Ἄκουσε τ᾿ ἀπόκοσμο τὸ παλιὸ βιολὶ
μέσα στὴ νυχτερινὴ σιγαλιὰ τοῦ Ἀπρίλη
στὸ παλιὸ κουφάρι του μιὰ ψυχὴ λαλεῖ
μὲ τ᾿ ἀχνὰ κι᾿ ἀπάρθενα τῆς ἀγάπης χείλη.
Καὶ τ᾿ ἀηδόνι τ᾿ ἄγρυπνο καὶ τὸ ζηλευτὸ
ζήλεψε κι ἐσώπασε κι ἔσκυψε κι ἐστάθη
γιὰ νὰ δεῖ περήφανο τί πουλὶ εἶν᾿ αὐτὸ
ποὺ τὰ λέει γλυκύτερα τῆς καρδιᾶς τὰ πάθη.
Ὡς κι ὁ γκιώνης τ᾿ ἄχαρο, τὸ δειλὸ πουλί,
μὲ λαχτάρ᾿ ἀπόκρυφη τὰ φτερὰ τινάζει
καὶ σωπαίνει ἀκούγοντας τὸ παλιὸ βιολί,
γιὰ νὰ μάθει ὁ δύστυχος πῶς ν᾿ ἀναστενάζει.
Τί κι ἂν τρώει τὸ ξύλο του τὸ σαράκι; τί
κι ἂν περνοῦν ἀγύριστοι χρόνοι κι ἄλλοι χρόνοι;
Πιὸ γλυκιὰ καὶ πιὸ ὄμορφη καὶ πιὸ δυνατὴ
ἡ φωνή του γίνεται, ὅσο αὐτὸ παλιώνει.
Εἶμ᾿ ἐγὼ τ᾿ ἀπόκοσμο τὸ παλιὸ βιολὶ
μέσα στὴ νυχτερινὴ σιγαλιὰ τοῦ Ἀπρίλη
στὸ παλιὸ κουφάρι μου μιὰ ψυχὴ λαλεῖ
μὲ τῆς πρώτης νιότης μου τὰ δροσάτα χείλη.
Τί κι ἂν τρώει τὰ σπλάγχνα μου τὸ σαράκι; τί
κι ἂν βαδίζω ἀγύριστα χρόνο μὲ τὸν χρόνο;
Πιὸ γλυκιὰ πιὸ ὄμορφη καὶ πιὸ δυνατὴ
γίνεται ἡ ἀγάπη μου, ὅσο ἐγὼ παλιώνω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου