Σ' ακούω που περνάς τα μεσημέρια
αλάτι κουβαλώντας,
κι όπως χτυπούν τα πέταλα στις πέτρες
μυρίζει θειάφι ο πικρός αέρας.
Σ' ακούω που περνάς τους λαβωμένους
με τις πληγές τους σταυρωτά,
δεμένους με τριχιές κι άλλους με σύρμα,
τον Κωσταντή στο ίδιο του το αίμα.
Σ' ακούω τον όρθρο που οι παπάδες ψέλνουν
κι είναι βουβές στον ύπνο μου οι καμπάνες,
μ' ένα ραβδί, τυφλός, να ζητιανεύεις
κι αχνίζει απ' τα μαλλιά σου μαύρο αίμα.
Στους ουρανούς δεν πάει
σαν το λιβάνι στα σύρματα κουρνιάζει,
γκρίζο πουλί με κόκκινα ποδάρια
που κρυφακούει τα φοβερά μαντάτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου