Σελίδες

Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2011

Πρέβεζα

Θάνατος είναι οι κάργιες
που χτυπιούνται στους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδια,
θάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζανε κρεμμύδια.

Θάνατος οι λεροί κι ασήμαντοι δρόμοι,
με τα λαμπρά μεγάλα ονόματά τους,
ο ελαιώνας γύρω η θάλασσα κι ακόμη
ο ήλιος θάνατος μες στους θανάτους.

Θάνατος κι ο αστυνόμος που διπλώνει
για να ζυγίσει μια ελλειπή μερίδα,
θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι
κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.

Βάσις φρουρά εξηκονταρχία Πρεβέζης.
Την Κυριακή θ' ακούσουμε την μπάντα.
Επήρα ένα βιβλιάριο τραπέζης,
πρώτη κατάθεσης δραχμαί τριάντα.

Περπατώντας αργά στήν προκυμαία,
"υπάρχω;" λες, κι ύστερα: "δεν υπάρχεις!"
Φτάνει το πλοίο. Yψωμένη σημαία.
Ίσως έρχεται ο κύριος Νομάρχης


[Αν τουλάχιστον, μέσα στούς ανθρώπους
αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία...
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θά διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία.]

3 σχόλια:

  1. Μία Ωδή, δείγμα γραφής αντάξιας του Ποιητικού Αναστήματος του Κώστα Καρυωτάκη.

    Εις Ανδρέαν Κάλβον

    Ω μεγάλε Ζακύνθιε,
    των ωδών σου τα μέτρα,
    υψηλά, σοβαρά,
    τους αγώνες εκάλυπτον
    εκτεταμένους.

    Της δουλείας τα βάρβαρα
    σκοτάδια κατεξέσχισεν,
    όταν εγράφη πύρινος,
    η αστραπή των όπλων
    (και η αρετή σου).

    Ως ήλιος, αναβάν
    τον Όλυμπον, εστάθη
    πάνω εις γυμνά χωράφια,
    εις ανθισμένα ερείπια,
    γνώριμον κλέος.

    Αλλά το θείον έναυσμα
    η φωνή σου δεν είναι
    τώρα πλέον. Μας έρχεται
    μακρινός και παράταιρος
    ήχος τύμπανου.

    Ολόκληρος αιών,
    χείμαρρος, την Ελλάδα,
    ταραγμένος, εσάρωσεν
    από τα ιδανικά σου,
    την οικουμένην.

    Κράτει λοιπόν, ω γέροντα,
    την επιτύμβιον πλάκα.
    Το πεπαλαιωμένον σου
    τραγούδι κράτει. Φύγε,
    παραίτησόν μας.

    Ή, αν προτιμάς, εξύμνησον
    αντίς γεγυμνωμένων
    ξιφών, όσα μαστίγια
    προς θρίαμβον επισείονται
    των καφενείων.

    Ίππους δεν επιβαίνουσι,
    αμή την εξουσίαν
    και του λαού τον τράχηλον,
    ιδού, μάχονται οι ήρωες
    μέσα εις τα ντάνσιγκ.

    Τις δάφνες του Σαγγάριου
    η Ελευθερία φορέσασα,
    γοργά από μίαν χείρα
    σ' άλλην περνά και σύρεται,
    δούλη στρατώνος.

    Καθώς, όταν την εύκολον
    λείαν αποκομίσει,
    φεύγει, διστάζει, κι έπειτα
    σε μια γραμμήν ελίσσεται
    πλήθος μυρμήγκων,

    μεγάλα προπορεύονται
    έντομα, μέγα φέροντα
    βάρος, ακολουθούσι,
    με φορτίο ελαφρότερο,
    μικρότερα άλλα,

    και δε βλέπουν στο πλάγι τους
    το παιδάκι που στέκει
    να γελά τον αγώνα των,
    και δε βλέπουν ότι ύψωσε
    τώρα το πέλμα—

    ούτω την χώραν νέμεται
    η στρατιά της ήττης,
    του λαού την απόφασιν,
    άτεγκτον, φοβεράν,
    περιφρονούσα.

    Αλλά τι λέγω; Θρήνησε,
    θρήνησε την πατρίδα,
    νεκράν όπου σκυλεύουν
    αλλοφρονούντα τέκνα της,
    ω Ανδρέα Κάλβε.

    Μικράν, μικράν, κατάπτυστον
    ψυχήν έχουν αι μάζαι,
    ιδιοτελή καρδίαν,
    και παρειάν αναίσθητον
    εις τους κόλαφους.

    Το ποίημα αυτό περιλαμβάνεται και στην "παγκόσμιο ανθολογία ποιήσεως" τμ.α'
    - εκδ. Γεωργίου Παπαδημητρίου, 1953). Δυστυχώς η μελοποίησή του είναι ΤΡΑΓΙΚΉ.

    ΠΗΓΉ : http://poem-for-you.blogspot.gr

    Υ.Γ. Αν θέλετε και μπορείτε ''περάστε'' την σαν Ποίημα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Το σάπιο που υπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας... Η ατζέντα της Νέας Παγκόσμιας Τάξης... Η πανδημία κορωναϊού... Η Πρέβεζα...

    διότι η Πρέβεζα, όπου και αν βρίσκεσθε, πάντα κοντά σας θάναι. Και πάντα θα σας φοβερίζη με καταχνιές, με κουφόβρασι, με σπίτια που καταρρέουν, με τοίχους λεπρούς, με σκύλους ισχνούς και ψωραλέους, με ανθρώπους και κώνωπας ανωφελείς, με ελονοσίαν, με φυματίωσιν, με αιμοπτύσεις και φρικτήν αβάσταχτην ανίαν, με κάτι σαν πτώσιν λαιμητόμου σε νεκρικήν σιγήν, με κάτι σαν να εκσπερματίζης δίχως να έχης οργασμόν, με κάτι σαν περμαγκανάτ ή στύψι στον αέρα, με κάτι σαν άγονες γραμμές και αναμονές, με φράσεις ως οι ακόλουθες: «Ο κύριος Νομάρχης έρχεται... Δεν έρχεται... Ο κύριος Νομάρχης με το λαντώ του καταφθάνει!...» και με βαθειά, βαρειά μελαγχολία, καρδιοσπαράχτρα θλίψι, που φθάνει ως τους ουρανούς, πενθίμου καπνού τολύπη, πότε αργά, πότε γοργά, σαν σιγανού ή γρήγορου θανάτου λύπη, την ώρα που της καρδιάς, εν ακαρεί, ή με ανεπαισθήτως φθίνοντα βραδύ ρυθμό, σβήνουν για πάντα οι κτύποι.

    Ανδρέας Εμπειρίκος - «Όταν οι ευκάλυπτοι θροΐζουν στις αλλέες»



    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Τελικά, Ο Πλανήτης είναι η Πρέβεζα που διαστέλλεται Ή η Πρέβεζα είναι Ο Πλανήτης
    που συστέλλεται; Θέμα, καθαρά, Οπτικής Γωνίας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή