Σελίδες

Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου 2011

ο αειπλάνητος

Τον έβλεπα προ χρόνων πολλών, και τον ενθυμούμαι ωσάν όνειρον. Αλλά δεν είχα γνωριμίαν μαζί του. Ήτον καμαρότος της πρώτης θέσεως εις τα βαπόρια της «Εταιρείας». Ήτο λίαν μεταδοτικός και φιλάδελφος προς όσους έτυχε να γνωρίζει, επιβάτας μάλιστα της κουβέρτας, προς τους οποίους εκουβαλούσε κρυφά ό,τι επερίσσευεν από την τράπεζαν, τους έφερνε ποτήρια νερού από την πρώτην θέσιν, και πολλάς άλλας ανέσεις παρείχεν εις αυτούς.
     Ήτον από τότε με άσπρα μαλλιά, κι εφαίνετο ως γέρων ήδη. Είκοσιν έτη ύστερον, όταν εσχετίσθην μαζί του, είχεν ακόμη άσπρα μαλλιά, και αρρυτίδωτον την όψιν. Καθώς μου είπε, δεν ήτο παραπάνω από πενήντα χρόνων.
     Είχε πάρει σύνταξιν από την «Εταιρείαν», δεν ηθέλησε «να μβει στον κόσμο», κι εκοίταζε πώς να σώσει την ψυχήν του· εν Αθήναις εσύχναζεν εις του Μακράκη. Επειδή έτρεφε κάποιαν υπόληψιν εις εμέ, με ηρώτησε να του είπω ειλικρινώς τι εφρόνουν περί Μακράκη και Μακρακισμού.
     -Δεν υπάρχει αμφιβολία, κυρ-Γιάννη, του είπα, ότι πολλοί των Μακρακιστών είναι καλοί άνθρωποι, και ότι ο Μακράκης θα ήταν πολύ καλός και ωφέλιμος… Αλλά, τι να σου πω κι εγώ, «νόμω καλόν, νόμω κακόν». Εάν, παραδείγματος χάριν, το δείνα σπίτι εκηρύσσετο αρμοδίως υπό των ιατρών χολεριασμένον ή βλογιασμένον, θα είχες ποτέ την τόλμην να πατήσεις την καραντίνα και να εισέλθεις εις αυτό;
     -Όχι, μου είπε.
     -Άλλο τόσον και περί Μακράκη.
     Οι αρμόδιοι, δηλ. η Ιερά Σύνοδος, τον εκήρυξε κακόδοξον και αιρετικόν. Μέχρις αποδείξεως του εναντίου, και πριν ανώτερόν τι δικαστήριον, φέρ’ ειπείν η Μεγάλη Εκκλησία και τ’ άλλα Πατριαρχεία, ακυρώσουν την πράξιν της Ιεράς Συνόδου της Ελλάδος, και κηρύξουν τον Μακράκην υγιαίνοντα περί την πίστιν και ορθόδοξον, πας χριστιανός οφείλει να πειθαρχεί εις τους ορατούς αντιπροσώπους της Εκκλησίας, είτε αμαρτωλοί είναι ούτοι είτε άγιοι, και να μη πλησιάζει εις τον Μακράκην. Άλλως, θα ήτον αναρχία και τίποτε άλλο.

-          - -

     Ακολούθως τον συνήντησα κατά το θέρος εις Σ… όπου διέτριψα επ’ ολίγον. Τρεις μήνας έμεινα εκεί, τρεις διατριβάς ήλλαξε κατά το διάστημα τούτο ο κυρ-Γιάννης ο Χρυσοβούλλης. Πρώτον ήτον πλησίον του πατρός Ιερεμίου, εναρέτου ασκητού, εις έν κάθισμα, ήτοι μέγα κελλίον, μοναχικήν κατοικίαν με πολλά δωμάτια. Ο ειρημένος ασκητής ελέγετο μακρακίζων, καλή τη πίστει. Εντεύθεν ενόησα ότι η γνώμη την οποίαν μου είχε ζητήσει ο κυρ Γιάννης, και η υπόληψις την οποίαν έλεγεν ότι έτρεφε δι’ εμέ ήτο υπό τον όρον…να συμφωνώ μαζί του. 
     Εν τούτοις δεν έμεινε πολύν καιρόν εις το οικητήριον  εκείνο. Τον δεύτερον μήνα επιάσθη και εμάλωσε μ’ ένα συμπέθερόν του, διεκδικούντα κληρονομικά δικαιώματα επί του κελλίου και της μικράς περιοχής. Τότε μετέβη εις τον Άγιον Χαράλαμπον, μονύδριον διαλελυμένον. Είτα έφυγεν εκείθεν, κι επήγε κι έβαλε μετάνοιαν εις τον Σωφρόνιον, τον τότε ηγούμενον του σεμνοπρεπούς και ωραίου κοινοβίου του Ευαγγελισμού. Έμεινεν εκεί δύο μήνας.
     Είτα, όταν εγώ επέστρεψα εις Αθήνας, έμαθα ότι ο κυρ-Γιάννης έφυγεν από το Κοινόβιον κι επήγεν εις την Κουνίστραν, παλαιόν μοναστήριον ακατοίκητον, κι έμεινεν εκεί ολομόναχος επ΄ολίγας ημέρας.
     Ακολούθως, συνέπεσε να επισκευασθεί έν, γειτονικόν της Κουνίστρας, παλαιόν μονύδριον του Προδρόμου. Τότε ο φίλος μας, ανήσυχος πάντοτε, και μη δυνάμενος να «κατασταλάξει» που, επήγε και εδοκίμασε να μείνει επ’ ολίγον εις την ερημικήν και δασώδη εκείνην κοιλάδα του Προδρόμου. Τέλος επανήλθε και δευτέραν φοράν πλησίον του πατρός Ιερεμίου, εις το κελλίον του Προφήτου Ηλιού.

-          - -

     Μετ’ ολίγον καιρόν, ενώ διέτριβον πάντοτε εν Αθήναις, αίφνης και παρά προσδοκίαν, συναντώ τον φίλον μου καθ΄οδόν πλησίον εις του Καλαμιώτη.
     -Καλημέρα, μου λέγει.
     -Ε! πού σ΄αυτόν τον κόσμο, κυρ Γιάννη;… Εγώ σε είχα πως βρίσκεσαι ακόμη στη Σ…., στο Κοινόβιο.
     -Ου! είναι μήνες που δεν είμαι στο Κοινόβιο, είπε. Σ’ αυτό το διάστημα, καθώς έφυγες τουλόγου σου απ’ την πατρίδα, άλλαξα δυό-τρία λημέρια.
     -Ποιο και ποιο;
     -Σαν έφυγα απ’ τον Ευαγγελισμό, επήγα στην Παναγιά την Κουνίστρα, και εκάθισα εκεί κάμποσον καιρό, ύστερα πήγα στον Πρόδρομο στον Ασέληνο. Ύστερα ξαναγύρισα πάλι στον πάτερ Ιερεμία, μα πάλι ξαναμάλωσα με τον Δημήτρη, κι έφυγα….
     -Με ποιόνε Δημήτρη;
     -Τον συμπέθερο μου· δεν το ξέρεις;… Άμα μ’ έβλεπε να δίνω δυο κρομμυδάκια, ή λίγο μαϊδανό, ή κανένα μαρούλι, σε κανένα φτωχόν διαβάτη, εσκύλιαζε απ΄το κακό του. Εγώ του είπα, και να πεθάνει δεν θα τα πάρει μαζί του, και να ζήσει, θα του πέσουν παραπολλά στο στομάχι του… Τότ’ εκείνος αυθαδίασε και μου είπε, με παροιμίες, καθώς συνηθίζει, «ξένο βιό, καλολογάριαστο», και «δεν είναι γύφτικο μνημόσυνο εδώ» και «με ξένα κόλλυβα να μη γυρεύω να μνημονέψω». Επήρα κι εγώ την κάπα μου κιέφυγα.
     -Κι ηρθες κατ’ ευθείαν για την Αθήνα;
     -Όχι, ξαναπήγα και δεύτερη φορά στο Κοινόβιο, δεν σου είπα… Καλά το είπες… Επήγα εκεί, κι ο ηγούμενος, μ’ έβαλε μάγειρα… Ύστερα, ο πάτερ Μελέτιος, ο οικονόμος, μ’ εμάλωσε να μη δίνω κομμάτια ψωμί και γαβαθάκια με κολοκύθια ή μελιτζάνες στους διαβάτες…  Τότ΄ εσηκώθηκα κι εγώ, έβαλα μετάνοια στον ηγούμενο, κι έφυγα.
     -Κι έρχεσαι κατ΄ ευθείαν απ΄ εκεί;
     -Όχι· επήγα στον Βόλο, να ιδώ την αδελφή μου με τον γαμβρό μου, και τη φαμίλια τους. Εκεί έμαθα πως είναι κοντά κάπου εκεί ένα καλό μοναστήρι, ο Άι-Γιάννης… Επήγα καμπόσες μέρες να δοκιμάσω, μα τα ηύρα κι εκεί κάπως χειρότερα, επήρα την ράβδο μου, κι έφυγα.
     -Κι έρχεσαι απ’ εκεί τώρα;
     -Όχι· επήγα στον Αρμυρό· εκάθισα ολίγες μέρες εκεί κοντά σ’ ένα μοναστήρι…
     -Κι από κει;….
     -Τα ηύρα εκεί σκούρα… επήγα πεζός ως τη Λαμία. Εκεί άκουσα πως είναι δυο-τρία μοναστήρια πολύ καλά. Επήγα στεριά πολλές ώρες δρόμο, στον Άι-Κωνσταντίνο, καθώς και στον Άι-Γιώργη της Μαλεσίνας… Κι από κει έφυγα.
     -Τότε θα κάμεις καλά, του είπα εγώ, να πάρεις ένα «Συνταγμάτιον» να διαβάσεις πόσα μοναστήρια είναι στην Ελλάδα και στην Τουρκία, για να ξέρεις….
     -Και πού βρίσκεται αυτό το Συντομάτιον;
     -Δεν ξέρω αν βρίσκεται στα βιβλιοπωλεία. Στην Εθνική Βιβλιοθήκη να πας, θα το εύρεις. Και δεν μου λες ένα πράγμα, κυρ Γιάννη; Πώς δεν σου ήρθε η ιδέα να πας στον Άγιον Όρος;
     -Επήγα άλλοτε κι επροσκύνησα. Μα εκεί δεν είναι για μας. Είμαστε αλλοιώς μαθημένοι.
     -Γιατί;
     -Είναι αυστηρότης μεγάλη… Είναι και κόμματα.. Ρώσοι πολλοί.
     -Και τώρα για πού είσαι, να ’χουμε καλό ρώτημα;
     -Είμαι για την Πάτρα. Θα πάω εις εκείνα τα μέρη να προσκυνήσω τα μεγάλα μοναστήρια που είναι προς τα εκεί. Την Αγία Λαύρα, τους Ταξιάρχας, το Μέγα Σπήλαιο.
     -Και θα κάμεις πολύν καιρό εκεί;
     -Ω, εκεί θα μείνω οριστικώς πλέον. Σωθήκανε τα ψέματα…
     Μετά τρεις μήνας, ένα πρωί, συναντώ πάλιν τον κυρ Γιάννην εν Αθήναις εις την οδόν Αθηνάς.
     -Τα μάτια μου κάνουνε;… Εσύ είσαι, κυρ Γιάννη;
     -Εγώ ολάκερος. Καλώς σας ηύρα.
     -Έρχεσαι απ’ το Μέγα Σπήλαιον;
     -Απ’ το Μέγα Σπήλαιο, απ’ την Αγία Λαύρα, απ’ τους Ταξιάρχας και από άλλα μέρη.
     -Και δεν μπόρεσες να κάμεις ούτ’ εκεί;
     -Δεν μπόρεσα… Τι τα θέλεις; Πάει πλέον η καλογερική.
     -Τώρα, για πού είσαι;
     -Για το Άγιον Όρος. Συλλογίσθηκα καλά το λόγο που μου είπες την άλλη φορά… Θα σ’ ακούσω…

-          - -

     Είχα μείνει διαρκώς επί δύο έτη εις τας Αθήνας. Το άλλο θέρος επήγα εις την πατρίδα μου.
     Ήμην από δύο ή τριών ημερών εκεί· ένα δειλινό μία βρατσέρα άραξε πλησίον της αποβάθρας εις τον λιμένα.
     Ήρχετο εξ Αγίου Όρους. Μεταξύ των αποβιβασθέντων βλέπω τον κυρ Γιάννην.
     -Καλώς ώρισες, τω είπα.
     -Πάντα με το καλό, μου λέγει μειδιών…Επήγα και στ’ Άγιον Όρος δευτέραν φοράν… Θα δώσω μεγάλον κόπον εις τον Άγγελόν μου.
     -Γιατί;
     -Γιατί θα έχει να περιφέρει την ψυχήν μου εις παραπολλούς τόπους… Κι όχι μόνον τούτο, αλλά θα απελπισθεί να με πηγαίνει από δύο και τρεις φοράς εις κάθε τόπον… Επειδή εις τον κάθε τόπον έχω διατρίψει δύο και τρεις φοράς.
     -Πώς πέρασες λοιπόν;
     -Παραέγιναν κι εκεί τα πράγματα… Καλά κι άξια είναι… Άξια χώματα!… Πολλοί σεβάσμιοι πατέρες, κοινοβιώται, ασκηταί κι ερημίτες ακόμη και ιδιορρυθμίτες και κελλιώτες βρίσκονται, άγιοι άνθρωποι… Μα ωστόσο… είναι Ρούσοι, Ρούσοι παραπολλοί…και πίνουν και πολύ ρακί… Φιλεύουν και πίττες ψωμί, και καπίκια ασημένια. Δεν σου λέγω… και στον Άι-Παντελεήμονα κι εις τ’ άλλα μέρη… μα καλύτερα να έλειπαν κι αυτοί και τα καπίκια τους και τα ψωμιά τους τ’ άσχημα, τα κακοζυμωμένα, τ’ αχώνευτα… Έπειτα κι οι ιδικοί μας έχουν κόμματα…δεν σ΄αμπαρώνουν εύκολα μες στα μοναστήρια…άλλα μούτρα έχουν οι Τουρκομερίτες, άλλα οι Ελλαδίτες.
     -Και τώρα για πού, αν θέλει ο Θεός;
     -Έχω σκοπό να πάω ως τα Μετέωρα. Ας δούμε κι εκεί.
     Περί τα τέλη του φθινοπώρου, ενώ προ μικρού είχα επιστρέψει εις Αθήνας, συναντώ τον κυρ Γιάννην εις τον περίπατον, παρά τους Στύλους.
     -Χοζ γκελντίν! (Καλώς ώρισες), του είπα.
     -Σε ηύρα, τέλος πάντων! μου λέγει. Δεν ήξευρα κατά πού να σε ζητήσω… Αυτή τη φορά ελπίζω να τα λέμε συχνά μαζί.
     -Πώς; μένεις στην Αθήνα;
     -Απ’ έξω απ’ την πόλιν…είν’ ένα μικρό μετοχάκι με μια εκκλησούλα και δυο κελλιά, που το έχει κτίσει ο πάτερ Ιερώνυμος ..που ήτον χρόνια εφημέριος στην Βουδαπέστη, στην Ουγγαρία… Εκεί, κοντά του, βρίσκομαι.. Εδώ έξω, κατά την Ζωοδόχο Πηγή…(μου έδειξε προς το μέρος του Υμηττού). Εκεί έχει ωραία κηπάρια και καταγίνομαι να καλλιεργώ… Να σε ιδούμε καμμιά μέρα…. Θα σε φιλέψω σαρακοστιανό φαί από ζερζαβάτι, όλο απ’ το χέρι μου καλλιεργημένο και μαγερεμένο…
     -Και πώς δεν έκαμες στα Μετέωρα;
     -Ω! εκεί ανεβάζουν τους ανθρώπους με την απόχη, σαν αχινούς, με τον γάντζο, σαν χταπόδια…Λοιπόν θα έρθεις καμμιά μέρα;
     -Βεβαίως…χαίρε!

-          - -

     Ολίγας ημέρας ύστερον έτυχε να διέρχομαι από τα Κεράδικα, παρά την οδόν Καπνικαρέας. Βλέπω τον κυρ Γιάννην εις την θύραν ενός των μαγαζείων τούτων, και μ’ έκραξεν:
     -Έλα να σε ιδούμε.
     -Τι γίνεσαι, κυρ Γιάννη;
     -Ορίστε, καθίστε.
     -Δεν έχω καιρόν…Θα ήρθες, πιστεύω, να ψωνίσεις κηριά για την εκκλησούλα, για το μετοχάκι σου.
     -Ω! δεν βρίσκομαι πλέον εκεί…δεν μπόρεσα να πολυκάμω κοντά στον πάτερ Ιερώνυμο.
     -Και πού βρίσκεσαι;
     -Μα, στο κηράδικο, εδώ….
     -Είσαι κηροποιός; Γνωρίζεις κι απ’ αυτήν την τέχνη;
     -Ακούς, λέει…. Βοηθώ, όσο μπορώ, τον φίλον μου εδώ…Μα να περνάς να σε βλέπουμε.
     -Ευχαρίστως.

-          - -

     Μετά μίαν εβδομάδα, διηρχόμην την εσπέραν ένα δρομίσκον της Πλάκας. Γνώριμος φωνή με κράζει ονομαστί. Στρέφομαι· βλέπω τον κυρ Γιάννην.
     -Τι γίνεσαι, αδερφέ;
     -Ω! με συγχωρείς…,δεν ήρθα καμμιά μέρα στο κηράδικο.
     -Ω! τώρα κατά το παρόν, βρίσκομ’ εδώ, στην Πλάκα…σ’ εκείνο το φαρμακείο εκεί.
     Και μου έδειξε πέραν του πεζοδρομίου, εις μίαν καμπήν της οδού.
     -Τι, δεν είσαι πλέον στο κηράδικο;
     -Προσωρινώς εβοηθούσα τον κυρ Προκόπην… Τώρα βοηθώ τον φίλον μου τον σπετσιέρην, εκεί… έλα καμμιά φορά να τα λέμε. Περνά κανείς πολύ καλά την ώρα στο φαρμακείο… είναι το καφενείο εκείνων που δεν πατούν ποτέ εις καφενείον.
     -Και γνωρίζεις από γιατρικά;
     -Α! αυτή είναι μία από τις παλιές τέχνες μου… ό,τι μπορεί κάνει τινάς. Θα ’ρχεσαι κάποτε;
     -Ευχαρίστως…θα’ ρθώ καμμιά μέρα.


    Έκτοτε δεν συνέβη να τον ξαναϊδώ πλέον τον φίλον μου, τον κυρ Γιάννην. Αλλά τάχιστα ελπίζω να τον συναντήσω ή εις τας Αθήνας ή αλλού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου