Δεν ξέρω αν λυπάμαι ή αν χαίρομαι,
να σηκωθώ να φύγω ή να κάτσω.

Διάφορα μούτρα, βαποράκια, ναυτικοί.
Ποιοι να 'ναι οι κλέφτες και ποιοι οι πολισμάνοι;
Ύστερα χώθηκα σε κάποιο σινεμά,
δίπλα μου κάθονταν πεντέξι Πακιστάνοι.

Σβήνουν τα φώτα και δεν είμαι πια κανείς.
Γυμνές γυναίκες αστράφτουν στην οθόνη.
Κανείς δεν νοιάζεται αν πεθαίνω ή αν ζω.
Το χέρι μου γλιστράει στο παντελόνι.

Κομμένη ανάσα, αγωνία μη σε δουν.
Ούτε που ξέρω πως βρέθηκα εδώ πέρα.
Μες στης βδομάδας το άθλιο πορνό,
η Κυριακή είν' η χειρότερή μου μέρα.

Στέκω στην πόρτα, ψάχνω για κλειδί.
Μες στο μυαλό μου όλα ένα μάτσο.
Τις Κυριακές από παιδί τις σιχαινόμουνα.
Τραβάω την καρέκλα για να κάτσω.

Κορίτσια της Συγνώμης

Αυτό το άδειο βλέμμα στον καθρέφτη μου
κάπου το ξέρω καλά από παλιά
Nα με κοιτάει όπως οι γκρίζες οι κοπέλες που μ' αγάπησαν
κάτι χλωμές κάτι χοντρούλες με γυαλιά

Αυτές που δεν τους ρίχνεις δεύτερη ματιά
ξενοδοχεία της αγάπης νυχτωμένα
Που περιμένεις να περάσει η μπόρα και μετά
φεύγεις και σε κοιτάζουν λυπημένα

Το ξέρουν από την αρχή μα πάντα ελπίζουν
όταν σου δίνουν με αγωνία το φιλί τους
Το βλέπουν μες στα μάτια σου
το βλέπεις στα δικά τους
ένα σωρό "τελειώσαμε" η ζωή τους

Μου μείνανε οι θεωρίες και τα λόγια
ένα "τελειώσαμε" και εγώ μες στη ζωή σου
Έφυγα σαν τον κλέφτη δίχως λόγια
και δεν λογάριασα την πίκρα τη δική σου

Ένας γελοίος παρλαπίπας κοκοράκος
που όπου με παίρνει και μένα κοκορεύομαι
Ένας χαζός και ζαλισμένος ανθρωπάκος
μες του φαλλού μου το φολκλόρ να κοροϊδεύομαι

Κορίτσια της συγγνώμης μες στα μάτια σας
είναι μια λύπη που δεν έχω εγώ ξεχάσει
Κορίτσια, γκρίζα, νεράιδες της αγάπης
ό,τι ήτανε να χάσω το έχω χάσει

Κι απ' ότι μου ‘μεινε ετούτο το τραγούδι
σας δίνω απόψε που μονάχος ξενυχτάω
μοιάζει χαζό μα είναι το λουλούδι
είναι το χάδι και τα λόγια που χρωστάω
είναι το χάδι τ' απαλό που σας χρωστάω

Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2011

Αρνούμαι

"Τον καιρό του πολέμου είχα μια βεβαιότητα: τον κόσμο που θα ρχότανε υστερ' από τον πόλεμο. Ήτανε μια βεβαιότητα αυτός ο κόσμος, γιατί είχα κι εγώ και ποιος δεν είχε; είχα κι εγώ πιστέψει πως θα ρχότανε αυτός ο κόσμος, ένας κόσμος καινούριος, αλλιώτικος... ένας κόσμος που θα έδινε σ' όλους τους ανθρώπους ελευθερία και ειρήνη και ψωμί... Άλλα δέν ήρθε... δέν ήρθε αυτός ο κόσμος. Το ξέρουμε όλοι, το νιώθουμε όλοι πώς δέν ήρθε ό,τι είχαμε πιστέψει. Η βεβαιότητα που είχαμε, έγινε σκόνη... Ήρθε η Διάψευση... Τώρα είμαι κι εγώ ένας Διαψευσμένος... [...]

Αισθάνομαι νά χει φύγει το χώμα κάτω από τα πόδια μου... Αισθάνομαι να μαι μετέωρος... Νά χω πτωχεύσει κι όμως να εξακολουθώ να συναλλάσσομαι... να εξακολουθώ να συναλλάσσομαι σα να μην έχει τίποτα συμβεί... Αισθάνομαι να χω επιζήσει του θανάτου μου. Αλλά δέν μπορώ να το δεχτώ!.. Δεν μπορώ να το δεχτώ!.. Είναι μια προδοσία, μια αισχρή προδοσία αντίκρυ στους συντρόφους μου πού έδωσαν τη ζωή τους όταν ήταν εδώ ο πόλεμος και η Κατοχή... Αντίκρυ στα εκατομμύρια ανθρώπους που έδωσαν τη ζωή τους για να ρθει ένας καινούριος, ένας αλλιώτικος κόσμος... Προδοσία αντίκρυ σ' όλους αυτούς πού πίστεψαν σ' αυτόν τον κόσμο που θα ρχότανε ύστερ' από τον πόλεμο... και πίστεψαν και αγωνίστηκαν και θυσιάστηκαν γι' αυτόν τον κόσμο... Να συμβιβαστώ τώρα με τον κόσμο που ήρθε πράγματι ύστερ' από τον πόλεμο, με τον κόσμο που ζούμε σήμερα... είναι βέβαια κι αυτό μια περίπτωση... Άλλα δέν μπορώ!.. Όχι, δέν μπορώ να συμβιβαστώ!.. Δέν μπορώ να εξακολουθώ νά μαι μέσα σ' αυτόν τον κόσμο σα να μην έχει συμβεί τίποτα, σα να μη συμβαίνει τίποτα!.."

Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2011

Ζητεῖται Ἐλπίς

Ὅταν μπῆκε στὸ καφενεῖο, κεῖνο τὸ ἀπόγεμα, ἤτανε νωρὶς ἀκόμα. Κάθισε σ᾿ ἕνα τραπέζι, πίσω ἀπὸ τὸ μεγάλο τζάμι ποὺ ἔβλεπε στὴ λεωφόρο. Παράγγειλε καφέ.
Σὲ ἄλλα τραπέζια, παίζανε χαρτιὰ ἢ συζητούσανε.
Ἦρθε ὁ καφές. Ἄναψε τσιγάρο, ἤπιε δυὸ γουλιές, κι ἄνοιξε τὴν ἀπογευματινὴ ἐφημερίδα.
Καινούριες μάχες εἶχαν ἀρχίσει στὴν Ἰνδοκίνα. «Αἱ ἀπώλειαι ἑκατέρωθεν ὑπῆρξαν βαρύταται», ἔλεγε τὸ τηλεγράφημα.
Ἕνα ἀκόμα ἰαπωνικὸ ἁλιευτικὸ ποὺ γύρισε μὲ ραδιενέργεια.
«Ἡ σκιὰ τοῦ νέου παγκοσμίου πολέμου ἁπλοῦται εἰς τὸν κόσμον μας», ἦταν ὁ τίτλος μιᾶς ἄλλης εἴδησης.
Ὕστερα διάβασε ἄλλα πράγματα: τὸ ἔλλειμμα τοῦ προϋπολογισμοῦ, προαγωγὲς ἐκπαιδευτικῶν, μιὰ ἀπαγωγή, ἕνα βιασμό, τρεῖς αὐτοκτονίες. Οἱ δυό, γιὰ οἰκονομικοὺς λόγους. Δυὸ νέοι, 30 καὶ 32 χρονῶ. Ὁ πρῶτος ἄνοιξε τὸ γκάζι, ὁ δεύτερος χτυπήθηκε μὲ πιστόλι.
Ἀλλοῦ εἶδε κριτικὴ γιὰ ἕνα ρεσιτὰλ πιάνου, ἔπειτα κάτι γιὰ τὴ μόδα, τέλος τὴν «Κοσμικὴ Κίνηση»: «Κοκταίηλ προχθὲς παρὰ τῷ κυρίῳ καὶ τῇ κυρίᾳ Μ. Τ. Χάρμα εὐμορφίας καὶ κομψότητος ἡ κυρία Β. Χ. μὲ φόρεμα κομψότατο ἐμπριμὲ καὶ τὸκ πολὺ σίκ. Ἐλεγκάντικη ἐμφάνισις ἡ δεσποινὶς Ο. Ν.»
Ἄναψε κι ἄλλο τσιγάρο. Ἔριξε μιὰ ματιὰ στὶς «Μικρὲς Ἀγγελίες»:
ΠΩΛΕΙΤΑΙ νεόδμητος μονοκατοικία, κατασκευὴ ἀρίστη, ἐκ 4 δωματίων, χόλ, κουζίνας, λουτροῦ πλήρους, W.C.
ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ εἰς σοβαρὸν κύριον δωμάτιον εἰς β´ ὄροφον, εὐάερον, εὐήλιον...
ΖΗΤΕΙΤΑΙ πιάνο πρὸς ἀγοράν...
Σκέψεις γυρίζανε στὸ νοῦ του.
Ἀπὸ τότε ποὺ τέλειωσε ὁ δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, ἡ σκιὰ τοῦ τρίτου δὲν εἶχε πάψει νὰ βαραίνει πάνω στὸν κόσμο μας. Καὶ στὸ μεταξύ, τὸ αἷμα χυνότανε, στὴν Κορέα χτές, στὴν Ἰνδοκίνα σήμερα, αὔριο...
Πέρασε τὸ χέρι του στὰ μαλλιά του. Σκούπισε τὸν ἱδρώτα στὸ μέτωπό του· εἶχε ἱδρώσει, κι ὅμως δὲν ἔκανε ζέστη.
Ὁ πόλεμος, ἡ βόμβα ὑδρογόνου, οἱ αὐτοκτονίες γιὰ οἰκονομικοὺς λόγους, ἡ «Κοσμικὴ Κίνησις»... Τὸ πανόραμα τῆς ζωῆς!
Δὲν εἶχε ἀλλάξει διόλου πρὸς τὸ καλύτερο ἡ ζωή μας ὕστερ᾿ ἀπὸ τὸν πόλεμο. Ὅλα εἶναι, τὰ ἴδια σὰν καὶ πρίν. Κι ὅμως εἶχε ἐλπίσει κι αὐτός, ὅπως εἶχαν ἐλπίσει ἑκατομμύρια ἄνθρωποι σ᾿ ὅλη τὴ γῆ, πῶς ὕστερ᾿ ἀπὸ τὸν πόλεμο, ὕστερ᾿ ἀπὸ τόσο αἷμα ποὺ χύθηκε, κάτι θ᾿ ἄλλαζε. Πὼς θἀρχόταν ἡ εἰρήνη, πὼς ὁ ἐφιάλτης τοῦ πολέμου δὲ θὰ ἴσκιωνε πιὰ τὴ γῆ μας, πὼς δὲ θὰ γίνονταν τώρα αὐτοκτονίες γιὰ οἰκονομικοὺς λόγους, πὼς...
Σουρούπωνε. Μερικὰ φῶτα εἶχαν ἀνάψει κιόλας στὰ μαγαζιὰ ἀντίκρυ. Στὸ καφενεῖο δὲν εἴχανε ἀνάψει ἀκόμα τὰ φῶτα. Τοῦ ἄρεσε ἔτσι τὸ ἡμίφως.
Σκέφτηκε τὴ σύγχυση ποὺ ἐπικρατεῖ στὸν κόσμο μας σήμερα. Σύγχυση στὸν τομέα τῶν ἰδεῶν, σύγχυση στὸν κοινωνικὸ τομέα, σύγχυση...
Δὲν ἔφταιγε ἡ ἐφημερίδα ποὺ ἔκανε τώρα αὐτὲς τὶς σκέψεις. Τὰ σκεφτότανε ὅλα αὐτὰ τὸν τελευταῖο καιρό, πότε μὲ λιγότερη, πότε μὲ περισσότερη ἔνταση. Σκεφτότανε τὸ σκοτεινὸ πρόσωπο τῆς ζωῆς. Τὴν εἰρήνη, τὴ βαθιὰ τούτη λαχτάρα, ποὺ κρέμεται ἀπὸ μιὰ κλωστή. Σκεφτότανε τὴ φτώχεια, τὴν ἀθλιότητα. Σκεφτότανε τὸ φόβο ποὺ ἔχει μπεῖ στὶς καρδιές.
Στὸν καθρέφτη, δίπλα του, εἶδε τὸ πρόσωπό του. Ἕνα πολὺ συνηθισμένο πρόσωπο. Τίποτα δὲ μαρτυροῦσε τὴν ταραχὴ ποὺ εἶχε μέσα του.
Εἶχε πολεμήσει κι αὐτὸς στὸν τελευταῖο πόλεμο. Καὶ εἶχε ἐλπίσει. Μὰ τώρα ἤτανε πιὰ χωρὶς ἐλπίδα. Ναί, δὲ φοβότανε νὰ τὸ ὁμολογήσει στὸν ἑαυτό του πῶς ἤτανε χωρὶς ἐλπίδα.
Μιὰ σειρὰ ἀπὸ διαψεύσεις ἐλπίδων ἦταν ἡ ζωή του. Εἶχε ἐλπίσει τότε,...
Εἶχε ἐλπίσει ὕστερα...
Κάποτε, πρὶν ἀπὸ χρόνια, εἶχε ἐλπίσει στὸν κομμουνισμό. Μὰ εἶχε διαψευσθεῖ κι ἐκεῖ. Τώρα δὲν εἶχε ἐλπίδα σὲ καμιὰ ἰδεολογία!
Ζήτησε ἕνα ποτήρι νερὸ ἀκόμα. Αὐτὴ ἡ διάψευση ἀπὸ τὶς λογῆς-λογῆς ἰδεολογίες ἤτανε βέβαια γενικὸ φαινόμενο. Καὶ παραπάνω ἀπὸ τὴ διάψευση, ἡ κούραση, ἡ ἀδιαφορία, ποὺ οἱ πιὸ πολλοί, ἡ μεγάλη πλειοψηφία νιώθει μπροστὰ στὶς διάφορες ἰδεολογίες.
Κοίταζε τὰ τρόλλεϋ ποὺ περνάγανε ὁλοένα στὴ λεωφόρο, τὸ πλῆθος... Μπροστά του, ἡ ἐφημερίδα ἀνοιχτή. Ὅλα αὐτὰ ποὺ εἶχε δεῖ καὶ πρωτύτερα: ἡ σκιὰ τοῦ καινούριου πολέμου, ἡ Ἰνδοκίνα, οἱ δυὸ αὐτοκτονίες γιὰ οἰκονομικοὺς λόγους, ἡ «Κοσμικὴ Κίνησις»...
Τσιγάρα! ἕνας πλανόδιος μπῆκε.
Πῆρε ἕνα πακέτο.
Στὶς ἕξι σελίδες τῆς ἐφημερίδας: ἡ ζωή. Κι αὐτός, ἤτανε τώρα ἕνας ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει ἐλπίδα.
Θυμήθηκε, πρὶν ἀπὸ χρόνια, ἤτανε παιδὶ ἀκόμα, εἶχε ἀρρωστήσει βαριὰ μιὰ θεία του, ξαδέρφη τῆς μητέρας του. Τὴν εἴχανε σπίτι τους. Ἦρθε ὁ γιατρός· βγαίνοντας ἀπὸ τὸ δωμάτιο τῆς ἄρρωστης, εἶπε μὲ ἐπίσημο ὕφος:
Δὲν ὑπάρχει πλέον ἐλπίς!
Ἔτσι κι αὐτός, τώρα, εἶχε φτάσει στὸ σημεῖο νὰ λέει:
- Δὲν ὑπάρχει πλέον ἐλπίς!
Τοῦ φάνηκε φοβερὸ ποὺ ἤτανε χωρὶς ἐλπίδα. Εἶχε τὴν αἴσθηση πὼς οἱ ἄλλοι στὸ καφενεῖο τὸν κοιτάζανε κι ἄλλοι ἀπὸ τὸ δρόμο σκέφτονταν καὶ ψιθυρίζανε μεταξύ τους: «Αὐτὸς ἐκεῖ δὲν ἔχει ἐλπίδα!» Σὰ νὰ ἦταν ἔγκλημα αὐτό. Σὰ νὰ εἶχε ἕνα σημάδι πάνω του ποὺ τὸ μαρτυροῦσε. Σὰ νὰ ἤτανε γυμνὸς ἀνάμεσα σὲ ντυμένους.
Σκέφτηκε τὰ διηγήματα ποὺ εἶχε γράψει, δίνοντας ἔτσι μιὰ διέξοδο στὴν ἀγωνία του. Ἄγγιζε θέματα τοῦ καιροῦ μας: τὸν πόλεμο, τὴν κοινωνικὴ δυστυχία... Ὡστόσο, δὲν τὸ ἀποφάσιζε νὰ τὰ ἐκδώσει. Φοβότανε! Φοβότανε τὴν ἐτικέτα ποὺ θὰ τοῦ δίνανε σίγουρα οἱ μὲν καὶ οἱ δέ. Ὄχι, ἔπρεπε νὰ τὰ βγάλει. Στὸ διάολο ἡ ἐτικέτα! Αὐτὸς ἦταν ἕνας ἄνθρωπος, τίποτε ἄλλο. Οὔτε ἀριστερὸς οὔτε δεξιός. Ἕνας ἄνθρωπος ποὺ εἶχε ἐλπίσει ἄλλοτε, καὶ τώρα δὲν ἔχει ἐλπίδα, καὶ ποὺ νιώθει χρέος του νὰ τὸ πεῖ αὐτό. Βέβαια, ἄλλοι θἄχουν ἐλπίδα, σκέφτηκε. Δὲν μπορεῖ παρὰ νἄάχουν.
Ξανάριξε μιὰ ματιὰ στὴν ἐφημερίδα: ἡ Ἰνδοκίνα, ἡ «Κοσμικὴ Κίνησις», τὸ ρεσιτὰλ πιάνου, οἱ δυὸ αὐτοκτονίες γιὰ οἰκονομικοὺς λόγους, οἱ «Μικρὲς Ἀγγελίες»...
ΖΗΤΕΙΤΑΙ γραφομηχανή...
ΖΗΤΕΙΤΑΙ ραδιογραμμόφωνον...
ΖΗΤΕΙΤΑΙ τζὶπ ἐν καλῇ καταστάσει...
ΖΗΤΕΙΤΑΙ τάπης γνήσιος περσικὸς...
Ἔβγαλε τὴν ἀτζέντα του, ἔκοψε ἕνα φύλλο κι ἔγραψε μὲ τὸ μολύβι του:
ΖΗΤΕΙΤΑΙ ἐλπίς
Ὕστερα πρόσθεσε τὸ ὄνομά του καὶ τὴ διεύθυνσή του. Φώναξε τὸ γκαρσόνι. Ἤθελε νὰ πληρώσει, νὰ πάει κατευθείαν στὴν ἐφημερίδα, νὰ δώσει τὴν ἀγγελία του, νὰ παρακαλέσει, νὰ ἐπιμείνει νὰ μπεῖ ὁπωσδήποτε στὸ αὐριανὸ φύλλο.

Το ποτάμι

Από τη συλλογή διηγημάτων Ζητείται ελπίς (1954).

Η διαταγή ήτανε ξεκάθαρη: Απαγορεύεται το μπάνιο στο ποτάμι, ακόμα και να πλησιάζει κανένας σε απόσταση λιγότερο από διακόσια μέτρα. Δε χώραγε λοιπόν καμιά παρανόηση. Όποιος την παρέβαινε τη διαταγή, θα πέρναγε στρατοδικείο.
Τους τη διάβασε τις προάλλες ο ίδιος ο ταγματάρχης. Διέταξε γενική συγκέντρωση, όλο το τάγμα, και τους διάβασε. Διαταγή της Μεραρχίας! Δεν ήτανε παίξε γέλασε.
Είχανε κάπου τρεις βδομάδες που είχαν αράξει δώθε από το ποτάμι.
Κείθε από το ποτάμι ήταν ο εχθρός, οι Άλλοι όπως τους λέγανε πολλοί.
ρεις βδομάδες απραξία. Σίγουρα δε θα βάσταγε πολύ τούτη η κατάσταση, για την ώρα όμως επικρατούσε ησυχία.
Και στις δυο όχθες του ποταμού, σε μεγάλο βάθος, ήτανε δάσος. Πυκνό δάσος. Μες στο δάσος είχανε στρατοπεδεύσει και οι μεν και οι δε.
Οι πληροφορίες τους ήτανε πως οι Άλλοι είχανε δυο τάγματα εκεί. Ωστόσο, δεν επιχειρούσαν επίθεση, ποιος ξέρει τι λογαριάζανε να κάνουν. Στο μεταξύ, τα φυλάκια, και από τις δυο μεριές, ήταν εδώ κι εκεί κρυμμένα στο δάσος, έτοιμα για παν ενδεχόμενο.
Τρεις βδομάδες! Πώς είχανε περάσει τρεις βδομάδες! Δε θυμόντουσαν σ' αυτόν τον πόλεμο, που είχε αρχίσει εδώ και δυόμισι χρόνια περίπου, άλλο τέτοιο διάλειμμα σαν και τούτο.
Όταν φτάσανε στο ποτάμι, έκανε ακόμα κρύο. Εδώ και μερικές μέρες, ο καιρός είχε στρώσει. Άνοιξη πια!
Ο πρώτος που γλίστρησε κατά το ποτάμι ήτανε λοχίας. Γλίστρησε ένα πρωινό και βούτηξε. Λίγο αργότερα, σύρθηκε ως τους δικούς του, με δυο σφαίρες στο πλευρό. Δεν έζησε πολλές ώρες.
Την άλλη μέρα, δυο φαντάροι τραβήξανε για κει. Δεν τους ξαναείδε πια κανένας. Ακούσανε μονάχα πολυβολισμούς, και ύστερα σιωπή.
Τότε βγήκε η διαταγή της Μεραρχίας.
Ήτανε ωστόσο μεγάλος πειρασμός το ποτάμι. Τ' ακούγανε που κυλούσε τα νερά του και το λαχταρούσανε. Αυτά τα δυόμισι χρόνια, τους είχε φάει η βρώμα. Είχανε ξεσυνηθίσει ένα σωρό χαρές. Και να, τώρα, που είχε βρεθεί στο δρόμο τους αυτό το ποτάμι. Αλλά η διαταγή της Μεραρχίας...
- Στο διάολο η διαταγή της Μεραρχίας! είπε μέσ' από τα δόντια του κείνη τη νύχτα.
Γύριζε και ξαναγύριζε και ησυχία δεν είχε. Το ποτάμι ακουγότανε πέρα και δεν τον άφηνε να ησυχάσει.
Θα πήγαινε την άλλη μέρα, θα πήγαινε οπωσδήποτε. Στο διάολο η διαταγή της Μεραρχίας!
Οι άλλοι φαντάροι κοιμόντουσαν. Τέλος τον πήρε κι αυτόν ο ύπνος. Είδε ένα όνειρο, έναν εφιάλτη. Στην αρχή, το είδε όπως ήτανε: ποτάμι. Ήτανε μπροστά του αυτό το ποτάμι και τον περίμενε. Κι αυτός, γυμνός στην όχθη, δεν έπεφτε μέσα. Σα να τον βάσταγε ένα αόρατο χέρι (...)
Ξύπνησε βαλαντωμένος δεν είχε ακόμα φέξει...
Φτάνοντας στην όχθη, στάθηκε και το κοίταζε. Το ποτάμι! Ώστε υπήρχε λοιπόν αυτό το ποτάμι; Ώρες ώρες, συλλογιζότανε μήπως δεν υπήρχε στ' αλήθεια. Μήπως ήτανε μια φαντασία τους, μια ομαδική ψευδαίσθηση.
Είχε βρει μια ευκαιρία και τράβηξε κατά το ποτάμι. Το πρωινό ήτανε θαύμα! Αν ήτανε τυχερός και δεν τον παίρνανε μυρουδιά... Να πρόφταινε μονάχα να βουτήξει στο ποτάμι, να μπει στα νερά του, τα παρακάτω δεν τον νοιάζανε.
Σ' ένα δέντρο, στην όχθη, άφησε τα ρούχα του, και όρθιο πάνω στον κορμό, το τουφέκι του. Έριξε δυο τελευταίες ματιές, μια πίσω του, μην ήτανε κανένας από τους δικούς του, και μια στην αντίπερα όχθη, μην ήτανε κανένας από τους Άλλους. Και μπήκε στο νερό.
Από τη στιγμή που το σώμα του, ολόγυμνο, μπήκε στο νερό, τούτο το σώμα που δυόμισι χρόνια βασανιζότανε, που δυο τραύματα το είχανε ως τώρα σημαδέψει, από τη στιγμή αυτή ένιωσε άλλος άνθρωπος. Σα να πέρασε ένα χέρι μ' ένα σφουγγάρι μέσα του και να τα 'σβησε αυτά τα δυόμισι χρόνια.
Κολυμπούσε πότε μπρούμυτα, πότε ανάσκελα. Αφηνότανε να τον πηγαίνει το ρεύμα. Έκανε και μακροβούτια...
Ήταν ένα παιδί τώρα αυτός ο φαντάρος, που δεν ήταν παρά εικοσιτριώ χρονώ κι όμως τα δυόμισι τελευταία χρόνια είχαν αφήσει βαθιά ίχνη μέσα του.
Δεξιά κι αριστερά, και στις δυο όχθες, φτερουγίζανε πουλιά, τον χαιρετούσανε περνώντας πότε πότε από πάνω του.
Μπροστά του, πήγαινε τώρα ένα κλαδί που το έσερνε το ρεύμα. Βάλθηκε να το φτάσει μ' ένα μονάχα μακροβούτι. Και το κατάφερε. Βγήκε από το νερό ακριβώς δίπλα στο κλαδί. Ένιωσε μια χαρά! Αλλά την ίδια στιγμή είδε ένα κεφάλι μπροστά του, κάπου τριάντα μέτρα μακριά.
Σταμάτησε και προσπάθησε να δει καλύτερα.
Και κείνος που κολυμπούσε εκεί τον είχε δει, είχε σταματήσει κι αυτός. Κοιτάζονταν.
Ξανάγινε αμέσως αυτός που ήτανε και πρωτύτερα: ένας φαντάρος που είχε κιόλας δυόμισι χρόνια πόλεμο, που είχε έναν πολεμικό σταυρό, που είχε αφήσει το τουφέκι του στο δέντρο.
Δεν μπορούσε να καταλάβει αν αυτός αντίκρυ του ήτανε από τους δικούς του ή από τους Άλλους. Πώς να το καταλάβει; Ένα κεφάλι έβλεπε μονάχα. Μπορούσε να 'ναι ένας από τους δικούς του. Μπορούσε να 'ναι ένας από τους Άλλους.
Για μερικά λεπτά, και οι δυο τους στέκονταν ακίνητοι στα νερά. Τη σιωπή διέκοψε ένα φτάρνισμα. Ήταν αυτός που φταρνίστηκε, και κατά τη συνήθειά του βλαστήμησε δυνατά. Τότε εκείνος αντίκρυ του άρχισε να κολυμπάει γρήγορα προς την αντίπερα όχθη. Κι αυτός όμως δεν έχασε καιρό. Κολύμπησε προς την όχθη του μ' όλη του τη δύναμη. Βγήκε πρώτος. Έτρεξε στο δέντρο που είχε αφήσει το τουφέκι του, το άρπαξε. Ο Άλλος, ό,τι έβγαινε από το νερό. Έτρεχε τώρα κι εκείνος να πάρει το τουφέκι του.
Σήκωσε το τουφέκι του αυτός, σημάδεψε. Του ήτανε πάρα πολύ εύκολο να του φυτέψει μια σφαίρα στο κεφάλι. Ο Άλλος ήτανε σπουδαίος στόχος έτσι καθώς έτρεχε ολόγυμνος, κάπου είκοσι μέτρα μονάχα μακριά.
Όχι, δεν τράβηξε τη σκανδάλη. Ο Άλλος ήταν εκεί, γυμνός όπως είχε έρθει στον κόσμο. Κι αυτός ήταν εδώ, γυμνός όπως είχε έρθει στον κόσμο.
Δεν μπορούσε να τραβήξει. Ήτανε και οι δυο γυμνοί. Δυο άνθρωποι γυμνοί. Γυμνοί από ρούχα. Γυμνοί από ονόματα. Γυμνοί από εθνικότητα. Γυμνοί από τον χακί εαυτό τους.
Δεν μπορούσε να τραβήξει. Το ποτάμι δεν τους χώριζε τώρα, αντίθετα τους ένωνε.
Δεν μπορούσε να τραβήξει. Ο Άλλος είχε γίνει ένας άλλος άνθρωπος τώρα, χωρίς άλφα κεφαλαίο, τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο.
Χαμήλωσε το τουφέκι του. Χαμήλωσε το κεφάλι του. Και δεν είδε τίποτα ως το τέλος, πρόφτασε να δει μονάχα κάτι πουλιά που φτερoυγίσανε  τρομαγμένα σαν έπεσε από την αντικρινή όχθη η τουφεκιά, κι αυτός, γονάτισε πρώτα, ύστερα έπεσε με το πρόσωπο στο χώμα.

Αντώνης Σαμαράκης

Ο Αντώνης Σαμαράκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1919 και σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Εργάστηκε αρχικά στο Υπουργείο Εργασίας, θέση την οποία εγκατέλειψε μετά την επιβολή της δικτατορίας του Μεταξά, για να επανέλθει το 1945 μέχρι και το 1963. Κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής συμμετείχε στην εθνική αντίσταση. Το 1944 συνελήφθη από τους Ναζί και καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά κατάφερε να αποδράσει.
Αντιστασιακή δράση ανέπτυξε και κατά τη δικτατορία. Στη Μεταπολίτευση δημοσίευσε πολλά κείμενα κοινωνικού και πολιτικού περιεχομένου. Το 1963 νυμφεύτηκε την Ελένη Κουρεμπανά.
Εργάσθηκε ως εμπειρογνώμων της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας των Ηνωμένων Εθνών σε πολλές χώρες για κοινωνικά θέματα και το 1989 ανακηρύχθηκε Πρεσβευτής Καλής Θέλησης της UNICEF για τα παιδιά του κόσμου.
Η πρώτη του ουσιαστική εμφάνιση στον λογοτεχνικό χώρο γίνεται το 1954 με την έκδοση της συλλογής διηγημάτων Ζητείται ελπίς. Είχαν προηγηθεί δημοσιεύσεις ποιημάτων στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Πρόκειται για έναν από τους περισσότερο μεταφρασμένους Έλληνες πεζογράφους, καθώς τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από 30 γλώσσες.
Το έργο του Σαμαράκη έχει έντονο το στοιχείο της κοινωνικής καταγγελίας και αντικατοπτρίζει τις προσωπικές του ανησυχίες για το παρόν και το μέλλον της σύγχρονης κοινωνίας. Χρησιμοποίησε απλή γλώσσα και μη επιτηδευμένο ύφος και προσέγγισε τα θέματά του από μια έντονα ανθρωποκεντρική γωνία. Χαρακτηριζόταν από την αγάπη του για τους νέους. Δική του ιδέα ήταν η δημιουργία της Βουλής των Εφήβων, που οδήγησε στη διοργάνωση άτυπων συνεδριάσεων της Βουλής, όπου δίνεται ο λόγος σε νέους από όλη τη χώρα.
Ο Αντώνης Σαμαράκης έφυγε από τη ζωή στις 8 Αυγούστου του 2003. Σύμφωνα με επιθυμία του, το σώμα του δωρήθηκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών για έρευνες των φοιτητών της Ιατρικής Σχολής.

Μυθιστορήματα
Διηγήματα
  • Ζητείται ελπίς (1954)
  • Αρνούμαι (1961)
  • Το διαβατήριο (1973)
  • Η κόντρα (1992)
  • Αυτοβιογραφία 1919- (1996)
  • Γραφείον ιδεών
http://el.wikipedia.org/

Έχω μια λέξη

Έχω μια λέξη για να πω
μα είναι το στόμα μου κλειστό
και την κρατάω μέσα μου
να μεγαλώνει.
Γύρω μου απλώνει
το φιλοθεάμον μου κενό.
Σ' ένα μονόλογο παλιό
ένα μεγάλο βόδι μου πατάει τη γλώσσα.
Ψυχή μου κλώσα,
μου είχες πει κάποια φορά
μέσα στα λόγια το πολλά
πως πριν κατέβουμε στη γη ήμαστ' αστέρια.
Σπασμένα χέρια
τώρα μου δίνεις να πιαστώ
και το μικρό μου εαυτό
μέχρι την άλλη μου ζωή θα ξεπουλάω.
Σε ποιον χρωστάω;

Σε ποιον τη λέξη μου να πω
και ποιου το χέρι τρυφερά θα την κρατήσει;
Που έχω ζήσει;
Σε τίνος τ' όνειρο να μπω
μια λέξη μόνο να του πω και να το σκάσω;
Αχ, να ξεχάσω!

Λέγαν σαν ήμουνα μικρός
πως είν' ο κόσμος σκοτεινός
μ' από τα φώτα τα πολλά πώς έχω λιώσει;
Έχω πληρώσει.
Έδωσα χώμα και νερό
μήπως σωθεί ό,τι ακριβό έχω γνωρίσει
και ό,τι γνήσιο έχω ζήσει.
Έχω ξοφλήσει.

Έχω μια λέξη για να πω
μα είναι το στόμα μου κλειστό
και την κρατάω μέσα μου
να μεγαλώνει.
Και με σκοτώνει
σ' έναν ισόβιο τοκετό
το ‘να μου μέρος το κρυφό
και νιώθω μέσα απ' τη βαθιά μου εγκυμοσύνη
αυτό που φτύνει η τεχνητή μας νοημοσύνη:
Ευγνωμοσύνη!

Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2011

Εις μνήμην

Σώμα που κοιμάσαι
πώς να σ’ ακουμπήσω
Σκύβω, σε φιλώ

Κρύο σαν φεγγάρι
σαν τα λάθη μου όλα
άδειασμα πικρό

Χρόνος που γιατρεύει
και ζωή που γδέρνει
Όλα που τα φέρνει
κι όλα τα ζητά

Ανθισμένα δέντρα
θα ξαναβρεθούμε
στης ζωής το φως

Εκεί που δε νυχτώνει
κι όλο ξημερώνει
ήλιος αδερφός

Θα περάσουν όλα
και θα σε γυρεύω
στα λίγα πράγματά σου
που έχω να κρατώ

Απόγευμα στο δέντρο

Ο κόσμος ξεμακραίνει
ωραία στιγμή μου ξένη
Βαθαίνουν τα πηγάδια
ζωή μου που'σαι άδεια

Ο κόσμος ξεμακραίνει,είναι βράδυ
ωραία στιγμή μου ξένη,στάσου λίγο
Βαθαίνουν τα πηγάδια,το φεγγάρι
ζωή μου που'σαι άδεια,γέλα λίγο αν μ'αγαπάς

Ο κόσμος ξεμακραίνει,είναι βράδυ,μη μιλάς
ωραία στιγμή μου ξένη,στάσου λίγο αν μ'αγαπάς
Βαθαίνουν τα πηγάδια,το φεγγάρι οταν κοιτάς
ζωή μου που'σαι άδεια,γέλα λίγο αν μ'αγαπάς

Ανθίζουνε τ'αστέρια,όνειρό μου,
οταν περνάς
δωσ'μου τα δυο σου χέρια
και τον κόσμο αν μ'αγαπάς

Requiem


Πως τό 'φεραν ο Χρόνος κι ο Καιρός
σε τραγουδιάρα Χώρα μοναχός
καλογεράκος γκρίζος, σκονισμένος ψαλμός
αποδεκατισμένος, κρυφός, κλεισμένος, σιωπηλός.

Κλείνεις καλά το σπίτι σου
γεμίζεις το ποτήρι σου
βαφτίζεις το κλειδί σου Φυλακή
ό,τι σ' ελευθερώνει ,σε κλειδώνει
κι ό,τι σε φανερώνει είναι που δεν το διάλεξες εσύ.

Είσαι άλλος ένας μέσα στους πολλούς
δωμάτιο σ' ένα σπίτι από καπνούς
κι είσαι μια τυφλωμένη καπνοδόχος
κι ο κουρασμένος ξενοδόχος
του άφραγκού σου εαυτού.

Κλείνεις το παραθύρι σου
και σπάζεις για χατήρι σου
τη Λέξη που αγαπούσες πιο πολύ
ό,τι δε σε σκοτώνει σε χρεώνει
κι ό,τι σε ξεπληρώνει είναι η αφεντιά σου η μισή.

Μια μέρα θα βγω από το σπίτι και θα έχουν φύγει όλοι
παντού ερημιά, όλα παρατημένα ανοικτά
ένα ξυπνητήρι θα χτυπά και κανείς δε θα το κλείνει.

Ήρθε το Τέλος του Κόσμου
Μπήκαν σε κάτι τεράστια ιπτάμενα κλουβιά
και φύγαν να γλιτώσουν
όσους δεν χώρεσαν τους σκότωσαν
κι έμεινα μόνος.

Μα πως δεν το έμαθα;
Το είπε το ραδιόφωνο, το είχα κλείσει
Το είπε η τηλεόραση, την είχα σπάσει
Το είπαν οι αρμόδιοι, δεν ψήφισα
Κι έμεινα εδώ.

Θα βάλω τα καλά μου
Θα ανέβω στο λόφο
να δω το τελευταίο ηλιοβασίλεμα
θα θυμηθώ ένα παραμύθι
κάπου μακριά οι άνθρωποι
θα νομίζουν πως είναι ακόμα ζωντανοί;

θα ξημερώσει ο Πόνος και θα δεις
το Φως της Σταυρωμένης Κυριακής
θα ‘ναι το Σύννεφο άδειο δίχως λόγια σταματημένα τα ρολόγια
θα ακούν τον χτύπο της βροχής

Κλείνεις καλά τ' αυτιά σου
και στ' αγέννητα παιδιά σου λες
τα όνειρα που δεν πρόλαβες να δεις
Ό,τι κι αν σε γλιτώνει, δε σε σώνει
σε γατζώνει στην αγχόνη της κρυμμένης σου ζωής

Ένα τραγούδι για την ελευθερία

Σβήσε το φως, βάλε να πιούμε
πάρε το χέρι μου, δως μου φωτιά,
Λίγο να σε χαρώ πριν κοιμηθούμε
κι αύριο ξέχνα με οριστικά.

Φύγε πρωί σαν κάθε μέρα
μ' ένα χαμόγελο, μια αγκαλιά.
Μ' ένα μικρό φιλί, μια καλημέρα
Και μη με ξαναδείς ποτέ ξανά.

Πάει καιρός που θες να φύγεις,
πάρε το χέρι μου, πες το γλυκά
Όπως με κοίταξες κάποιον Απρίλη
και μου 'πες σ' αγαπώ πρώτη φορά.

Φως

Ξημέρωσε το καλοκαίρι
κι ήρθε ο ήλιος να το δει και πύρωσε.
Ξημέρωσε κι όσα ο ύπνος
είχε χθες βράδυ ορκιστεί τα πλήρωσε.

Κι είναι το πρώτο φως της μέρας
που σου ταιριάζει να φοράς,
γιατί αλλιώς σε φανερώνει
κι αλλιώς σε κάνει να κοιτάς,
σαν μ' αγαπάς.

Κι έγινε η μέρα μεσημέρι
κι ήταν οι άνθρωποι βιαστικοί και τρέχανε.
Κι είχανε τ' όνειρο στο χέρι,
το βγάζαν βόλτα σα σκυλί που πέθανε.

Κι είν' ένα φως το μεσημέρι
που σου ταιριάζει να φοράς,
γιατί αλλιώς σε φανερώνει
κι αλλιώς σε κάνει να κοιτάς
σαν μ' αγαπάς.

Κοίτα πώς γέρνει τώρα ο ήλιος
και μεγαλώνει τις σκιές στα χώματα.
Και πώς κοιτάζουν προς τα μέσα
κι αφήνουν να τα φανταστείς τα χρώματα.

Κι είν' ένα φως μες το σκοτάδι
που σου ταιριάζει να φοράς,
γιατί αλλιώς σε φανερώνει
κι αλλιώς σε κάνει να κοιτάς,
σαν μ' αγαπάς.

Το άδειο παράθυρο

Το ξένο πρόσωπο της νύχτας με κοιτά
κρύβω το βλέμμα στη φωτιά.
Πνίγω τα λόγια στο ποτήρι στο κενό
σ' ένα παράθυρο αδειανό.

Μισή καρδιά μισώ το άλλο σου μισό,
αυτό που χτίζει το γκρεμό.
Θα πέφτω μες του μισεμού σου το κενό
σ' ένα παράθυρο αδειανό.

Θα κρύβω πάντα ένα όχι στην καρδιά μου
κι ένα μεγάλο ναι σα βόμβα που ανασαίνει.
Σπάζουν νερά, χύνω στο δρόμο τα παιδιά μου,
στρατιά νεογέννητη στα κόκκινα βαμμένη.

Ίσως μια μέρα καταφέρω να με αλλάξω
προσωπική μου ιδιότυπη επανάσταση.
Θα μπω μια νύχτα να χαθώ και να με ψάξω
στο άδειο παράθυρο.

Το ξένο δάκτυλο του κόσμου με κρατά
κι όσα δεν είμαι μου ζητά.
Φτωχός κι ανάργυρος χωρίς αποσκευή,
χωρίς πατρίδα και φυλή.

Θα βγω να ανάψω τη σημαία τ' ουρανού,
την απειλή του φεγγαριού.
Σβήνω τα φώτα του πλανήτη για να μπω
σ' ένα παράθυρο αδειανό.

Όσα η αγάπη ονειρεύεται

Παίρνω απόσταση απ' το χθες
να 'ρθούνε κι άλλες εποχές.
Να 'ρθουνε λύπες και χαρές
καινούριες να σου τις χαρίσω.

Παίρνω απόσταση απ' το χθες
για να μπορέσω να με θες
να βρω τραγούδια, μουσικές
καινούριες να σου τραγουδήσω.

Έλα μη μου καίγεσαι,
θα σου χαρίσω ό,τι θες
έλα μη μου καίγεσαι,
όλα μου τ' αύριο και τα χθες
στο τώρα θα τα κλείσω

Όσα η αγάπη ονειρεύεται,
τα αφήνει όνειρα η ζωή.
Μα όποιος στ' αλήθεια ερωτεύεται
κάνει τον πόνο προσευχή,
βαρκούλα κάνει το φιλί
και ξενιτεύεται.

Παίρνω απόσταση άμα θες
κι από τις πρώτες μας ματιές,
για να μπορέσω με γητειές
καινούργιες να στις ξαναδώσω.

Βρίσκω στον έρωτα γιατρειές
να τον γιατρέψω απ' τις πληγές
και στολισμένο χαρακιές
καινούριες να τον ξανανιώσω.

Έλα μη μου καίγεσαι
θα σου χαρίσω ό,τι θες
έλα μη μου καίγεσαι
όλα μου τ' αύριο και τα χθες
στο τώρα θα τα κλείσω

Όσα η αγάπη ονειρεύεται
τα αφήνει όνειρα η ζωή
μα όποιος στ' αλήθεια ερωτεύεται
κάνει τον πόνο προσευχή,
βαρκούλα κάνει το φιλί
και ξενιτεύεται.

ο κόσμος που αλλάζει

Μεγάλο δέντρο ο στεναγμός, μεγάλη κι η σκιά του
απλώνει ρίζες στην ψυχή, στο σώμα τα κλαδιά του
Μα όπως ανοίγει ένα πουλί φτερούγα στον αέρα
το δέντρο γίνεται γιορτή και φτερουγίζει η μέρα

Πόσες φορές να σου το πω, πόσες να στο μηνύσω?
Να σου το πω ψιθυριστά ή να στο τραγουδήσω?
Θα σου το πω ψιθυριστά, όπως μιλάει το βλέμμα
που κρύβει μες τη σιγαλιά του κόσμου όλο το αίμα

Αυτός ο κόσμος που αλλάζει
πως σου μοιάζει, πως σου μοιάζει
Αυτός ο κόσμος που αλλάζει
με τρομάζει, με τρομάζει

Χαμένοι μοιάζουμε, λοιπόν, στο γύρο του θανάτου
στην παγωνιά του οριστικού, στον τρόμο του αοράτου
Μα οριστικά θα ‘χεις χαθεί, μονάχα αν το διαλέξεις
όπως διαλέγει η μουσική τα λόγια και τις λέξεις

Αυτός ο κόσμος που αλλάζει
πως σου μοιάζει, πως σου μοιάζει
Αυτός ο κόσμος που αλλάζει
με τρομάζει, με τρομάζει

Ο δρόμος, ο χρόνος και ο πόνος

Σαν ξημερώσει η μέρα μη θυμηθείς.
Λαβύρινθος η μνήμη και θα χαθείς.
κι είναι πολύς ο δρόμος να τον μετράς
μ' ένα σχοινί στη θέση της καρδιάς.

Κυλάει το ποτάμι και προχωρά,
σου παίρνει τη στιγμή σου και τη γερνά.
Κι είναι πολύς ο χρόνος να τον μετράς
μ' ένα ρολόι στη θέση της καρδιάς.

Ασήμαντες εικόνες σε κυνηγούν.
Οι φίλοι σου κοιμούνται και πώς να δουν!
Κι είναι πολύς ο πόνος να τον μετράς
με μια καρδιά στη θέση της καρδιάς.

Ο Προσκυνητής

Τα βουνά περνάω
και τις θάλασσες περνώ
Κάποιον αγαπάω
Δυο ευχές κρατάω
και δυο τάματα κρατώ
Περπατώ και πάω

Κάποιος είπε πως η αγάπη
σ' ένα αστέρι κατοικεί
αύριο βράδυ θα 'μαι εκεί
Κάποιος είπε πως ο έρωτας
για μια στιγμή κρατά
αύριο βράδυ θα 'ναι αργά

Στα πουλιά μιλάω
και στα δέντρα τραγουδώ
Κάποιον αγαπάω
Κι όταν τραγουδάω
προσευχές παραμιλώ
περπατώ και πάω

Κάποιος είπε πως ο δρόμος
είναι η φλέβα της φωτιάς
ψυχή μου πάντα να κυλάς
Κάποιος είπε πως ταξίδι
είναι μόνο η προσευχή
καρδιά μου να 'σαι ζωντανή

Κάποιος είπε πως η αγάπη
σ' ένα αστέρι κατοικεί
αύριο βράδυ θα 'μαι εκεί
Κάποιος είπε πως ο έρωτας
για μια στιγμή κρατά
αύριο βράδυ θα'ναι αργά

Μεσάνυχτα Σαββάτου

Πέρασες απ' την αυλή μου κι έφυγες ξανά
Σαν κομήτης της ερήμου που φεγγοβολά
Σαν φτερούγα θα ξανάρθεις θα ξαναφανείς
Να σε δει ο γερακάρης και ο ποιητής

Ήσουν άγγελος ήσουν θάνατος ήσουνα ζωή

Όταν λιώσουνε τα χρόνια θα με δεις ξανά
Στα μαλλιά μου θα 'χω χιόνια θα 'χεις γιασεμιά
Θα 'χω μνήμη του θανάτου μνήμη του καιρού
Που μεσάνυχτα Σαββάτου ήσουνα παντού

Ήσουν άγγελος ήσουν θάνατος ήσουνα ζωή
Πως περάσαν χίλιες μέρες κι ήρθε Κυριακή

Με τόσα ψέματα

Μ' έντυσαν οι Μοίρες μου
με τραγούδια και μ' ευχές
και την πόρτα μου άνοιξαν
να φύγω, να 'ρθω, να σε βρω.
Κι ήρθαν πέντε ποταμοί
να μου πλύνουν το κορμί
κι ήρθανε και δυο πουλιά
να μου μάθουν το φιλί.

Κάτω στους πέντε ποταμούς,
κάτω στους πέντε δρόμους,
είδα τους φεγγαρόλουστους
τους μικρούς σου ώμους.

Μα τ' άγγιγμά μου αρνήθηκες,
μαύρη σιωπή εντύθηκες
κι άπλωσα τα χέρια μου
κι έμεινα στην ερημιά.

Με τόσα ψέματα που ντύθηκαν
οι λέξεις
πώς να σου πω το σ' αγαπώ
να το πιστέψεις...!

Πήγα κι ήπια το νερό
απ' την πηγή της λήθης
που σβήνει τα θυμίσματα
κι όλους τους πόνους σβήνει.

Μα πιο βαθιά μου χάραξε
τη θύμηση στον πόνο
κι έμεινα πάντα να ζητώ
ένα φιλί σου μόνο.

Με τόσα ψέματα που ντύθηκαν
οι λέξεις
πώς να σου πω το σ' αγαπώ
να το πιστέψεις...!

Με τόσα ψέματα που ντύθηκαν
οι λέξεις
πώς να σου πω το σ' αγαπώ,
Πώς να πιστέψεις!!!

Γιατί δεν έρχεσαι ποτέ όταν σε θέλω

Γιατί δεν έρχεσαι ποτέ όταν σε θέλω
τραγούδι άγνωστο κι αγέννητη σιωπή
Πίσω απ'τα μάτια, πίσω απ' της ζωής το βέλο
κρύβεσαι σαν βροχή που στέγνωσε, το ξέρω
νεροποντή που περιμένω μια ζωή
Γιατί δεν έρχεσαι

Μια καταιγίδα θέλω να 'ρθει να ουρλιάξει
όσα δεν είπαμε από φόβο ή ντροπή
στα σωθικά μας και στα μάτια μας να ψάξει
κάθε μας λέξη μυστική να την πετάξει
μέχρι τον ήλιο ν' ανεβεί και να τον κάψει
Γιατί δεν έρχεσαι
Γιατί δεν έρχεσαι ποτέ
Γιατί δεν έρχεσαι ποτέ όταν σε θέλω

Γιατί δεν έρχεσαι ποτέ όταν νυχτώνει
όταν κρατιέμαι σαν χερούλι απ' το ποτό
απ' το ποτό της φαντασίας μου που με λιώνει
κάθε γουλιά του καίει σαν πάγος και σα χιόνι
κι ανατινάζει του μυαλου μου το βυθό
Γιατί δεν έρχεσαι

Μια καταιγίδα θέλω να 'ρθει να μας πνίξει
σ' ένα τραγούδι που δεν έγραψε κανείς
Ο,τι δεν γίναμε ποτέ να μην το δείξει
Να 'ναι γιορτή, την αγκαλιά της να ανοίξει
στην ανημπόρια της χαμένης μας ζωής
Γιατί δεν έρχεσαι
Γιατί δεν έρχεσαι ποτέ
Γιατί δεν έρχεσαι ποτέ όταν σε θέλω

Απ' της ψυχής μου το ιερό
ως της ζωής μου το μπουρδέλο
χτίσε μια γέφυρα να πάω και να 'ρθω
Γιατί δεν έρχεσαι ποτέ, ποτέ όταν σε θέλω
κλείσε τα μάτια μου και έλα να σε δω
Γιατί δεν έρχεσαι
Γιατί δεν έρχεσαι ποτέ
Γιατί δεν έρχεσαι ποτέ όταν σε θέλω

Βυθός

Πέρασαν μέρες χωρίς να στο πω
"Το σ' αγαπώ δυο μόνο λέξεις..."
αγάπη μου,πως θα μ' αντέξεις,
που 'μαι παράξενο παιδί σκοτεινό.

Πέρασαν μέρες χωρίς να σε δώ,
κι αν σε πεθύμησα δε ξέρεις.
"Κοντά μου πάντα θα υποφέρεις..",
σου το 'χα πει ένα πρωί βροχερό.

Θα σβήσω το φως κι όσα δε σου χω χαρίσει
σε ένα χάδι θα σου τα δώσω.
κι ύστερα πάλι θα σε προδώσω,
μες στου μυαλού μου το μαύρο βυθό.

Θα κλάψεις ξανά που μόνη θα μείνεις
κι εγώ πιο μόνος κι από μένα,
μες σε δωμάτια κλεισμένα,
το πρόσωπό σου θα ονειρευτώ,
γιατί μες στο όνειρο μόνο ζω.

Στα σοβαρά μη με παίρνεις ειν' το μυαλό μου θολό
είναι και ο κόσμος μου αστείος.
Κι όταν με βαρεθείς τελείως
ψάξε αλλού να με βρεις όπως με θες.

Και εγώ που αγάπησα πάλι την ιδέα σου μόνο
και κάποιο στίχο που σου μοιάζει,
κοιτάζω έξω και χαράζει...
έγινε το αύριο πάλι χθες.

Θα σβήσω .....

Αρετούσα


Σ' έχω ψάξει στη γη των αγγέλων
εκεί που τ' όνειρο ζει
απ' το ποτέ ως το μέλλον
στην αιώνια στιγμή

Στο κρυφό σταυροδρόμι του κόσμου
εκεί που τ' όνειρο ζει
ένα φιλί έλα δως μου
ένα μόνο φιλί

Αχ ζούμε οι άνθρωποι μες στο πουθενά
μα όταν βρισκόμαστε βγάζουμε φτερά
και γεννιόμαστε ξανά

Αχ μέσα στ' όνειρο σ' είδα μια φορά
Αρετούσα με τα κόκκινα μαλλιά
στο μπαλκόνι σου θ' ανέβω κρυφά

Στης σελήνης το αρχαίο πηγάδι
εκεί που τ' όνειρο ζει
μου 'χες χαρίσει ένα χάδι
μου 'χες δώσει μια ευχή

Θα σε ψάχνω στο τέλος του χρόνου
και στην αρχή τ' ουρανού
μ' ένα τραγούδι του δρόμου
Θα σε ψάχνω παντού

Αχ ζούμε οι άνθρωποι μες στο πουθενά
μα όταν βρισκόμαστε βγάζουμε φτερά
και γεννιόμαστε ξανά

Αχ μέσα στ' όνειρο σ' είδα μια φορά
Αρετούσα με τα κόκκινα μαλλιά
στο μπαλκόνι σου θ' ανέβω κρυφά

Θα σε ξανάβρω στους μπαξέδες

Μόνο να γράφεις τ' όνομά σου
και 'κείνο το 'μαθες μισό
να συλλαβίζεις τα όνειρά σου
στο Άργος και στον Ιλισό

Θα σε ξανάβρω στους μπαξέδες
τρεις του Σεπτέμβρη να περνάς
και τσικουδιά στους καφενέδες
τα παλικάρια να κερνάς

Του κόσμου το στενό γεφύρι
θα το περάσουμε μαζί
θα 'ναι η καρδιά σου παραθύρι
τα λόγια σου παλιό κρασί

Θα σε ξανάβρω στους μπαξέδες
τρεις του Σεπτέμβρη να περνάς
και τσικουδιά στους καφενέδες
τα παλικάρια να κερνάς

Ήρθαν οι ανθρώποι με τα μαύρα

Τον έναν τόνε πήρε ο νόμος κι έγινε σύννεφο και καπνός
τον άλλον τόνε πήρε ο δρόμος κι έγινε η πίκρα καθενός.

Ήρθαν οι ανθρώποι με τα μαύρα, που έχουν σκοτάδι στα μαλλιά τους
κι αυτοί που έχουν βροχή στα χέρια
και κεραυνό στο κοίταγμά τους.

Και πήραν τα όνειρά μας νόμοι και τα τραγούδια μας καπνός
και πήραν τη ζωή μας δρόμοι και την αγάπη καθενός.

Ψάχνουν στα δέντρα και στο χώμα κι ύστερα ψάχνουν στην καρδιά μου
μα βρίσκουν την πληγή μου ακόμα
στα μάτια και στα δάκρυά μου.

η κιβωτός

Στις ανθισμένες νερατζιές
θα βρεις την κιβωτό σου.
Τέσσερις τοίχοι στις φωτιές
θα ταξιδέψουν τις νυχτιές
και το παράπονό σου.

Πάρε μια λέξη για να ζεις
και στρώσε τη ζωή σου.
Και φώναζε ολονυχτίς
που βρίσκει ο βασανιστής
νερό του παραδείσου.

Και πάρε χάντρες του Μαγιού,
πηλό της Ρωμιοσύνης
τάμα δεκαπενταύγουστου,
την όψη την κρυφή σπαθιού
και της δικαιοσύνης.

Και πάρε δεντρολιβανιά,
μυρτιά και πικροδάφνη.
Του Μακρυγιάννη τον καημό
και δεκαπεντασύλλαβο
να βρεις αρχή και άκρη.

Και πες τα λόγια τα παλιά
κι απ' όλους τους αγώνες.
Και πες αυτά που είναι θηλιά
κι ήταν μαράζι και σκαλιά
στους δίκοπους αιώνες.

Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2011

η δίκοπη ζωή

Απ' το κακό και τ' άδικο διωγμένο
κι όπως ενήστευες τη δίκοπη ζωή,
σε βρήκα ξαφνικά σημαδεμένο
να σ' έχει ο κάτω κόσμος ξεγραμμένο
κι ο πάνω κόσμος να 'ναι οι τροχοί
που σ' έχουν στα στενά κυνηγημένο...

Και πήρες του καιρού τ' αλφαβητάρι
και της αγάπης λόγια φυλαχτό,
για να βρει πάλι ρίζα το χορτάρι
και πήρες την ελπίδα και τη χάρη,
ψηλά να πας να χτίσεις κιβωτό
με την ελπίδα μόνο και τη χάρη...

Μα πως να μην ξεχάσεις την αυλή σου
και την παλιά τη γνώμη καθενός,
όσους κρυφά περπάτησαν μαζί σου
να σημαδεύουν πάλι τη ζωή σου
και να σαι το πουλί κι ο κυνηγός
στις μαύρες λαγκαδιές του παραδείσου...

Κρυφά και φανερά σ' ακολουθούνε
οι συμμορίες κι οι βασανιστές
και ψάχνουν μέρα - νύχτα να σε βρούνε,
μα δεν υπάρχει δρόμος να διαβούνε
γιατί ποτέ δεν ήταν ποιητές,
το χώμα που πατούν να προσκυνούνε..

η διαθήκη

Όταν ρυθμίσετε λοιπόν τη διαθήκη
και το μερίδιο δοθεί του καθενός
εμένα αφήστε μου το δρόμο που μου ανήκει
αυτόν που διάλεξα να πάρω μοναχός

Σε διαθήκη με σημαίες και συνθήματα
εγώ είμαι ελεύθερος αέρας που φυσά
εγώ έχω φίλους τα βουνά κι όλα τα κύματα
εγώ έχω αδέλφια τα ποτάμια τα πουλιά

Στη διαθήκη σας εγώ δεν έχω θέση
σαν το μυρμήγκι με είχατε όλοι από καιρό
και εγώ που έχω με το τίποτα πονέσει
και μ' ένα ψίχουλο συνήθισα να ζω

η αυλή

Σφυρίζει στην ταράτσα η ζωστήρα
σε παίρνουν και σε πάνε στην αυλή
ξωκλήσια και νησιά χωρίς αρμύρα
δε θα θυμάσαι πια μεσ' τη ζωή

Κλειστό και χαμηλό το καμαράκι
πριν από χρόνια θα 'ταν πλυσταριό
μα συ μικρό παιδί, παλικαράκι,
φαρμάκωσες ετούτο τον καιρό
μ' ένα καρφί και μ' ένα καθρεφτάκι
τις φλέβες όταν έκοψες θαρρώ

Μιλώ στη Παναγιά και τον Κριτή σου
τα χρόνια σου μετρώ με τον καημό
μα πες μου αν έχει ο βασανιστής σου
αν έχει μάτια, στόμα και λαιμό

Κλειστό και χαμηλό το καμαράκι
πριν από χρόνια θα 'ταν πλυσταριό
μα συ μικρό παιδί, παλικαράκι,
φαρμάκωσες ετούτο τον καιρό
μ' ένα καρφί και μ' ένα καθρεφτάκι
τις φλέβες όταν έκοψες θαρρώ

Έχεις μάτια το φεγγάρι

Έχεις μάτια το φεγγάρι
κι είναι η νύχτα σπιτικό σου
μα από αυτά που μου ’χεις πάρει
τίποτα δεν είν’ δικό σου.

Έχεις δάκρυα την αγάπη
με φωτιά και με μαχαίρι
κι έχεις για κρασί φαρμάκι
και το χωρισμό στο χέρι.

έχει ο Θεός

Εδώ δεν είναι το Πασαλιμάνι
μήτε χαρά για ν' ακουστεί
σα μια φωνή ο κόσμος σου με φτάνει
από παλιά κι αξέχαστη γιορτή.

Μου λες πως πέρασε ο καιρός
κι όλο πως έχει, πως έχει ο Θεός,
πως έχει και δε μας ξεχνάει
την κάθε πρώτη του μηνός.

Εδώ δεν έχει πόρτα να χτυπήσεις
μήτε κορίτσια να μιλάς
κι ο δρόμος που σε λίγο θα γνωρίσεις
θέλει κι αυτόν να τον παρακαλάς.

Ευαγγελία Πίσσα.

Πέρασαν τα χρόνια σαν το σκοτεινό ποτάμι
πέρασες και συ μέσα στη ζωή μου

τώρα που κάθομαι να λογαριάσω
πόσοι χαθήκαν
πόσοι μας άφησαν
και ποιοι σκορπίσανε

τώρα που κάθε μέρα λιγοστεύουν
εκείνοι που μας πόνεσαν

όσοι μας βρήκανε στη νύχτα του θανάτου

εγώ σε ονομάζω καταφυγή μου,
Ευαγγελία Πίσσα.

Έρημοι σταθμοί

Έρημοι σταθμοί σιδηροδρόμων
δίπλα οι σκουριασμένες οι γραμμές
μοιάζουν με τις νύχτες κάποιων πόνων
στων ερώτων τις διαδρομές.

Έρημοι σταθμοί σαν τα τραγούδια
που δεν τα τραγούδησε κανείς
σαν στενά παπούτσια και κοστούμια
μιας ζωής που εσύ καταφρονείς.

Κάτω απ το υπόστεγο βαγόνια
δίχως μνήμη, δίχως εποχές
Μοιάζουν με τα αμίλητα σεντόνια
που κορμιά σκεπάσαν και ψυχές.

Έρημοι σταθμοί μέσα στ αγκάθια
-συναντήσεις κι αποχωρισμοί-
σε θυμάμαι απ τα σπασμένα τζάμια
να φωτογραφίζεις τη σιωπή.

Ένας ζητιάνος στα χρυσά

Ένας ζητιάνος στα χρυσά και στην πορφύρα του
εκλιπαρεί για λίγο μπλε και νοσταλγία.
Μοιράζει αρώματα και φώτα από τη μοίρα του
και στους ναούς σε ανακήρυξε αγία.

Με την Ελλάδα στο κεφάλι σαν αιμάτωμα
και κρεμασμένοι τόσα χρόνια στον αέρα
παραμιλάμε αυτά που γράψανε στο πάτωμα
όσοι καρφώθηκαν στον τοίχο με μια σφαίρα.

Κάποτε θα 'ρθει άλλος καιρός. Θα 'ρθει ένας άγγελος.
Θα 'σαι ντυμένη μουσικές κι όλο θα φεύγεις.
Ένα μαστίγιο θα κρατάς, ίδιος αρχάγγελος,
αφού σ' αρέσει διαρκώς να μ' αρρωσταίνεις.

Με την Ελλάδα στο κεφάλι σαν αιμάτωμα
σε μια βιτρίνα μ' ένα στέμμα από διαμάντια.
Βιογραφία μας γραμμένη σ' ένα πάτωμα.
Στα χειρουργεία την αγγίζουν μ' άσπρα γάντια.

Ένας άπονος αέρας

Ένας άπονος αέρας
μ' έχει φέρει ως εδώ
και στο γύρισμα της μέρας
είπα να σε ξαναδώ

Μου 'πες κάποτε μια λέξη
όταν ζούσα μοναχός
κι ήτανε σαν να 'χε βρέξει
δύο μερόνυχτα ο θεός

Όλη νύχτα η βρύση στάζει
φλέβα που έχει πια κοπεί
σαν βροχή και σαν μαράζι
σε μια τσίγκινη σκεπή

Εγώ ένα γράμμα δεν περιμένω

Εγώ ένα γράμμα δεν περιμένω
από κανένα και πουθενά
σ' αυτό τον κόσμο το σκοτωμένο
θαρρείς πηγαίνω στα σκοτεινά

Για μένα γράμμα ποτέ δε θα ρθει
έστω κι αν γράφει "Χρόνια Πολλά"
κι είν' η καρδιά μου σαν πικροδάφνη
γονατισμένη απ' το βοριά

Εμάλωσα με τη ζωή

Εμάλωσα με τη ζωή
που ήταν για μένα αληθινή
κι ας ήταν μητριά μου.

Κι αυτό γιατί πολλές φορές
δυο λέξεις μού 'πες τρυφερές
κι έχασα τη σειρά μου.

Εμάλωσα με τη ζωή
που δεν καθότανε στιγμή
για να τη ζωγραφίσω.

Κι άλλαζε ρούχα και μορφές
κι έβαζε μάσκες και μπογιές
για να μην τη γνωρίσω.

Εμάλωσα με τη ζωή
που μ' έβλεπε σαν την ντροπή
κι άσκημα μου μιλούσε.

Εγώ που είχα ένα κορμί
και καφενές δεν τό 'χε δει
και κείνη το γελούσε.

Έκλαιγες

Έκλαιγες και σου λεγα μην κλαις
λέγοντας πως όλα συγχωρούνται
πώς να ξέρω κάποιες μας πληγές
ούτε κλείνουν ούτε που ξεχνιούνται
έκλαιγες και σου 'λεγα μην κλαις

Έκλαιγες και σου 'λεγα μην κλαις
και μου λες "δεν κλαίμε τα δικά μας
τις αιτίες κλαίμε τις πολλές
κι όχι πάντα τα προσωπικά μας"
έκλαιγες και σου 'λεγα μην κλαις

Έκλαιγες κρυφά να μη σε δω
κι έκλαιγες θαρρώ μόνο για μένα
κι απ' της γης την άκρη ως εδώ
κλαίγανε όλα παραπονεμένα
έκλαιγες κρυφά να μη σε δω

Έκλαιγες και σου 'λεγα μην κλαις
και μου λες "δεν κλαίμε τα δικά μας
τις αιτίες κλαίμε τις πολλές
κι όχι πάντα τα προσωπικά μας"
έκλαιγες και σου 'λεγα μην κλαις
Έκλαιγες και σου 'λεγα μην κλαις
και μου λες "δεν κλαίμε τα δικά μας
τις αιτίες κλαίμε τις πολλές
κι όχι πάντα τα προσωπικά μας"
έκλαιγες και σου 'λεγα μην κλαις,
μην κλαις..

ΦΤΩΧΟΣ ΑΓΙΟΣ

Όταν ήμεθα παιδία, μη έχοντες τι να κάμωμεν, διότι το χωρίον μας δεν είχεν άφθονα τα μέσα της ψυχαγωγίας, συνωδεύομεν πολλάκις τας μητέρας και τας θείας μας εις εκδρομάς ανά τους αγρούς και τους ελαιώνας, ή διημερεύομεν εις γραφικούς όρμους παρά τους αμμώδεις και ασπίλους αιγιαλούς, απλώς και μόνον διά να παρενοχλώμεν και χασομερούμεν με τας αταξίας μας τας φιλεργούς γυναίκας, τας ασχολουμένας εις το λεύκασμα των οθονών.
   Εάν γειτόνισσά τις είχε τάξιμο ν’ ανάψει τα κανδήλια του δείνος αγροτικού αγίου, χάριν του ξενιτεύοντος και θαλασσοπορούντος συζύγου της, εάν αγαθός ιερεύς μετέβαινε να λειτουργήσει εις εξωκκλήσιον, διεφεύγομεν την επίβλεψιν των γονέων μας και ετρέχομεν εθελονταί κατόπιν των ευλαβών προσκυνητριών, αίτινες εξεπλήττοντο αι ίδιαι ανακαλύπτουσαι ημάς συνοδοιπόρους, χωρίς άλλο εφόδιον ειμή ολίγον άρτον, ον είχομεν κλέψει από το ερμάριον της πατρώας οικίας.
   Η εξοχωτέρα των εκδρομών τούτων ήτο εις το Κάστρο, την παλαιάν πόλιν της νήσου, ερημωθείσαν το 1821.
   Το Κάστρο τούτο ήτο αληθής φωλεά γλάρου, βράχος εξέχων υπέρ τας εκατόν οργυιάς υπεράνω της επιφανείας της θαλάσσης και διά στενού λαιμού συνδεόμενος με την ξηράν, μεθ’ ης συγκοινωνεί διά κινητής ξυλίνης γεφύρας.
   Γράφω απλώς τας αναμνήσεις και εντυπώσεις της παιδικής ηλικίας μου, δεν λέγω δε υπερβολήν βεβαιών ότι το μέρος εκείνο ήτο μία των αγριωτέρων τοποθεσιών, όσαι απαντώνται εις τα ευκραή κλίματα και τας μειδιώσας ημών παραλίας.
   Η σημερινή κώμη, όπου συνωκίσθησαν μετ’ άλλων αποίκων οι συμπατριώται μου, κείται εις ευλίμενον μεσημβρινόν τοπίον. Το παλαιόν Κάστρο ήτο κατά την βορειοτάτην εσχατιάν, εις άβατον και απρόσιτον μέρος, και δύο επιπροσθούντα αυτού νησίδια, βράχοι επίσης χθαμαλώτεροι του πρώτου, ουδόλως ίσχυον να το σκεπάσουν από του ανέμου. Επί των νησιδίων εκείνων, ουδέ δράκα χώματος εχόντων, εφύετο παραδόξως είδος αγρίας κράμβης, υπόπικρον αλλ’ ευχυμότατον έδεσμα, και πολλοί πολλάκις εκινδύνευον την ζωήν των αγωνιζόμενοι να το συλλέξωσιν επί του απορρώγος βράχου· τρομερόν επάγγελμα, ως λέγει ο Άγγλος τραγικός.
   Τόσον κραταιός έπνεεν ο βορράς εις το μέρος εκείνο, ώστε τα δένδρα μαστιζόμενα εκάμπτοντο και καθίσταντο ραχιτικά υπό την πνοήν του, μόνον δέ τινες ερπυστικοί θάμνοι, προσφυόμενοι εις τας πτυχάς του εδάφους, εύρισκον οικτρόν άσυλον.
   Εκείνο, όπερ δυσκολευόμενος να νοήσει σήμερον ο επισκέπτης, ίσταται απορών, είναι πώς κατώρθωσαν άνθρωποι να ζώσιν επί του ανύδρου και αξένου εκείνου βράχου, αλλ’ η συνελαύνουσα και προσβιάζουσα αυτούς ήτο προδήλως η ανάγκη. Ο φόβος των Αλγερίνων, των Βενετών και των Τούρκων τους συνεπίεζε και τους εστοίβαζεν επί της φύσει απορθήτου εκείνης κόγχης.
   Εντός λοιπόν και πέριξ του παλαιού εκείνου φρουρίου εσώζοντο εισέτι, ότε ήμην παιδίον, περί τα τριάκοντα παρεκκλήσια, λείψανα ευσεβούς παρελθούσης εποχής· τα πλείστα τούτων ήσαν ερείπια, άλλα με τους τέσσαρας τοίχους ορθούς, και άλλα σεσυλημένα τα ιερά και τας εικόνας, ολίγα μόνον ελειτουργούντο ακόμη. Τούτων τινά υψούντο γραφικώς επί υπερηφάνων βράχων και επί σκοπέλων παρά τον αιγιαλόν, εν τη θαλάσση, χρυσιζόμενα το θέρος υπό απλέτου φωτός, βρεχόμενα τον χειμώνα υπό των κυμάτων, άτινα μαινόμενος βορράς ετάραττε και ανετίναζεν, οργώνων ανενδότως το πέλαγος εκείνο, σπείρων εις τους αιγιαλούς ναυάγια και συντρίμματα, αλέθων τους γρανίτας εις την άμμον, ζυμώνων την άμμον εις βράχους και σταλακτίτας, εκλικμίζων τον αφρόν εις ακτινωτούς ραντισμούς.
   Βαθύς και ατέρμων εξετείνετο ο ορίζων, ευρεία και αχανής ηπλούτο η θάλασσα. Αλλ’ οποία ανηλεής τρικυμία εθόλωνεν εκείνον και συνετάραττε ταύτην κατά τας ημέρας του χειμώνος. Εκείθεν ηδύνατό τις ν’ απολαύσει πράγματι το αίσθημα του υψηλού, οίον μόνος ο εν ασφαλεία θεατής από του ύψους απορρώγος ακτής δύναται να εκτιμήσει.
   Εις το μέρος λοιπόν τούτο έτρεχον εκάστοτε μετά των ομηλίκων μου, κατά τας εορτάς μάλιστα, όταν ετελούντο πανηγύρεις. Και έβλεπες διά μιας το ερημωμένον μέρος ζωοποιούμενον και λαμβάνον χαρωπήν όψιν, και αι από μακρών χρόνον σιγώσαι ηχοί ήρχιζαν ν’ αντιλαλώσι τας φαιδράς κραυγάς των παιδίων και την χελιδονώδη λαλιάν των νεαρών γυναικών.
   Οσάκις μικρός τις σύντροφός μας εξετέλει διά πρώτην φοράν την ευσεβή προσκύνησιν (διότι έκαστος ημών ανετρέφετο με την ιδέαν του κάστρου και εδειματούτο με τας εικόνας των εν αυτώ επιδημούντων απειραρίθμων φασμάτων), η πρώτη φιλάδελφος φροντίς μας ήτο, παραφυλάττοντες την ώραν καθ’ ην θα εισείρπε χάσκων και τεθηπώς εις τον υποσκότεινον πυλώνα, να κτυπήσωμεν, διά το καλορρίζικον, την κεφαλήν του επί της σιδηράς πύλης, επιφωνούντες: Σιδεροκέφαλος!
   Οι πλείστοι όμως εξ ημών άφατον εύρισκον τέρψιν εις το να κρούωσι μανιωδώς τους ραγισμένους παλαιούς κώδωνας των δύο ή τριών ναΐσκων, των σωζομένων ακόμη εντός του φρουρίου, αμιλλώμενοι τις να διαρρήξει αυτούς μίαν ώραν αρχύτερα, μεθ’ όλας τας διαμαρτυρίας του αγαθού ιερέως και το επισειόμενον μαστίγιον του κλητήρος της δημαρχίας ή του χωροφύλακος.
   Προσέτι δε είχον την συνήθειαν, μικροί βάνδαλοι τινές εξ ημών (πώς να το γράψω;) να καταρρίπτωσι διά πυγμών και λακτισμάτων τους ολίγους τοίχους των οικιών, όσοι ίσταντο ακόμη όρθιοι, ανεκλάλητον ηδονήν ευρίσκοντες εις το να ρίπτωσι τους λίθους τούτους εις το πέλαγος, το απλούμενον βαθύ και βοΐζον μανιωδώς κάτωθεν του μεγαλοπρεπούς βράχου, οπόθεν μακραί παρήρχοντο στιγμαί, έως ου ακουσθεί και φθάσει εις τα ώτα ημών υπόκωφος ο πλαταγισμός της πτώσεως των συντριμμάτων τούτων.


   Τρεις ή τέσσαρες οδοί έφερον από της νεωτέρας πολίχνης εις το Κάστρον. Τούτων η κυριωτέρα ωνομάζετο: ο Μεγάλος δρόμος.
   Ο δρόμος ούτος, αφού διήρχετο διά πολλών τοποθεσιών, ων εκάστη είχε την ιστορίαν της και τας περί φαντασμάτων και νεραΐδων παραδόσεις της, έφθανεν εις μέρος τι αρκούντως υψηλόν, αποτελούν ζυγόν μεταξύ δύο κορυφών της νήσου. Η θέσις αύτη ωνομάζετο Σταυρός.
   Ίσταντο τω όντι εκεί, πράγμα συνηθέστατον άλλως, ουχί σταυρός, αλλά τρεις ξύλινοι σταυροί παμπάλαιοι, ων ο χρόνος και αι καταιγίδες είχον εξαλείψει το ερυθρόν επίχρισμα. Ο εις τούτων ίστατο εξ ανατολών, ο δεύτερος έβλεπε προς αργέστην και ο τρίτος προς λίβα.
   Εκατόν βήματα απωτέρω, όπου η οδός εκατηφόριζε και ετρέπετο προς το Κάστρον, ημισείας ώρας δρόμον απέχον ακόμη, το έδαφος ήτο όλον κοκκινόχωμα εν μέσω ερεικών και σχοίνων, αι δε μάμμαι και προμάμμαι μας διηγούντο ότι το χώμα εκείνο, έχον ασυνήθη κοκκινωπόν χροιάν, εξέπεμπε προσέτι ευωδίαν ανεξήγητον.
   Ίσως είπει τις ότι ήμεθα και ημείς «ακροαταί των έργων, θεαταί δε των λόγων» (άλλος ας διορθώσει οσφρανταί των λόγων, αν θέλει), αλλά το βέβαιον είναι ότι εφαίνετο και εις ημάς ότι το χώμα εκείνο πράγματι ευωδίαζεν.
   Άνθρωπος είχεν αγιάσει εκεί, έλεγον. Πώς; Πότε; Με την επιπόλαιον παιδικήν περιέργειαν δεν εξήτασα αρκετά και δεν ηδυνήθην να το μάθω. Φαίνεται όμως ότι η παράδοσις έμεινεν αμυδρά και τα καθ’ έκαστα απωλέσθησαν. Και ου μόνον τούτο, αλλά και το όνομα του μάρτυρος εκείνου παρεδόθη εις λήθην. Κατά το κοινόν λόγιον «φτωχός Άγιος δοξολογία δεν έχει».
   Παρήλθον πολλά έτη έκτοτε. Τω 1872, εικοσαετής ων, έτυχε να μεταβώ και να διατρίψω επί τινας μήνας εν Μακεδονία.
   Εγνώρισα εκεί έντιμον συμπατριώτην από πολλών ετών αποδημούντα. Μετ’ αφελείας και άνευ στόμφου ο ανήρ ούτος μ’ εδίδαξε πολλά, μοι εδιηγήθη δε και πολλάς αρχαίας παραδόσεις του τόπου της γεννήσεώς μας.
   Ενθυμήθην τότε να τον ερωτήσω, αν εγνώριζέ τι περί της παραδόξου εκείνης ευωδίας, ή αν ήκουσε περί του ανδρός, όστις είχεν αγιάσει πλησίον των Τριών Σταυρών· μοι εδιηγήθη δε τα εξής.

Β΄

   Εγερθείς περί όρθρον βαθύν ο πτωχός Τσόμπανος, ο βόσκων ολίγας αίγας και μανδρίζων εις το κατάμερον των Τριών Σταυρών, ήμελξε τας αίγας του, και αφυπνίσας τον παραγυιόν του, τον έστειλε να φέρει την καρδάραν πλήρη εις το χωρίον, προς τον κολλήγαν του, τον προεστόν, και να γυρίσει γρήγορα οπίσω. Εάν ιδεί και αργούν ν’ ανοίξουν την γέφυραν, του είπε να κράξει τον φύλακα, τον πυλωρόν, και ν’ ανεβάσει το γάλα με το παλάγκο εις το Κάστρον επάνω. Αλλά να μη φύγει πριν λάβει είδησιν από τον κυρ Αναγνώστην, τον προεστόν, τον κολλήγα του, μη τυχόν ήθελε να του παραγγείλει τίποτε. Ο παις επέταξε την κάπαν του, ενίφθη με την στάμναν, εσφογγίσθη με τα μανίκια του υποκαμίσου του, ήρπασε την καρδάραν κι έφυγε τρέχων.
   Είτα, αφού ενέβαλε το πολύ γάλα εις μέγαν λέβητα και έρριψεν άφθονον άλας εντός, εξ εκείνου το οποίον μόνος του εμάζευεν από ακρογιαλιά εις ακρογιαλιά, τρέχων επάνω εις τους βράχους, όπου έβγαζε κογχύλια και πεταλίδας, ο αιπόλος ήναψε πυρ και ησχολείτο να το βράσει, καθότι επρόβλεπεν ότι θα ευρίσκετο εις την ανάγκην να γευματίσει ο ίδιος με γάλα, πράγμα δυσάρεστον, εάν, ως ήτο λίαν πιθανόν, ο κολλήγας του ωλιγώρει να του στείλει «κανένα αρμυρό ψάρι». Διότι αυτός ο αιπόλος δεν ήτο από εκείνους οπού γίνονται φόρτωμα εις τους άλλους, και αν ο κολλήγας δεν είχε την καλήν διάθεσιν, αυτός δεν θα έρριχνε την υπόληψίν του, διά να τον κάμει στανικώς να τον φιλέψει ή αρμυρό ή άλλο τίποτε, ας πούμε. Άλλοι όμως ευρίσκουν, τρόπον τινά, το μέσον να τα έχουν καλά με τον κολλήγα, κι ενώ τα αρνάκια τα μισακά, κατά κανόνα, ο αετός τα τρώγει, αν και τα ιδικά τους τίποτε δεν παθαίνουν, αυτοί και πάλιν, να ’χουμε καλή ψυχή, τα καταφέρνουν μια χαρά! Και να ήτο τουλάχιστον αρκετόν το γάλα, διά να πήξει τυρόν ή μυζήθραν, υπομονή. Αλλ’ οργή Θεού είχε πέσει το έτος εκείνο εις τα βοσκήματα. Τα πράματα τα μισά του είχαν ψοφήσει· ολίγες μόνον γαλάρες του έμειναν· όλο και στέρφες. Δεν έκαμεν ο Θεός καλόν καιρό να βγάλει χορταράκι, να βοσκήσουν τα πράματα. Τι-σε κάμουν τα καημένα τα πράματα.
   Είτα ο πτωχός Τσόμπανος ήρχισε να σοβεί το αιπόλιον, εξάγων τα ζώα προς νομήν εις την παρακειμένην κοιλάδα.
-         Τσου! τσου! Στέρφα! ε! Ψαρή! όι! όι!
   Μόλις προέβη ολίγα βήματα, και ιδού δύο άγνωστοι άνθρωποι παρουσιάζονται ενώπιόν του και του κόπτουσι τον δρόμον. Εφόρουν ασυνήθη αναβολήν, και το ήθος των εφαίνετο όχι άγριον αλλ’ οπωσούν αλλόκοτον. Ο βοσκός δεν εφοβήθη, εξεπλάγη μόνον.
   Ο μικρός σκύλαξ, προπηδήσας εις υπάντησίν των, τους υπεδέχθη με οργίλους υλακάς.
   Και οι δύο εχαιρέτισαν τον αιπόλον, φέροντες την χείρα εις το στήθος, είτα εις το μέτωπον. Ο εις των δύο ξένων, ο πρεσβύτερος, αποταθείς προς τον αγρότην, είπε με λαρυγγώδη σκληράν φωνήν εις ελληνοβάρβαρον ακατανόητον γλώσσαν:
-         Εσύ μπελλέκ ανάραφ εμείς ντρόμο σουφτ;[1]
   Ο αιπόλος δεν ενόησε γρυ.
   Ο ξένος επανέλαβε, συνοδεύων τας λέξεις δι’εκφραστικών χειρονομιών:
-         Μπελλέκ, πού πάει ντρόμο… πολλοί, πολλοί, ελέφ ελεφίν.[2]
   Ο βοσκός τότε ήρχισε να εννοεί ότι τον ηρώτων τον δρόμον τον άγοντα εις το Κάστρον.
   Χωρίς να υποπτεύσει τίποτε, τους έδειξε τον κυριώτερον δρόμον, τον φέροντα εις το φρούριον, όστις άλλως ήτο και ο μόνος ορατός, και διά νευμάτων τους έδωκε να εννοήσωσιν ότι, αν επροχώρουν ακόμη εκατοστύας τινάς βημάτων, θα έβλεπον μακρόθεν το Κάστρον προκύπτον εκεί εις τον αιγιαλόν μεταξύ γης και θαλάσσης.
   Οι ξένοι έκαμαν νεύμα αποχαιρετισμού και απεμακρύνθησαν. Αλλά μετά τινας στιγμάς βλέπει και άλλους τέσσαρας, με όμοια ενδύματα, εξερχομένους από της γείτονος λόχμης και βαδίζοντας μετά προφυλάξεως προς συνάντησιν των πρώτων.
   Ούτοι μόλις επί μίαν στιγμήν έγιναν ορατοί, άμα εξελθόντες είς τινα αλωήν, και έστρεφον οπίσω τας κεφαλάς ως να ανησύχουν μη τυχόν παρετηρήθησαν, και πάλιν εχώθησαν πάραυτα εις το δάσος.
   Ο αιπόλος αυθορμήτως, και χωρίς να ηξεύρει το διατί, έσπευσε προλαβών κι εκρύβη όπισθεν των θάμνων. Είχεν αισθανθεί αμυδρώς ότι συνέφερε να μη εννοήσωσιν οι τέσσαρες εκείνοι ότι τους είδε.
   Τέλος και οι έξι έγιναν άφαντοι.
   Ο βοσκός εστάθη επί του όχθου της γης, εφ’ου ευρίσκετο, υψηλός, ευθυτενής, με αγριόξανθον την ταχείαν στοιβωτήν κόμην, εστάθη ακουμβών επί της ράβδου του της μακράς και ήρχισε να σκέπτηται, και υποψίαι και φόβοι τον εκυρίευσαν. Κατ’ εκείνην την στιγμήν η πρώτη ακτίς του ανατέλλοντος ηλίου εφώτισε το προώρως ερρυτιδωμένον μέτωπόν του και τους χαρακτήρας του ισχνού προσώπου του, προσώπου μόλις τεσσαρακονταετούς, και η μορφή του εφάνη μυστηριωδώς θελγήτρου μετέχουσα, και δεν εφαίνετο άμοιρος ψυχικού ή και αισθητού κάλλους ο τραχύς και άξεστος Τσοπάνος, ο υψηλός και σκληραγωγημένος και ηλιοκαής, ο βόσκων τας ολίγας αίγας του εις το κατάμερον των Τριών Σταυρών.
   Ολίγαι παρήλθον στιγμαί και ακούει όπισθέν του, όχι και πολύ μακράν, θρουν φύλλων και κλάδων κινουμένων. Ο βοσκός ανεσκίρτησεν.
   Ο θόρυβος ούτος ήτο ως εκ βηματισμού ανθρώπων μετά πολλής πατούντων προφυλάξεως, αλλά μη κατορθούντων, εν μέσω του χλοερού δάσους, να βωβάνωσιν εντελώς το βήμα.
-         Κι άλλοι, κι άλλοι έρχονται, εψιθύρισε· τ’ είναι τάχα, Θεέ μου!
   Τότε φως επέλαμψε διά μιας εις τους οφλαλμούς της ψυχής του και οιονεί μυστηριώδης επίπνοια επεφοίτησεν εις τον νουν του.
-         Θα είναι κλέφτες! είπε.
   Και χωρίς να χάσει καιρόν πηδά ελαφρώς όπισθεν των θάμνων και αρχίζει να τρέχει επί της οδού της αγούσης εις το φρούριον.
-         Εις όνομα Κυρίου! εψιθύρισε μόνον.

Γ΄

   Περί τας αρχάς της προλαβούσης εκατονταετηρίδος πειρατικόν πλοίον πλήρες αγρίων και αιμοχαρών Βαρβαρέζων προσωρμίσθη διά νυκτός εις τον όρμον Ασέληνον, κατά το νοτιοδυτικόν της νήσου.
   Πάνοπλος συμμορία εκ δεκαπέντε ή είκοσιν ανδρών, αποβιβασθείσα περί το λυκαγεύς, ήρχισε ν’ανέρχηται τας κλιτύας του Αναγύρου, γραφικωτάτου βουνού εις πολλάς ράχεις τεμνομένου, προφυλαττομένη και βαίνουσα από στενωπού εις στενωπόν.
   Ως διά να ψεύσει το όνομα του λιμενίσκου, ωχρά μήνη φθίνουσα είχεν ανατείλει αρτίως, φέγγουσα τον νυκτερινόν δρόμον των πειρατών.
   Η αγκάλη εκείνη, μυστηριώδης και σκοτεινή, εθεωρείτο απαίσιος διά τους τιμίους θαλασσοπόρους· εχρησίμευε μόνον διά να εκβράζει η θάλασσα τα πτώματα των πνιγομένων, όσους ο αντικρύ κείμενος Λευτέρης –η περίφημος αύτη ύφαλος, ην ο Ηρόδοτος ονομάζει Μύρμηκα και ιστορεί, ότι ο Ξέρξης διέταξε να κτισθεί υψηλόν σήμα επ’ αυτής –, όσους, λέγομεν, ο Λευτέρης ηλευθέρωνε κατά καιρούς, απαλλάττων τα μεν πλοία του βάρους του φορτίου, τους δε ναυβάτας του προσκαίρου άχθους της ζωής.
   Ο Σολμάν βεν-Μεϊμέτ, ο πρεσβύτερος της συντροφίας, εβεβαίου ότι είχεν επισκεφθεί άλλοτε το φρούριον και ήξευρε πού κατώκουν οι άπιστοι. Άλλως, είχον παρέλθει, έλεγε, χρόνοι πολλοί, και δεν ενθυμείτο καλώς τον δρόμον.
   Καθ’ ον χρόνον ο Σολμάν είχεν ανδραγαθήσει κατά των απίστων, ο μακρός στριμμένος και αγκιστροειδής μύσταξ του ήτο παμμέλας ως κόρακος πτερόν· και τώρα η χιών του γήρατος είχε λευκάνει δαψιλώς την πλουσίαν χαίτην του.
   Εν τούτοις ο γερο-Σολμάν είχε σημάδι, φαίνεται, την κορυφήν του βουνού της Καραφιλτζανάκας, και υπ’ αυτής οδηγούμενος εβάδιζε προς βορράν. Εκεί ήτο η φωλεά των νησσών, τας οποίας ήθελον να μαδήσωσι.
   Το σχέδιον των Αφρικανών δεν ήτο πολύ πεπλεγμένον. Όσον μικρά και αν ήτο η τριήρης των δεν είχε τόσους μόνον επιβάτας. Τα δύο τρίτα του πληρώματος είχον μείνει επί της νηός.
   Προσωρμίσθησαν νύκτα εις τον Ασέληνον διά να μη προδοθώσιν. Αν έπλεον υπ’ αυτό το φρούριον, ήτο ως να έδιδον είδησιν εις τους απίστους να κλείσωσι τας σιδηράς πύλας και να σηκώσωσι την γέφυραν. Οι δεκαπέντε ή δεκαοκτώ ούτοι άνδρες προεπορεύοντο πρόσκοποι, όπως εξαφνίσωσι τους απίστους, και μη προλάβωσιν εκείνοι να φυλαχθώσιν. Εν τω μεταξύ, το πλοίον μετά του λοιπού πληρώματος, άμα τη ανατολή του ηλίου, υπήνεμον εκ μεσημβρίας, θα έπλεεν εις τον Άγιον Σώστην, καταντικρύ του φρουρίου, και όλη η μικρά στρατιά θα εκυρίευεν εξαπίνης την πόλιν.
   Οι θησαυροί των Βενετών, των Τούρκων, τα λάφυρα των Ελλήνων κλεφτών, όσοι είχον πατήσει κατά καιρούς τον πόδα εις την μικράν νήσον, την γενομένην πολλάκις ορμητήριον πολέμων και εκστρατειών και ούσαν αληθή δρόμον μεταξύ Κασσάνδρας, Ολύμπου και Άσπρης Θάλασσας, εφημίζοντο πόρρωθεν ως κεκρυμμένοι εις άγνωστα άντρα και υπόγεια του Κάστρου και όλης της νήσου. Αι γυναίκες του τόπου δεν ήσαν μεν ως αι χανούμισσαι μαλθακαί, αλλ’ εργατικαί, μελαγχροιναί και νόστιμαι εκρίνοντο άξιαι να στολίζωσι τα χαρέμια των αληθών πιστών ως σκλάβαι.
   Όταν οι πρόσκοποι έφθασαν εις την κορυφήν του Αγίου Κωνσταντίνου, η αυγή είχε πορφυρώσει την ανατολήν με την ροδίνην αλουργίδα της, και αι δύο θάλασσαι εφαίνοντο ένθεν και ένθεν εξαπλούμεναι, η μία ως οθόνη με κυανούν στήμονα και με άλικην κρόκην, δεχομένη τας ανταυγείας της παμφαούς ανατολής, η άλλη ως υπόσκιος μελανή άρουρα, φέρουσα την σκωρίαν του σκότους ακόμη εγκατεσπαρμένην.
   Τότε οι βάρβαροι εστάθησαν εις μίαν στενωπόν, αόρατοι, υπό τα πεύκα, εξ ων ήτο κατάφυτον το βουνόν, και ο αρχηγός τους διέταξε να μοιρασθώσιν εις τρεις ομάδας και να βαδίσωσιν εκάστη χωριστά, εις πεντακοσίων βημάτων απόστασιν η μία από της άλλης, διά να μη φανώσιν ύποπτοι εις πάντα αγροδίαιτον, όστις τυχόν ορθρίζων από της αυγής εις το βουνόν θα τους παρετήρει μακρόθεν. Είχον κρύψει επιμελώς τα όπλα υπό τα πλατέα βουρνούζια των, είχον αφαιρέσει τα σαρίκια από τα φέσια των τα μακρά, ορθά και υποστρόγγυλα, και ωμοίαζον με Ανατολίτας ζωεμπόρους ή με περιπλανωμένους πραγματευτάς.
   Η οδός διά το Κάστρον, εάν εκατηφόριζαν κατ’ ευθείαν από της κορυφής του Αγίου Κωνσταντίνου εις την κοιλάδα την καλουμένην «τ’Αρβανίτη», ήτο πολύ συντομωτέρα, αλλ’ ο γερο-Σολμάν, επειδή είχε βάλει σημάδι την υψηλοτέραν κορυφήν, την Καραφιλτζανάκαν λεγομένην, τους ωδήγησεν ανατολικώτερον προς τα δεξιά, και κατήλθον εις την ωραίαν γραφικήν τοποθεσίαν του Προφήτου Ηλιού, όπου έπιον ύδωρ δροσερόν εκ της κρήνης της διαυγούς, υπό την αμφιλαφή σκιάν γιγαντιαίων πλατάνων. Ήτο ήδη περί τα τέλη Απριλίου, και με όλην την επικρατούσαν δρόσον, ήτο άκρα νηνεμία, και η ημέρα προηγγέλλετο λίαν θερμή, ει και ο ήλιος δεν είχεν ανατείλει ακόμη.
   Εκείθεν στραφέντες προς τα βορειανατολικά, διέτρεξαν μέγα επικλινές οροπέδιον, οπόθεν η θέα εκτείνεται ανά το Αιγαίον αχανής μεταξύ του υψηλού Άθω, της Ευβοίας και των νήσων, και όταν έφθασαν εις την ρίζαν του βουνού της Καραφιλτζανάκας, ήρχισαν ν’ ανέρχωνται προς τα αριστερά βορειδυτικώτερον.
   Εισήλθον εις το σύνδενδρον σκιερόν ρεύμα, εις θέσιν καλουμένην «Κρύο Πηγάδι», γείτονα των «Τριών Σταυρών», όπου το παμπάλαιον φρέαρ είναι στοιχειωμένον, και παρά το χείλος αυτού ουχί σπανίως εξέρχονται φαντάσματα, συν τοις άλλοις εις αράπης με την τσιμπούκα, ουχί Άραψ μελαψός, όπως αυτοί, αλλ’ Αιθίοψ παμμέλας, ως εξ εβένου. Ο γερο-Σολμάν, όστις εγνώριζε το πράγμα, τους επρότεινε κι έκαμαν όλοι, ανατέλλοντος ήδη του ηλίου, ευσεβή προσευχήν, κροτήσαντες τρις τα μέτωπα εις το λιθόστρωτον, επικαλούμενοι ίλεων την σκιάν του αρχαίου ομοθρήσκου των, όστις τις οίδε διά ποίαν αμαρτίαν, είχε μείνει έξω του παραδείσου και το φάσμα του εξηκολούθει μετά τόσα έτη να περιπλανάται εις την μελαγχολικήν εκείνην τοποθεσίαν.

Δ΄

   Τας αίγας του ο πτωχός αιπόλος τας άφησεν όπως ευρέθησαν εις το έλεος του Θεού, ουδέ είχεν καιρόν να τας οδηγήσει οπίσω εις την μάνδραν και να τας ασφαλίσει. Βοσκόν άλλον ν’ αφήσει αναπληρωτήν δεν είχε την στιγμήν εκείνην. Ο ψυχογυιός του δεν είχεν επιστρέψει ακόμη από το φρούριον. Το παλιόπαιδο θα ηύρε τας πύλας ανοικτάς και θα το έστρωσε με φίλους εις κανέν καπηλείον. Τις οίδεν αν δεν επώλησε το ήμισυ της καρδάρας, της προωρισμένης διά τον κολλήγαν, αντί ημισείας δωδεκάδος ιχθυδίων παστών;
   Ο βοσκός ολίγα μόνον βήματα έτρεξεν επί της μεγάλης οδού και είτα εστράφη προς αριστερά και εχώθη εν μέσω συστάδος θάμνων. Δεν ήτο μωρός αυτός να υπάγει εις το Κάστρον διά της μεγάλης οδού, την οποίαν είχε δείξει αρτίως εις τους κλέπτας. Εγνώριζε παμπόλλας πλαγίας οδούς και μονοπάτια γνωστά μόνον εις τους ανθρώπους του επαγγέλματός του.
   Εκεί μεταξύ των θάμων, ήρχιζεν ένα μονοπάτι γνωστότατον αυτώ· χιλιάκις το είχε διατρέξει. Δια του μονοπατίου τούτου θα προελάμβανε τους πειρατάς κατά χίλια τουλάχιστον βήματα. Είχε καιρόν να υπάγει, να έλθει, κι εκείνοι να μην έχουν φθάσει ακόμη!
   Ήτο μονοπάτι και ήτο κρημνός. Ωμοίαζε με τον κρημνόν και με το μονοπάτι του δημώδους άσματος. Αλλ’ εγνώριζεν αυτός από κρημνούς, καθώς και από μονοπάτια. Από τέτοια «δεν ίδρωνε το μάτι του». Επάτει τόσον ελαφρά εις την γην, ώστε δεν άφηνε σχεδόν ίχνος. Εις το επίπεδον οι πόδες του έκοπτον ως τροχοί, εις το κρημνώδες προσεκολλώντο ως αρπάγαι. Οι καλώς εσφιγμένοι περί τα σφυρά και φολιδοειδώς ανερχόμενοι εις την κνήμην ιμάντες των πεδίλων του ήσαν ως πτερά εις τους πόδας.
   Έτρεχεν, έτρεχεν, αναρριχώμενος εις βράχους, υπερπηδών χάνδακας, κατερχόμενος την κρημνώδη ακτήν, ταλαντευόμενος επί του πρανούς, όπου άγρια ανθύλλια και θάμνοι άζωοι και άφυλλοι ασφοδελοί εφύοντο μόνον, αιωρούμενος υπεράνω του πελάγους, προσπαίζοντος μαλθακώς προς τους βράχους της απορρώγος ακτής, έτρεχε και συχρόνως εμελέτα νοερώς το σχέδιόν του. Οι εν τω φρουρίω είχον την συνήθειαν, υπό της ανάγκης υπαγορευθείσαν, ν’ αναβιβάζωσι την γέφυραν καθ’ εκάστην μικρόν προ της δύσεως του ηλίου, να την καταβιβάζωσι δε το πρωί άμα τη ανατολή. Εάν εύρισκε την γέφυραν υψωμένην ακόμη, αν και προ πολλού είχεν εξημερώσει ήδη, θα εφώνει εις τον φύλακα της πύλης του φρουρίου να μη την καταβιβάσει, δι’ όνομα Θεού· εάν την εύρισκε καταβιβασμένην, ως ήτο πιθανόν, θα τον εξώρκιζε να την σηκώσει, να την υψώσει, να την μεταρσιώσει, κόπτων πάσαν συγκοινωνίαν με την ξηράν, αν αγαπά τον Θεόν, άλλως το Κάστρον χάνεται.
   Και τοιαύτας σκέψεις ανεκύκλου εν τω νω, και τοιούτους φόβους έτρεφε κατερχόμενος την αγρίαν εκείνην βορειοδυτικήν ακτήν, όπου αίγες μόνον δύνανται να πατώσι.
   Φθάσας αντικρύ του παρεκκλησίου του Αγίου Σώζοντος, του εγειρομένου ιδιορρύθμως επί τινος σκοπέλου ολίγας οργυιάς από του αιγιαλού, έκαμε τρις το σημείον του Σταυρού κι επεκαλέσθη τον Άγιον τώρα να το δείξει, να μη ψεύσει το όνομά του.
   Είτα διά το ασφαλέστερον κατήλθεν ακόμη χθαμαλώτερον προς τον αιγιαλόν και πάλιν ήρχισεν ελαφρά και γοργά πατών ν’ανέρχηται προς την γέφυραν του Κάστρου. Ευρίσκετο ενώπιον του φρουρίου.
   Φοβερόν βραχώδες βάραθρον, όπου ίλιγγος και σκοτοδίνη κυριεύει τον άνθρωπον, άβυσσος ξηρά, αιωρουμένη υπεράνω της υγράς αβύσσου, χάσκει υπό την γέφυραν.
   Η γέφυρα ήτο υψωμένη ακόμη, αν και ο ήλιος είχεν ανατείλει προ μικρού.
   Ο βοσκός δεν ηδυνήθη την ώραν εκείνην να μη ενθυμηθεί τον παραγυιόν του και ηπόρει τι να έγινε. Μην έπαθε τυχόν τίποτε, μην έπεσε (Θεός φυλάξει) εις τας χείρας των κορσάρων, μήπως τον συνέλαβον ούτοι περιπλανώμενον και τον επήραν σκλάβον; Διότι ο βοσκός ενόει αμυδρώς ότι, αν αυτού εφείσθησαν οι βάρβαροι, το έκαμαν εκ περισσής προφυλάξεως, διά να μη προδοθώσι πριν φθάσωσιν εις το Κάστρον. Αλλ’ όχι, ο παραγυιός του δεν είχε πάθει (σίδερο στη μέση του!) τίποτε. Εκ της απορίας έμελλε να εξαχθεί ο βοσκός πριν μάλιστα ερωτήσει.
   Ασμαίνων ο πτωχός Τσομπάνος εστάθη αριστερόθεν, κρυπτόμενος παρά την βάσιν του υψηλού πετρίνου θριγκού, και ήρχισε μεγαλοφώνως να καλεί τον πυλωρόν του φρουρίου:
-         Ε! απ’ το Κάστρο! ε! πορτάρη!
   Ουδεμία φωνή απήντησεν.
   Ο βοσκός έκραξε με όσην δύναμιν είχε, διά της κεφαλικωτέρας και βραχνοτέρας φωνής του:
-         Ε! πορτάρη! ε! απ’ την Ταράτσα! ε! απ’ το Κιόσι!
   Ταράτσα ήτο υψηλός ακρόδομος υπεράνω της σιδηράς πύλης κτισμένος, με τας πολεμίστρας και με την απαραίτητον ζεματίστραν του, την ύπερθεν της πύλης μακράν οπήν, δι’ ης ως τελευταίον όπλον και καταφύγιον , ηπείλουν να ζεματίσωσι πάντα επιδρομέα κατορθώσαντα να ζυγώσει εις την σιδηράν πύλην κι επιχειρούντα να την βιάσει. Κιόσι (κιόσκι) ήτο το μικρόν περίπτερον, όπου συνερχόμενοι εβουλεύοντο ή απλώς ηργολόγουν οι προεστοί με την μακράν τσιμπούκαν, με τας ποικιλτάς μανίκας και τας κεντητάς ζώνας των.
   Και πάλιν εκ τρίτου επανέλαβεν:
-         Ε! πορτάρη! ε! σεις οι προεστοί!
   Την φοράν ταύτην ηκούσθη βραχνός ο βαρύς και οξύς τριγμός των σιδηρών μοχλών. Αλλ’ ουχ ήττον παραδόξως η πύλη έμεινε κλειστή, ως να μετενόησεν εκείνος, όστις έμελλε να την ανοίξει.
   Συγχρόνως διά τινος πολεμίστρας από του ύψους του ακροδόμου ηκούσθη φωνή:
-         Ε! συ, πώς βιάζεσαι τόσο, Τσόμπανε; Έχε υπομονή να κατεβάσουμε το γεφύρι. Ή θέλεις να σ’ ανεβάσω και σε με το παλάγκο, καθώς ανέβασα τον παραγυιό σου την αυγή;
-         Τον ανέβασες με το παλάγκο; είπεν αυτομάτως ο βοσκός.
-         Έφερε το γάλα του κυρ Αναγνώστη του προεστού, και ο κυρ Αναγνώστης το θέλει φρέσκο, κατάλαβες. Εγώ κατέβασα το παλάγκο, για να περάσει την καρδάρα στον γάντζο, κι η αφεντιά του εδέθηκε ο ίδιος, χωρίς να μου πει. Σα βαρύ το γάλα, είπα, σαν άρχισα να τραβώ το παλάγκο. Σαν τον ανέβασα ως το μισό ύψος, βλέπω τη μούρη του ψυχογυιού σου, και μ’ εκοίταζε και γελούσε σαν μαϊμού. Είπα να του παίξω καμμιά δουλειά, ν’ αφήσω μια το σκοινί, που να του φανεί ο ουρανός σφοντύλι… να σου τον φτιάσω εγώ κοπανιστή… Μα ας έχει χάρη, λυπήθηκα το γάλα του κυρ Αναγνώστη, ειδεμή, ένα τσομπανόπουλο ολιγώτερο, ένα περισσότερο, θελά χάσει, κατάλαβες, η Πόλη…
-         Δε με μέλει εμένα γι’ αυτά, του εφώνησεν απ’ αντικρύ ο βοσκός αρχίσας να δυσφορεί επί τη πολυλογία του φύλακος, όστις αόρατος όπισθεν του τοίχου, διά της πολεμίστρας βλέπων τον βοσκόν, ευχαριστείτο να τον πειράζει, καπνίζων το βραχύ τσιμπούκι του, έχων αξιώσεις δημογεροντικάς και τρέφων περιφρόνησιν προς το γένος των ποιμένων.
-         Και για τι πράματα εσένα σε μέλει; απήντησεν ο πυλωρός μιμούμενος την επίρρινον φωνήν του αιπόλου.
-         Άκουσε να σου πω! πού είσαι! έκραξεν ανυπόμονος ούτος, τρέχα να πεις στους προεστούς, το καλό π’ σας θέλω, να μην κατεβάσετε σήμερα το γεφύρι! Το καλό π’ σας θέλω! Ακούς;
-         Να μην κατεβάσουμε το γεφύρι; επανέλαβε μηχανικώς ο πυλωρός όπισθεν της πολεμίστρας.
-         Να μην το κατεβάσετε! εφώνησεν εμφαντικώτερον ο βοσκός.
-         Και γιατί; Εσύ θα μας προστάξεις; Να μην ωνειρεύτηκες τίποτε;
   Και ήτο έτοιμος, όπως πρότερον ανέβαλε ν’ ανοίξει τας πύλας του φρουρίου, απλώς διά να βασανίσει τον βοσκόν, διότι τον ενόμισε θέλοντα να εισέλθει εις το φρούριον δι’ ιδιαιτέραν του υπόθεσιν, ούτω τώρα ν’ ανοίξει την πύλην και να σηκώσει διά του αρχετύπου μοχλού την γέφυραν μίαν ώραν αρχύτερα, εις το πείσμα του αιπόλου, κελεύοντος να μείνει υψωμένη η γέφυρα.
   Ο μπαρμπα-Δήμος (ούτως εκαλείτο ο πυλωρός του φρουρίου) ήτο η παραξενιά και η αντιλογία εμπρόσωπος.
-         Ήρθαν κλέφτες! επανέλαβεν η φωνή του βοσκού. Ήρθαν κορσάροι! Τους είδα με τα μάτια μου!
-         Κλέφτες; Κορσάροι; επανείπε και ο μπαρμπα-Δήμος.
-         Σύρε να πεις στους προεστούς, πες και του κυρ Αναγνώστη του κολλήγα μου χαιρετίσματα πολλά από μένα, ήρθαν κορσάροι! Τους είδα απάν’ στο Σταυρό! Έτσι να έχω καλό τέλος! Είδα παραπάν’ από δέκα-δωδεκα. Θα είναι κι άλλοι κρυμμένοι. Δεν ξέρω πού έχουν αραμένο το καΐκι τους… Ως τόσο τους είδα. Ήρθαν να ερωτήσουν το δρόμο του Κάστρου από μένα…
   Ο μπαρμπα-Δήμος ήρχισε να λαμβάνει υπό σπουδαιοτέραν όψιν το πράγμα. Εν τούτοις όπως μη αφήσει εξ ολοκλήρου την αντιλογίαν του:
-         Μην είδες όνειρο, άνθρωπε; εφώναξε. Πού θελά βρεθούν οι κορσάροι;
-         Τους είδα, σου λέω, με τα μάτια μου. Όπου κι αν είναι έφτασαν! Μην κατεβάζεις το γεφύρι, πριν σου δώσουν την άδεια οι προεστοί. Ας βάλουν βάρδια και στο Πρεγάδι κι αλλού, για να μη σας πατήσουν νύχτα!
   Και ταύτα λέγων, ο βοσκός ήρχισε ν’ απομακρύνεται από την γέφυραν.
-         Είσαι στα συγκαλά σου; του εφώναξε διά τελευταίαν φοράν ο μπαρμπα-Δήμος.
-         Εγώ είμαι στα λογικά μου, ησύχασε· τώρα θα ιδείς.
-         Και συ πού θα πας; τον ηρώτησεν ο πυλωρός.
-         Εγώ έχω τα γίδια μου και ξέρω κι όλες τις σπηλιές να κρυφτώ, απήντησεν ο βοσκός.
   Τω όντι, την τελευταίαν στιγμήν του ήλθε του μπαρμπα-Δήμου η απορία: διατί, αν πράγματι είχαν έλθει πειραταί, ο Τσόμπανος δεν εφρόντιζε και περί της προσωπικής ασφαλείας του. Αλλ’ ο βοσκός εξηκολούθησε ν’ απομακρύνεται και μετ’ ολίγον έγινεν άφαντος.
   Ο μπαρμπα-Δήμος ήρχισε να σταυροκοπήται αφειδώς όπισθεν της πολεμίστρας, είτα έσπευσε να καταβεί από την Ταράτσαν και εισήλθεν εις το Κιόσκι και μετέδωκε την είδησιν εις τους δημογέροντας του φρουρίου.

Ε΄

   Τω όντι, ούτε η ιδέα δεν του ήλθε του πτωχού  αιπόλου του βόσκοντος ολίγας αίγας εις το κατάμερον των Τριών Σταυρών, να ζητήσει παρά του μπαρμπα-Δήμου να του ρίψει την σχοινίνην κλίμακα ή να του καταβιβάσει τον κάλων με την αρπάγην και την θηλειάν, δι’ ης ανήλθεν εις την Ταράτσαν του φρουρίου ο παραγυιός του, κατά την αφήγησιν του πυλωρού· αλλά πρώτον ήλπιζεν ότι οι πειραταί δεν θα υπωπτεύοντο το παρ’ αυτού γενόμενον διάβημα, έπειτα αυτός, όστις εγνώριζεν όλους τους κρημνούς και όλα τα μονοπάτια, εγνώριζεν επίσης και όλα τα σπήλαια και τας κρύπτας, τας ανοιγομένας ανά τας βραχώδεις βορεινάς εσχατιάς της νήσου. Ελυπείτο δε το πτωχόν αιπόλιόν του, το οποίον εθεώρει ως παρακαταθήκην εμπιστευθείσαν αυτώ υπό της φειδωλής μοίρας του προς φύλαξιν.
   Ο κολλήγας του ο κυρ Αναγνώστης, ο προεστός, δεν ήτο άνθρωπος με ανοιχτό χέρι, βλέπεις, και αν ο πτωχός Τσόπανος έχανε τας αίγας του, ήτο κατεστραμμένος, και πολλάς ελπίδας δεν είχε να εύρει σερμαγιά διά ν’ αγοράσει άλλας. Έπειτα όλοι θα τον ωνόμαζαν ανάξιον. Ενόει αυτός καλά από κόσμον, ας ήτο κι αιγοβοσκός. Και τυχερός να είσαι, κατάλαβες, καλό δεν σου λέγουν, μόνον «σου κάνουν πρόσωπο», κι απ’ οπίσω σου σκάβουν το λάκκο· και άτυχος να είσαι, πάλιν «τύφλα!» σου φωνάζουν όλοι. Και ούτε ωνειροπόλει αμοιβήν ή μισθόν τινα, διότι, κατά το φαινόμενον, προσέφερε μεγάλην εκδούλευσιν εις τους συμπατριώτας του, αναγγέλλων τον επικρεμάμενον φοβερόν κίνδυνον και σώζων εκ φόνου και διαρπαγής ολόκληρον χωρίον. Αυτά είναι (πώς να είπει τις;) «ιερά πράγματα», και αν υπάρχει αμοιβή τις, θα είναι αλλού κάπου· είχεν αμυδράν την συναίσθησιν ταύτην.

   Τοιαύτά τινα ανελογίζετο ο πτωχός αιπόλος, ο βοσκών ολίγας αίγας εις το κατάμερον των Τριών Σταυρών, και ανήρχετο δρομαίος την ιδίαν ατραπόν, δι’ ης είχε κατέλθει εις το φρούριον.
   Αλλ’ όταν έφθασεν εις το ύψος του κρημνού, οπόθεν αρχίζει η ατραπός να διαχαράττηται, τρεις άνδρες κεκρυμμένοι εις τους θάμνους αναπηδήσαντες τον συνέλαβον. Ο βοσκός αφήκε πεπνιγμένην κραυγήν. Οι ένοπλοι άνδρες εν ακαρεί τον εφίμωσαν και τον έδεσαν. Τον μετέφεραν δε πλησίον των συντρόφων των.
   Ήτο η οπισθοφυλακή των Αγαρηνών, ήτις, φθάσασα εις την κοιλάδα την εκτεινομένην κάτω του ζυγώματος των Τριών Σταυρών, εύρε καλόν έρμαιον τας αίγας του πτωχού αιπόλου. Οι βάρβαροι έσφαξαν πάραυτα τρεις παχείς τράγους, και όσα ερίφια υπήρχον τα έγδαραν και τα εσούβλισαν.
   Επερίμεναν το σημείον των πέντε τουφεκισμών, το οποίον είχε συμφωνηθεί μεταξύ αυτών και των προπορευθέντων συντρόφων των. Άμα επατείτο το Κάστρον, είχον καιρόν να ψήσωσι τα σφάγια και να ευωχηθώσιν. Ουχ ήττον είς τούτων ήναψε πυρ και κατεγίνετο να ψήσει το τρυφερώτερον των εριφίων.
   Τρεις ή τέσσαρες αυτών είχον τοποθετηθεί παρά τον κρημνόν επισκοπούντες προς τον Άγιον Σώστην. Επερίμεναν οσονούπω την εμφάνισιν του πλοίου των.
   Αυτοί ούτοι ήσαν οι συλλαβόντες τον πτωχόν αιπόλον.
   Τον εκράτησαν εν ασφαλεία και δεν τον ενώχλησαν άλλως. Προφανώς ούτοι ευρίσκοντο εν αγνοία της καθόδου του βοσκού προς το φρούριον, και ουδ’ υπώπτευσαν ότι αυτός είχε φέρει εις τους συμπατριώτας του την είδησιν της αφίξεώς των.
   Παρήλθε μακρά ώρα και οι πειραταί ήρχισαν ν’ ανησυχώσι. Το μεν πλοίον εφάνη πλέον δειλώς πέραν του ακρωτηρίου της Αγίας Ελένης και ελθόν προσωρμίσθη ου μακράν του Αγίου Σώστη. Εκ του φρουρίου όμως ουδέν σημείον ηκούσθη.
   Τέλος, περί ώραν τετάρτην της ημέρας, όταν ο ήλιος είχεν ανέλθει ήδη πολύ υψηλά, οι δώδεκα σύντροφοί των κάθιδροι και πνευστιώντες έφθασαν άπρακτοι πλησίον των.
   Ο πτωχός Τσόμπανος, ο δεσμώτης, ενόει εκ των οργίλων βλεμμάτων και εκ της θηριώδους εκφράσεως του προσώπου των (χωρίς να εννοεί τίποτε εκ της βαρβαροφώνου γλώσσης των), ότι εύρον τας πύλας του φρουρίου κλειστάς και την γέφυραν υψωμένην. Ο Άγιος Σώστης είχε κάμει το θαύμα του. Αίφνης είς των βαρβάρων διαπρεπής και μεγαλόσωμος, όστις εφαίνετο εξασκών εξουσίαν τινά επί τους άλλους, υψώσας τους οφθαλμούς προς ανατολάς είπεν αραβιστί:
-         Ομνύω εις τον Αλλάχ, αν πέσει ο προδότης εις τας χείρας μου, να τον θυσιάσω ως αυτούς τους τράγους!
-         Ποίος προδότης; ηρώτησεν είς των συντρόφων του.
   Την στιγμήν εκείνην ο πρώτος λαλήσας, όστις ήτο αυτός εκείνος, όστις μετά του γερο-Σολμάν, του λαλούντος την ελληνοβάρβαρον, είχεν ερωτήσει το πρωί τον αιπόλον περί της οδού της αγούσης εις το φρούριον, έστρεψε το βλέμμα προς τον σωρόν, ον απετέλει ο δέσμιος βοσκός κείμενος παρά τινα σχοίνον.
-         Τι είν’ αυτό; είπε.
    Και κύψας εξήτασε το πρόσωπον του αιπόλου.
-         Ιδού ο προδότης! σύντροφε, απήντησε τότε ο μεγαλόσωμος βάρβαρος προς τον ερωτήσαντα προηγουμένως.
   Και είτα ήρχισε να εξηγεί εν συντόμω προς τους πειρατάς, ότι εκ της κινήσεως ην παρετήρησεν εντός του Κάστρου με το εξησκημένον όμμα του, εκ των βλεμμάτων τα οποία εμάντευεν όπισθεν των πολεμιστρών επί του ακροδόμου, είχεν υποπτεύσει ότι κάποιος έδωκεν είδησιν εις τους απίστους περί της αφίξεως του μουσουλμανικού στρατεύματος.
   Ακολούθως τους ηρώτησε πού ηύραν τον άπιστον αυτόν. Οι σύντροφοι του διηγήθησαν ότι τον συνέλαβον αναρριχώμενον εις τον κρημνόν, εκεί κάτω, όπου τινές των ανδρών είχον κρυβεί παραμονεύοντες.
   Και τότε ηλήθευσε διά μυριοστήν φοράν η δεσποτική πρόρρησις, και είς περιπλέον ενώμοτος βάρβαρος έδοξε λατρείαν προσφέρειν τω Θεώ.
……………………………………………………………………………………………………...
 
 Απήχθη μεταξύ των ερεικών και σχοίνων, όπου δειλά ανθύλλια εποίκιλλον τον πράσινον εαρινόν της γης τάπητα· εκεί τον έσυραν οι Αγαρηνοί αλαλάζοντες κι εκεί έλουσε με το αίμα του τα άνθη και τους χλωρούς κλάδους, και ζέον ρείθρον εκοκκίνισε την γην, ήτις ευμενής το εδέχθη, η δε αύρα πραεία ανέλαβεν επί πτίλων την πνοήν του, κι εκεί εκοιμήθη τον ύπνον τον παραδείσιον, πτωχός αιπόλος! μιμηθείς τον Ποιμένα τον καλόν, τον τιθέντα την ψυχήν υπέρ των προβάτων.

   Και ύστερον, πώς να μη μοσχοβολά το χώμα;